Παρασκευή βράδυ. Η Βασιλίσσης Σοφίας άδεια και σιωπηλή. Φωτισμένη με ένα υγρό υποκίτρινο φως. Απόκοσμη και την ίδια στιγμή σχεδόν φαντασμαγορική. Μια τεράστια λεωφόρος κενή. Μοναδική υπενθύμιση: οι φωτεινοί σηματοδότες. Επέμεναν να εναλλάσσουν τα χρώματά τους: πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο και ξανά, αργόσυρτα, ρυθμικά, μάταια. Η πρεσβεία, στο ημίφως, αγωνιζόταν λες να κρυφθεί μέσα στη νοτισμένη νύχτα. Σαν να ντρεπόταν λόγω ημέρας. Μπροστά της, τοποθετημένες σε ένα ιδιόρρυθμο γιγαντιαίο «ντόμινο», οι κλούβες της Αστυνομίας και σε χαλαρή ευθύγραμμη διάταξη, οι άνδρες των ΜΑΤ, θυμίζοντας αλλοτινούς οπλίτες με διάφανες ασπίδες.
Μακριά, πέρα από το πάρκο του Μεγάρου, κάποιες φωνές, ίσως συνθήματα, που μόλις που ακούγονταν, και μία υποψία του πλήθους της πορείας που έφτανε απ’το Πολυτεχνείο. Στο ενδιάμεσο, διάσπαρτοι, βιαστικοί περαστικοί, εργαζόμενοι που επέστρεφαν σπίτια τους, συνταξιούχοι που περίμεναν την πορεία, τουρίστες που απαθανάτιζαν το χώρο, μαθητές από φροντιστήρια, ζευγάρια σε βόλτα. Στην πλειοψηφία τους αρκετά μαζεμένοι, επιφυλακτικοί, λιγομίλητοι, κοινωνοί ενός παράδοξου σιγαλού πένθους.
Μερικές ημέρες πριν, η «Ευρυδίκη», ένας μεσογειακός κυκλώνας με τροπικά χαρακτηριστικά, αφού σκόρπισε τον τρόμο στα Επτάνησα, έφτασε – ξέπνοη, αλλά με αρκετές ακόμη δυνάμεις – και στην Αττική, παρασύροντας στο πέρας της δεκαεννιά ψυχές. Με κρότο, με ένταση, με ισχύ ανείπωτη. Η Μάνδρα, τα Μέγαρα και η Νέα Πέραμος, σαν την κόρη της Περσεφόνης, ακολούθησαν τη μοιραία πορεία της στον Άδη της ορμητικής λάσπης και συντριβής. Η φύση επέστρεφε βίαιη. Γνωρίζαμε ότι κάποτε θα συνέβαινε. Δεν κάναμε κάτι. Συνέβη.
Αντιλαμβανόμαστε τότε ότι είμαστε άοπλοι: απέναντι στη ζωή, απέναντι στα ιδεώδη, απέναντι σε όσα οφείλουμε, απέναντι στη βία, απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς. Τι κάνουμε όμως;
Στις χιλιάδες φωτογραφίες από την καταστροφή, ξεχώριζε εκείνη με τον ηλικιωμένο και άρρωστο, κύριο Σταύρο. Στεκόταν εμπρός από ένα σωρό ερείπια, συντρίμμια ζωής και προσδοκιών, μπάζα και αναποδογυρισμένα οχήματα. Είχε μόλις μάθει ότι δεν θα μπορούσε να αγοράσει τα φάρμακά του, ο θηριώδης χείμαρρος είχε καταστρέψει το φαρμακείο της γειτονιάς. Κοιτούσε το φακό με ένα βλέμμα θλίψης και οργής, σιωπηλά, στωϊκά, κραδαίνοντας μια πλαστική σακούλα με τις συνταγές και τα κουτιά και μια ομπρέλα. Ζωντανός σε μια χώρα έρημη, κατεστραμμένη. Με την ίδια τη μνήμη χαμένη στη λάσπη, πλάι στην ελπίδα.
Την ίδια ημέρα, λίγα χιλιόμετρα μακριά, ο Μανώλης Γλέζος, στωϊκά και αγέρωχα, μαζί κι αυτός με την «Ευρυδίκη», κατέθετε ένα λουλούδι στο Πολυτεχνείο, αψηφώντας την καταιγίδα, το κρύο, το γήρας, τον κίνδυνο. Τιμούσε τη μνήμη και εκείνους που φρόντισαν να τη γεννήσουν. Έδινε ένα παράδειγμα, κινείτο ήδη στον κόσμο των συμβολισμών, θύμιζε την ουσία της επετείου: την ελευθερία και την αξία της αυτονομίας, την ευθύνη και την πράξη, τη γενναιότητα και το σθένος. Ένας άνθρωπος που αποτίει φόρο τιμής και συμβολίζει. Μόνος.
Ενώ διέσχιζα τη λεωφόρο, προσπαθώντας να βρω μία καλύτερη οπτική γωνία, σκέφτηκα πως αυτοί οι δύο, ο Γλέζος και ο κύριος Σταύρος μοιράζονται ανάλογες, αν όχι κοινές, ελπίδες, νοήματα και επιδιώξεις. Μοιράζονται τη μνήμη της βίας και της καταστροφής. Τον αγώνα για τον κοινό βίο και το όνειρο για μία καλύτερη ζωή. Όχι με τον ίδιο τρόπο, όχι στα ίδια πεδία, με άλλες προτεραιότητες, αλλά ναι μετέχουν και οι δύο στο ανθρώπινο. Και αυτή τη μέρα, έμοιαζαν ισάξια θλιμμένοι, εύθραυστοι και ταυτόχρονα γενναίοι και ακλόνητοι, ο καθένας στο δικό του «Πολυτεχνείο».
Θυμήθηκα εκείνη τη μακριά νύχτα πριν από 44 χρόνια, τις απέλπιδες κραυγές, λίγο πριν το βροντερό ξέσπασμα της βίας: «Είμαστε άοπλοι. Είμαστε άοπλοι». Κι έπειτα τη σιγή που ακολούθησε. Αντιλήφθηκα μια πτυχή της, που τόσα χρόνια, ο θόρυβος των ιδεολογιών μου έκρυβε. Ο κόσμος σε τέτοιες τραγικές στιγμές βυθίζεται σε εκείνη την παράλογη σιωπή της απουσίας νοήματος [1]. Αντιλαμβανόμαστε τότε ότι είμαστε άοπλοι: απέναντι στη ζωή, απέναντι στα ιδεώδη, απέναντι σε όσα οφείλουμε, απέναντι στη βία, απέναντι στους ίδιους μας τους εαυτούς. Τι κάνουμε όμως;
«Ελεύθερος είναι μόνον όποιος διαφυλάσσει την ελευθερία», εξομολογείται ο Τόμας Μαν στο Αυτός ο Πόλεμος (εκδόσεις Πόλις) [2]. Ας αποδεχτούμε την ευθύνη που έχουμε ως αυθεντικά πρόσωπα [3] και πολίτες απέναντι στη δημοκρατία και την ελευθερία που απολαμβάνουμε. Σε κάθε κοινό βίο, σε κάθε πεδίο, σε κάθε εποχή υπάρχουν πολλά «Πολυτεχνεία» στα οποία πρέπει να συμμετάσχουμε: μικρά ή μεγάλα, ηρωικά ή αναγκαία, δημόσια ή συλλογικά. Έτσι και σήμερα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη μακρόχρονη ολιγωρία στη Μάνδρα, τα Μέγαρα και την Πέραμο, την διάχυτη ευκολία και ανομία στη δημόσια ζωή μας, τους Σπέισυ, τους Γουέινσταιν και τους Λούις Σ.Κ., καθώς και με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον ρατσισμό, τη ξενοφοβία, τον φασισμό. Οφείλουμε να μην ξεχνάμε. Ούτε τον Παπαδόπουλο, ούτε τον Μακαρέζο, ούτε τον Παττακό, τον Ιωαννίδη ή τον Θεοφιλογιαννάκο, ούτε τους τότε, ούτε τους σημερινούς μικρότερους, ισχυρότερους ή πιο τιποτένιους, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε και εκείνους που κρύβουμε στους ίδιους μας τους εαυτούς. Γιατί το κακό είναι ρηχό και κοινότυπο [4]. Κι αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, σήμερα, τώρα, αύριο.
Το πλήθος είχε φτάσει πλέον στο ύψος της πρεσβείας. Συμπαγές, συντονισμένο, με σθένος και ένταση. Η σιωπή είχε δώσει τη θέση της σε ιαχές και συνθήματα. Άλλα διαχρονικά, άλλα μάλλον ανούσια, άλλα πρωτόγνωρα επίκαιρα. Η κορυφή της πορείας παρατάχθηκε για κάποια λεπτά απέναντι στους ασπιδοφόρους και το τείχος από κλούβες και έπειτα σκόρπισε. Η αρτηρία ξανάδινε ζωή στους γύρω δρόμους. Ακολούθησα. Την επομένη θα συνεχίζαμε να μετράμε τις «πληγές» και τη μνήμη.
[1] Albert Camus, L’Homme Révolté, Παρίσι: Folio Essais, 1951.
[2] Thomas Mann, Αυτός ο Πόλεμος, μετ. Μ. Ζαχαριάδου, Αθήνα: Πόλις, 2017.
[3] Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Μαθήματα Φιλοσοφίας σε Έξι Ώρες και Ένα Τέταρτο, μετ. Κ. Σχινά, Αθήνα: Πατάκης, 2014
[4] Hannah Arendt, Gershom Scholem, Δύο Επιστολές για τη Ρηχότητα του Κακού, μετ. Π. Τσιάμουρας, Αθήνα: Άγρα, 2017.