Θέσαμε το ερώτημα σε “μάχιμους” της μπλογκόσφαιρας και του Facebook ώστε το καζάνι του δημόσιου λόγου να φουσκώσει με φρέσκιες απόψεις. Συχνά η απάντηση ανατρέπει το ίδιο το ερώτημα, συγκρούεται με τη διατύπωση και κάνει εν λευκώ reboot στην συζήτηση περί βίας. Let the debate begin.
Η βία είναι στο δίλημμα. Της Niemands Rose
Όχι στη βία της μανιχαϊκής διάκρισης των πραγμάτων, όχι στη βία του άσπρο-μαύρο, όχι στη βία της απόλυτης διάκρισης καλό και κακό. Ανάμεσα στα διλήμματα χάσκει ένας γκρεμός που περιμένει να καταβαραθρωθείς εντός του στο πρώτο ναι μεν, αλλά, στην πρώτη ελάχιστη απόκλιση από την κόκκινη γραμμή.
Καταδικάζεις τη βία απ΄όπου κι αν προέρχεται, ουρλιάζει ο δημόσιος κατήγορος ακόμα κι όταν μιλάει τα χαμηλόφωνα αστικά κομιλφό. Ναι ή όχι. Δεν έχεις περιθώριο. Το πιστόλι είναι ήδη στον κρόταφο. «Όποιος δεν είναι με το μέρος μας, είναι εχθρός μας», είχε πει ο πλανητάρχης τζούνιορ κάνοντας το μήνυμα εξαιρετικά σαφές και εύληπτο για το πόπολο, εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα μια μακρά περίοδο τρομολαγνείας που εκτείνεται μέχρι σήμερα και το αποτύπωμά της το βλέπεις παντού. Στον ασφυκτικό κλοιό της πανοπτικής επιτήρησης, στον τζίρο της βιομηχανίας της ασφάλειας, στα εκβιαστικά διλήμματα. Το να ξεπαστρεύεις τον μισό αραβικό κόσμο, να σφάζεις αμάχους, να ξεκληρίζεις οικογένειες, να βιάζεις γυναικόπαιδα, να κάνεις βασανιστήρια σε κρατουμένους είναι αίφνης το ίδιο καταδικαστέο με το σύνθημα «φονιάδες των λαών, Aμερικάνοι» που θέλει να περάσει στο παρωχημένο, να γίνει βίνταζ, και δεν το αφήνουν με τις αλλεπάλληλες επικαιροποιήσεις.
Έχεις ξοδέψει όλη σου τη ζωή να χτίσεις καριέρα ως πολιτικός συντάκτης, είσαι πια ένας ιρακινός μεσήλικας, είσαι αυτός που θα στείλει το μμε που δουλεύεις να καλύψεις την πρες κόνφερανς του πλανητάρχη. Και μαλάκα, δε ξέρω πώς σου έρχεται, σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, όλη η αηδία που στούμπωνες μέσα σου γι’ αυτή τη μαϊμού που δίνει εντολές αίματος, ανάλαφρα κι εύθυμα σαν σε μπάρμπεκιου σε κότατζ, ψάχνει διέξοδο ενώ τον έχεις μπροστά σου, στην πόση σωρευμένη βία που έχεις υποστεί κοχλάζει το μέσα σου δε μας τα έχει απαντήσει η επιστήμη, και βγάζεις τα παπούτσια σου και του τα πετάς να τον βρούνε κατακέφαλα. Αλλά αστοχείς. Τι κρίμα. Ένα καρουμπαλάκι για τα ποτάμια αίματος που έχει χύσει θα ήταν η ελάχιστη δικαιοσύνη. Ήταν το παπούτσι του εξαθλιωμένου που έτρωγε ο Τσάρλι Τσάπλιν στον Χρυσοθήρα. Τα φτερωτά μποτίνια του Ερμή που μεταφέρουν το μήνυμα στο κεφάλι του κεφαλαίου. Δεν ήταν βία, ήταν ποίηση.
Η Niemands Rose διατηρεί το blog “Του κανενός το ρόδο” και έχει εκδώσει πρόσφατα την συλλογή διηγημάτων “Τα φώτα στο βάθος” (εκδόσεις Απόπειρα).
Έχουμε ξεχάσει το μεγαλύτερο όπλο σε κάθε Δημοκρατία, την ψήφο. Από το ελληνάκι
Η βία είναι συστατικό κομμάτι κάθε ανθρώπου. Η κοινωνία, προκειμένου να υφίσταται ως οντότητα, αναδεικνύει εκείνο το πολιτισμικό στοιχείο του ανθρώπου που καταπραΰνει το βίαιο. Πάνε σχεδόν 250 χρόνια και κάτι ψιλά, από τότε που κάποιοι άρχισαν να μιλάνε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη σύγχρονη Δημοκρατία, τη θεσμική ισότητα όλων των μελών μίας κοινωνίας, την ελευθερία του ατόμου, το Κράτος Δικαίου, τα άτυπα κοινωνικά συμβόλαια κλπ. Αυτό βέβαια, ούτε τις σφαγές σταμάτησε, ούτε με κάποιον αυτόματο τρόπο έβγαλε το βίαιο στοιχείο του ανθρώπου από μέσα του. Απλά του παρουσίασε έναν εναλλακτικό τρόπο συμβίωσης και ανάπτυξης, όπου σταδιακά σε ένα κοινωνικό πλαίσιο αλληλοκατανόησης και ειρηνικής συνύπαρξης, ο λόγος αποκτούσε μεγαλύτερη ισχύ από το ρόπαλο.
Τα χρόνια πέρασαν, οι οικονομίες και κατ’ επέκταση οι κοινωνίες έγιναν ακόμα πιο σύνθετες στις εσωτερικές διαδικασίες τους. Κάπου εκεί άρχισε και η πιο συστηματική, επιστημονική μελέτη της κοινωνίας, των δεσμών της, των τάξεών της, της οικονομικής ανισότητας και διαφόρων άλλων ωραίων εννοιών που άλλοτε αποδίδονται στον Μαρξ, και άλλοτε στον Ράσελ, αλλά σε κάθε περίπτωση δείχνουν πως ξεχνάμε δύο πολύ στοιχειώδεις αλήθειες. Πρώτον, ότι η βία μπορεί να παραγάγει μόνο βία, για τον απλούστατο λόγο ότι σε μία βίαια, ανορθολογική δράση, αναπόφευκτα θα υπάρξει μία βίαια, ανορθολογική αντίδραση και, δεύτερον ότι όποιος ασκεί βία έχει πάντα μία καλή – υποκειμενική πάντα – δικαιολογία για να εξιλεώσει τις πράξεις του στην συνείδηση και την ιδεολογία του. Εντοπίζω λοιπόν μία υποκρισία σε όσους ονειρεύονται κοινωνικές ουτοπίες χρησιμοποιώντας την βία ως μεταβατικό μέσο. Ακόμα και οι ιστορικές εξεγέρσεις που δημιούργησαν δικαιότερες και πιο ελεύθερες κοινωνίες πάντα είχαν ως άμεσο αποτέλεσμα πιο σκοτεινές και βίαιες περιόδους. Ήταν οι οραματιστές του λόγου και της Δημοκρατίας και όχι αυτοί που κρατούσαν τα όπλα, που τελικά έπαιρναν τις αποδεκατισμένες κοινωνίες και τις έστηναν ξανά σε πιο γερές και δίκαιες βάσεις.
Παρακολουθώ την «μνημονιακή» περίοδο εδώ και τέσσερα χρόνια και έχω την αίσθηση ότι τείνουμε να ξεχάσουμε τα πλέον στοιχειώδη.
Έχοντας σκίσει τα όποια τυπικά ή άτυπα κοινωνικά συμβόλαια, ψάχνουμε το ιδεολογικό στήριγμα στην όποια συμπεριφορά μας, είτε αυτή είναι βίαια είτε όχι. Γι’ αυτό και απόψεις, επί του θέματος, όπως του κ. Γιανναρά και του κ. Κατρούγκαλου γίνονται θερμά αποδεκτές από ένα σημαντικό μερίδιο της κοινωνίας. Και μέσα σε αυτή τη σύγχυση, νιώθω το ρολόι του χρόνου να πηγαίνει συνέχεια προς τα πίσω. Τότε που οι κοινωνίες δεν είχαν καμία δύναμη απέναντι στην εκάστοτε εξουσία και καθ’ ότι αμόρφωτες και ακαλλιέργητες στην πλειοψηφία τους, δεν είχαν λόγο και επιχειρηματολογία να σταθούν, οπότε επέλεγαν το ρόπαλο. Με σχεδόν εφηβικές απλουστεύσεις στη σκέψη μας, πετάμε στο καλάθι αχρήστων ιδεολογικές και κοινωνικές ζυμώσεις αιώνων που απώτερο σκοπό είχαν το πολύ απλό: ο λόγος να επιβάλλεται στο ρόπαλο, ώστε να προστατεύονται οι αδύναμοι, αλλά και όλα τα μέλη της εκάστοτε κοινωνίας.
Έχουμε ξεχάσει το μεγαλύτερο όπλο σε κάθε Δημοκρατία, την ψήφο. Τη σνομπάρουμε, και τη θεωρούμε ντε φάκτο συστημική, ενώ επί της ουσίας είναι αυτή που μπορεί να ανατρέψει το οποιοδήποτε status quo. Ξεχνάμε επίσης δικαιώματα που στηρίζονται από νόμιμους θεσμούς, που επειδή στην Ελλάδα παραπαίουν, τους θεωρούμε ξεγραμμένους. Ακόμα και οι βίαιες επαναστάσεις, για αυτό το δικαίωμα της ψήφου και των θεσμών γίνονταν, και τώρα που τα αποκτήσαμε τα αγνοούμε, ενώ αναλύουμε σε χιλιάδες επί χιλιάδων λέξεων θέματα που άλλες κοινωνίες έχουν επιλύσει εδώ και δεκαετίες.
Ζούμε με τα ζόμπι του παρελθόντος. Τον Εμφύλιο και το αναχρονιστικό δίπολο Δεξιάς – Αριστεράς. Ξεπερασμένες ιδέες που υμνούν τη βία, κατάλληλα χειριζόμενες στα χέρια καλών δημαγωγών. Κλειστόμυαλοι, εσωστρεφείς και ξενοφοβικοί. Δύο αιώνες τώρα, αρνούμενοι να συνάψουμε τα στοιχειώδη κοινωνικά συμβόλαια του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.
Αυτός ο συντηρητισμός, αυτή η λατρεία στο παρελθόν, η ασυνεννοησία και η αδυναμία να δούμε λίγο το παρόν τριγύρω μας – μη μιλήσουμε και για κάποιο μελλοντικό όραμα – φυσικά και έχει ξεφύγει από το πολιτισμικό κομμάτι του εγκεφάλου μας και μιλάει μόνο στο πρωτόγονο, το ενστικτώδες, το συναισθηματικό, το βίαιο. Και καμία «καλή βία» δεν μπορεί να προκύψει από ένα τέτοιο συνονθύλευμα. Διότι, όπως προαναφέρθηκε, μία βίαιη δράση μπορεί να προξενήσει μόνο ανακυκλούμενες βίαιες αντιδράσεις. Για κάθε μόριο βίας που γεννιέται σε μία κοινωνία, ένα μόριο πολιτισμού και Δημοκρατίας πεθαίνει.
Το ελληνάκι είναι πρώην blogger και νυν σόσιαλ μύδι
Ο ανταγωνισμός και όχι η βία είναι το συστατικό κάθε κοινωνίας. Του Άκη Γαβριηλίδη.
1. H βία δεν είναι ποτέ καλή.
Δεν είναι δυνατό, ούτε σκόπιμο, να επιχειρήσουμε να διακρίνουμε τη βία σε μία «καλή» και μία «κακή» εκδοχή ανάλογα με τις αιτίες, τα αποτελέσματα, τους δράστες, τα θύματα ή οποιοδήποτε άλλο σταθερό εκ των προτέρων ορισμένο κριτήριο.
Η βία είναι απόλυτα κακή.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι το απόλυτο κακό.
Το κακό –κάθε κακό- δεν είναι μια ουσία, αλλά μία σχέση (δυνάμεων). Ως τέτοιο, εμφανίζεται πάντοτε σε μια συγκεκριμένη περίσταση.
Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή συνιστά συμπύκνωση πολλών καθορισμών.
Κάποιοι από αυτούς τους πολλούς καθορισμούς ενδέχεται να είναι επίσης κακοί και βίαιοι. Η κρίση για το ποιο είναι το χειρότερο κακό είναι ενδεχομενική, και πρέπει να την κάνουμε κάθε φορά ad hoc. Έστω και αν αυτό συχνά μπορεί να σημαίνει ότι αποφασίζουμε για το μη αποφασίσιμο.
Το κυριότερο όμως δεν είναι αυτό. Είναι ότι, ακριβώς, ο ίδιος ο ορισμός που μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε κάτι ως «βία» είναι επίσης κάτι ενδεχομενικό και μη αποφασίσιμο.
2. H βία δεν είναι ακριβώς «συστατικό κομμάτι κάθε κοινωνίας».
Αυτό που είναι συστατικό κάθε κοινωνίας είναι, ακριβέστερα, ο ανταγωνισμός.
Ο όρος ανταγωνισμός δηλώνει ότι κάθε σχέση, και η «κοινωνία» ως σχέση σχέσεων, είναι ένα κύκλωμα το οποίο δεν «κλείνει» ποτέ οριστικά, παραμένει πάντοτε ανοιχτό. Άρα, κάθε σχέση ποτέ δεν είναι πλήρως αρμονική· ανά πάσα στιγμή εμπεριέχει την υλική δυνατότητα διάρρηξης της, τον κίνδυνο κατάρρευσης του νοήματος που της προσδίδει τη συνοχή της.
Η κατάρρευση αυτή ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα «βίας», ή/ και αιτία για περισσότερη «βία». Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο. Ο ανταγωνισμός δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην σε κάθε σχέση οι άνθρωποι οδηγούνται πάντοτε –ή έστω «στο τέλος», «σε τελευταία ανάλυση»- να σφάζουν ή να ξυλοκοπούν ο ένας τον άλλο.
Σημαίνει ωστόσο κάτι ίσως ριζικότερο: ότι ο ίδιος ο ορισμός για το τι συνιστά «βία» αποτελεί επίσης –αν όχι κυρίως- διακύβευμα αυτού του ανταγωνισμού.
Πράγματι, το βασικό πρόβλημα με όλους αυτούς τους λόγους που μας καλούν να «καταδικάσουμε κάθε μορφής βία» δεν είναι τόσο η τελείως διαφανής και ευδιάκριτη ιδιοτέλεια και μερικότητά τους η οποία ακυρώνει τις οικουμενικές αξιώσεις τους. Πριν απ’ αυτό, ή ταυτόχρονα, είναι και ότι έχουν ήδη φυσικοποιήσει την έννοια της «βίας», την οποία εμφανίζουν ως απροβλημάτιστη και κοινώς γνωστή. Λες και η βία είναι ένα δεδομένο του εξωτερικού κόσμου, ένα αρχιμήδειο σημείο το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως λαβή για να μοχλεύσουμε και να διαχειριστούμε τα κοινωνικά πράγματα.
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται γνωστοί τηλεπαρουσιαστές στις εκπομπές τους, δεν υπάρχει κάποια θέση στην οποία να έχουμε «όλοι συμφωνήσει από την εποχή του διαφωτισμού». Οι πιο ευφυείς –ή/ και οι πιο ειλικρινείς- στοχαστές της πολιτικής από την κλασική εποχή και μετά, αντιλήφθηκαν και εξήγησαν με μεγάλη σαφήνεια ότι η πολιτική βία είναι όχι μόνο αντικείμενο του λόγου (εφόσον, όπως εξήγησα στο παρελθόν –βλ. π.χ. εδώ και εδώ– η άσκηση της εξουσίας, στην πολιτική, τη δικαιϊκή και τη διοικητική της εκδοχή, συχνά δεν είναι τίποτε άλλο από ταξινομήσεις και ιεραρχήσεις διάφορων μορφών βίας), αλλά και [πρέπει να] συνιστά η ίδια λόγο, εάν πρόκειται να παραγάγει άξια λόγου αποτελέσματα.
Μία ακόμα παραδεδεγμένη σοφία λέει ότι «όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος». Ωστόσο, η πτώση μίας ράβδου από μόνη της δεν είναι ικανή να έχει κάποια κοινωνικοπολιτική επίπτωση, παρά μόνο εάν νοηματοδοτηθεί και πλαισιωθεί από τους συμμετέχοντες με έναν ορισμένο τρόπο (ή περισσότερους). Η βία δεν είναι το εξωτερικό και το Άλλο της «έλλογης επικοινωνίας», αλλά είναι και επικοινωνία. Συνιστά μια γλώσσα, ένα μήνυμα. Ή περισσότερα μηνύματα. Και δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποιο· η παραγωγή του μηνύματος αυτού είναι επίσης ενδεχομενική και αποτελεί διακύβευμα του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Όταν λοιπόν μιλάμε για «τη βία», είτε για να την καταδικάσουμε –ή να ζητήσουμε από άλλους να την καταδικάσουν- είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, καλό είναι να έχουμε επίγνωση ότι η ταξινόμηση αυτών και όχι άλλων πράξεων ως «βία» δεν είναι αυτονόητη αλλά αποτελεί έκβαση μιας διαδικασίας άρρητων επιλογών και ιεραρχήσεων. Αυτές οι ιεραρχήσεις είναι το πιο κρίσιμο πολιτικό διακύβευμα στις συζητήσεις: όχι το αν «καταδικάζουμε τη βία» ναι ή όχι, αλλά τι ακριβώς –και γιατί- καλούμαστε να καταδικάσουμε όταν «καταδικάζουμε τη βία».
Καλό είναι λοιπόν να έχουμε επίγνωση της διαδικασίας αυτής να προσπαθήσουμε να τη φέρουμε στο φως, να την αιτιολογήσουμε και να αναλάβουμε την ευθύνη γι’ αυτή, αντί να παριστάνουμε ότι είναι κάτι που όλοι ξέρουν και συμμερίζονται.
Ο Άκης Γαβριηλίδης είναι συγγραφέας, μεταφραστής και συνδιαχειριστής του μπλογκ nomadicuniversality
Στην επόμενη σελίδα: περισσότερη “βία” από τον Old boy, Ρογήρος και το βυτίο.
Page: 1 2