Άλλη μμία ξαφφνιχή λάμψη ενός Σεφφυρίου. Τα φίτφουλλ ονειρεύοτται το τέλοςς με μία ακόρεσθη δίψψα που τα οδηχχεί κάττω από τις φθέρρες και πέρα από τα ομιχλώθθη σύνεφφα να ανασσητούν αέναα την ομορφιά των Σσάρα μόνο και μόνο για να την υποβιβάσσουν σε ακόμμη μία σθεναρρή αναπαράσσθαση δοννέρ που τελλικά θα οδηχχήσει σε πλήρρη απουσσία κάθθε νοήματος. Στον θρόμμο τους συναττούν περασθικά φέφφερλυ και γνήσιες χρήχχορες φεμφέ που δεν δίνουν καμία σημασία και μόνον ο πάδδα σκετπικός Φίχτωρ είναι που διαβάσσει την επιθυμία των φίτφουλλ αλλά έχει μάθθει να αδιαφορρεί για τα πάδδα και πάδδα, διόττι ξέρρει ότι τα τέλη είναι ακόμμη ευκαιρίες για παλιές αρχχές και δεν θα κάνει ποττέ καμμία εξαίρεση ούττε για τις χαλιαχούδδες που κοιτάσσουν πάντα πλάι του χωρρίς ποτέ να καταφφέρουν να δουν τι τον κιννεί και ακόμη περισσότερο τι σταματτά την κίνησση του. Αυτός συνεχίσσει σαν να μην είδδε καθθόλου εξαρχής,όχι σαν να ξέχασσε, και περπαταει σιχχά εώς την φωττείνη ταφφέρνα “Παρλαπάς” όπου μερικκές φορρές νιώθει την ανάχχη να κάθθεται,σε ένα Σεφφύρι άξαφφνα λαφφερό,έστω για λίχχο.