Μπαίνουν με έξοχη φούρια και πανέμορφη οργή κάτι μακαρόνια στο μεσημεριανό κουρασμένο μαγαζί και όλα δείχνουν να αλλάζουν. Έφεραν στα μέτωπα τους και τις καρδιές τους την αλήθεια του σιταριού που έψαχνε ο Τάλσα Ντουμ στο όρος των δακρύων εναγωνίως, κομμάτια μπέικον και θεϊκές σάλτσες, πιπεριές, ντομάτες, κάπαρη, τα καλύτερα τυριά, τα πιο ευγενικά κομμάτια κρέας, το πιο θαυμαστό κοτόπουλο και χίλια μύρια μυρωδικά, τραγούδαγαν χιλιάδες ιταλικές όπερες και χορεύανε χορούς από την Σικελία που είχαν θεσμοθετήσει μαφιόζοι χορογράφοι της καμόρας της σκάλας του Μιλάνου, και γενικά όλα ήταν σαν να ξαναγεννιούνται με μία νέα ματιά κατευθείαν στην ουσία της ζωής και με μία διάθεση να αποκρυπτογραφούν τα μυστήρια μας όλο με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και αισιοδοξία. Αφού επαίνεσα και χαιρέτησα καθένα από τα μακαρόνια προσωπικά και διά χειραψίας άρχιζα να τους εξηγώ τον θαυμασμό μου για την ελαφρότητα τους, την αγάπη μου για το ατίθασο και πάντα πρόθυμο να βράσει γρήγορα πνεύμα τους και στο τέλος με μια απότομη κίνηση άρχισα να τα δαγκώνω σαν τον Λουίς Σουάρες στους ώμους και τα κεφάλια και κατάλαβαν ότι ακόμα κι εγώ, με την καλοσύνη που με διακρίνει, ήθελα απλά να τα καταβροχθίσω, βούλιαξαν σε μια νομοτέλεια απευθείας από τον πυρήνα της ύπαρξης τους και συμβιβάστηκαν με την μοίρα τους. Γενικά δεν πρέπει να υπακούμε στις παρορμήσεις μας, και μάλιστα στις σχεδόν βίαιες από αυτές, αλλά το μεσημέρι του Ιουνίου είναι μια ωραία εποχή για μακαρόνια. Ας μην ερχόταν στο μαγαζί, έπρεπε να ξέρουν, στο κάτω-κάτω δεν τα κυνήγησα με καλάσνικοφ στα στενά και τις λεωφόρους. Αν νιώσω τύψεις ίσως το μάθετε αλλά φρονώ ότι τα μεσημέρια της Παρασκευής τίποτα δεν θα έπρεπε να είναι ασυγχώρητο.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος