Δυο παιδιά που γίναν άντρες και τρεις ταβέρνες που δεν υπάρχουν πια

 

Η αυλή. Η ταβέρνα Αττική ή Μπανανιά ή Φιλετάκια. Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα.
Φωτογραφία: Τάκης Ροϊδάκης

   

Μια στρογγυλή πολύχρωμη γυάλινη γκαζά που προσκρούει αμέτρητες φορές πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου καθώς την παίζουν τα παιδιά: έτσι μοιάζει ο συμπυκνωμένος χρόνος των αναμνήσεων. Θαμπή η περιφέρεια διαυγής η καρδιά και μέσα της αιωρούνται εικόνες από τα περασμένα. Κολλάω το μάτι μου στη σφαίρα και βλέπω παιδιά και πολλά τραπέζια με φαγητά. Σε σπίτια, σε καπηλειά, στη θάλασσα και σε αθηναϊκά στενά.

Πρώτα το βαθύ παρελθόν. Βρισκόμουν σε ταβέρνες από πάντα. Πηγαίναμε με τον πατέρα μου στου Γιαμπάνη στη Ζωοδόχου Πηγής, αίθουσα πορτοκαλιά και πράσινη σαν ζωγραφιά του Τουλούζ Λωτρέκ. Πηγαίναμε στους Δυο Γιάννηδες στη στοά του Θεάτρου Κάβα, Σταδίου και Σανταρόζα, ένα υπόγειο με τα πολλά σκαλιά που «μπορούσες μεν να καταβείς», έγραφε κάπου ο Παπαδιαμάντης, αλλά ύστερα δεν ήξερες «πώς θα τα  αναβείς».

Τα υπόγεια έπαιζαν κεντρικό ρόλο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 λίγο πριν επικρατήσουν οι πιλοτές. Οι θέσεις οι καλές ήταν κάτω απ’ τα βαρέλια που έμοιαζαν με κήτη στοχασμού σαν εκτός απ’ το κρασί να ζυμώναν και ιδέες. Τρώγοντας τα ρεβίθια με το ρύζι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε εκεί τους στίχους για τα τραγούδια «Θα πιω απόψε το φεγγάρι» και «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Ήταν κοινά αποδεκτή η λέξη «ολίγο» τότε, «ολίγο από γιουβέτσι», «ολίγες μπάμιες», και εκφωνούνταν προς το μάγειρα με σεβασμό για τον αιτούντα. Το «πολύ» ήρθε και σάρωσε αμέσως μετά.

Η αίθουσα της ταβέρνας Αττική ή Μπανανιά ή Φιλετάκια, Τριών Ιεραρχών στα Πετράλωνα. Φωτογραφία: Τάκης Ροϊδάκης

 

Άλλοτε πάλι μετά την καθιερωμένη επίσκεψη του απογεύματος στη νονά μου τη Σουφλιώτισσα που ήταν εθνικόφρων και σερβίριζε τον καφέ μαζί με πικρά λογάκια όπως ληστοσυμμορίτες, αναρχοκομμουνιστές, κοινωνικά αποβράσματα ενώ η μάνα της η Ευαγγελία Παπαναστασίου, που τη φωνάζαμε Κάκου, σκεφτόταν το άλλο της παιδί, το δάσκαλο Γιάννη Μανάβη που ήταν πολιτικός κρατούμενος από τα είκοσί του χρόνια το ’49, καταδικασμένος πρωτοδίκως δις εις θάνατον και τρις ισόβια. Αυτή η ίδια η υβρίζουσα είχε καταφέρει να του δοθεί χάρη πέφτοντας, κατά τα λεγόμενά της, στα πόδια του βασιλιά. Φεύγαμε μόλις βράδιαζε από το σπίτι της στην οδό Μελίτης στην Κυψέλη και μας περίμενε φάτσα στην Καυκάσου η Ταβέρνα της Χήρας, τζαμλίκια, βαρέλια, καπνοί κι αναρχία — Χάβρα Ιουδαίων, έλεγε ο πατέρας μου,  έμπαινε όμως, χαιρετούσε κι έπινε ένα τέταρτο κρατώντας με σφιχτά απ’ το χέρι, με το φουστανάκι το γαλάζιο με τη σφηκοφωλιά εγώ και τον άσπρο φιόγκο και τη σάκα του σχολείου. Ή περνούσαμε από του Φυτά στην οδό Αληθείας, πάροδο Ζακύνθου, όπου η σύζυγος είχε μουστάκι πυκνό κι εκείνος αιματώδη μάγουλα, σπιθαμιαίοι και οι δύο, με σπεσιαλιτέ το βραστό, το κοκκινιστό, τα σαράντα τρία βαρέλια κρασί στο υπόγειο. Άλλη πόρτα εκεί γύρω ήταν η ταβέρνα της Μαχαίραινας στην οδό Στρωμνίτσης, που ο Μαχαίρας ήταν κόκκινος στο πρόσωπο και πανύψηλος, όπως και οι δυο γιοι τους, ενώ η φελλινική συμβία του καθόταν πάντα στο ταμείο με βαθύ ντεκολτέ, δύο μικρούς κύκλους ρουζ στα απέραντα μάγουλα και έτοιμο το βλέμμα για παιχνίδι. Κάποτε ακούστηκε πως έγινε παραλίγο φόνος, πως τη μαχαίρωσε απ’ τη ζήλια του ο όνομα-και-πράγμα.

Πάντως όταν αρχίσαμε να πρωτοβγαίνουμε στην Πρώτη Λυκείου, γράψαμε ιστορία στην ταβέρνα αυτή, ιδιαίτερα τη νύχτα που εκείνοι ήθελαν να κλείσουν μα εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε γιατί είχε χαθεί ένα κουμπί από το παλτό της Θέκλας και ψάχναμε γελώντας σαν τρελοί όλες τις γωνίες μέσα στη μικρή σάλα και έξω στην αυλή με τα φυλλόδεντρα και τα δειλινά και τις γάτες ουρλιάζοντας «Το κομβίον, το κομβίον, πού είναι το κομβίον;» Δίχως πρέζα, δίχως φούντα, τι σημασία; ένα κουμπί πάντα έχει αξία! Ακούγαμε και Carmina Burana: In taberna quando sumus…

 

Σταύρος, Άννυ Τριανταφυλλοπούλου, Μίμης Γρηγόρης, Μάκης Γρηγόρης, Βασίλης Διοσκουρίδης, Νίκος Μπρουνιάς στην ταβέρνα του Ξυνού, Πλάκα 1990.

 

Καλύβια Αττικής 1983.

Βασίλης Διοσκουρίδης, Αλέξανδρος και Ρένα Μπίστικα στα Καλύβια Αττικής, 1983.

Ο κολλητός μου παντρεύτηκε στα ξαφνικά αρχές του ’80 και ξαφνικά έκανε παιδί. Το μωρό αυτό είχε μια δύσπιστη φατσούλα και ο Ακίρα Κουροσάβα ήταν τότε μέρος της καθημερινότητάς μας. Οπότε, αν και θα βαφτιζόταν Γεράσιμος, ο αρχηγός της φυλής μας του έδωσε το προσωρινό όνομα Καγκεμούσα. Μια μέρα στο εξοχικό τους σπιτοκάλυβο στην Πεντέλη πήρα τον Καγκεμούσα στην αγκαλιά μου κι αυτός έκατσε χωρίς αντίρρηση ήρεμος όπως ήταν ανάμεσα σε δύο καλά μπιμπερό. Εξέπεμπε μια πρωτόγνωρη για μένα θερμότητα που ενεργοποίησε θετικά όλο μου το είναι. Σε ενάμιση χρόνο γεννήσαμε κι εμείς από την πλευρά μας (ο φύλαρχος κι εγώ) ένα μωρό και αυτά τα δύο άτομα, ο Μάκης και ο Σταύρος, έζησαν σαν αδέρφια τα πρώτα τους χρόνια, ως τα δεκατέσσερα.

Γιατί μιλάμε για ταβέρνες; Και γιατί ανακατεύονται τα παιδιά; Γιατί, όπως άλλα παιδιά σ’ άλλες εποχές πήγαν στο κατηχητικό και διάβασαν το περιοδικό Ελληνόπουλο, έτσι τα βρέφη της δεκαετίας του ’80, προϊόντα της προόδου και της κουλτούρας, διαπαιδαγωγήθηκαν μέσα σε σοβαρές και ηθικές ταβέρνες, μες σε καπνούς και σε βρισιές. Έφαγαν δηλαδή το βραστό μοσχάρι του Θεολόγου περιχυμένο με το πράσινο λάδι της ελιάς, ακόνισαν τα δόντια τους στα παϊδάκια του Βαγγέλη Μήτσελου αφού πρώτα άκουσαν προσεχτικά τον μπαλτά να τα κόβει πάνω στο στρογγυλό χασαπόξυλο και με τα μυαλουδάκια τους τα υπολογιστικά μετρούσαν τις μπαλταδιές για να ξέρουν αν θα χορτάσουν με πρωτεΐνη ή αν θα συμβιβαστούν με πατάτες τηγανητές και παπάρες στο ζουμί της «σαλατάρας». Η σαλατάρα ήταν μια γαβάθα με λάχανο, μαρούλι, ντομάτα, μαϊντανό που εμφανιζόταν παρελκυστικά στο άδειο μας τραπέζι μαζί με τη φάβα την κρεμμυδοστεφανωμένη και είχε σκοπό να δοθεί του ψήστη ο χρόνος να ψήσει σωστά.

Χαρούμενοι στου Μήτσελου, 1992. Γιάννης Κ. και Πιερρέττα Λ.

Η Στοά του Βαγγέλη Μήτσελου δεν ήταν τεκτονική, ήταν  μοτσάρτεια και μπετοβενική. Γύρω από το κεντρικό κλείτος όπου, στο βάθος του, αντί για ιερό φώλιαζε η ψησταριά με τα κάρβουνα αναπτύσσονταν τέσσερα μικρά δωμάτια ενωμένα με πόρτες καμαρωτές, τέσσερις τραπεζαρίες. Στη μέση η ξυλόσομπα με τα μαύρα μπουριά της που είχαν χρυσά δαχτυλίδια στους αρμούς. Και στην είσοδο πριν από τα τραπέζια ένα χτιστό κλουβί-κοτέτσι για τις καρδερίνες και άλλα μελωδικά πτηνά που, κράτος εν κράτει, σε έπαιρναν απ’ τον αχό της Ευριπίδου και σε παράδιναν στην κατάσταση των στίχων του Γεωργίου Βιζυηνού «μετεβλήθη εντός μου  ο ρυθμός του κόσμου».

Μίμης Γρηγόρης στη Στοά του Μήτσελου, 1992.

Τα παιδιά είχαν μάθει να τρώνε καλά και αγαπούσαν εξίσου κουτσομούρες και παϊδάκια. Μια φορά κι ενώ είχαμε παραγγείλει, ένας σοβαρός κουστουμάτος με χρυσό ρολόι ήρθε κι έπιασε το τριπλό τραπέζι πίσω από την ξυλόσομπα στην αίθουσα αριθμός 1, την προνομιακή, με θέα στις υπόλοιπες. Ήταν ο μουσικός Σπύρος Καλφόπουλος και σιγά-σιγά προσήλθαν σαν τα κλωσσόπουλα οι μαθητές του. Μιλούσαν σοβαρά και τεχνικά όσο να φάνε, η ρετσίνα δεν προλάβαινε να σταθεί στα ποτήρια κι ύστερα έπαιξαν και τραγούδησαν, εκείνος με το χρυσό ρολόι, το τουίντ κουστούμι και τα γυαλιά στο κέντρο και οι άλλοι με τα πουλόβερ και τα τζιν και τις γενειάδες ευλαβικά όλοι γερτοί κατά το δάσκαλο, γερτοί πάνω απ’ τα πιάτα και τα ποτήρια και από τον κύκλο που σχημάτιζαν, ωσάν θυμίαμα ενώπιόν σου, ανέβαιναν οι φωνές και οι πενιές, η γλυκύτητα, η παιδεία. Τα παιδιά στο μεταξύ είχαν μείνει ξερά απ’ το θαυμασμό.

Η Στοά του Βαγγέλη. Αριστερά ο Βαγγέλης Μήτσελος, δεξιά ο κ. Βασιλόπουλος εν πλήρει δράσει.

Στο ναό του Βαγγέλη Μήτσελου στη στοά έρχονταν και απόκληροι που για ένα μισόκιλο και λίγο φαΐ επείχαν θέση σερβιτόρου, όμως πρόσεχαν το ντύσιμό τους, όπως ο κ. Βασιλόπουλος, με γιλέκο μάλλινο μπροστά και σατέν πίσω με ζωνίτσα κι αγκράφα, πουκάμισο, γραβάτα, μαλλί λίγο και ασάλευτο από την μπριγιαντίνη και κυρίως με τρόπους, καλούς τρόπους. Ερχόταν και ο Αλέκος ο Αλβανός με το κλαρίνο αργά τα μεσημέρια και τότε βούιζε ο Πίνδος, έφερνε αέρα τινάζοντας σπίθες στη θράκα και στα μυαλά. Η λίμπιντο ανέβαινε δίχως επικινδυνότητα γιατί είχε χώρο να ψηλώσει, να εξαερωθεί και να κατέβει πάλι σαν πάχνη, σαν κέφι, σαν ιεροτελεστία. Δίχως λίμπιντο η ζωή είναι γκρι.

Χαρούμενοι στου Μήτσελου, 1992. Μαρία Αντουλινάκη και υποφαινομένη.

Η είσοδος στην ταβέρνα μού έκανε πάντα μια ιδιαίτερη αίσθηση: ενώ έμπαινες από έξω μέσα ήταν σαν να έβγαινες από το δάσος της ζωής σου σ’ ένα ξέφωτο, εκεί που χορεύουν οι λαγοί κάτω απ’ το φεγγάρι ή συναντιούνται οι αλεπούδες για μυστικοσυμβούλια, που τα θέματά τους κανείς ποτέ δεν θα πληροφορηθεί. Είτε μόνος είτε με παρέα η είσοδος στην ταβέρνα είναι άλμα στο Υποσυνείδητο, γράφει ο Γιώργος Πίττας στο γκαρδιακό βιβλίο του για την Αθηναϊκή ταβέρνα. Γείωση με το χαμένο κέντρο, προσθέτω, θαλπωρή δίχως γάμο. Γι’ αυτό ήθελα να πηγαίνουμε εκεί με τα παιδιά.

 

Ζήσιμος Λορεντζάτος, Λευτέρης Βογιατζής, Πέρης Ιερεμιάδης. Ταβέρνα Παπασπύρου 1986.

Πιο κυριλέ και νεορθόδοξα ήταν τα πράγματα στην ταβέρνα Παπασπύρου, Ευφορίωνος λίγο πιο μέσα από την Ερατοσθένους, στον Άγιο Σπυρίδωνα Παγκρατίου. Εκεί βασίλευαν το κρασί από το κατώγι, όπου τα βαρέλια μόναζαν σαν ανέγγιχτες Καρμηλίτισσες, και οι λιγοστές επιλογές του μενού. Μαγείρευε ο Θεολόγος, οι κατσαρόλες εκείνες οι ρηχές και πλατιές είχαν παίξει στην Κυρία Δήμαρχο του Ροβήρου Μανθούλη με τη Γεωργία Βασιλειάδου και φυλάσσονταν και συντηρούνταν όπως οι πανοπλίες των Λουζινιάν. Η ταβέρνα ήταν ως το ’81 υπόγεια αλλά με το σεισμό το νεοκλασικό του 1860 ράγισε και, όταν κατεδαφίστηκε το ’83, χτίστηκε νέο υπόγειο για τα βαρέλια, αίθουσα ισόγεια και πατάρι για πιο πριβέ. Ώχρα και καφέ, οι τοίχοι κίτρινη λαδομπογιά, τραπέζια και καρέκλες σε αυστηρό ήθος και ύφος. Το κρασί γινόταν, λέει, καλό γιατί τα βαρέλια του υπογείου τα ‘γλειφε η δροσιά του Ιλισσού που κυλούσε μυστικά κάτω από τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Το χείλος στο μισόκιλο, το καρτούτσο, το κατοστάρι είναι κυρτό και κατωφερές και η εξήγηση σ΄αυτό μου δόθηκε πρόσφατα από τον σιορ Διονύση Πετραλωνιώτη: για να μη χάνεται ούτε σταγόνα, να μη διασπαθίζεται η οινική περιουσία. Στιφάδο, κουνέλι λεμονάτο, φέτα, μοσχάρι βραστό, φάβα, σαλάτα, κολοκύθια βραστά, μπορεί χόρτα. Χαλβάς του μπακάλη με κανέλα, μήλο. Τίποτ’ άλλο. Τίποτ’ άλλο δεν ήθελες και δε ζήτησε κανείς τίποτ’ άλλο.

Ο Κυριάκος στην ομώνυμη ταβέρνα της Νέας Ερυθραίας αποσύρει το αιλουροειδές. Φωτογραφία: Τάκης Ροϊδάκης

Ύστερα ήρθε η Αρτέμωνος 122. Ένας συνάδελφος πάνω στη βέσπα του κι εγώ από πίσω αναζητούσαμε στις ανέφελες μέρες του 1992 κάποιο βιβλιοδέτη στην Ηλιουπόλεως. Κόψαμε από στενά κι ένιωσα την ατμόσφαιρα πολύ πυκνή σαν κοντά σε άξονα. Σιγά, του λέω, μην τρέχεις, εδώ πρέπει να υπάρχει κάποια ταβέρνα. Τον έπεισε η σιγουριά μου και άρχισε και γάζωνε τα στενά οριζοντίως και καθέτως ώσπου στο τέλος της Αρτέμωνος κοντά στη Γυμναστική Ακαδημία, είδαμε την τζαμαρία κι από μέσα τα λαδοπράσινα τραπέζια, το τζουκ μποξ, το ξύλινο ψυγείο, τα βαρέλια. Ταβέρνα Το Κορωπί. Οι τοίχοι πάλι κίτρινη λαδομπογιά. Σκίτσα μπεκρήδων και ποιήματα για μπεκρήδες και παλιές φωτογραφίες στους τοίχους. Σκόρδα κρεμαστά. Πίσω από το ψυγείο το στρογγυλό χασαποτράπεζο και δίπλα η εστία, οι φωτιές. Οι επιλογές εδώ ακόμα πιο λίγες. Παϊδάκια, χοιρινή, λουκάνικο, τηγανητές πατάτες, ελιές, φέτα, κεφαλοτύρι, σαλάτα λάχανο, σαλάτα ντομάτα. Ψητές πιπεριές και τέλος. Οι πατάτες τηγανίζονταν στη φωτιά απ’ τα ξύλα και αυτό ήταν υπεραξία στη γεύση. Δυο αδέρφια από το Κορωπί κρατούσαν την ταβέρνα, ο ένας ήταν χήρος και κουφός από το ένα αυτί, ο άλλος είχε τη γυναίκα του αλλά είχε και κλειστό το ένα μάτι. Στο μικρό κήπο πίσω το καλοκαίρι σ’ έπνιγαν οι ορτανσίες και τα κουνούπια που έβρισκαν φωλιές στη βαριά κληματαριά.

Ο κύριος Μήτσος στην ταβέρνα Το Κορωπί. Φωτογραφία από βίντεο του Κυριάκου Χατζημιχαηλίδη, 2008.

Κύριε Μήτσο – Ορίστε – Νιώθουμε ακόμα λίγη πείνα – Να βάλω πατάτες, να βάλω λουκάνικο; – Και σαλάτα! – Ντομάτα; – Και ντομάτα και λάχανο και μια φέτα! Κύριε Μήτσο, μήπως θα μπορούσατε να μας φέρετε και λίγο επιπλέον σκορδάκι; – Βεβαίως! Ερχόταν με το κεφάλι το τριπολιτσώτικο σκόρδο και το ακουμπούσε με περηφάνια πάνω στο τραπέζι. – Φάε όσο θέλεις, είναι από μένα. Τα παιδιά έφριτταν τότε και πήγαιναν στο τζουκ μποξ, διάλεγαν Γαβαλά και Πόλυ Πάνου, μια τρίχα χώριζε το φαΐ από το επερχόμενο ξεφάντωμα, τα κεράσματα και την μετα-αριστοτελική ενότητα τόπου και χρόνου.

Ταβέρνα Το Κορωπί. Επιδόρπιο, 2008.

Υπάρχει και το σήμερα. Εκείνα τα παιδιά πάτησαν τα τριάντα, παιδιά δεν έχουν μα έχουν άγχος. Εγώ συνεχίζω στην ίδια κατάσταση, έξαρση και/ή ρέμβη. Τα απομεσήμερα του ΠΣΚ όταν βλέπω τσαμπιά από άλλα παιδιά κάθε προέλευσης γύρω από την Αγία Ειρήνη, στα περίτεχνα και βουερά Zaf, Rooster, Pizza School, Magaze, Spollati, Tailor Made, Throubi, Rock and Balls, ιδανική παρέα για τους σκύλους που αράζουν ανάμεσά τους, με τις μαύρες επί το πλείστον ντυμασιές και με τις μεσαιωνικές κομμώσεις, με τα κινητά στα χέρια σε πυρετώδη λειτουργία, θέλω να πιάσω το ντέφι και να τους παίξω, να κάνουν λίγο κέφι, σαν να ‘μουν η τσιγγάνα Εσμεράλντα από την Παναγία των Παρισίων, μόλο που ξέρω ότι είμαι σκελετός στο πλάι του Quasimodo, και ότι μόλις το φως της μέρας μέ αγγίξει θα γίνω σκόνη, εγώ και η ρεμπέτικη ζωή μου στις ταβέρνες που δεν υπάρχουν πια.

Ξεμακραίνοντας από την Αιόλου προς τα έρημα στενά γύρω από τη Ρωμαϊκή Αγορά, μπορώ ν’ ατενίσω το Βράχο, τον ουρανό και τα δέντρα, μπορώ να εισπνεύσω τη δροσιά του χώματος και στην τσέπη μου να χαϊδεύω τη γυάλινη μικρή γκαζά με τις αμυχές και τις μνήμες. Έχει πληρότητα σαν σφαίρα, σαν παλλόμενη καρδιά, σαν καραμέλα, σαν άγρια χαρά για το πριν το τώρα και το μετά.

Άγρια χαρά. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου μεταμφιεσμένος χορεύει τσιφτετέλι σε ταβέρνα της Κοκκινιάς. Φωτογραφικό Αρχείο Ηλία Πετρόπουλου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη.

Για τις φωτογραφίες του Τάκη Ροϊδάκη και στέρεη τεκμηρίωση στο θέμα «αθηναϊκή ταβέρνα» ανατρέξαμε στο βιβλίο Γιώργος Πίττας, Η Αθηναϊκή Ταβέρνα (Ίνδικτος, Αθήνα 2009).

 

Τζούλια Τσιακίρη

Share
Published by
Τζούλια Τσιακίρη