Categories: PoV

Ο Κόμης του Devonshire Δεν Έβαζε Αντηλιακό

«Ma che bellissimo campanile!!», αναφώνησε, κυριευμένη από μία ακαριαία, έξαψη χαράς.Έπειτα με το βλέμμα ατενές και το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, στάθηκε ασάλευτη για αρκετά δευτερόλεπτα, στη μέση του σοκακιού. Η θέα του καμπαναριού, στο βάθος του ορίζοντα, πάνω απ’τα λευκά και υπόλευκα σπίτια, την είχε αποσβολώσει. Μεσόκοπη, μπρονζέ, μάλλον Βορειο-Ιταλίδα– την πρόδιδε το ελαφρώς επιτηδευμένο στυλ και η κεκαλυμμένη έπαρση – βαστούσε στα χέρια της σακούλες με «ευφάνταστα» ονόματα τουριστικών καταστημάτων, γεμάτες με τα άρτι αποκτηθέντα ενθύμια ταξιδιού. Ο άνδρας της, λιγότερο από δύο βήματα μπροστά της, αναζητούσε το αντικείμενο θαυμασμού της συμβίας, τεντώνοντας τον κορμό και υψώνοντας το λαιμό, στην προσπάθειά του να παρακάμψει μία αναιδή βοκαμβίλια που του εμπόδιζε τη θέα. Με το ένα χέρι, αναμφίβολα αριστοτεχνικά, κρατούσε το καρότσι με το κοιμισμένο  μωρό τους. Λίγα μέτρα πίσω, μια παρέα, ελαφρώς εκνευρισμένων, πορτοκαλο-κόκκινων Σκανδιναβών επιζητούσε επί ματαίω λίγο ελεύθερο χώρο να περάσει, όσο πιο «βορειοευρωπαϊκά» μπορούσε.  Ενώ, από την αντίθετη κατεύθυνση, ανηφόριζε ανυποψίαστο, ένα ζευγάρι νεαρών ημεδαπών χίπστερς, τραβώντας αρειμανίως φωτογραφίες, καλλιτεχνικές και ινσταγραμμικές, εν κινήσει ή με πόζα, καθώς και selfies με φόντο το καμπαναριό, τα γιασεμιά ή την πολυκαιρισμένη πόρτα απέναντι από τη βοκαμβίλια, με το τελευταίας κοπής iPhone τους. Στην πάνω γωνία του σοκακιού είχε μόλις κάνει την είσοδό του ένας ξερακιανός Ισπανός, με σορτσάκι στίβου, κόκκινη αθλητική φανέλα και μια κάμερα με γιγαντιαίο φακό. Στο οστεώδες πρόσωπό του διαγραφόταν μία ανεπαίσθητη καστιλιάνικη δυσαρέσκεια, καθώς ανέμενε το πότε η αλλοπρόσαλλη κουστωδία θα εκκενώσει το χώρο, ει δυνατόν ολοσχερώς, ώστε με την άνεσή του, να απαθανατίσει το ασυναγώνιστης ομορφιάς καμπαναριό, καλλιτεχνικά, με βάθος πεδίου κι εκτός εστίασης τα κοντινά.

Αύγουστος. Κάπου στις Κυκλάδες. Όλη η Δύση σε ένα σοκάκι.

Πως φτάσαμε ως εδώ; Πως φτάσαμε στο να «βουλιάζουν» τα νησιά, αλλά και όλος ο Ευρωπαϊκός Νότος από τους Τουρίστες; Τι προηγήθηκε του μαζικού τουρισμού; Υπήρχαν πάντοτε τουρίστες; Πότε ξεκίνησαν όλα; Με ποιο τρόπο;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα επιβάλλει την επιστροφή στο παρελθόν.


Λονδίνο, μέσα του 17ου αιώνα. Ο Δεύτερος Κόμης του Devonshire  ολοκληρώνει τις τελευταίες πυρετώδεις προετοιμασίες για το μεγάλο και πολυθρύλητο ταξίδι του στην ηπειρωτική Ευρώπη. Πρόκειται για  το Grand Tour (το Μεγάλο Γύρο) που κάθε Άγγλος ευγενής όφειλε να κάνει, αν ήθελε να θεωρείται ευγενής και να τα έχει καλά με τον εαυτό, τα  κόμπλεξ και τους ομοίους του. Όπως ο Samuel Johnson άλλωστε αναφέρει: «Όποιος δεν έχει βρεθεί στην Ιταλία, έχει πάντοτε επίγνωση της κατωτερότητάς του, καθώς δεν έχει δει ότι κάθε άνθρωπος οφείλει να δει». 

Η προπαρασκευή για το Grand Tour: απαιτητική, πολυέξοδη και πολύμηνη. Οι Tourists της εποχής δεν είχαν στη διάθεσή τους τίποτε από ό,τι σήμερα θεωρούμε δεδομένο. Ούτε ασφαλτοστρωμένους δρόμους, ούτε προσεγμένα ξενοδοχεία, ούτε εστιατόρια, ούτε τηλέφωνα (κινητά ή μη), ούτε διεθνείς τράπεζες με υποκαταστήματα σε κάθε γωνιά της γης, ούτε Interpol, ούτε καν ατμόπλοια ή τραίνα. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να προβλεφθούν όλες οι δυσκολίες, αντιξοότητες, ανάγκες και κίνδυνοι. Γι’ αυτό και ο Grand Tourist ξεκινούσε το ταξίδι έχοντας μαζί του, μεταξύ άλλων, επιστολές σύστασης για τη διαμονή του σε σπίτια ξένων ευγενών, αριστοκρατών, αυλικών ή διπλωματών, σημειωματάρια με ονόματα, αξιώματα και διευθύνσεις για τις κοινωνικές του επαφές, επιταγές από τις τράπεζες του Λονδίνου, πληθώρα χαρτών: πολιτικούς, γεωγραφικούς, αρχαιολογικούς, ναυτικούς, τετράδια για να καταγράψει τα όσα θα δει, θα ακούσει και θα μάθει, τον απαραίτητο ρουχισμό (για πιο θερμά κλίματα αλλά και τις Άλπεις, για το ταξίδι αλλά και τις χοροεσπερίδες), μεγάλα και ασφαλή μπαούλα, τετράτροχη άμαξα, η οποία τις περισσότερες φορές νοικιαζόταν και σε αρκετές περιπτώσεις μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί, ώστε να καταστεί εφικτή η διέλευση των Άλπεων ή η φόρτωσή της σε πλοίο, και όποιους ταξιδιωτικούς οδηγούς υπήρχαν διαθέσιμοι, όπως οι περίφημοι οδηγοί Richardson’ s(ειρήσθω εν παρόδω, οι πρώτοι οδηγοί τσέπης εμφανίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν του Baedeker και του Murray), καθώς και, τέλος, ικανό και ελαφρύ οπλισμό για την ασφάλειά του.

Παρακολουθώντας επισταμένως τις προετοιμασίες για το ταξίδι του νεαρού Κόμη, ο πατέρας του, ήταν επιτέλους ήρεμος. Όλα είχαν γίνει σωστά κι, ακόμη πιο σημαντικό, είχε μόλις κατορθώσει να συμφωνήσει να συνοδεύσουν τον μονάκριβο γιό του, ο οικοδιδάσκαλος του (ο φιλόσοφος Thomas Hobbes) και τρεις αφοσιωμένοι και πιστοί υπηρέτες. Ο συνοδός και οι υπηρέτες θα εξασφάλιζαν ότι το ταξίδι δεν θα ήταν μάταιο, κάτι θα μάθαινε και ο μονάκριβος υιός, αλλά και ότι δεν θα έμπλεκε σε περιπέτειες (κάτι που μάλλον επρόκειτο περί πλάνης ή αντίφασης, καθώς βαθιά μέσα του γνώριζε πολύ καλά ότι το Grand Tour συμπεριλάμβανε αναπόφευκτα περιπέτειες και κινδύνους, αν δεν ήταν συνώνυμό τους). 

William Cavendish (1590-1628), 2ος Κόμης του Devonshire

Πράγματι, το Grand Tour, ήταν μία μεγάλη περιπέτεια με πολλά επεισόδια. Το πλήθος των σχετικών διηγήσεων και ιστοριών(αληθινών ή πλαστών) από τη μία προκαλούσε φόβο κι από την άλλη διέγειρε τη φαντασία, ενισχύοντας τη σαγήνη του ταξιδιού: ευγενείς γόνοι που θαλασσοδέρνονται στα στενά της Μάγχης ή αιχμαλωτίζονται από κουρσάρους στη Μεσόγειο και πωλούνται ως σκλάβοι, ναυάγια στα ανοιχτά της Κορσικής, της Σαρδηνίας, αλλά και της Σικελίας, συσσωρευμένα χρέη και υπέρογκες οφειλές, υπηρέτες που αυτομολούν, καταγγελίες από τους συνοδούς, κλοπές, μάχες με αδίστακτους ληστές, απαγωγές, μεθύσια με τραγική κατάληξη, βεντέτες και μονομαχίες, καθώς και άδοξες, δραματικές ή ευτυχείςρομαντικές περιπέτειες.

Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν φαίνεται να φόβιζε τον ευγενή ήρωα μας. Τουναντίον αύξανε τον πόθο του για το ταξίδι. Θαρραλέος εκ φύσεως, δεν έβλεπε τη στιγμή να αναχωρήσει, να ζήσει την περιπέτεια, να γνωρίσει ξένους τόπους, να χαρεί την απόλυτη ελευθερία, αλλά και να ξεπεράσει όλους όσοι είχαν ήδη προηγηθεί. Γνώριζε, άλλωστε, ότι το μεγάλο ταξίδι θα του χάριζε γνώσεις κι εμπειρίες που λίγοι μπορούσαν να αποκτήσουν, αλλά και κύρος. Θα γινόταν κι αυτός ευγενής με κουλτούρα, αντάξιος της γενιάς και του κύκλου του, αλλά και των άλλων νέων ευγενών γόνων του Ντόρμουθ του Μάρλμπορο, του Σαουθάμπτον, του Χίντφορντ, της Οξφόρδης, για να αναφέρουμε μόνον μερικούς, οι οποίοι είχαν ήδη κάνει το ταξίδι, είχαν ζήσει μοναδικές εμπειρίες για τις οποίες παινεύονταν και αφηγούνταν με περισσή υπερβολή (είναι αλήθεια) με κάθε ευκαιρία.

Όπως κι αν το έβλεπε ο ίδιος ο Κόμης, λίγο μας αφορά εν προκειμένω, το Grand Tour στην ηπειρωτική Ευρώπη είχε ομολογουμένως σημαίνουσα αξία για την κυρίαρχη τάξη της εποχής. Αποτελούσε μέρος της εκπαίδευσής των νεότερων μελών της και ήταν ένας είδος ιεροτελεστίαςπου επισφράγιζε την πολιτιστική τους ενηλικίωση. Συμβόλιζε την ολοκλήρωση των σπουδών τους και θεωρείτο απαραίτητο για την διάπλασή τους, αλλά και τη διατήρηση της πολιτιστικής τους ηγεμονίας, προσφέροντας τους, κυρίως και πάνω από όλα, μία μοναδική κι αναντικατάστατη αισθητική αγωγή.

Το αυθεντικό βίωμα και η προσωπική εμπειρία αποτελούσαν την πρωταρχική ανάγκη και στόχο. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Μεγάλος Γύρος στην ηπειρωτική Ευρώπη διαρκούσε από αρκετούς μήνες έως και δύο ή ακόμη και τρία χρόνια και περιλάμβανε την επίσκεψη μεγάλου αριθμού χωρών, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελβετία, η Πρωσσία, οι Κάτω Χώρες, η Σουηδία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ταξιδιώτης θα διέθετε τον απαραίτητο χρόνο να γνωρίσει τον κάθε τόπο, τους κατοίκους, τα ήθη και τον τρόπο ζωής τους, θα τελειοποιούσε τις ξένες γλώσσες που είχε μάθει (κυρίως τα Γαλλικά και για κάποιους τα λατινικά), θα αποκτούσε άμεση εμπειρία με μοναδικής αξίας αρχαία μνημεία, αλλά και αριστουργήματα της Αναγεννησιακής τέχνης. Εν ολίγοις, θα προσέγγιζε βιωματικά την ουσία της κλασσικής παιδείας και της τέχνης της Αναγέννησης.

Χάρτης της Ευρώπης, 17ος αιώνας, Nicolaes Visscher I (1618-1679)

Το Λονδίνο ήταν η αφετηρία του Grand Tour. Από εκεί έφταναν στο Ντόβερ, από όπου και διέσχιζαν τα στενά της Μάγχης με προορισμό το Καλαί. Οι δρόμοι από εκεί ως το Παρίσι ήταν – δεδομένης της εποχής – εξαιρετικοί. Έπειτα από την – στην πλειονότητα των περιπτώσεων – πολύμηνη διαμονή στο Παρίσι, οι Grand Tourists ακολουθούσαν διαφορετικές διαδρομές, με πιο δημοφιλή ανάμεσά τους εκείνη που κατέληγε στην Ιταλία. Για να φτάσει κανείς εκεί έπρεπε, είτε να διασχίσει τις Άλπεις δίχως άμαξα, είτε να επιλέξει τη θαλάσσια οδό από τη Μασσαλία ή τη Νίκαια, είτε να κάνει τον κύκλο με ενδιάμεσες στάσεις στην Ελβετία. Στην Ιταλία οι σταθμοί ήταν σίγουρα δύο: Ρώμη και Βενετία. Στη συνέχεια, οι πιο τολμηροί έφταναν έως την Νάπολη (η οποία κι έγινε πολύ πιο δημοφιλής ως προορισμός έπειτα από την  ανασκαφή στο Herculanumτο 1738 και τα ευρήματα στην Πομπηία μία δεκαετία αργότερα). Οι λίγοι, σπάνια, ριψοκίνδυνοι, επιχειρούσαν και το πέρασμα στην Ελλάδα (υπό Οθωμανική κυριαρχία, ακόμη). Εναλλακτικά, οι Grand Tourists επέλεγαν ως πρώτο σταθμό μετά το Παρίσι τις Κάτω Χώρες, στη συνέχεια την Πρωσσία και, για όσους είχαν το χρόνο και την δυνατότητα, μία από τις Σκανδιναβικές χώρες.

Στη διάρκεια του ταξιδιού του ο Ευγενής Τουρίστας θα επισκεπτόταν αρχαιολογικούς χώρους, ιστορικά μοναστήρια και κτήρια μοναδικής αρχιτεκτονικής αξίας, θα συμμετείχε σε επίσημες γιορτές, θα απολάμβανε την συντροφιά αλλοδαπών ευγενών, φιλοσόφων και καλλιτεχνών σε γνωστά «σαλόνια», θα συνέτρωγε με πρόξενους, πρέσβεις, αξιωματούχους, ακόμη και με βασιλείς ή και αυτοκράτορες, θα παρακολουθούσε μουσικές εκδηλώσεις, όπερες και συμφωνικά έργα σε αίθουσες, κήπους ή πριγκηπικές αυλές, αλλά και θα είχε πρόσβαση σε μυστικές ιδιωτικές συλλογές με τη βοήθεια ειδικών, εξαιρετικά δικτυωμένων και πολύπειρων μεσαζόντων,  όπως ο Thomas Jenkins στη Ρώμη, ο οποίος μπορούσε να σου προσφέρει πρόσβαση στις πλέον σπάνιες ιδιωτικές συλλογές αρχαίων ή αναγεννησιακών έργων τέχνης. Για το σύνολο αυτών των εμπειριών διαθέτουμε αμέτρητες μαρτυρίες, καθώς οι Αριστοκράτες Τουρίστες κρατούσαν ενδελεχώς σημειωματάρια από το ταξίδι τους, στα οποία και κατέγραφαν άλλοτε γλαφυρά κι άλλοτε απλά, όλα όσα ζούσαν, έβλεπαν, έκαναν κι αισθάνονταν.


Μία από τις σημαντικότερες χαρές του ταξιδιού: η ελευθερία. Ο αριστοκράτης γόνος μπορούσε σε αυτό το ταξίδι να χαρεί την ανωνυμία ή καλλίτερα την απόσταση από την πατρίδα και τους «κύκλους» του, πίνοντας, παίζοντας χαρτιά ή ερωτοτροπώντας, απολαμβάνοντας εν ολίγοις μία πρωτόγνωρη ελευθερία μακριά από συγγενείς, οικογένεια και γνωστούς. Αυτή η ελευθερία, η οποία ενίοτε κατέληγε στην ασυδοσία και τα χρέη, ήταν και ο λόγος που πολλές φορές το Grand Tour ενός Αριστοκράτη τερματιζόταν άχαρα, απότομα ή και βίαια.  Η Ευρώπη ήταν και ένα είδος απόδρασης και κρησφύγετου. Πλάι στους γόνους, τους αρχιτέκτονες και τους καλλιτέχνες, συναντάμε, αρκετές φορές, ευγενείς χήρες ή διαζευγμένες με πλούσια κληρονομιά ή αριστοκράτισσες που είχαν μία απροσδόκητη κύηση, οι οποίες επέλεγαν το Grand Tour γιανα «χαρούν» τη ζωή τους ή απλώς να κρυφτούν από τα βλέμματα του «κύκλου» τους.

