Categories: PoV

Χαλοουίν στον Μπύθουλα

Βγήκα κάπως μουδιασμένος. Η Μαντάμ Σουσού μου προκαλούσε πάντα μια παράδοξη αμηχανία. Δεν μπορούσα εύκολα να το εξηγήσω. Θεατρική κωμωδία από τις πλέον δημοφιλείς, το ευθυμογράφημα του Ψαθά έχει προσφέρει το γέλιο σε γενιές και γενιές. Κι όμως, κάθε φορά που τη βλέπω ή τη διαβάζω η ίδια εσωτερική πάλη συναισθημάτων. Σαν κάτω από την επιδερμίδα του έργου να κρύβεται κάτι βαθύτατα τραγικό. Λες και στα «σωθικά» του κρύβεται ένα ελληνικός πρώιμος νέο-ρεαλισμός (στα πρότυπα του ιταλικού, που θα έρθει μετά τον πόλεμο).

Από τη μία πλευρά η φαντασμένη και μεγαλομανής Σουσού, με τα τερτίπια και τις ασυναρτησίες της, τις στιλιστικές υπερβολές και τις γλωσσικές της εκζητήσεις. Aπ’ την άλλη, ο Μπύθουλας, η φτώχεια, ο κλειστός ορίζοντας, η λάσπη, η αποδοχή της αδυναμίας ως μοίρας, η αναγνώριση της τυχαίας ταυτότητας ως καταδίκης. Δεν μπορεί να είμαι τόσο παράλογος, αναλογίστηκα. Τα καμώματα της ηρωΐδας, πέραν του ευτράπελου, φαιδρού και ενίοτε γελοίου χαρακτήρα τους, διαθέτουν μια βαθιά ανθρώπινη κι αβάσταχτα τραγική πλευρά. Πως να δεις ως παρωδία ή φάρσα, το ότι η Σουσού, για παράδειγμα, εγκαταλείπει το μοναδικό παιδί που κατόρθωσε να αποκτήσει στο κατώφλι ενός σπιτιού εφοπλιστών, μόνο και μόνον γιατί δεν θα ήθελε να το καταδικάσει να μεγαλώσει στον Μπύθουλα και στη φτώχεια δίχως αύριο.

Το κάστ της δημοφιλούς μεταφοράς του έργου του Ψαθά στη δημόσια τηλεόραση τη δεκαετία του ’80

Τα πράγματα γίνονται ακόμη λιγότερο κωμικά, όταν κανείς αντιληφθεί το ιστορικό πλαίσιο: βρισκόμαστε λίγα μόλις χρόνια πριν τον πόλεμο, την Κατοχή, τον λιμό, την ανέχεια, την υποταγή, αλλά και τον διχασμό, τον εμφύλιο. Αυτό το τελευταίο, η κατανόηση του πλαισίου, επιδείνωσε τα συναισθήματα και το βάρος. Δεν μπορούσα άλλωστε να το αποφύγω. Ήταν Σάββατο βράδυ, το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, και λίγα λεπτά πριν είχα μπροστά μου εκείνους που συμμετείχαν σε όσα έγραψε η ιστορία. Ο Παναγιωτάκης, ο Κατακουζηνός, ο μπαρμπέρης, όλοι τέλος πάντων οι χαρακτήρες του Ψαθά, σε λίγα χρόνια, θα ζούσαν μία περιπέτεια δίχως αντίστοιχο, την οποία ούτε που μπορούσαν να διανοηθούν.

Το πλήθος συνέχιζε να βγαίνει από το θέατρο. Κάποιες παρέες γελούσαν ακόμη. Προχώρησα κάποια βήματα, με βλέμμα μάλλον βαρύ. Στη στοά, τη γεμάτη κόσμο και μουσική και θόρυβο, παρατήρησα μια σειρά από περίεργες φιγούρες και στολίδια να ίπτανται. Κοίταξα λίγο πιο προσεκτικά και αναγνώρισα κάποιες από αυτές: μια μάγισσα πάνω σε μία σκούπα, ένα φάντασμα, μάσκες τρόμου. Χαλοουίν; Σκέφτηκα. Μα ναι, σε τρεις μέρες το γιορτάζουν στην Αμερική. Ναι αλλά στην Αθήνα; Το γιορτάζουμε πλέον κι εδώ; Το συναισθηματικό βάρος αυξήθηκε. Η Σουσού, το τραγικό και το κωμικό, η Εθνική Επέτειος και το Χαλοουίν, όλα μαζί. Τι μπέρδεμα. Παραδόθηκα στις σκέψεις και τα ερωτήματα. Θυμήθηκα εκείνο το «να θαυμάζεις και να απορείς». Τη δίνη που καμιά φορά είναι και λυτρωτική.


Η Δήμητρα Παπαδοπούλου υποδύεται στην Μαντάμ Σουσού στη φετινή θεατρική μεταφορά που παίζεται στο θέατρο Παλλάς.

Έπιασα πρώτα το Χαλοουίν. Μια ειδωλολατρική εορτή, οι καταβολές της οποίας χάνονται στους προχριστιανικούς αιώνες. Συμβόλιζε, για τους Κέλτες, το τέλος του καλοκαιριού και το πέρασμα στον Χειμώνα. Τον 7ο ή 8ο αιώνα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι εορτασμοί αποκτούν άλλη χροιά και συνδέονται με τη γιορτή των Αγίων Πάντων (All Saints). Έπειτα από πολλούς αιώνες, οι μετανάστες από τον Παλαιό Κόσμο μεταφέρουν το Χαλοουίν στις ΗΠΑ. Η πρακτική διαδίδεται τάχιστα κι αποκτά το χαρακτήρα εθνικής εορτής. Σήμερα, το Χαλοουίν συνιστά μία εξαιρετικά επικερδή μπίζνα: 179 εκατομμύρια Αμερικάνοι συμμετέχουν στον εορτασμό του, καθιστώντας τη την πλέον προσοδοφόρα εορτή έπειτα από τα Χριστούγεννα – φέτος, μόνο, θα δαπανηθούν για στολές και αξεσουάρ, γύρω στα 9 εκατομμύρια δολάρια. Μια γιορτή «επιθετική» κι «επεκτατική». Τα τελευταία χρόνια, εξαπλώνεται παντού στη Δύση, ακόμη και στην Ελλάδα. Στην περίπτωση της Αθήνας (και όχι μόνον) τα πάρτι με θέμα το Χαλοουίν γίνονται κάθε χρόνο όλο και περισσότερα. Πως φτάσαμε ως εδώ; Η απάντηση μάλλον εύκολη (σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον). Κάτι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών που άρχισαν να το γιορτάζουν, κάτι τα αγγλόφωνα σχολεία με τους καλογεννημένους και πολύγλωσσους γόνους, κάτι οι επαναπατρισμένοι Ελληνοαμερικανοί και οι παλιννοστούντες σπουδαστές της Ivy League, κατόρθωσαν, προϊόντος του χρόνου, να επιβάλουν αυτό το επείσακτο έθιμο.

Η Ελλάδα του brain drain, του Facebook, του Χαλοούιν, της πολύχρονης και πολύ-επίπεδης κρίσης, της πολιτισμικής ταυτότητας που κανείς δεν μοιάζει πια να επιθυμεί, είναι μάλλον ο Μπύθουλας. Και την ίδια στιγμή η Σουσού, συνιστά τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή μας. Κουβαλούμε όλοι λίγη από τη σύγχυση και τη μεγαλομανία της μέσα μας.

Κουλτούρα, εξουσία και ταυτότητα. Θυμήθηκα το τρίπτυχο της ανάλυσης του Μπουρντιέ. Τον Homo Aestheticus, την αγωνία του για νόημα, ισχύ και διάκριση. Τις συνισταμένες του αδιάλειπτου αγώνα για το βιοτικό ύφος, το γούστο και την αναγνώριση. Το πως αυτά τα φαινόμενα διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν, συχνά «κάτω από τη μύτη μας». Άλλες φορές γεφυρώνοντας το τώρα με το εχθές κι άλλες φορές προκαλώντας βαθιά ρήγματα, πελώρια και αχανή, με τον τοπικό πολιτισμό, ήθη, έθιμα και πρακτικές. Όλα έμοιαζαν – λαθρόβια – να με οδηγούν κάπου. Αφέθηκα στο χάος που προκάλεσαν μία παράσταση, μία ημερομηνία και κάποια εορταστικά στολίδια. Ο θόρυβος του χρόνου με είχε ρουφήξει.

Παραδοσιακοί αθηναϊκοί εορτασμοί του Χαλοουίν

Κοίταξα το timeline στο Facebook, κάπως αυτόματα και νευρικά. Ιδιαίτερα για τους κάτω των σαράντα γνωστούς και φίλους, παρά την ημέρα, η Εθνική Εορτή δεν υπήρχε. Μόνον κάποια αραιά αρνητικά σχόλια περί παρελάσεων, εθνικισμού κι αριστείας, αλλά και κάποια κωμικά σχόλια για τα όσα ιλαροτραγικά γεγονότα διαδραματίστηκαν σε κάποιες απ’ αυτές. Μετά έπαιζε αρκετά η Καταλονία, ορισμένες φωτό από μάλλον άτεχνα μεταμφιεσμένους εορτάζοντες το Χαλογούιν, σε κάποια πάρτι του κέντρου και στη συνέχεια τα γνωστά, κοινότυπα και αναμενόμενα. Το παράτησα. Δεν το σηκώνει το μέσον την Εθνική Επέτειο σκέφτηκα. Το έπος του σαράντα δεν «γκελάρει». Δεν έχει τη γοητεία μίας σειράς του Netflix, μιας χυμώδους σπαλομπριζόλας, ενός κοκταίηλ γλωσσοδέτη, μιας «ευφάνταστης» αμφίεσης, ενός μαγευτικού τοπίου σε κάποιο αειθαλές δάσος των ορέων, κλπ.


Άξαφνα άρχισα να διακρίνω τις λανθάνουσες αναλογίες. Η Ελλάδα του brain drain, του Facebook, του Χαλοούιν, της πολύχρονης και πολύ-επίπεδης κρίσης, της αδυναμίας υπέρβασης, της ιστορίας που όλοι βρίσκουν κουραστική – όχι σέξι, αλλά και της πολιτισμικής ταυτότητας που κανείς δεν μοιάζει πια να επιθυμεί, αυτή η Ελλάδα είναι μάλλον ο Μπύθουλας. Όχι εκείνος της Ακαδημίας Πλάτωνος, ο καταχωνιασμένος στα ρέματα και στις λάσπες. Ένας άλλος Μπύθουλας, πραγματικός και φανταστικός μαζί. Ναι αυτή είναι μια μεταφορά για τη συνθήκη μας. Και την ίδια στιγμή η Σουσού, συνιστά τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή μας. Κουβαλούμε όλοι λίγη από τη σύγχυση και τη μεγαλομανία της μέσα μας. Κωμικά, όσο και τραγικά. Άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο. Άλλοι συνεχώς και άλλοι παροδικά. Και η Σουσού μέσα μας μοιάζει πιο ισχυρή παρά ποτέ, όταν επιλέγουμε να μην θυμόμαστε, όταν αποδιώχνουμε την ιστορία, το χρόνο, όταν μισούμε το βάρος τους. Όταν, σε στιγμές αδυναμίας, αφοπλισμένοι και δίχως πίστη, όλοι μα όλοι, κρυφά η φανερά, ευχόμαστε, να είχαμε γεννηθεί σε κάποιον άλλο τόπο, σε κάποια άλλη χώρα, σαν το παιδί της, κι ας μέναμε ορφανοί.

Σταμάτησα. Σήκωσα το βλέμμα. Στεκόμουν τώρα στην άκρη της μεγάλης πλατείας. Τα φώτα στα γύρω κτίρια πρόσφεραν μια κάποια θαλπωρή και ελπίδα. Κόντρα στις σκέψεις για το ανυπέρβλητο και το θλιβερό. Ήμουν σχεδόν βέβαιος. Δεν είμαστε οι μόνοι. Δεν είναι έτσι. Το μέλλον δεν προδιαγράφεται. Ούτε των ανθρώπων, ούτε των τόπων. Απλώς χρειάζεται σθένος. Θέληση για αντίσταση σε αυτό το παχύδερμο και μονοδιάστατο τώρα, αλλά και στην ευκολία, την άνεση και τον ίδιο μας τον εαυτό που το θρέφουν. Αισθανόμουν ήδη το μούδιασμα να υποχωρεί.

Βασίλης Μουρδουκούτας

Share
Published by
Βασίλης Μουρδουκούτας