24-28/3/2018: Υποτροπή Και Ανόρθωση

Αισθανόμουν σαν τον Λάζαρο. Σαβανωμένος σφιχτά μέχρι ακινητοποίησης των άκρων μου. Και μέσα μου και γύρω μου ήταν σκοτεινά. Άλλωστε το μέσα και το έξω είναι πάντοτε σύμφυτα. Νομίζω πως ο σολιψισμός ήταν η βασική φιλοσοφική μου αρχή. Εγώ ήμουν ο Σατανάς και ο Θεός του εαυτού μου. Εννοώ για τα περισσότερα πράγματα. Και ήμουν δεσμώτης με τα δικά μου δεσμά. Μπορεί η αρχική μου παρομοίωση με τον Λάζαρο να μην ευσταθεί. Κλυδωνίζεται μέσα στις συμπλοκές της ελευθερίας της βούλησης μου και των χαραγών απ’ τα εγκλήματα που έχω υποστεί από μικρός. Απ’ την εποχή που ήμουν τόσο ειρηνιστής και τότε δεν υπήρχε καμμιά μου διεπίδραση με την βία. Η βία αιφνιδιάζει αυτόν που τυγχάνει να βαδίζει την ώρα του ξεσπάσματός της σε πιο φιλήσυχες όψεις της ζωής. Θέλω να πω δεν ξέρω γιατί νόσησα μ’ αυτό τον πόνο που τον τρώω αλλά πιο πολύ με τρώει και έτσι όπως πάμε στο τέλος δεν θα αφήσει τίποτα ζωτικό δικό μου πάνω μου. Στην καρέκλα της κουζίνας παιζόταν το μαρτύριο του Λαζάρου. Σαν πεθαμένος κοίταζα απ’ το φεγγίτη να μπαίνει το φως με τη μορφή επικλινούς ακτίνας. Περίμενα μάταια κάποιον να με αναστήσει…ήμουν καθηλωμένος σ’ αυτή την καρέκλα. Το απόγευμα  ένας απροσδιόριστος φόβος με κατέκλυζε σύγκορμα και εσώψυχα και ο δρόμος για την πόρτα εξόδου γινόταν αγυιά μέσα σε μια μητρόπολη στην οποία βρισκόμουν για πρώτη φορά. Ξένος ανάμεσα σε φυλές αλλότριες απ’ τις συνηθισμένες της Γης. Έπρεπε για να φτάσω στην πόρτα να διασχίσω τα γεωγραφικά κομμάτια του φόβου μου.

Κατανάλωνα σκέψη για τον τρόπο που θα σηκωνόμουν και κυρίως για τον τρόπο που θα περπατούσα ανάμεσα στα έπιπλα και το κενό που κάθε άλλο παρά κενό ήταν. Γιατί ο χώρος του σπιτιού μου ήταν τρομακτικός. Δεν χρειάζεται να εξηγώ πάλι ότι εγώ τον είχα κάνει τέτοιο. Ήταν τρομακτικός και στοιχειωμένος. Ήμουν αρτιμελής σπασμένος. Για να κινήσω τα μέλη μου έπρεπε να είμαι ιδιαίτερα ανδρείος. Κάθε φορά έδινα και μια μάχη με τον δαιμονισμένο εαυτό μου. Πόσες φορές δεν σκέφτηκα ότι μ’ έχουν στοιχειώσει μάγισσες , μ’ έχουν καταλάβει λεγεώνες διαβόλων και χρειαζόμουν εξορκισμό. Τα κατάφερνα πάντα και έβγαινα στον έξω κόσμο. Γιατί εκεί που πήγαινα ήξερα πως ήταν καλύτερα. Μεγάλος καφεπότης, είχα για προορισμό μου το καφέ της γειτονιάς. Οι γουλιές του αγαπημένου μου καφέ ήταν στο στόμα μου ό,τι το αίμα για τους βρικόλακες. Αυτή η ασίγαστη λαχτάρα του απογεύματος για καφεΐνη  με έφερνε σε όρθια στάση και μάλιστα με περισσό αέρα βάδιζα προς το καφενείο μου. Και ήταν αυτό το μόνο κατόρθωμα ζωής που είχα για πολύ καιρό. Ήταν η μόνη μου υγιής εκδήλωση απέναντι στη νόσο μου. Ανήκεστος ή ιάσιμη, δεν ξέρω να σας πω παιδιά. Το μόνο που ξέρω ήταν πως ήταν μια λύπη σαν ωκεανός.

Την ίδια περίπου περίοδο είχα βάλει σαν πιο περίπλοκο στόχο μου –πιο περίπλοκο απ’ την άφιξη στο καφέ της γειτονιάς- να φτάσω μέχρι το Ά νεκροταφείο της Κω. Θα σας εξηγήσω γιατί πιο περίπλοκο. Καταρχήν μ’ αρέσουν πολύ τα νεκροταφεία. Αυτά τα ξέρετε κι απ’ τη φίλη μου τη Λούπα. Σας τα έχουμε ξαναπεί. Επιστρέφω στην περιπλοκή του εγχειρήματος. Το νεκροταφείο είναι έξω από τη ζώνη της πόλης μέσα στην οποία αισθάνομαι ασφαλής να περπατάω. Μια πολύ μικρή ζώνη περίκλειστη από οικοδομές και το καφέ που πηγαίνω στο κέντρο της. Να πάω πιο μακριά . Ένα στοίχημα απίστευτο. Γιατί χρειαζόταν μεγαλύτερης διάρκειας έκθεση στην πραγματικότητα. Τόσης διάρκειας όσης και του βαδίσματος μέχρι του κοιμητηρίου. Η πολλή έκθεση στην ατμόσφαιρα μου φέρνει κρίσεις πανικού. Να σας πω την αλήθεια δεν είχα ποτέ δοκιμάσει να κάνω μεγαλύτερη βόλτα μέσα στην Κω απ’ αυτή απ’ το σπίτι μου στο καφέ που σύχναζα. Και μόνο στη φαντασίωση ότι ξεμάκραινα  των εδαφών μου τα μάτια μου έκλαιγαν και όλες οι συμφορές του κόσμου βάραιναν τη σκέψη μου. Ένα ανηλεές βασανιστήριο λες και η παραέξω πόλη ήταν ναρκοθετημένη. Έπρεπε να εξουδετερώσω όλες αυτές τις νάρκες. Ναρκαλιευτής των διάπυρων φόβων μου για τα ξένα σπίτια και τους ξένους ανθρώπους που έπρεπε να συναντήσω στη διαδρομή προς το νεκροταφείο. Ήταν κι αυτή η αγιορείτικη γενειάδα που είχα και όλοι με κοίταζαν με βλέμμα ανοίκειο. Μπορώ να πω ότι έκανα κάτι συναντήσεις με μια φίλη μου. Της έλεγα τί ήθελα να κάνω, τί με φόβιζε, άπλωνα το αφήγημα των τρόμων μου μπροστά της και ανακουφιζόμουν.

Αντιμετώπιζα τις σκιές μου και λίγο ένιωθα ότι μπορούσα να τις διαλύσω. Μετά πάλι μέσα στο σπίτι η κατήφεια με μάγκωνε σαν με δαγκάνες κάβουρα. Εδώ θα μείνεις δεν θα πας πουθενά, μου έλεγε. Οι ανάσες γίνονταν πιο αργές θαρρείς από κάποια πνευμονική λοίμωξη. Σκεφτόμουν το θάνατο σαν προελαύνουσα δύναμη. Λάθος μου. Πρέπει να υπήρχε κάποιο ανώτερο σχέδιο που με κρατούσε στη ζωή. Πάντως στο νεκροταφείο δεν πήγαινα. Δεν ήξερα αν μπορούσα να σπάσω την αγωνία μου για την ελευθερία. Είχα μια ενδεή αγωνία για την ελευθερία μου. Δεν ξέρω και αν τάχθηκα να είμαι με ισόβια δεσμά. Κάποιο πραγματικό πρόσωπο δεν με ήθελε ελεύθερο από τα γεννοφάσκια μου. Κι εγώ το ικανοποιούσα,  άφηνα το θέλημα μου κι ακολουθούσα το δικό του. Δεν πήγαινα στο νεκροταφείο. Λες και θα συντριβόμουν μόλις περνούσα την συνοριακή γραμμή εντός της οποίας ανάσαινα πιο πλατιά. Ύστερα πάλι μέσα στο καφενείο μετά από μια ώρα παραμονής εκεί, συλλογιζόμουν ασφυκτικές αποτρεπτικές καταστάσεις. Ένιωθα στο σκαμπό που καθόμουν και έπινα τον καφέ μια αόρατη ζωτικότητα να απομυζά την δική μου. Μέχρι που παίρνοντας την αντίθετη πορεία επέστρεφα στο μαύρο και σκοτεινιασμένο σπίτι μου. Και το μυαλό έπιανε πάλι δουλειά. Ήταν τόσο απασχολημένο και κατειλημμένο που δεν έκανα τίποτα πρακτικό. Μόνο ξαπλωμένος μπρούμητα στο κρεβάτι παραδερνόμουν στην προσωπική μου κόλαση. Πάντα με μικρά διαλείμματα ευφορίας φυσικά.

Πέρασαν πολλές μέρες μέσα στην οδύνη. Ο υπερδραστήριος άραγε να είναι πιο ευτυχισμένος απ’ τον κατατονικό; Υπάρχει ηδονή στην απραξία; Δεν ήξερα τις απαντήσεις. Ήξερα μόνο το πρωταίτιο σύμπτωμα της κατά κάποιον τρόπο αναπηρίας μου. Κι αυτό ήταν η λύπη. Λύπη άρπαγας. Κτιστών και άκτιστων. Και όταν έμπαινα στην καλή κατάσταση τότε ήταν η ομορφιά το κίνητρο για να φτιάχνω τον χαρούμενο μου ορίζοντα. Μια μέρα έλαβα ένα απρόσμενο μήνυμα από την Αθήνα. Ήταν ένα χαρμόσυνο μήνυμα. Και η δύναμη του ήταν σαρωτική. Με ενθουσίασε τόσο πολύ που αμέσως έφυγα απ’ το σπίτι μου και πήγα για καφέ. Κι ενώ διαφαινόταν πως ίσως αυτή η ξαφνική γιορτή των συναισθημάτων με οδηγούσε ως το νεκροταφείο , πολύ γρήγορα αποδυναμώθηκε σε γιορτή λύπης. Άρχισαν να περνάνε μνήματα απ’ την εσωτερική μου όραση, αυτή των αναμνήσεων. Γλυπτοί λυπημένοι άγγελοι , ονόματα γνωστών τεθνεώτων, ιστορίες που άμα τις ένωνες έφτανες στη γέννηση μου. Γιατί αυτό είναι η γέννηση ενός ανθρώπου. Η διαδοχική περιπλοκή γεννήσεων και θανάτων. Η ιστορία των ανθρώπων καταλύει των σύμφυρμα τους και αναδεικνύει την παγκόσμια ανθρωπότητα. Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ μας.  Έβλεπα με αυτή τη νοερή μου όραση ταφόπλακες εγχάρακτες με τα στοιχεία του νεκρού. Το όνομα του, την ημερομηνία γέννησης και αποδημήσεως και ίσως κάποιο επίγραμμα κατευόδιο. Φανταζόμουν τον τάφο της γιαγιάς μου , του πατέρα μου ήταν στο ΄Β νεκροταφείο, και φανταζόμουν ότι καθόμουν πάνω του και έκλαιγα. Ήξερα ότι ήθελα να πεθάνω. Ήταν οι τελευταίες μέρες μου. Έτσι ένιωθα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το κέντρο του κόσμου ήμουν πάντα εγώ. Και αυτό επέτασσε ο σολιψισμός. Ο κόσμος άλλαζε από βλεφαρισμό σε βλεφαρισμό μου. Στο νεκροταφείο η πραγματικότητα ξαναζωντάνευε με την μορφή  της ομορφιάς. Το εξαλλαγμένο μου βλέμμα που κοίταζε μαγεμένο τον περίγυρο του κερδιζόταν απ’ την ανυπέρβλητη ηρεμία του παραδεισένιου ιερού χώρου των μνημάτων. Τελείωσε, είπα. Το επόμενο πρωί θα ξεκινούσα για το νεκροταφείο. Και από τότε που το είπα αυτό  έχτιζα δύναμη απ’ αυτή που τόσο καιρό έτρεχε σαν αιμορραγία μέσα από ψυχολογικά τραύματα παιδικά. Έχτιζα θέλημα. Το πρωί πήγα, βγήκα στους δρόμους. Πήρα τις διασταυρωμένες ευθείες που οδηγούσαν στο πολυθρύλητο νεκροταφείο. Θυμάμαι