Ποτέ δεν με γοήτευσαν οι διαστημικές περιπέτειες, το αντίθετο. Εκτός απ’ το «Σολάρις» – που δεν το λες και περιπέτεια ακριβώς –, δεν θυμάμαι ιδιαίτερα καμία άλλη. Παρόλ’ αυτά, περίμενα το «Gravity» ανυπόμονα. Είχα δει την Μπούλοκ και τον Κλούνεϊ να αιωρούνται στο τρέιλερ και ίδρωνα, μου θύμιζαν εμένα στον ύπνο μου, μετέωρο, λίγο σα να πετάω αλλά χωρίς τη χαρά του πετάγματος, κι από κάτω ο κόσμος έτσι όπως ακριβώς τον ξέρω αλλά κι αλλιώτικος, σε πρώτο πλάνο κάτι λεπτομέρειες ασήμαντες που στα όνειρα γίνονται θηριώδεις. Ξυπνώντας, για λίγα λεπτά, όλος ο κόσμος δεν είναι παρά μια τέτοια λεπτομέρεια, θα σου ‘χει τύχει φαντάζομαι.
Είδα τελικά την ταινία τελικά ένα μεσημέρι, κρυωμένος, με λίγο πυρετό κι ένα ζευγάρι τρισδιάστατα γυαλιά (πάνω απ’ τ’ άλλα, της μυωπίας). Βαθιά στο κάθισμά μου, απέναντι σε μια οθόνη που, όταν άρχισε να ξετυλίγεται το φιλμ, μεταμορφώθηκε σε κάδο πλυντηρίου, μ’ εμένα στη μέση να στροβιλίζομαι πιο πολύ κι απ’ τους πρωταγωνιστές (οι παραισθήσεις της γρίπης, καταλαβαίνεις).
Δυο αστροναύτες – λέει η υπόθεση -, μετά από μια καταιγίδα από συντρίμμια παλαιότερων ιπτάμενων μεταλλικών αντικειμένων, περιπλανιούνται στο Διάστημα παλεύοντας να γυρίσουν στη Γη. Τελικά θα φτάσει μόνο η γυναίκα. Μέχρι να φτάσει, για 90 ολόκληρα λεπτά, θα περάσει – κυριολεκτικά- δια πυρός και σιδήρου. Θα τρομάξει, θα πανικοβληθεί, θ’ ανασάνει βαριά κι η ανάσα της θα χνωτίσει το διαφανές προστατευτικό κάλυμμα του προσώπου της στο σκάφανδρο, θα θυμηθεί τη νεκρή κόρη της και θα κλάψει, θα κλαίει όλο και πιο πολύ από πλάνο σε πλάνο – να λοιπόν που κι εκεί, στους άλλους γαλαξίες, ο άνθρωπος πάει μ’ όλο του το φορτίο, τις απώλειες, τις αναμνήσεις και τα δάκρυα, τα δάκρυα επιτρέπονται παντού στα μεγάλα ζόρια (καμιά φορά και στα μικρά), ασχέτως που όταν η ηρωίδα κλαίει, λένε οι ειδικοί, θα έπρεπε τα δάκρυά της να μην κυλούν στα μάγουλά της αλλά να μένουν στα μάτια της «λόγω της επιφανειακής τάσης και των ελκτικών δυνάμεων συνάφειας ανάμεσα σε ένα υγρό και στο δέρμα». Όμως η Σάντρα Μπούλοκ αδιαφορεί για τις επιστημονικές ανακρίβειες, λαχταράει να γυρίσει σπίτι της, νισάφι η μονοτονία των ουρανών, αν πέρναγε από δίπλα της τώρα ένας άγγελος θα ήταν πρόθυμη να τον πιστέψει, φτάνει να της εξασφάλιζε την πολυπόθητη επιστροφή.
Ναι, το ξέρω, το Gravity δεν είναι παρά ένα γοητευτικό παραμύθι, ο συναισθηματισμός περισσεύει και τα πιο πολλά απ’ όσα λέει δεν αντιστοιχούν ακριβώς στην «ζωή εκεί πάνω». Η NASA, εξάλλου, αρνήθηκε να συνδράμει την παραγωγή με τις γνώσεις της, θεωρώντας ότι το σενάριο του Κουαρόν –που έγραψε ο ίδιος μαζί με το γιο του – υπερτονίζει την επικινδυνότητα ενός διαστημικού ταξιδιού. Σε πείσμα όλων αυτών, ωστόσο, δεν παύει να είναι μια υπόκωφα ρομαντική ταινία, ένα ιδιότυπα «γραμμένο» λυρικό επεισόδιο σε όσα εμείς, οι εκπαιδευμένοι να μην ανέβουμε ποτέ σε κανέναν ουρανό (εκτός από τη στιγμή που – ξέρεις ποια), χαζεύουμε από δω κάτω, λίγο απαρηγόρητοι, λίγο σαστισμένοι, λίγο ζηλεύοντας εκείνους που σουλατσάρουν εκεί πάνω, χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό μας η υποψία ότι μπορεί και να νοσταλγούν λίγο χώμα και πως, για να τα βγάλουν πέρα στα ύψη, βάζουν στο νου τους ότι όλο αυτό το σούρτα – φέρτα, αυτός ο αέναος στροβιλισμός, δεν είναι παρά μια άσκηση θάρρους, η εξερεύνηση μιας άλλης δυνατότητας, αποκλεισμένης για τους τωρινούς αλλά μπορεί χρήσιμης για τους επόμενους.
Στην πραγματικότητα, το αβαρές τους σώμα προπονείται να μάθει να περπατάει απ’ την αρχή εδώ κάτω, χαμηλά, διασχίζοντας τα σύννεφα και βγαίνοντας μέσα στα νερά, ακριβώς όπως βγαίνει η Σάντρα Μπούλοκ στο κρυπτικό φινάλε του έργου. Ένα φινάλε που όσες φορές το σκέφτομαι μ’ ανακουφίζει, νομίζω εμένα περισσότερο απ’ την πρωταγωνίστρια. Πάτα γερά, λέω, ακόμα κι όταν χάνεται η γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Εδώ χρεώθηκες να μείνεις, κρατήσου απ’ τα δέντρα (όπου τα βρίσκεις)ή απ’ τα έπιπλα, τα ύψη είναι μόνο για τα όνειρα, άσε τ’ αστέρια να καίγονται μόνα τους.-
*Ο Άκης Δήμου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο “Η αναγνώριση” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως.