Ένα φθινοπωρινό πρωί, ενώ ακόμα δεν έχω πιει καφέ, ούτε καν έχω καπνίσει, ούτε καν έχω πιεί μία δροσοσταλίδα νερού Υάς για να αναλάβω κάπως, εισέρχονται στο κατάστημα τέσσερις τύποι με μπλούζες που απεικονίζουν τρίπατα τεταρτημόρια με ψωμί για τόστ γεμάτο αλλαντικά, τομάτες και λαχανάκια Βρυξελλών και αρχίζουν και οι τέσσερις μαζί σαν χορωδία ένα μικρό λογύδριο για την αξία ενός θρεπτικού πρωινού, γεμάτου λίπη, υδατάνθρακες, μαγιονέζες, ζαμπόνια και σαλάμια αέρος από μοναχικό παραγωγό σε ορεινό χωριό στην Λευκάδα. Στην αρχή σάστισα, νόμιζα ότι το πρωί πρέπει να τρώμε μόνο ένα μήλον με γιαούρτι χωρίς λιπαρά, και ίσως ένα χυμό από πορτοκάλια της Κέρκυρας και αβοκάντο της Ηγουμενίτσας. Οι αιτιάσεις που πρόβαλα τους έκαναν να νευριάσουν και αμέσως το κατάστημα γέμισε με γεροδεμένους τύπους με μπλούζες που δείχνανε λαχταριστές τηγανητές πατάτες με κέτσαπ και απαλή μουστάρδα ντιζέζ, καθώς και μικρά τοματίνια και μαρουλίνια. Κατάλαβα ότι μόλις δεχόμουν επίθεση από κάποιους που είχαν ανοίξει μία λέσχιν (κλαμπ) που υμνούσε τα σάντουιτς. Δηλαδή ένα κλαμπ σάντουιτς. Αντέδρασα βίαια και αμέσως φώναξα μια αντίπαλη συμμορία από χοτ-ντογκ δηλαδή καυτών λυσσασμένων σκυλιών και τους επιτέθηκε. Η μάχη άρχισε θριαμβευτική αλλά εγώ παράγγειλα τυρόπιτα και ξαφνικά σταμάτησαν τα πάντα και οι μαχόμενοι τα βάλανε με έναν τυροκόμο και έναν φούρναρη που έτυχε να περνάνε από το στενό. Τελικά έφαγα ένα μήλο, ελπίζω να μην με κυνηγήσει ο κατηραμένος όφις, δεν είμαι για τέτοια.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος