Κάθε φθίνοντα Σεπτέμβρη στο Σεφφύρι γυρνάνε από τις λίμνες τα σύνεφφα. Τα φίτφουλ γίνονται ανεξάρτητα και μαθαίνουν να συνυφάρχουν με τις αρχούδες που κόβουν τους καφφέδες και νυστάσσουν από νανούρισμα που σιγοψέλνουν χουχουφάγγιες και χαλιαχούδες που πετάνε αμέριμνες και κρύβονται σε δέντρα με φύλλα στο χρώμα του φρέδδο εσπρέζο. Στο αρχηχείο ξεκουράζονται μετά το σούπερχαπ με την ομάδα του διοιχητή. Οι πάγοι ψηλά λιώνουν γιατί κανείς δεν τρώει παχωττό και από το κασσίνο ξεβράσσονται τα μικρά που μαζεύονται και οι μεγάλοι που είχαν ξανοιχθεί βουτώντας από την ταράσσα της Εθνικής τράπεζας για να γεμίσουν την κεντρική λεωφόρο βέσπες φέφερλυ και υβριδικά Χόδδα Σιβίκ με ποτηροθήκες καφουτσίνο και οι βιαστικοί περαστικοί κοιτάνε κάτω ελπίζοντας να βρουν τις λίρες που είχε πετάξει η Φρειδερική στην επίσκεψή της στην ταβέρνα «Παρλαπάς» το μακρύ καλοκαίρι του ‘46. Όλα λένε ότι θα σουλήσσει  και φέτος. Έσθω χωρίς συχχινήσεις.

Θοδωρής Πανάγος

Share
Published by
Θοδωρής Πανάγος