Πώς αισθάνεσαι που ανεβαίνει η «Λούλα» στο θέατρο; Νιώθω πολύ καλά. Πρώτα απ’όλα είχα δει την παλαιότερη δουλειά των παιδιών, την «Περσινή Αρραβωνιαστικιά», και μου άρεσε πολύ. Το γεγονός ότι 30ρηδες βγαίνουν 20 χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου και λένε ότι εκφράζει τη γενιά τους και ότι η ανοργασμική Λούλα εκφράζει όλη την ανοργασμική κοινωνία που είχε κάνει το χρήμα πρώτη αξίαμ είναι μια μεγάλη δικαίωση. Ειδικά αν σκεφτείς ότι αυτό το βιβλίο είχε καταπολεμηθεί από τους κριτικούς. Είχανε γραφτεί 30 κριτικές και οι 28 ήταν αρνητικές και οι θετικές ήταν του Κουμανταρέα και του Παπαγιώργη μόνο. Το γεγονός ότι άνθρωποι μιας γενιάς μετά εμφανίζονται και λένε όσα λένε και επιπλέον το κάνουν το βιβλίο και παράσταση, δείχνει μια αντοχή του βιβλίου στο χρόνο. Ο Βασιλικός, αν θυμάμαι καλά, έχει πει ότι τα έργα τέχνης πρέπει να τα κρίνει μια γενιά πριν από σένα ή μια γενιά μετά από σένα, για να μην υπάρχουν ανταγωνισμοί. Γιατί εγώ έζησα κι αυτό.
Τον ανταγωνισμό των κριτικών της γενιάς σου; Ναι. Εγώ ξεκίνησα στα 20 και οι μεγαλύτερες γενιές είπαν καλά λόγια για τα βιβλία μου, τα «Διόδια», τα «Τζιτζίκια»… Στη δεκαετία του ’90 ήρθαν στην κριτική αυτοί που ήταν συνομήλικοί μου. Εκεί αναπτύσσονται άλλες δυναμικές, ανταγωνιστικές. Μπορεί να απέτυχα, να μην τους άρεσα, αλλά πραγματικά υπάρχει ένα πρόβλημα όταν σε κρίνουν οι συνομήλικοί σου.
Η «Λούλα» πουλάει ακόμα; Η έκδοση που έβγαλε ο Καστανιώτης, σε συνθήκες κρίσης, τέλειωσε ή κοντεύει να τελειώσει. ‘Εχει πουλήσει 19.000 αντίτυπα. Κι υπήρχε κριτική στην «Καθημερινή» για τη «Λούλα» που έλεγε ότι πρέπει να πολτοποιηθεί! Παρόλο που το βιβλίο προκάλεσε ντόρο, λόγω του σεξ, δεν μπορείς εύκολα να το πάρεις δώρο. Θυμάμαι μια γειτόνισσα που το είχε αγοράσει λόγω του θορύβου. Με πέτυχε στο ασανσέρ εκείνες τις μέρες και μου λέει «παιδί μου, τι βιβλίο είναι αυτό! Το αγόρασα στην Αθήνα και γυρνώντας με το τρένο το έκρυβα να μην δει ο διπλανός τι γράφει μέσα». Πόσο εύκολα μπορεί μια γυναίκα να κάνει δώρο, ας πούμε, σε μια συνάδελφο στη δουλειά ένα βιβλίο που μιλά για μια γυναίκα που δεν φτάνει σε οργασμό; Μπορεί να σκεφτεί διάφορα μετά. Μου το είχαν πει. «Δεν μπορώ να το κάνω εύκολα δώρο γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να με πάρουν για πρόστυχη». Δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσε σε μια πιο προχωρημένη χώρα, αλλά στην Ελλάδα δεν είναι τυχαίο που μετά την «Λούλα», εδώ και 20 χρόνια, δεν έχουν γραφτεί κείμενα που να χρησιμοποιούν την πορνογραφία ως μέρος της λογοτεχνίας.
Η παράσταση της «Λούλας είναι πορνογραφική; Πορνογραφία δεν είναι το ότι γδύνεται η μια ηθοποιός. Η βαθύτερη έννοια της πορνογραφίας είναι ότι λέγονται μύχια πράγματα για τη σεξουαλικότητα που δεν συνηθίζουμε να λέμε δημόσια. Αυτό είναι πιο πολύ το σκανδαλιστικό. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα τα έλεγε αυτά που λέγονται μια γυναίκα στη φίλη της. Δεν μπορείς να τα πεις όλα. Η απόκρυψη κάποιων πραγμάτων είναι όρος για να υπάρχει κοινωνία.
«Υπήρχε κριτική στην “Καθημερινή” για τη “Λούλα” που έλεγε ότι πρέπει να πολτοποιηθεί! Παρόλο που το βιβλίο προκάλεσε ντόρο, λόγω του σεξ, δεν μπορείς εύκολα να το πάρεις δώρο. Θυμάμαι μια γειτόνισσα που το είχε αγοράσει λόγω του θορύβου. Με πέτυχε στο ασανσέρ εκείνες τις μέρες και μου λέει «παιδί μου, τι βιβλίο είναι αυτό!»
Δεν σε ενοχλεί που μια παράσταση, η θεατρική σύμβαση, αναπόφευκτα περιορίζει τον ορίζοντα του βιβλίου; Οχι, είναι κάτι που το έχω ζήσει από μικρός. Τα «Διόδια» που γίνανε το ‘88 μίνι σίριαλ, παίζονται κάθε χρόνο στην ΕΡΤ. Ο «Εργένης» είναι μια από τις τρεις πιο πετυχημένες ταινίες του Παναγιωτόπουλου. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τη «Λούλα». Αλλά έτσι μαθαίνουν το βιβλίο σου άνθρωποι που δεν θα το πιάναν ποτέ στα χέρια τους. Τον «Εργένη» τον είδαν 170.000 θεατές.
Και το υπό έκδοση βιβλίο σου, η «Λεσβία», είναι πορνογραφικό; Ναι. Λόγω θέματος.
Εχεις μια παράξενη εμμονή με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Αυτό ισχύει. Εντάξει, οι γυναίκες με ενδιαφέρουνε πολύ. Κάποιος φίλος όταν άκουσε τον τίτλο μού είπε «μα πού ξέρεις εσύ από λεσβίες;». Τον κορόιδευα «εγώ είμαι λεσβία». Εμένα μου αρέσουν οι γυναίκες πολύ. Είχα βεβαίως και φίλες λεσβίες. Εχω και φίλους ομοφυλόφυλους. Αλλά μπορώ πιο εύκολα να συναισθανθώ μια λεσβία που της αρέσουν οι γυναίκες.
Οσο καθαρός είναι ο τίτλος του βιβλίου, άλλο τόσο είναι προκλητικός. Δεν τον έχω βάλει καθόλου προβοκατόρικα. Και με την «Λούλα» δεν πίστευα ότι σκανδαλίζω. Δεν ξέρω αν είναι αφέλεια δική μου. Θυμάμαι ήταν μια εποχή που άνοιγε την τηλεόραση στο σπίτι η οικογένεια και έδειχνε διαφήμιση του ΝITRO με τον κώλο της Μαστροκώστα που έλεγε «η πιο διασημη πίσω πόρτα της Αθήνας». Αυτό το έβλεπε και η γιαγιά και τα παιδιά όταν τρώγανε την Κυριακή το μεσημέρι. Επίσης είμαστε μια χώρα που βρίζουν οι πάντες στο δρόμο, αλλά παραμένει τρομερά σεμνότυφη η λογοτεχνία μα. Το ίδιο και το σινεμά . Στις χολυγουντιανές ταινίες πέφτει τρελό βρισίδι, εν ονόματι του ρεαλισμού. Εδώ, πέραν του Νικολαίδη, στις ταινίες μια χώρας που βρίζουν ασταμάτητα οι άνθρωποι, οι κινηματογρφικοί ήρωες δεν βρίζουν καθόλου. Για μένα, για να επανέλθω, πορνό δεν είναι να γράφεις για το σεξ. Πορνό είναι η πραγματικότητα που ζούμε. Οταν εσύ δουλεύεις σε ένα περιοδικό και επειδή σου βάζει διαφήμιση η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών δεν μπορείς να της την πέσεις, αυτό είναι πορνό.
Στη «Λεσβία» πώς προσεγγίζεις το θέμα; Το βιβλίο δεν είναι lesbian λογοτεχνία ή LGBT λογοτεχνία. Δεν μιλά για τη λεσβία με την αρρενωπή συμπεριφορά και το κοντό μαλλί, το στερεότυπο. Η ηρωίδα δεν είναι η κατασταλαγμένη, η ορκισμένη λεσβία. Το δοκιμάζει για ένα διάστημα της ζωής της. Είναι μια αναδυόμενη τάση που πιστεύω θα δυναμώσει στο μέλλον. Στη δεκαετία του ‘90 άρχισαν τα αγόρια να είναι πιο θηλυκά ή να τους ζητάει η πραγματικότητα να βγάλουν τις θηλυκές πλευρές από μέσα τους. Τα κορίτσια γίναν πιο ανεξάρτητα και δεν δέχονταν να καταπιέζονται από τα αγόρια .Το αποτέλεσμα ήταν να απομακρύνονται τα δυο φύλα ή να συγχέονται. Κι αυτό πλοιπόν ου έγινε σταδιακά, ξεκινώντας το ‘90 , είναι 20χρονα κορίτσια να αντιμετωπίζουν την λεσβιακή σχέση ως μέρος ενός πειράματος εξερεύνησης της σεξουαλικότητάς τους. Ο πραγματικός τίτλος του βιβλίου θα ήτανε «Λεσβία για 4 χρόνια». Αυτό το κορίτσι πηγαίνει με άνδρες, αλλά συμβαίνουν διάφορα –κι ένας βιασμός παίζει ρόλο. Οπότε ο τίτλος του βιβλίου είναι μια ανανοηματοδότηση της λέξης λεσβία. Τα τελευταία χρόνια έχω δει 3 ταινίες «Το Μυστικό του Βrokeback Mountain”, “Η Ζωή της Adele” και πρόσφατα το «Danish girl”, που μιλά για την πρώτη τρανς στην Δανία. Και οι τρεις ταινίες αλλά και το βιβλίο μου δεν απευθύνονται στο περιθώριο, αλλά μιλάνε σε όλη την κοινωνία και μιλάνε για σχέσεις που μπορεί να καταλάβει και ο ετεροφυλόφυλος κόσμος.
Εχεις γνωρίσει κορίτσια σαν την ηρωίδα της «Λεσβίας»; Κόρες φίλων, γνωστές της κόρης μου. Kι αλλού… Υπάρχει ρεύμα. Και στα αγόρια. Δεν το λένε όμως το ίδιο. Ο έρωτας περνάει μεγάλη κρίση και οι λεσβίες συνεχίζουν να είναι περισσότερο υπό διωγμό απ’ότι οι γκέι στην ελληνική κοινωνία –είναι χαρακτηριστικό ότι για τις λεσβίες πιο πολύ μιλά ο κόσμος παρά οι ίδιες ενώ οι γκέι δηλώνουν τη σεξουαλική ταυτότητά τους ανοικτά. Ας πούμε, η τηλεόραση, που είναι ένα τσίρκο με γκέι, δεν έχει λεσβίες, οι λεσβίες είναι αόρατες για την ελληνική κοινωνία. Προσωπικά, θεωρώ ότι επειδή είναι υπό διωγμό μπορεί να ανθίσει ένας πολύ πιο έντονος και ολικός έρωτας ανάμεσά τους, απ’ότι στους ετερόφυλους. Εχω κάνει σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Πολλές φορές όταν κάναμε άσκηση για τις σχέσεις ακολουθούσε κουβέντα για αυτές. Άκουγα να επενέρχεται ξανά και ξανά από 25χρονες το ότι «προσφέρουμε οι φίλοι σεξουαλική απόλαυση ο ένας στον άλλο, χωρίς να είμαστε ούτε ερωτευμένοι ούτε να έχουμε σχέση». Αυτό εμένα προσωπικά, μου γεννάει θλίψη. Να μην μπορούν σήμερα να ζευγαρώσουν; Να κοντεύει να θεωρείται πιο φυσικό το να μην ζευγαρώνεις από το να ζευγαρώνεις; Τόση μοναξιά; Είναι θλιβερό.
Τη θεματική της γυναικείας σεξουαλικότητας την εξαντλείς τώρα ή θα βάλεις πλώρη για την τριλογία; Οχι!Δεν εξαντλείται. Δεν είναι βεβαίως τυχαίο που κι εγώ τα τελευταία χρόνια έχω γράψει τα πιο πολιτικοποιημένα βιβλία. Για τη «Λεσβία, παρότι την είχα ξεκινήσει το ’14, μεγαλύτερη φόρα πήρα όταν άρχισε να με πιάνει μια απογοήτευση από την πολιτική. Νομίζω ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ένιωσε μια ανάταση τον Ιανουάριο, ότι μπορεί να υλοποιηθούν οι επιθυμίες μας, από τα πολύ απλά, ότι θα έχουμε πολιτικούς που θα πηγαίνουν με τα αυτοκίνητά τους, και όχι τις κουρσάρες. Οσο πέρναγε ο καιρός της διαπραγμάτευσης και άρχισα να απογοητεύομαι, ξαναστράφηκα προς το ερωτικό. Διότι νιώθω ότι στον έρωτα είναι πιο εφικτό να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες μας, έστω και φευγαλέα, τουλάχιστον αυτό είναι το βίωμα. Επίσης, θεωρώ ότι ο έρωτας σήμερα είναι κάτι επαναστατικό να το εκφράσεις. Μπορώ να σου απαριθμήσω ποιητές και συγγραφείς που, ενώ έχουμε ελευθερία της έκφρασης και του λόγου, δεν μπορεί κανένα έντυπο και κανένα ραδιόφωνο να τους αναπαράγει. Αν εγώ που κάνω εκπομπή Στο Κόκκινο διαβάσω κείμενα του Πετρόπουλου από την «Ιστορία της Καπότας» ή από τον Εμπειρίκο θα κοπεί η εκπομπή από το ΕΣΡ για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Το ίδιο θα συμβεί αν διαβάσει κάποιος τη «Λούλα» . Θέλω να πω ότι ο έρωτας παραμένει εκρηκτικό υλικό.
«Ο έρωτας περνάει μεγάλη κρίση και οι λεσβίες συνεχίζουν να είναι περισσότερο υπό διωγμό απ’ότι οι γκέι στην ελληνική κοινωνία –είναι χαρακτηριστικό ότι για τις λεσβίες πιο πολύ μιλά ο κόσμος παρά οι ίδιες ενώ οι γκέι δηλώνουν τη σεξουαλική ταυτότητά τους ανοικτά.»
Ειδικά η Ελλάδα είναι τόσο σεμνότυφη; Δεν ξέρω αν έξω μπορείς να τα διαβάσεις αυτά τα έργα. Και η «Λούλα» και ο «Μέγας Ανατολικός» δεν μπορούν να μπουν στα νεοελληνικά αναγνώσματα και να διδάσκονται στα παιδιά. Αλλά και ο ποητής ο Γιάννης Υφαντής, που είναι περιθωριοποιημένος γιατί έχει πολύ σεξ και παγανισμό ερωτικό στα ποίηματά του, δεν μπορεί να διαβαστεί. Ενοχλούνται τα κακώς κείμενα ώτα, που έλεγε ο Εμπειρίκος. Είναι συντηρητική η Ελλάδα. Αλλά δεν νομίζω ότι θα βάλουν ποτέ στα σχολικά αναγνώσματα οι Γάλλοι Ντε Σαντ.
Γράφεις κάτι τώρα;Εχω ξεκινήσει. Ενα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που έχει ένα ερωτικό σκέλος. Μια πλευρά του είναι έντονα πολιτικοποιημένη. Τοποθετείται στο παρόν. Εγώ ξεκινώ διάφορα βιβλία, κολλάω και τα πιάνω αργότερα. Εχω και μια ιστορία λίγο φανταστική, όπου μοιάζει σα να έχει χρεοκοπήσει η Ελλάδα και τελικά γίνεται αυτό που φοβηθήκαμε ότι όλοι θα συμβεί με το grexit, αλλά είναι στο φόντο. Γενικά, πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής γράφοντας συνέχεια. Και γι’αυτό με έχουν κατηγορήσει στις κριτικές. Εχω περάσει φάσεις που είχα βγάλει δυο βιβλία και είχα και δυο έτοιμα. Ε, τότε παρέλυα.
Eνα χρόνο έκλεισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τα συναισθήματά σου ποια είναι; Είχες, έχεις διακυμάνσεις; Εννοείται, υπάρχει μεγάλη απογοήτευση. Αλλά το θέμα δεν είναι τα λάθη και η ατολμία τους να συγκρουστούν με συμφέροντα. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτό για μένα είναι πιο καταθλιπτικό και πιο σημαντικό. Μιλάμε με παρέες, με φίλους για το τι έγινε το καλοκαίρι. Μα εδώ είχε γίνει κόμμα για τον Τσίπρα στην Ιταλία. Ενα κομμάτι της Ευρώπης είχε πειστεί. Έβλεπα τις προάλλες ένα αγγλικό μίνι σίριαλ έξι επεισοδίων, το “The last panthers,όπου μια πιο εναλλακτική τεχνοκράτισσα από την Ε.Ε δήλωνε «θα αρχίσω την ομιλία μου με μια φράση του Αλέξη Τσίπρα». Δηλαδή, δεν ήμασταν μόνο εμείς που είχαμε πιστέψει ότι κάτι μπορεί να γίνει. Ηταν γενική αυταπάτη. Το θέμα είναι, επιμένω, υπάρχει εναλλακτική λύση, πριν φτάσεις να κατηγορείς και να πεις πως δεν τα κάνει καλά ο ΣΥΡΙΖΑ – που δεν τα κάνει απολύτως καλά. Τουλάχιστον, δεν είναι διαπλεκόμενοι και τουλάχιστον δεν είναι σαν τους άλλους που είναι τερατώδης η παρακμή τους. Πάλι ένα Μητσοτάκη θέλουμε; Υπάρχει βεβαίως κι η θλιβερή ιστορία με το Ποτάμι και τους Δημαρίτες, όπου Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ είναι η συντριπτική πλειοψηφία των καλλιτεχνών, οι οποίοι είναι περισσότεροι δεξιοί απ΄όσο κι οι ίδιοι φαντάζονται. Κυριάρχησε ένας τρομερός κονφορμισμός, που διέπλασε και τις συνειδήσεις. Τα media παίζανε μόνο εκείνους που είχαν τις πιο συντηρητικές απόψεις. Γιατί πριν το Δημοψήφισμα σειόταν το Σύνταγμα με το σύνθημα «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι»; Αν πάρεις αυτό που λέει ο Εκο ότι σήμερα τα πραξικοπήματα δεν χρειάζονται τανκς αλλά τα κάνουν τα media, οι σύγχρονοι στρατιωτικοί είναι οι δημοσιογράφοι, είναι η αστυνομίας της σκέψης. Δεν έχει λυθεί το πρόβλημα των καναλιών και δεν ξέρω αν θα λυθεί.
Θα το επιλύσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ή πάλι μάς κοροϊδεύει; Δεν νομίζω ότι κοροϊδεύουνε, προσπαθούνε με τον άτολμο τρόπο τους. Εδώ ούτε ΕΣΡ δεν μπορούν να κάνουν, το σαμποτάρουν οι υπόλοιποι το νομοσχέδιο για τα κανάλια. Συνέχεια γίνεται σαμποτάζ. Κι ο πληθυσμός ελέγχεται από τα media. Βλέπω ακόμα και οι νεότεροι συγγραφείς, οι νέες γενιές που μεγαλώσανε μέσα στη φούσκα, πώς έχουνε διαπλαστεί με ένα τρομερό κονφορμισμό. Οι περισσότεροι κυνηγάνε να γλύψουνε τους δημοσιογράφους μήπως γράψουν κάτι καλό γι’αυτούς. Δεν είναι και τυχαίο που οι περισσότεροι δεν έχουν κοινό. Δημιουργούν αγέλες μεταξύ τους που αλληλολιβανίζονται αλλά άμα βγεις παραέξω και ρωτήσεις, δεν τα έχει διαβάσει τα βιβλία τους κανείς.
Μια μεγάλη ήττα, πάντως, των ημερών είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εξαφανίσει όλα τα κινήματα. Αν λαμβάνονταν τα σημερινά μέτρα με δεξιά κυβέρνηση θα ήταν το σύμπαν στο πόδι. Ζούμε κάτι σουρεαλιστικό. Βγήκε μια αριστερή κυβέρνηση η οποία αναγκάζεται να έχει δεξιά πολιτική, λέγοντας «θα την κάνω όσο λιγότερο δεξιά μπορώ». Αλλά και πάλι, ποια είναι η εναλλακτική λύση; Ο Μητσοτάκης; Στο κάτω κάτω, μπορεί να σου πει ο Τσίπρας ξαναέκανα εκλογές ενώ είπα ότι θα ψηφίσω Μνημόνια και με ξαναψηφίσανε. Τι θα πεις γι’αυτό; Μήπως υπάρχει εναλλακτική αριστερή λύση αυτή τη στιγμή, όταν οι τράπεζες ελέγχουν τα πάντα; Οταν η παραγωγή έχει εξαφανιστεί και είμαστε εξαρτημένοι από το δανεισμό; Να γκρινιάζουμε από το πρωί ως το βράδυ ότι δεν τα κάνουνε σωστά. Αλλά τι έχουμε να προτείνουμε; Υστερα βλέπεις τον κόσμο, μια πλειοψηφία να είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει αυτό τον τρόπο ζωής, τα ηλεκτρονικά gadgets, τα επώνυμα ρούχα; Εβαλα κάποια στιγμή στο facebook μια εικόνα που είμαστε τέσσερα παιδιά απ΄το δημοτικό και κάποιος σχολίασε « ήσασταν σαν Αλβανάκια’’. Και ο ένας από τους 4 μπήκε και έγραψε «ναι, αλλά ό,τι φοράγαμε κατασκευαζόταν στην Ελλάδα». Τώρα και το βρακί είναι μάρκα κι εισαγωγής. Ποιος είναι διατεθειμένος να τα χάσει αυτά; Υπάρχει και εγγενές πρόβλημα. Οι άνθρωποι θέλουν να ζουν με τα αγαθά της Δύσης αλλά να μην είναι μέσα στην Ευρώπη. Είμαστε, δηλαδή, εγκλωβισμένοι σε ένα σουρεαλιστικό αδιέξοδο.
«Γιατί πριν το Δημοψήφισμα σειόταν το Σύνταγμα με το σύνθημα “αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι”; Αν πάρεις αυτό που λέει ο Εκο ότι σήμερα τα πραξικοπήματα δεν χρειάζονται τανκς αλλά τα κάνουν τα media, οι σύγχρονοι στρατιωτικοί είναι οι δημοσιογράφοι, είναι η αστυνομίας της σκέψης.»
Αυτός ο δυτικός τρόπος ζωής που περιγράφεις δεν έχει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό χαθεί με την κρίση; Οχι. Εχει χαθεί η δυνατότητα για κατανάλωση. Αλλά το μυαλό δεν έχει αλλάξει. Το μόνο πολιτικοποιημένο τραγούδι, για να μιλήσουμε για τη μουσική, που γράφτηκε τα τελευταία χρόνια είναι το «Σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ» που πήρε μεγάλες διαστάσεις μετά τη δολοφονία του Φύσσα. Πού είναι ένα τραγούδι να εμφυχώσει τον κόσμο και να του ανεβάσει το ηθικό να αντιμετωπίσει την κρίση. Οι ψυχές και τα μυαλά είναι ακόμα κολλημένα στον καταναλωτισμό. Ακόμα κατά βάθος οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν να είχαν λεφτά. Τίποτα άλλο.
Τι θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή τη συνθήκη; Δεν ξέρω. Εδώ τα Ποτάμια και οι δεξιοί πήγανε να πούνε ότι «ο Ελληνας φταίει», παρ’όλο που όντως η κατάσταση εδώ είναι άγρια ή πιο άγρια απ’ότι είναι σε άλλες χώρες και έχουμε παθογένειες δικές μας. Ολοι μαζί , δηλαδή, τα φάγαμε και φταίμε τοπικά. Εδώ μόνο τις χολυγουντιανές ταινίες να δεις, όπως το “Μεγάλο Σορτάρισμα”, διαπιστώνεις ότι η κρίση είναι παγκόσμια. Η διέξοδος δεν μπορεί να είναι μόνο ελληνική, όπως αυταπατηθήκαμε ότι θα βγει μια αριστερή κυβέρνηση και θα πάει στην Ευρώπη και θα τους πει «αλλάξτε την πολιτική σας». Δεν γίνεται αυτό. Οι άλλοι είναι ανελέητοι και παίζουν το παιχνίδι των τραπεζών. Δεν ξέρω ποια μπορεί να είναι η λύση. Αλλά βλέπω ότι ούτε τραγούδια έχουμε, ούτε παραστάσεις όπως στη Μεταπολίτευση, που γινόντουσαν τεράστιες ουρές και εμψυχωνόταν ο κόσμος. Δεν έχουμε ούτε βιβλία, ούτε ταινίες. Η τέχνη έχει πάθει έναν αυτισμό. Τα τελευταία χρόνια της φούσκας ο κόσμος είχε σχέση με μια τέχνη διακοσμητική. Τον καιρό της φούσκας οι πνευματικές αξίες ισοπεδώθηκαν. Και στην τέχνη αρχίσαμε να σηζητάμε τι πουλάει. Και βλέπεις ότι τώρα δεν υπάρχει και στην πολιτική και στο κοινωνικό επίπεδο μια πραγματικά διαφορετική πρόταση. Γι’αυτό σερνόμαστε, πιστεύω.
Επειδή ασχολείσαι πάρα πολύ με τη σεξουαλικότητα, τον ερωτισμό, τον οργασμό, ήθελα να σε ρωτήσω για τη σεξουαλικότητα των πολιτικών μας. Πιστεύω ότι οι αληθινοί επαναστάτες ήταν ερωτικές προσωπικότητες. Ακόμα και τους μήνες της ανάτασης που δημιουργήθηκε την περίοδο της διαπραγμάτευσης δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε μια συζήτηση για σεξαπίλ του Βαρουφάκη και του Τσίπρα. Στο μυαλό μας ο πολιτικός που είναι καινοτόμος και επαναστάτης είναι ερωτική προσωπικότητα. Εχω μια παλαβή ιδέα. Η πολιτική υπάρχει για να δημιουργεί κοινωνίες που να λειτουργούν τόσο καλά ώστε να μπορούμε να ερωτευόμαστε αβίαστα. Επομένως οι περισσότεροι από τους πολιτικούς μας είναι ανέραστοι. Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τόσο χάλια επειδή οι πολιτικοί μας είναι β’ διαλογής και άρα ανέραστοι. Δεν είναι το θέμα να προλαβαίνουν να κάνουν σεξ. Ο Ανδρέας ήταν πολύ πιο ερωτύλος από τους σημερινούς. Δεν ξέρω πόσο μαντάρα τα έκανε, αλλά άλλαξε την Ελλάδα. Οταν όμως εγώ λέω ερωτικός δεν το εννοώ με αυτή την έννοια, να έχει 10 γκόμενες. Εννοώ να είναι μια ερωτική προσωπικότητα, που βλέπει ερωτικά τα πράγματα.
Για τον Τσίπρα τι πιστεύεις; Νομίζω η εξουσία είναι αφροδισιακό. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που αν θέλει να κάνει σεξ θα έχει πρόβλημα χρόνου. Βρίσκει. Δεν είδες τον Στρος Καν; Δεν ήταν ασχολημένος αρκετά; Δεν τον θεωρώ όμως ερωτικό, ο Καν είναι στα όρια του πορνό. Επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε την ερωτική ζωή κανενός, όσο βλέπουμε στην πολιτική μια ατολμία για αλλαγές και για τομές αυτό σημαίνει «ανέραστος, συντηρητικός και διαχειριστής». Μια από τις πιο ανέραστες προσωπικότητες που περάσαν απ΄τη χώρα ήταν ο Σημίτης. Εβγαλα και βιβλίο με τίτλο «Ακούει ο Σημιτης Μητροπάνο;». Μπορεί να έχω και προκατάληψη απέναντί του, βεβαίως. Το θέμα ωστόσο δεν είναι τι κάνει κάθε πολιτικός με τη γυναίκα του, αλλά τι κάνει με το λαό του. Αυτός που κάνει τομές γεννάει ελπίδες για αλλαγή στον κόσμο κι αυτό ο κόσμος του το επιστρεφει με λατρεία και έτσι κι αυτός γίνεται πιο διεκδικητικός. Είναι όπως όταν μια γυναίκα λατρέψει έναν άνδρα. Του γεμίζει τις μπαταρίες κι ο άνδρας γίνεται πιο τσαμπουκάς. Είναι ένα δούναι και λαβείν.