τις γυναίκες και τους άντρες που συναντούσα. Πόσο μειλίχιοι ήταν. Κι έτσι διαμιάς άλλαζα πάλι τα πάντα στη σχέση μου με τον κόσμο. Είδα γνωστούς μου ηλικιωμένους που είχα καιρό να τους δω. Και όταν γελούσαν ήταν σαν να μου έστελναν δύναμη. Βάδιζα ευθυτενής. Πιο ανορθωμένος απ’ ότι όταν πήγαινα στο καφέ. Έμοιαζα έτοιμος για να κάνω άλματα μεγάλα. Μόνο τα κυπαρίσσια συναγωνίζονταν τη θωριά μου. Γατιά και σκυλιά παντού και με τα βλέμματα τους να σκύβω και να τα χαϊδεύω. Κι έπειτα η διάπλατα ανοιχτή πύλη του οικοπέδου με τα εκατοντάδες , μπορεί και χιλιάδες μνήματα. Τι αγαλλίαση όταν την πέρασα και μπήκα στον κάμπο με τους τάφους. Οι περισσότεροι μεγαλοπρεπείς. Ίσως γιατί των φτωχών με τα χρόνια αντικαταστάθηκαν και τα οστά τους μπήκαν στο οστεοφυλάκιο. Και οι μαρμάρινοι σταυροί με τα ανάγλυφα λουλούδια να περιελίσσονται πάνω τους. Κάτω απ’ το αιγαιοπελαγίτικο φως θύμιζαν πιο πολύ θεία υπόσχεση αιωνιότητας παρά θνητότητα. Οι γλυπτές φθαρμένες μορφές των αγγέλων έμοιαζαν λουσμένες στα δάκρυα. Και όσο τους έβλεπα τόσο δανειζόμουνα πτίλα από το φτέρωμα τους. Οι άγγελοι έδιναν στο χώρο τη δυναμική της αιώρησης του από τον χώρο των ζωντανών. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν οι κεκοιμημένοι είναι να πετάνε. Άνοιξα τα χέρια μου και αναπεπταμένα αγκάλιαζαν την σιωπηλή ομορφιά , την μαρμάρινη πολιτεία. Τα πάντα σ’ αυτή ήταν σαν σταματημένα αλλά με μια προσεκτικότερη παρατήρηση έβλεπες ότι τίποτα δεν ήταν αδρανές.  Οι άγγελοι φτεροκοπούσαν, οι σταυροί ευωδίαζαν, οι άγγελοι ανοιγόκλειναν τα μάτια τους , οι σταυροί μαρμαίραν σαν από κάποιο εσωτερικό φως. Ήμουν ένας ζωντανός σταυρός στη στάση που είχα πάρει. Οι φόβοι μου είχαν γίνει χαρές. Έκανα μια μεγάλη βόλτα σ’ αυτό τον τρισμακάριστο τόπο. Μιλούσα με τους επισκέπτες των ιερού χώρου και ήμουν ανέμελος μαζί τους γιατί οι άνθρωποι δεν ήταν φοβεροί αλλά διψούσαν για επικοινωνία. Όλα αυτή η ομορφιά ήταν ο σωσμός μου. Στο δρόμο για την επιστροφή ήθελα να εξερευνήσω και άλλους δρόμους της Κω. Να δω κι άλλους ανθρώπους. Είχα νικήσει και όλο το νησί ήταν δικό μου. Είχα νικήσει κι εκείνο το πραγματικό πρόσωπο, ο κλέφτης των ονείρων μου είχε ρημαχτεί.

Ο Φώτης Θαλασσινός είναι συγγραφέας. 

Φώτης Θαλασσινός

Share
Published by
Φώτης Θαλασσινός