John Talbot, 1ος Κόμης του Talbot, 1773, Pompeo Batoni

Παράλληλα, το Grand Tour ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την απόκτηση σημαντικών και πολλές φορές ιδιαίτερα ακριβών ενθυμίων. Οι αριστοκράτες Τουρίστες συνέλεγαν μανιωδώς πίνακες, αγάλματα, αναγεννησιακά ή αρχαία, έπιπλα, βιβλία, αλλά και φυσικά ρούχα. Σουβενίρ και mementos, με τα οποία θα διακοσμούσαν τα σαλόνια ή τα δωμάτια συλλογών στις επαύλεις τους πίσω στην πατρίδα.Τα ενθύμια ωστόσο δεν έφταναν. Χρειαζόντουσαν κι άλλες αποδείξεις ότι έκαναν τον Μεγάλο Γύρο. Γι’ αυτό και απαθανάτιζαν την παρουσία τους ανάμεσα σε αρχαία ερείπια με τη βοήθεια εξειδικευμένων, Ιταλών, κυρίως ζωγράφων.

Από τα ιστορικά αρχεία προκύπτει ότι μόνον ο Pompeo Batoni (1708 – 1787), γνωστός Ιταλός ζωγράφος, σχεδίασε εκατόν εβδομήντα πέντε αντίστοιχους πίνακες με πορτραίτα αριστοκρατών ταξιδιωτών στην Ιταλία με φόντο μνημεία ή ερείπια. Η μήτρα των selfies είναι εδώ.

Ο Batoni δεν ήταν ο μόνος. Ο Canaletto, o Vernet, o Pannini, όλοι ζωγράφιζαν αδιάλειπτα -και πολλές φορές επί παραγγελία- μνημεία, τοπία και κοινωνικές εκδηλώσεις για την ακμάζουσα αυτή αγορά εύπορων τουριστών από την Αγγλία. Δίπλα σε αυτούς, άκμαζε μία καλοστημένη βιομηχανία από χειροτέχνες που εξασφάλιζαν τα απαραίτητα σουβενίρ, αυθεντικές απομιμήσεις ρωμαϊκών ή ελληνορωμαϊκών αντικειμένων τέχνης, έως και μινιατούρες ρέπλικες ναών και δημόσιων κτιρίων μεγάλων Ρωμαίων ή Ιταλών αρχιτεκτόνων. Το μέγεθος και τα υλικά διέφεραν, ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν στον προϋπολογισμό και το βαλάντιο κάθε ταξιδιώτη. Όλα όμως αποτελούσαν σύμβολα κοινωνικής επιρροής και σημαντικότατα τεκμήρια του ότι ο ιδιοκτήτης τους είχε κάνει το Grand Tour.

Η πρακτική του Grand Tour θα ανακοπεί υποχρεωτικά με την έναρξη των Ναπολεόντιων πολέμων στις αρχέςτου 19ου αιώνα και δεν θα ανακάμψει ποτέ ξανά με την ίδια ένταση. Όταν πια η ειρήνη θα επανέλθει, όλα θα έχουν αλλάξει. Το 1830 περίπου θα κάνουν την εμφάνισή τους τα ατμόπλοια, στη συνέχεια τα τραίνα, αλλά και τα πακέτα διακοπών του Thomas Cook (1802- 1892) για τη μεσαία τάξη, επιβάλλοντας τη μαζικοποίηση.

Αρχαία Ερείπια και Κήρυκας, 1692, Giovanni Paolo Panini

Και η Ελλάδα; Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο Ελλαδικός χώρος υπό Οθωμανική κυριαρχία δεν αποτελούσε οργανικό κομμάτι του Grand Tour. Η συμπερίληψή της έλαβε χώρα αρκετούς αιώνες αργότερα, και συγκεκριμένα τον 19ο. Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι δεν υπήρξαν Ευρωπαίοι επισκέπτες στο χώρο πρωθύστερα. Περιηγητές, επιστήμονες,  συγγραφείς, Ιησουίτες μοναχοί, ιστοριογράφοι, διπλωμάτες και φυσιοδίφες, επισκέφτηκαν περιοχές της Ελλάδας ήδη από τον 16ο αιώνα.  Η λίστα με τα ονόματα εκτενής. Αναφέρουμε μόνον ορισμένους ενδεικτικά: Belon (1530), Nicolay (1550), Busbecq (1555), Lithgow (1602), Beavau (1604), Spon (1670), Browne (1650), Thevenot (1656), Wheeler (1670), Μαρκήσιος του Nointel  (γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, 1670), PittondeTournefort (1720), Pouqueville (1800), Leake (1805), Chateaubriand (1810).


Έκτοτε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, με προϊούσα αύξηση  των επισκεπτών στην ανεξάρτητη πια Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και περαιτέρω ενίσχυσή της στις αρχές του 20ου. Σε αυτό θα συμβάλουν η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, αλλά και η ανακάλυψη σημαντικών ιστορικών μνημείων σε όλο τον Ελλαδικό χώρο (Σλήμαν, Μυκήνες 1880 – Έβανς,  Κνωσός 1900).Ήδη από τα τέλη του 1800, τo νεοσύστατο ελληνικό κράτος αγωνιζόταν να οργανώσει τον τομέα του τουρισμού, αναγνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μία σημαντική πηγή εσόδων για το κράτος. Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δημιουργηθούν πολλοί οργανισμοί επιφορτισμένοι με την τουριστική προβολή της χώρας, ακόμα και θέση αναπληρωτή Υπουργού Τουρισμού, κυρίως στα πρότυπα της Ιταλίας. Πρόκειται για θεσμούς που θα ιδρυθούν, θα στελεχωθούν, θα λειτουργήσουν – αρκετές φορές – για λίγο, θα καταργηθούν κι ενίοτε θα επανακάμψουν. Παράλληλα, θα υλοποιηθούν επικοινωνιακές καμπάνιες, θα σχεδιαστούν αφίσες για την τουριστική προβολή της χώρας, θα κληθούν αστέρες του Χόλυγουντ, αλλά και θα υπάρξουν τουριστικά ρεπορτάζ από μεγάλα διεθνή περιοδικά, όπως εκείνο του γαλλικού Illustration, το 1929, όταν η Nelly φωτογράφισε γυμνή την σπουδαία χορεύτρια Μοένα Πάεβα στην Ακρόπολη, προκαλώντας σάλο. Μεταπολεμικά, ιδιαίτερα έπειτα από την ίδρυση του ΕΟΤ, η τουριστική ανάπτυξη θα συνεχιστεί και μάλιστα θα είναι «οργιώδης» κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα (με τις πολλές και γνωστές αρνητικές της συνέπειες). Στις αρχές του αιώνα μας, με τη συμβολή και πάλι των Ολυμπιακών Αγώνων (2004), αλλά και πλήθους νέων γεωπολιτικών και διεθνών συνθηκών, ο αριθμός των επισκεπτών στη χώρα μας θα γιγαντωθεί, φτάνοντας τα τελευταία χρόνια στο «τρομακτικό» νούμερο των τριάντα εκατομμυρίων τουριστών. 

Πίσω, στο μικρό κυκλαδίτικο σοκάκι, δεν υπάρχει πλέον κανείς. Περασμένα μεσάνυχτα. Οι μακρινοί απόγονοι του Κόμη του Devonshire έχουν προ πολλού αποχωρήσει. Ο Ισπανός «δρομέας» αποκαμωμένος από την φωτογραφική περιήγηση έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στον Μορφέα. Οι νεαροί χίπστερς απολαμβάνουν κάποιο κοκτέιλ, απαριθμώντας τα likes που συνέλεξαν. Οι Σκανδιναβοί σχεδιάζουν μεθοδικά το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Η Ιταλίδα και ο άνδρας της, τυχεροί γιατί το παιδί τους κοιμάται, συζητούν χαμηλόφωνα στο μπαλκόνι του πολυτελούς ενοικιαζόμενου, κοιτώντας τα αστέρια που μοιάζουν περισσότερα από ποτέ.

Ο Κόμης του Devonshire; Τι να έκανε και τι να σκεφτόταν την ίδια ώρα πριν από τέσσερις αιώνες; Τι να ένοιωθε, άραγε, κοιτάζοντας τον ίδιο απαράλλαχτο ουρανό;

Βασίλης Μουρδουκούτας

Share
Published by
Βασίλης Μουρδουκούτας