Έτσι όπως έχουν μπερδευτεί όλα, προκύπτουν κάποιες δυσκολίες, που στο παρελθόν δεν υπήρχαν. Δηλαδή, μια ταινία που έβγαινε για την τηλεόραση, τη βάφτιζες τηλεταινία κι έτσι ο κόσμος γύρω από τον κινηματογράφο δεν τη σχολίαζε καν. Γινόταν αυτόματα «δεύτερο» πράγμα. Ακόμα δηλαδή έτσι αντιμετωπίζονται οι παραγωγές του Netflix και γιουχάρονται όταν προβάλλονται στα φεστιβάλ. Μέχρι να τα κερδίσουν όπως συνέβη με την περίπτωση του Αλφόνσο Κουαρόν που και στο Game Boy να γυρίσει ταινία είναι σίγουρο πώς κάποιο βραβείο θα βρεθεί να πάρει και γι’ αυτό.
Το “July 22” όμως μοιάζει εξαρχής διαφορετικό. Αφενός η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι του Πολ Γκρίνγκρας και έπειτα είναι το θέμα. Στις 22 Ιουλίου του 2011 ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ ανατίναξε το γραφείο του Πρωθυπουργού και μετά σκόρπισε το θάνατο σε εφηβικές κατασκηνώσεις του Εργατικού κόμματος στο νησί Ουτόγια λίγα χιλιόμετρα έξω από το Όσλο. Δεν είναι πρώτη φορά που καταπιάνεται ο Γκρίνγκρας μ’ ένα αληθινό γεγονός, αφού εκτός από την κατασκοπική σειρά Bourne, οι υπόλοιπες γνωστές δουλειές που υπέγραψε είναι το Bloody Sunday, το United 93 και πιο πρόσφατα το Captain Phillips.
Η Ματωμένη Ιρλανδία, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, το ζήτημα της πειρατείας στ’ ανοιχτά της Σομαλίας, τρία συγκλονιστικά γεγονότα που απασχόλησαν την παγκόσμια κοινή γνώμη όπως άλλωστε και το τρομοκρατικό χτύπημα στη Νορβηγία.
Η διήγηση του Γκρίνγκρας ξεκινά από το πρωινό της 22ης Ιουλίου και παρακολουθούμε την πλοκή βαδίζοντας πίσω από τέσσερις άντρες: τον Μπρέιβικ, τον δικηγόρο του Γκιρ Λίπσταντ, τον Νορβηγό Πρωθυπουργό Γενς Στόλενμπεργκ και τον νεαρό Βίλγιαρ, μέλος της νεολαίας του εργατικού κόμματος που επιβιώνει από θαύμα από τις σφαίρες του τρομοκράτη. Στην ουσία ο θύτης και το θύμα είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές μέχρι το τέλος και μέχρι την καταδίκη του Μπρέιβικ σε ισόβια απομόνωση από το νορβηγικό δικαστήριο.
Μπαίνοντας λίγο στα παπούτσια του σκηνοθέτη, θεωρώ ότι από μόνη της η επιλογή του θέματος είναι συγκλονιστική. Παίρνεις θέση ό,τι και να παρουσιάσεις. Γι’ αυτό και το πρώτο τέταρτο είναι το καλύτερο κομμάτι της ταινίας. Εκεί που ο Γκρίνγκρας δηλαδή κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα: να βάζει τον θεατή μέσα στο σκηνικό που εκτυλίσσεται η δράση. Ειδικά, ο ρεαλισμός του κυνηγητού στην Ουτόγια σου παγώνει το αίμα. Τις επόμενες δύο ώρες, παρά τις αρκετές στιγμές συγκίνησης, ο Greengrass κυριολεκτικά δεν ξέρει τι να κάνει.
Η επιλογή του να δείξει τα γεγονότα ως έχουν θα είχε ένα ενδιαφέρον αν βλέπαμε ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του National Geographic. Εδώ όμως έχεις μια ταινία που αδιαφορεί στην ουσία να καταδείξει δύο πράγματα: πρώτα γιατί σε μια «τέλεια και πλούσια» χώρα κάποιος πήρε το όπλο και σκόρπισε το θάνατο και, ύστερα, πώς εξετάζει ο σκηνοθέτης αυτή την πράξη, μετά από επτά χρόνια, σε μια Ευρώπη όπου ο εθνικιστικός και ρατσιστικός λόγος του Μπρέιβικ περί καθαρότητας των λαών, η εκδίωξη των μεταναστών και ο πόλεμος εναντίον της διαφορετικότητας είναι πλέον mainstream, επηρεάζοντας καταλυτικά το πολιτικό σκηνικό.
Οι ευρωσκεπτικιστές και οι ακραίοι έχουν γίνει τρίτη δύναμη στην Ευρώπη και ανεβαίνουν επικίνδυνα. Στην Ελλάδα ένα κομμάτι τους συγκυβερνά με την αριστερά, το δεξιό κόμμα σκληραίνει την ατζέντα του για να «καλύψει» αυτές τις φωνές και υπάρχει και μια φασιστική οργάνωση στη Βουλή. Στην Ιταλία οι ακραίοι κυβερνούν. Στην Ουγγαρία και στην Αυστρία επίσης. Στην Ολλανδία αυξάνουν τα ποσοστά τους, στη Γερμανία είναι πια τρίτη δύναμη, στη Γαλλία η Λεπέν συναγωνίζεται σε δημοτικότητα τον Μακρόν που απ’ ό,τι φαίνεται το άστρο του σβήνει πρόωρα. Αυτά είναι μερικά από τα παραδείγματα χωρίς ν’ αναφέρουμε τι συμβαίνει σε Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, και χωρίς να σκεφτόμαστε τον Τραμπ και την επικείμενη νίκη του ακροδεξιού Μπολσονάρο στην Βραζιλία.
Ο Γκρίνγκρας, αντί να υπογραμμίσει το γεγονός ότι οι ιδέες αυτές διαδίδονται πια ταχύτατα και γνωρίζουν μεγάλη δημοφιλία, μας παρουσιάζει μια δυνατή κοινωνία, έτοιμη να απομονώσει το «κακό». Τον Μπρέιβικ δεν τον θέλει ούτε ο δικηγόρος του, μέχρι και ο Νορβηγός εθνικιστής γκουρού ισχυρίζεται ότι δεν συμφωνεί με τις πράξεις του. Ο Βίλγιαρ, από τραγική φιγούρα και παρά τα θραύσματα από τις σφαίρες του Μπρέιβικ που έχει στον εγκέφαλό του, γίνεται η φωνή που θα ξορκίσει το αιματηρό παρελθόν. Ο πρωθυπουργός της χώρας, ενώ παραδέχεται ότι μπορούσε να αποτρέψει το έγκλημα, γίνεται δεκτός με αναφιλητά από τους συγγενείς των θυμάτων που πιστεύουν πώς μόνο αυτός μπορεί να βγάλει τη Νορβηγία από το τέλμα. Μάλιστα, όσον αφορά το πολιτικό κομμάτι υπάρχει μόνο μια νύξη ότι «προσέχαμε περισσότερο την τρομοκρατία από την “ανατολή” πάρα τους δικούς μας».
Σήμερα, ο Στόλενμπεργκ είναι γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ και ο Βίλγιαρ σπουδάζει νομικά και ασχολείται ενεργά με την πολιτική. Μόνο χαρά μπορεί να σου προξενήσει ότι κατάφεραν να ξεπεράσουν ένα τόσο μεγάλο σοκ. Παράλληλα όμως, η προσφυγική κρίση, το μεταναστευτικό ρεύμα και η κριτική απέναντι στην παγκοσμιοποίηση έχει ενδυναμώσει τους θύλακες από όπου θα μπορούσε να ξεπηδήσουν αρκετοί «Μπρέιβικ», κατάσταση που κάνει την τελευταία ατάκα του δικηγόρου του Νορβηγού τρομοκράτη «αυτοί κέρδισαν, εσύ έχασες» ν’ ακούγεται περισσότερο σαν προσευχή, σαν ευχολόγιο. Η ταινία, όταν τελειώνει, μας αφήνει με μια κενή ελπίδα, αφού την αμέσως επόμενη στιγμή επισκέπτεσαι ένα ειδησεογραφικό site και επανέρχεσαι στην σκληρή πραγματικότητα.