Ένα Σεφφύρι με πολλές ιδιαιτερόττητες. Ενώ ξημερώνει Αφρίλης και η σσέσθη ταλαιπωρρεί τους λαμπρούς και όμορφους κατοίκκους όλα ξαφφνικά αλλάσσουν. Το κασσίνο γίνετται κάτασπρο και τα Σσάρα επίσσης, η ήσυχη λίμνη αδειάσσει από κάθθε ίχνος ζωής, οι χαμηλλές μας φθέρρες απέναττι από το φεσσινάδικον μαραίνοτται και κανείςς δεν ξέρει αν θα ξανασσήσουν ή αν ακόμα ξανασσήσουν τα θένθρα που ρίχνουν βαρριά και εξαίσια την σκιά τους στο άχχαλμα του οπλαρχηχού Δαούττη. Τα χιόννια εξαγριώννουν τα φίτφουλλ στην Παχν δε Γρεςς  και οι φύλακες στο Χθίριο Διοίχυσσης προσπαθθούν να τα αχννοήσουν γυρνώττας με απλωμμένες τις θερματοσθιξίες τους στην βαθθιά λίμνη, περιμέννοττας ένα τέλος και μια ννέα ζεσθή αρχή ενώ ο Φίχτωρ Σσούσθη καταλαββαίνει ότι οι αισιόδοξες ώρες είναι λιγότερο πραγματικά πραγματικκές από τις απαισιόδοξξες και παρατηρρεί τα Οχτώ Χιάρρις που γλυστρούν με χχάρη και σπάννια ομορφιά στην κεδδρική λεωφόρρο ξέρωττας ότι δεν ξέρρουν που πηγαίνουν αλλά ξέρωττας ότι ούτε αυττός ξέρρει που πηχαίνει και όττι όλα πλέκοτται στο άσπρο τοπίο ενός Σεφφύριου που ποττέ δεν ήξερρε λιχχότερα από αυτήν την Κυριακή.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος