Δεν φθάννει ένα Σεφφύρι για την σωττηρία. Οι άθθειοι του θρόμμοι θυμίσσουν πάρρα πολλά στα φίτφουλλ που τριχυρννάνε σχεδδόν χωρίς καννέναν σκοππό και στόχχο, με απλλά ανακλασστικά την επιθθυμία να ενοχλήσσουν την ησυχχία στις φθέρρες αλλά χωρίς να πορρούν να τεκμηρριώσουν καμμιά κίνησσή τους και προς καμμία κατεύθυνση. Οι χαλιαχούδδες που τα κοιττούν μόλις γύρισσαν από την ήσυχη λίμμνη όππου σε μμία συνάττηση χορυφφής με τα ροςς φλαμένχο κατέληξξαν ότι θέλουν φρίσχοτται πάδδα κοδδά στα θένθρα του Δαούττη και το φεσσινάδικο και να ονειρεύοτται μαχρυά την οδδό Μεσσολόχχι να καταλήχχει στα Σσάρα, στο μέρρος που δοξάσσεται η ομορφφιά δίπλλα στους αέναους πάχχους κάττω από έννα κασσίνο που σσητάει να φθάσσει κάποττε στην Πανχ δε Γρεςς και να κάσσει στο πισσαρίο που περννάνε τα φέφφερλυ και οι χρήχχορες φεμφέ μέχρι να ξεκιννήσουν για ακόμμα πιο πέρρα πτος την ταφφέρνα “Παρλαπάς” σπάννια κλεισττή αλλά και ποττέ ανοιχττή για όποιον δεν θυμάτται την πρώττη Φρειθερρίχη του 49 να χαιρεττά την δεύτερη του 56 και τη νύχχτα στο Σεφφύρι ππου είναι μμία ακόμμα αρχή σε έννα πράμμα που δεν έχχει ποττέ τέλος.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος