Όσα μου έμαθε ο Χρήστος Βακαλόπουλος

Το γράψιμο θα έπρεπε να είναι λίγο… έστω και λίγο σαν το ροκ εν ρολ, για να μη βολεύονται οι τύποι που διαβάζουν, να μη λένε «ωραία, αυτά τα σκέφτηκε αυτός, αυτός οργανώνει, αυτός αποφασίζει, τα κάνει όλα μόνος του». Αν είχαν τρία ή τέσσερα ονόματα θα μπερδεύονταν λίγο, θα σταμάταγαν να συμπεριφέρονται σαν καθησυχασμένοι ηδονοβλεψίες.

Ο Μπράιαν Φέρρυ δεν θα καταλάβει ποτέ πως ηχογράφησε δύο δίσκους με τον Ένο, ενώ τώρα ο ένας θέλει να γίνει κάτι σαν τον Φρανκ Σινάτρα του ροκ κι ο άλλος ονομάζει τους δίσκους του «Μουσική για αεροδρόμια» και δεν συμμαζεύεται.

Υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι παρασύρονται, νομίζουν ότι σπάνε πλάκα και πιστεύουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, ότι κάνουν λίγο χαβαλέ και λίγο τη δουλειά τους και τότε είναι που μπορούν να γράψουν ή να παίξουν μουσική. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο κάθονται και συλλογίζονται πως έγιναν όλα αυτά και γράφουν νοσταλγικά βιβλία, νοσταλγικές μουσικές, αλλά αυτή δεν είναι νοσταλγία, είναι καθαρή σπαζοκεφαλιά. Δεν έχει τίποτα να κάνει με τη νοσταλγία. Υιοθετεί τη μορφή της, ναι, αλλά αυτό δεν την πάει και πολύ μακριά. Μάλλον την κάνει να είναι μίζερη, ακόμα περισσότερο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.

Τώρα αισθανόμαστε σχεδόν ηλίθιοι όταν βλέπουμε όλο τον κόσμο να έχει στο σπίτι του έναν τουλάχιστον δίσκο του Κολτραίην, και το κακό είναι ότι ο κόσμος έχει δίκιο κι όχι εμείς με τη βλακώδη υπεροψία μας. Εμείς έχουμε δίκιο μόνο όταν παραπονιόμαστε γι’αυτό το γεγονός, το ότι ακούνε Κολτραίην τώρα πια, γιατί αυτή η διάδοση των πραγμάτων που μας άρεσαν μας εμποδίζει να είμαστε μαζί, να αισθανόμαστε φύλακες του Ναού και να ανταλλάσσουμε βλέμματα όλο κατανόηση γι’ αυτό μας το προνόμιο. Τα πράγματα που θα κάνουμε από δω και πέρα θα είναι όλο και πιο μοναχικά, το αισθάνομαι, ακόμα κι όταν πηδάμε θα είμαστε όλο και πιο μόνοι.

Ακόμα και η πιο αδέξια και κακοκαδραρισμένη τουριστική φωτογραφία είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η παραμικρή στιγμή μπερδεύεται με την αιωνιότητα .

Όλοι μαζί είμαστε πια ένας-ένας.

Η μοναξιά του συγγραφέα είναι αυτό ακριβώς. Να μετατοπίζει συνέχεια το θέμα.

Ένα βιβλίο περνάει σίγουρα πολύ πιο αργά από ένα τρένο.

Ο Ντύλαν δεν σώθηκε από τον Χριστό, μη σας ξεγελάνε, κατά βάθος τον έσωσε το ροκ εν ρολ, το ρυθμ εντ μπλουζ.

Τα βιβλία θα έπρεπε να είναι σαν τα ματς, να μην ξέρεις ποτέ τι γίνεται πριν το 90΄, να κάνεις προβλέψεις και ξαφνικά η παραμικρή πετυχημένη ατομική προσπάθεια, μια σειρά από ντρίμπλες ή μια σέντρα ακριβείας από μεγάλη απόσταση, να σε φέρνει τούμπα.

Οι συγγραφείς είναι για κλάματα. Οι εκδότες είναι μηδέν, αλλά οι πραγματικοί φτωχοί συγγενείς είναι οι συγγραφείς, καταδικασμένοι να σουτάρουν μανιασμένοι μια ζωή από το σημείο του πέναλτυ. Όποιον τους πει να πάψουν επιτέλους αυτή τη βλακεία τον θεωρούν ύποπτο ενώ έχει δίκιο, τον θεωρούν τρελό ενώ δεν έχει άδικο.

Το να ζεις δεν έχει να κάνει με τις διαθέσεις, αλλά με τις συνήθειες του καθενός. Συνηθίζοντας να αλλάζει διαθέσεις κανείς κάθε τέταρτο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να πεθάνει.

Ένα βιβλίο περνάει σίγουρα πολύ πιο αργά από ένα τρένο.

Το μέλλον θα συναντήσει το παρελθόν στην ιδανική του μορφή.

Το μέλλον ανοίγει μπροστά μας σαν χαραμάδα.

Μισώ τις κηλίδες πάνω στο δέρμα των ζώων. Είναι σαν να τις έχει καταραστεί κάποιος και να κουβαλάνε ένα φορτίο μίσους που δεν θα μπορέσουν ποτέ να το αποβάλουν.

Οι χάρτες είναι για πέταμα, κρίμα που οι καρτ ποστάλ δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει.

Οι απογοητευμένες γκόμενες των αριστεριστών κυνηγάνε κάτι ανθρώπους που λένε κι επαναλαμβάνουν όλη τη μέρα ότι τους βάφτισε η ταξική πάλι – πώς να τα φτιάξεις με κάποιον αν δεν ξέρεις ποιος τον βάφτισε, αν του έδωσε το όνομά του κάποιος τόσο αφηρημένος. Οι αριστεριστές είναι αφηρημένοι γιατί η ταξική πάλη δεν είναι τίποτα άλλο απ’ το βασίλειο της αφηρημάδας και επιπλέον βαφτίζει όλο τον κόσμο με λάθος όνομα.

Σε είκοσι χρόνια από τώρα, όλα θα φαίνονται όμορφα.

Οι πράξεις μας έπρεπε να πάσχουν από ολοκληρωτική αμνησία ώστε να μεταβληθούν σε κοφτερά ξυράφια.

Τι κρίμα να μη μπορεί κανείς να το παίξει Ζορό.

Το μέλλον ανοίγει μπροστά μας σαν χαραμάδα.

Το καλοκαίρι είναι αχρονικό. Όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες.

Τις Κυριακές οι άνθρωποι είναι εξομολογητικοί, αισθάνονται ότι αν δεν τα βγάλουν όλα, θα παραιτηθούν μια για πάντα από τις επιθυμίες τους.

Γύρω στις έξι το απόγευμα νιώθεις την ανάγκη να καθαρίσεις, παίρνεις τηλέφωνα με αγωνία και δεν βρίσκεις κανέναν. Τότε βγάζεις το τηλέφωνο απ’ την πρίζα, το κλείνεις σ’ ένα χαρτονένιο κουτί, φοράς το μπουφάν σου, βγαίνεις έξω, ακουμπάς το κουτί δίπλα στα σκουπίδια και πας μια μεγάλη βόλτα στην άκρη της πόλης. Αλίμονό σου αν η πόλη δεν έχει άκρη.

Αυτό είναι τα Εξάρχεια, μια αδύνατη συνάντηση, μια ουτοπία που αξίζει όμως να επιχειρείται κάθε τόσο, έτσι, για να βλέπουμε τι γίνεται.

Το να ζεις είναι σαν να γράφεις με ψευδώνυμο.

Το πιο πετυχημένο φιλί είναι αυτό που δεν ξέρεις ούτε πότε άρχισε ούτε πότε τελείωσε.

Η νομοτέλεια της ζωής είναι θέμα ερωτικής συγκυρίας, ανθρώπινες σχέσεις λέγονται τα διάφορα μπαχαρικά κι όχι όλα τα άλλα που εμφανίζονται σαν έτοιμα, καλοσιδερωμένα πιάτα.

Όταν υπήρχε αυτός ο κόσμος στο πτώμα του οποίου έχουν γαντζωθεί οι εφημερίδες η πραγματικότητα ήταν άγνωστη στους δημοσιογράφους.

Εδώ και μερικά χρόνια, η πόλη αυτή αργούσε να συνέλθει στο πρωινό ξύπνημα και περιφερόταν ζαλισμένη ώσπου να της βάλουν κανέναν καφέ κάτω απ’ τη μύτη. Είχε γίνει πολύ μεγάλη και ταυτόχρονα πολύ μικρή, σχεδόν μια πιθαμή, από ελληνική πρωτεύουσα είχε μετατραπεί σε εξοπλισμένο δυτικό χωριό με κατοίκους νευρόσπαστα.

Η ζωή έχει νόημα. Μας αρέσει όμως να το μεταμφιέζουμε και τότε λέμε ότι το παράγουμε. Αν πιστέψουμε όμως ότι παράγουμε νόημα, πρέπει, εκτός απ’την παραγωγή, να χρησιμοποιήσουμε κι άλλους οικονομικούς όρους, όπως δάνειο, πληθωρισμός, ποσοστά κτλ. Τότε όμως θα γίνουμε ανόητοι, θα μιλάμε σαν να βρισκόμαστε σε χορό μεταμφιεσμένων. Ας δεχτούμε καλύτερα ότι το νόημα αναβλύζει από κρυφές πηγές και το μεταφέρουν ρυάκια που περνάνε δίπλα μας, κάνοντας ελάχιστο θόρυβο. Πρέπει να σκύψουμε και να πάρουμε λίγο νερό, το πολύ πολύ να κατασκευάσουμε μερικά αυλάκια. Αυτό είναι όλο κι όλο το έργο μας.

Οι γυναίκες είναι σαν απογεύματα, οι καλύτερες ώρες της μέρας, φωτεινές χωρίς να διακρίνεται η φωτιστική πηγή, μελαγχολικά λαμπερές, πριν τις τυλίξουν πέπλα και γίνουν αόρατες.

Μια γυναίκα που παίζει στα δάχτυλα τους χαμηλούς τόνους, δεν είναι ποτέ λαίμαργη.

Οι χορεύτριες συμπεριφέρονται παράξενα. Ενδιαφέρονται μόνο για το ρυθμό του κόσμου, δέχονται μόνο ό,τι έχει σχέση με την κίνηση. Γι’ αυτό η γνωριμία με μια χορεύτρια είναι πολύ επικίνδυνη. Μπορεί να στροβιλισθείς ξαφνικά στο χάος, να εμπλακείς σε μια νέα υπόθεση Ζαλόγγου.

Όλοι μαζί είμαστε πια ένας-ένας.

Ένα τραγούδι μπορεί να συνοψίσει μια ζωή. Ένα μικρό δισκάκι μπορεί ν’ αλλάξει έναν άνθρωπο. Οι εταιρίες το κατάλαβαν αυτό κι εγκατέλειψαν τους μικρούς δίσκους, τις κατέλαβε πανικός κι έσπρωξαν αυτούς τους δίσκους μεγάλης διάρκειας για να θολώσουν τα νερά και να ησυχάσουν τα πνεύματα.

Μόλις εξηγήσεις κάτι αρχίζει να σχηματίζεται μέσα σου το αντίθετο, όλοι το ξέρουν αυτό κι όμως συνεχίζουν να εξηγούν, φοβούνται ότι κάτι θα γίνει και θα πεθάνουν αν σταματήσουν να εξηγούν, φοβούνται ότι θα πεθάνουν και εξηγούν.

Κάποτε το κέντρο του κόσμου βρισκόταν παντού, ακόμα και η πλατεία Κυψέλης ήταν το κέντρο του κόσμου, γνωστού και αγνώστου, ορατού και αοράτου, φανερού και κρυφού.

Αν ανάψεις ένα κερί, θα βάλεις φωτιά στα πάντα, αν ανάψεις κερί, θα διακόψεις τη σχέση σου με την κοινή λογική.

Όταν υπήρχε αυτός ο κόσμος στο πτώμα του οποίου έχουν γαντζωθεί οι εφημερίδες η πραγματικότητα ήταν άγνωστη στους δημοσιογράφους.

Το Σάββατο νικήθηκε κατά κράτος από το απόγευμα της Κυριακής με τη βοήθεια των εφημερίδων. Το τεράστιο Σάββατο παραχώρησε τη θέση του σ’ αυτό το μικρό ανάπηρο Σάββατο, οι εφημερίδες δεν άφησαν να υπάρχει μόνο Σάββατο, πως θα υπήρχαν οι εφημερίδες μ’ ένα ατελείωτο Σάββατο κι ένα ελάχιστο απόγευμα της Κυριακής όλο κι όλο; Όταν όλη η εβδομάδα είναι Σάββατο παρασύρεσαι σιγά σιγά και δεν σε ενδιαφέρει καμιά είδηση, δεν υπάρχει κανένα νέο, όλες οι πληροφορίες είναι νερόβραστες, όλες οι πληροφορίες μιλάνε για τον απογοητευμένο κόσμο του μελαγχολικού απογεύματος της Κυριακής, όλα τα νέα είναι οι νεκροθάφτες της πραγματικής ζωής.

Το να ζεις δεν έχει να κάνει με τις διαθέσεις, αλλά με τις συνήθειες του καθενός. Συνηθίζοντας να αλλάζει διαθέσεις κανείς κάθε τέταρτο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να πεθάνει.

Όταν το μελαγχολικό απόγευμα της Κυριακής επέβαλε τον απάνθρωπο νόμο του σ’ ολόκληρη τη βδομάδα, ο κόσμος σταμάτησε να υπάρχει και τότε άρχισαν να φτερουγίζουν πάνω από το πτώμα του οι εφημερίδες, να το τσιμπάνε, να τραβάνε κανένα καλό κομμάτι με το ράμφος τους, να το καταβροχθίζουν.

Ακόμα και η πιο αδέξια και κακοκαδραρισμένη τουριστική φωτογραφία είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η παραμικρή στιγμή μπερδεύεται με την αιωνιότητα .

Το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι σιγά σιγά να νυχτώνει γιατί όλοι γίνονται καλύτεροι εκείνοι την ώρα, συγχωρούν ο ένας τα λάθη του άλλου ακόμα κι όταν δεν το καταλαβαίνουν, τα συγχωρούν επειδή έρχεται το σκοτάδι ενώ, όπως γράφουν οι εφημερίδες, όλες οι επιθέσεις γίνονται τα χαράματα, ξυπνάνε τα αίματα και επιτίθενται με φρικιαστικούς αλαλαγμούς, ξυπνάνε και καταστρέφουν τα πάντα.

Πάντα έχεις βγει στο κυνήγι μιας εικόνας που κρατάς βαθιά φυλαγμένη μέσα σου, την σκεπάζεις με άλλες εικόνες μέχρι να βγει. Την έχεις δει σε ανύποπτο χρόνο, δεν την πρόσεξες καθόλου την στιγμή που την έβλεπες, δεν σημαίνει τίποτα απολύτως αυτή η εικόνα, πηγαίνουν τζάμπα και τα λένε στους γιατρούς και ξαπλώνουν στα ντιβάνια, αυτή η εικόνα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα κι όμως θέλει να βγει, μπορεί να ξοδέψεις μια ολόκληρη ζωή μόνο και μόνο για να την κάνεις να βγει.

* Όλα τα παραπάνω είναι διάσπαρτα αποσπάσματα από τα βιβλία Υπόθεση μπεστ-σελλερ (Υπό σκέψη, 1980 / Καστανιώτης, 1984 / Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1993), Οι πτυχιούχοι (Ερατώ, 1984 / Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1996), Νέες αθηναϊκές ιστορίες (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1989) και Η γραμμή του ορίζοντος (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1991).

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος