Η αγελαδοποίηση του λαού. Του Oldboy
Πώς ακριβώς ορίζεται η ατζέντα της δημόσιας συζήτησης; Ποιος ακριβώς αποφάσισε να συζητάμε ad nauseam για το θέμα της βίας και δη με αυστηρά προδιατυπωμένους τους όρους της συζήτησης; Και πότε ακριβώς θα μας επιτραπεί να αλλάξουμε επιτέλους σελίδα; Αυτά για τα οποία μιλάμε στο δημόσιο διάλογο συνδέονται άρρηκτα με εκείνα για τα οποία σιωπούμε. Και κυρίαρχος του παιχνιδιού είναι εκείνος που καταφέρνει να παρασύρει τους άλλους στο να μιλούν διαρκώς για το ένα θέμα και σπανίως έως ποτέ για το άλλο. Ας φανταστούμε π.χ. ότι όλον αυτόν τον καιρό δεν θα καλούμασταν να καταδικάσουμε τη βία, αλλά τη φτώχεια από οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Να την καταδικάζαμε δηλαδή ακόμα κι αν προέρχεται από σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης. Καταδικάζεις κύριε υπουργέ ή κύριε οικονομικέ παράγοντα ή κύριε τηλεοπτικέ δημοσιογράφε την εξαθλίωση που προέρχεται από τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις;
Ας φανταστούμε π.χ. ότι θα καλούμασταν όλον αυτόν τον καιρό να ξεκαθαρίσουμε όχι αν υπάρχει καλή ή κακή βία, αλλά αν υπάρχει καλή ή κακή γιγάντωση της ανεργίας, καλοί ή κακοί μισθοί πείνας, καλή ή κακή μετανάστευση, καλές ή κακές αυτοκτονίες, καλή ή κακή συρρίκνωση του κράτους προνοίας. Γιατί δεν αποτελεί η βία την μόνη δυσάρεστη και αποδοκιμαστέα κατάσταση στη ζωή. Μας διευκρινίζουν όμως πως οι θυσίες που κάνουμε ως πολίτες είναι «επώδυνες αλλά αναγκαίες». Τότε γιατί κατ΄αντιστοιχία να μην είναι και η βία επώδυνη αλλά αναγκαία; Κι αν το τελικό επιχείρημα για να δικαιολογηθούν οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται είναι το ότι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα» τα οποία θα έλυναν τα προβλήματα, με ποιά λογική ζητούν να υπάρχουν και ζενόδεντρα ή αταραχόδεντρα ή στωικόδεντρα, που παράγουν καρπούς που σε κάνουν να αποδέχεσαι πειθήνια το να χάνεις τα πάντα μέσα από τα χέρια σου;
Το θέμα της βίας, με το ήθος, τον τρόπο και την ένταση που τέθηκε, τέθηκε εξ αρχής για να πει πως και η παραμικρή αντίδραση κατά του Θεόδωρου Πάγκαλου είναι βία, ανομία, κατάλυση της δημοκρατίας και το όγδοο έως το ογδοηκοστό όγδοο θανάσιμο αμάρτημα. Όλη η κουβέντα στήθηκε για να δικαιούται η χυδαιότητα του Θεόδωρου Πάγκαλου να συνεχίσει να περιφέρεται αγιουχάιστη στις ταβέρνες, ακόμα κι όταν η κοινωνία δίπλα του συντρίβεται. Προσωπικά λοιπόν θεωρώ ότι το αντίθετο συμβαίνει, ότι δηλαδή ο Θεόδωρος Πάγκαλος ή ο Άρης Πορτοσάλτε ή ο Γιάννης Πρετεντέρης ή ο Θέμος Αναστασιάδης ή πολλοί άλλοι παρόμοιοί τους δεν έχουν φτυστεί και γιαουρτωθεί επαρκώς. Και αυτό, ναι, το καταδικάζω απερίφραστα ως δείγμα αγελαδοποίησης ενός λαού. Και επίσης, ναι, μεταξύ του γιαουρτιού και της σωματικής βλάβης υπάρχει χαώδης απόσταση, καθώς το επιχείρημα κατ’ εμέ πάει ακριβώς αντίστροφα: όποιος τα εξισώνει, τα εξισώνει εκ του εντελώς πονηρού.
Το θέμα της βίας, με το ήθος, τον τρόπο και την ένταση που συζητείται τα τελευταία χρόνια, είναι ένα ψευδοθέμα. Δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο, αλλά προσπαθεί πάση θυσία να προλάβει την γέννηση κι εξάπλωσή του, ώστε να εσωτερικευθεί η υπόρρητη προσταγή: εξαθλιωθείτε ησύχως.
O old boy είναι μπλόγκερ, οραματιστής της κεντροαριστεράς που μας αξίζει χωρίς ηγεμονισμούς και αποκλεισμούς.
Η επικινδυνότητα του γενικού αφορισμού. Του Ρογήρου.
Εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται ότι η βία αποτελεί διαχρονικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών, είτε στο εσωτερικό τους είτε στις μεταξύ τους σχέσεις. Είναι επίσης σαφές ότι, γενικά κι αφηρημένα, δεν μπορεί να υπάρξει διάκριση μεταξύ «καλής» και «κακής» βίας. Εξ ορισμού η άσκηση βίας αποτελεί δυσάρεστη και απευκταία κατάσταση.
Η πραγματικότητα, εντούτοις, είναι πολύ πιο σύνθετη. Τούτο διαπιστώνεται και βάσει των όχι λίγων προσπαθειών να δικαιολογηθούν μορφές βίας. Για τη σημαντικότερη από αυτές, τον πόλεμο, πολλοί και διάφοροι, τουλάχιστον από την εποχή του Αυγουστίνου της Ιππώνος (τέλη 4ου αιώνα), έχουν επιχειρήσει να θεμελιώσουν θεωρητικά την έννοια του «δίκαιου πολέμου», εξηγώντας τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις.
Κατ’ αναλογία και όσον αφορά τις σχέσεις εντός ορισμένης κοινωνίας, είναι γενικά αποδεκτό ότι, υπό όρους, υφίσταται νομίμως ασκούμενη βία από τα ειδικώς εντεταλμένα όργανα της Πολιτείας. Ομοίως, η άσκηση βίας ως νόμιμη άμυνα αποτελεί λόγο που αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα πράξης. Επιπροσθέτως, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι στη δικαιολόγηση της βίας υπεισέρχεται κι ένας μεταβλητός παράγοντας: η ταυτότητα του εκάστοτε φορέα εξουσίας. Έτσι, πράξεις αντίστασης σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς, οι οποίες θα αντιμετωπιστούν από αυτό ως παράνομη άσκηση βίας, θα δικαιολογηθούν μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Για τους λόγους αυτούς, αφορισμοί όπως «καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» στερούνται τελικά νοήματος. Εκτός των άλλων, ενδέχεται να υπονοούν μια αυθαίρετη εξομοίωση πράξεων εντελώς ανομοιογενών που δεν έχουν καν την ίδια βαρύτητα: βία ασκούμενη στο πλαίσιο ένοπλης σύγκρουσης (μεταξύ κρατικών οντοτήτων ή εμφύλιας), υπέρβαση ορίων από όργανα της πολιτείας, οργανωμένη πολιτική βία, τρομοκρατία, διάχυτες “μαζικές” ταραχές, παρεκτροπές στο πλαίσιο διαδηλώσεων ή ενεργειών περιβαλλοντικού ακτιβισμού κ.ο.κ.
Ο γενικός αφορισμός καθίσταται δε κατά μείζονα λόγο αλυσιτελής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπαγορεύεται αποκλειστικά από πολιτικές (αν όχι αμιγώς κομματικές) σκοπιμότητες. Δεν εκφέρεται επειδή αποσκοπεί στην καταπολέμηση της βίας, αλλά επειδή στοχεύει στην εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων. Υπό τους όρους αυτούς, καταλήγει να είναι επικίνδυνος για την πολιτειακή ομαλότητα και την κοινωνική ειρήνη».
Ρογήρος, νομικός και συγγραφέας ιστολογίου, αμετανόητος υπέρμαχος της αξίας του Μεσαίωνα. Το wordpress του rogerios.
H βία του “ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ ΝΑΙ Ή ΌΧΙ”. Από το βυτίο.
Όπως σχεδόν όλες οι συζητήσεις στην Ελλάδα, η συζήτηση για τη βία γίνεται με καθαρά τηλεοπτικούς όρους. Συμψηφίζουμε ότι μας έρθει στο κεφάλι ή ότι εξυπηρετεί τη θέση μας, μπερδεύουμε τα πάντα (η αρετή της διάκρισης δεν επισκέφθηκε ακόμη τα τηλεοπτικά πλατό), μένουμε στην επιφάνεια και κυρίως καταδικάζουμε. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και δισταγμούς, κάθε δέκα περίπου δευτερόλεπτα είτε καταδικάζουμε είτε μας ζητείται να καταδικάσουμε. Αν δεν απαντήσεις γρήγορα ναι, μάλιστα, μπορεί και να καταταχτείς αυτομάτως στους ύποπτους, στους εχθρούς της δημοκρατίας και βέβαια στην κατηγορία “ΑΚΡΑΙΟΣ”, που εφευρέθηκε τα τελευταία χρόνια ώστε να μπορούν να τη χρησιμοποιούν «πρώην» ακροδεξιοί, πρώην και νυν υπόδικοι για όλων των ειδών τις υποθέσεις που έχουν να κάνουν με το δημόσιο χρήμα και κυρίως οι φανατικοί της λιτότητας των άλλων.
Όλη η ιστορία με την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται έχει να κάνει με μια απλή σκέψη. Λένε, όσοι ανατριχιάζουν με τα εκάστοτε έκτροπα της οπισθοδρομικής ελληνικής κοινωνίας, στην Ανατροπή κάθε Δευτέρα βράδυ: Έχουμε δημοκρατία και στη δημοκρατία υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες για να ασκείς κριτική, να διαμαρτύρεσαι και να φέρνεις αλλαγές.
Η συζήτηση λοιπόν για τη βία γίνεται μονίμως όταν χρειάζεται να αλλάξουμε το θέμα, μην επιτρέποντας να αντιληφθούμε ποιο είναι το κέντρο ενός ζητήματος. Όπως για παράδειγμα με τα πανεπιστήμια, για τα οποία οι καταλήψεις και το χτίσιμο του γραφείου ενός καθηγητή, είναι η αιτία, η ένδειξη και η απόδειξη ταυτόχρονα ότι έχουμε τα χειρότερα πανεπιστήμια του κόσμου. Όλα αυτά βέβαια όχι γιατί μας έπιασε ο πόνος για ανοιχτά πανεπιστήμια, μάθημα, γνώση κλπ. Όλα αυτά γιατί θέλουμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για κάτι άλλα μικρά προβληματάκια, όπως ας πούμε το τι σημαίνει ΔΑΠ και ΠΑΣΠ για το ελληνικό πανεπιστήμιο, τι σημαίνει σημειώσεις της παράταξης με τα «sos», περασμένα μαθήματα, ακαδημαϊκή καριέρα, καθηγητές που λείπουν κάπου σε κάποιο σημείο, υποχρηματοδότηση, έλλειψη υποδομών ή τι σημαίνει ότι η κοινωνία ρωτάει, εμπιστεύεται και χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση. Όσο γι’ αυτό το τελευταίο μας έχει απαντήσει από καιρό ο βουλευτής της κυβέρνησης κύριος Ταμήλος. Δεν θα γίνουμε εμείς επιστήμονες, εμείς είμαστε ΔΑΠ, αυτό φτάνει για να παίρνουμε αποφάσεις, να βγάζουμε μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και να σχεδιάζουμε το μέλλον της χώρας. Κάπως έτσι τεχνοκράτης σημαίνει Στουρνάρας, στη χώρα της μαύρης δεξιάς.
Με τον ίδιο τρόπο για να μη μιλήσουμε για το τι σημαίνει αστυνομία στη χώρα μας, όταν βλέπουμε ξεκάθαρα στοιχεία βασανισμού, λέμε: βίαιοι ληστές ήταν στο Βελβεντό, τρομοκράτες, τους συνέλαβαν και αντί να πούμε μπράβο, ψελλίζουμε αηδίες για τα δικαιώματα των κρατουμένων. Επιτέλους δεν μπορείτε να πείτε ένα μπράβο στην ΕΛΑΣ; Μήπως δεν καταδικάζετε τους υπερτρομοκράτες της Κοζάνης; Μήπως δεν σας αρέσει η δημοκρατία; Καταδικάστε επιτέλους τη βία. Με ένα απλό spin, η ουσία του θέματος μετατοπίζεται απλά στο πόσο απεχθής είναι η βία των αριστεριστών, αναρχικών (ελάτε τώρα που έχει διαφορά το τρομοκράτης και το αναρχικός, ψιλά γράμματα) και συνδικαλιστών. Για να μην ξεφεύγω όμως με την περιπτωσιολογία. Όλη η ιστορία με την καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται έχει να κάνει με μια απλή σκέψη. Λένε, όσοι ανατριχιάζουν με τα εκάστοτε έκτροπα της οπισθοδρομικής ελληνικής κοινωνίας, στην Ανατροπή κάθε Δευτέρα βράδυ: Έχουμε δημοκρατία και στη δημοκρατία υπάρχουν συγκεκριμένες διαδικασίες για να ασκείς κριτική, να διαμαρτύρεσαι και να φέρνεις αλλαγές. Η διαδικασία είναι γνωστή και για να μην κουραζόμαστε συνοψίζεται στην παρουσία μας κάθε 4 χρόνια μέσα στο παραβάν. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, ότι κι αν γίνεται. Ότι κι αν συμβαίνει, δεν υπάρχει κάποιο όριο που μπορεί να ξεπεραστεί και το οποίο να νομιμοποιεί κάποια άλλη ενέργεια απ’ την υπομονή για τις εκλογές. Ότι κι αν συμβαίνει, έχουμε δημοκρατία. Βασικά έχουμε το τέλος της ιστορίας. Το τέλος της αναζήτησης. Από δω και πέρα θα έχουμε δημοκρατία.
Οι επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν και μάλιστα σε ένα παρελθόν, που σιγά σιγά η επίσημη αφήγηση της ιστορίας θα μας εξηγεί ότι και αυτές δεν τις χρειαζόμασταν τελικά, γιατί ήταν βίαιες, αιματηρές και δεν επέτρεπαν στους απλούς πολίτες να κάνουν τα ψώνια τους. Όποιο λοιπόν κι αν είναι το περιεχόμενο της διακυβέρνησης τη μέρα που ζεις, αφού η ρεκλάμα λέει δημοκρατία, κάθε μη αποδεκτή αντίδραση, κάθε αντίδραση που ξεπερνάει το όριο (όριο: γιαούρτι, κλείσιμο της Πανεπιστημίου, απεργία, οργάνωση σωματείου, κατάληψη ή ένοπλος αγώνας – όλα το ίδιο είναι πάνω κάτω, βίαιες ενέργειες ενάντια στη δημοκρατία μας), θα διώκεται και θα καταδιώκεται. Τίποτα απ’ όλα αυτά που ξεπερνούν το όριο, δεν είναι ανεκτό. Τίποτα δεν μπορεί να έχει νομιμοποίηση, τίποτα δεν μπορεί να μην είναι καταδικαστέο. Συνεπώς, αν καταργούν τα εργασιακά δικαιώματα, αν αποφασίζουν με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, αν καταστρέφουν το τοπίο και τη ζωή σε μια περιοχή (ή έστω αν δεν είναι αποδεδειγμένο ότι δεν το κάνουν), αν κάνουν «δουλίτσες» με επιχειρηματίες, αν τροφοδοτούν ένα παρακράτος που δολοφονεί, αν κάνουν μαζικές τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, αν κάνουν μαζικές προσαγωγές διεμφυλικών ατόμων χωρίς λόγο ή αν διαπομπεύουν ασθενείς, όλα αυτά εμπίπτουν στα πλαίσια της Δημοκρατίας. Αν δε σ’ αρέσει, να το καταγγείλεις, θα κάνουμε ΕΔΕ. Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη στις ΕΔΕ, να πας στα δικαστήρια. Αν και εκεί δεν βρεις δικαιοσύνη, να το καταγγείλεις στο βουλευτή σου. Αν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν λειτουργεί (ή λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο), τότε δεν έχεις παρά να πας σε τέσσερα χρόνια να ψηφίσεις. Όλα τ’ άλλα είναι βία.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζούμε μια πορεία χωρίς επιστροφή, μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Δεν πρόκειται για κάποια μέτρα σε λάθος κατεύθυνση που θα έρθει μια επόμενη κυβέρνηση ή ένας επόμενος υπουργός να τα διορθώσει. Η καταστροφή του φυσικού τοπίου, ο αποχαρακτηρισμός δασικών εκτάσεων δεν έχει επιστροφή. Ότι σ’ αυτά τα χρόνια άνθρωποι βγήκαν στο περιθώριο, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, έμειναν άνεργοι για καιρό ή έχασαν μέρος της σύνταξης ή του εφάπαξ τους, δεν είναι απλά μια άστοχη διοικητική πράξη. Πρόκειται για κομμάτια μιας πολιτικής που για κάποιους σημαίνουν μια κατάρρευση χωρίς επιστροφή. Η καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται δεν έχει ως αφετηρία μια ειλικρινή αγωνία για την διάλυση του κοινωνικού ιστού. Η καταδίκη της βίας έχει ως μοναδικό σκοπό να μας υπενθυμίζει τη θέση μας και τα αποδεκτά απ’ αυτό το (ας το πούμε δεν είναι ντροπή) αυταρχικό καθεστώς εργαλεία. Όταν ο υπουργός ρωτάει κοιτώντας την κάμερα αν “ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;” στην πραγματικότητα μας ζητάει να καθίσουμε ήσυχοι και να κάνουμε ζάπινγκ. Μας ζητάει να μη ζητάμε πολλά. Μας ζητάμε να δεχτούμε τη μοίρα μας, να υπομείνουμε τη ρεάλ πολιτίκ και να σταματήσουμε να μετράμε τα θύματα. Μας ζητάει ο υπουργός ή και ο ίδιος ο πρωθυπουργός μέσω της θεωρίας των δύο άκρων να συναινέσουμε, να εισέλθουμε μετανοημένοι στο ναό του «Κέντρου». Δεν υπάρχουν ανατροπές ή επαναστάσεις. Δεν υπάρχουν καν αντιστάσεις. Δεν υπάρχει ανάγκη για αντιστάσεις πια. Μας ζητάει να ξεχάσουμε τις ουτοπίες, τα συλλογικά όνειρα ή ακόμη και το λειψό κοινωνικό κράτος. Μας ζητάει να σηκώσουμε τα μανίκια και να βρούμε τη προσωπική μας θέση στην Ειδική Οικονομική Ζώνη. Εκεί είναι ωραία, ζεστά και ήπια. Εκεί, άνθρωποι που δεν συμμετέχουν στην συλλογική κατάρρευση, πίσω από ένα μικρόφωνο μας εξηγούν ποια είναι η μόνη πιθανή θέση μας. Μας εξηγούν ότι πια για μας δεν γίνεται τίποτα. Όλα έχουν κριθεί.
Κάθε εξήγηση ξεκινά με ένα ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΕ; ΝΑΙ ή ΌΧΙ;
Page: 1 2