O Ουμπέρτο Έκο ήταν εραστής της γνώσης. Κάθε μέρα έκανε έρωτα με τις πιο ακατέργαστες πηγές της. Δεν την ήθελε εκλεπτυσμένη. Την ήθελε όπως ήταν, ατόφια, άμορφη. Ήταν εκείνος που θα την σχημάτιζε, θα της έδινε χρώματα και ζωή.
Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μεγάλος διανοητής γιατί ήταν πολυμαθής. Πράγματι, διακρινόταν από οξύ πνεύμα, ήταν πανέξυπνος, μοναδικός γραφιάς. Όμως αυτά τα βρίσκεις σε αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους. Αυτό που τον έκανε μοναδικό ήταν η ευρυμάθειά του, το ότι δεν χόρταινε να μαθαίνει. Στον ελεύθερο χρόνο του έβαζε αναγεννησιακές άριες και διάβαζε «ωμά» εγκυκλοπαίδειες και λεξικά. Τα τελευταία τον βοήθησαν αρκετά να μιλάει άπταιστα μία σειρά από ξένες γλώσσες.
Γιος της Τζοβάνα Μπίζιο και του Τζούλιο Έκο, ο Ουμπέρτο γεννιέται στις 5 Ιανουαρίου του 1932 στην Αλεσσάντρια, μία μικρή βιομηχανική πόλη της βορειοδυτικής περιφέρειας Πεδιμόντιο της Ιταλίας. Ο πατέρας του προέρχεται από μία οικογένεια με 13 αδέρφια και εργάζεται ως λογιστής σε εταιρεία παραγωγής μετάλλων. Η μητέρα του εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου.
Από την παιδική του ηλικία, ο μικρός Ουμπέρτο περνάει ατελείωτες ώρες στο κελάρι του παππού του διαβάζοντας την πλούσια συλλογή του τελευταίου από εκλεκτά έργα των Ιούλιου Βερν, Μάρκο Πόλο και Κάρολου Δαρβίνου. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μπενίτο Μουσολίνι, φοράει την καθιερωμένη φασιστική στολή. Διακρίνεται μάλιστα σε διαγωνισμό κειμένων Ιταλών μαθητών που όφειλαν μέσα από τα γραπτά τους να εξάρουν το καθεστώς.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Έκο εντάσσεται σε μία καθολική οργάνωση νεολαίας, όπου και αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα, με σκοπό να αναλάβει την ηγεσία της. Τελικά αποχωρεί το 1954 εκφράζοντας έτσι τη διαμαρτυρία του για τις συντηρητικές θέσεις του Πάπα Πίου ΙΒ’.
Την ίδια χρονιά αποφοιτά από το Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Ολοκληρώνοντας με επιτυχία τις σπουδές του στη μεσαιωνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία, εκδίδει το 1956 το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η αισθητική του Θωμά Ακινάτη», το οποίο έγραψε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
Ο Ουμπέρτο Έκο αποτέλεσε έναν πραγματικά μεγάλο διανοούμενο, καθώς κατόρθωσε στην επιστήμη του αυτό που κατάφερε ο Λουτσάνο Παβαρότι στο bel canto και ο Νίκος Γκάλης στο ελληνικό μπάσκετ: την κατέβασε από τον ουρανό και την έκανε κτήμα των μαζών.
H πορεία του Έκο αλλάζει άρδην το 1980, όταν εκδίδεται «Το Όνομα του Ρόδου», μία πανέξυπνη επαναφορά του Κόναν Ντόιλ στη σύγχρονη λογοτεχνία, με έναν «νέο Σέρλοκ Χολμς» να «διακτινίζεται» στην μεσαιωνική Ιταλία του 14ου αιώνα. Η «εξάρτυση» του βιβλίου, εφοδιασμένη με μία πρωτόγνωρη «μυστικιστική λογιότητα», έμελλε να μιλήσει στο μέσο αναγνώστη, εκμαιεύοντας από αυτόν τα πιο «ευγενή λογοτεχνικά αντανακλαστικά» του.
Το βιβλίο μεταφράζεται σε 30 γλώσσες, φτάνοντας τις 30 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο επί μακρόν εκδότης του, Μάριο Αντρεόζε και η ιταλικη εφημερίδα Corriere della Sera. Σύντομα το έργο μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Σον Κόνερι.
Ανάλογη επιτυχία στο χώρο του βιβλίου είχε να σημειωθεί από τα «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Πολλοί είναι οι Αμερικάνοι που αφήνουν για λίγο τα pop ακούσματά τους για να ακούσουν το audio book από το Όνομα του Ρόδου, την ώρα που κάνουν jogging στο Σέντραλ Παρκ.
Η επιτυχία του βιβλίου θα πέσει βαριά στις πλάτες του Έκο. Όταν το Όνομα του Ρόδου γίνεται ταινία, σε σκηνοθεσία Ζαν-Ζακ Ανό, ο Έκο απορρίπτει συστηματικά να μιλήσει στα ΜΜΕ για το κινηματογραφικό εγχείρημα. Κάθε βράδυ που γυρίζει στο διαμέρισμά του στο Μιλάνο, ίσα που καταφέρνει να ανοίξει την πόρτα από τα εκατοντάδες αιτήματα για συνεντεύξεις. Στο στενό κύκλο φίλων του, ο Έκο χαρακτηρίζει την ταινία «παρωδία του μυθιστορήματός του», ενώ οι μοναχοί -με εξαίρεση τον Σον Κόνερι– του φαίνονται «ιδιαίτερα αποκρουστικοί».
Οι πνευματικοί συνοδοιπόροι του Έκο γίνονται εκείνη την περίοδο μάρτυρες της «αναστάτωσης» που του έχει επιφέρει η «ακαριαία» αναγνωρισιμότητα και επιτυχία. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Ίαν Τόμσον (ο οποίος υπήρξε από τους σκληρούς επικριτές του Ιταλού διανοούμενου), ο Έκο εκμυστηρευόταν τότε πως ένιωθε «παγιδευμένος» από τη δημοφιλία. «Περιφερόμενος νωχελικά γύρω από το γραφείο του, κάποια στιγμή σηκώθηκε και άρχισε να πετάει κάτω βιβλία».
Είναι η εποχή που το ιταλικό Vogue γράφει πως ο Έκο προετοιμάζει την έκδοση ενός βιβλίου βασισμένου στη ζωή του Μότσαρτ. «Δεν είναι αλήθεια. Νιώθω ότι εκβιάζομαι, από τις εφημερίδες, από εμένα τον ίδιο, από τον εκδότη μου. Δεν νιώθω πια ελεύθερος. Όταν έγραψα το Όνομα του Ρόδου, το έκανα για να διασκεδάσω – ήταν μία ελεύθερη πράξη. Πλέον αναρωτιέμαι: Τώρα γράφω ένα βιβλίο επειδή το θέλω ή επειδή το περιμένουν οι άλλοι;».
To δεύτερο μυθιστόρημα του Έκο έρχεται το 1988. Είναι «Το Εκκρεμές του Φουκώ», ένα λογοτεχνικό θρίλερ που εκτυλίσσεται μεταξύ παράνομων θρησκευτικών οργανώσεων και παρασυναγωγών. Ο Έκο διακρίνει σε αυτό «σύγχρονες πολιτικές παραλλήλους» με τέτοιου είδους σέχτες του παρελθόντος που εναντιώνονταν με μανία στο προοδευτικό αίτημα της επιστήμης. Για τον Ιταλό διανοούμενο, η ιταλική μασωνική αδελφότητα P2 (Propaganda Due) και η ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση των Κόκκινων Ταξιαρχίων είναι πηγές ενός νέου είδους μυστηκισμού και φανατισμού ανάλογου με εκείνον που προκαλούσαν οι παρελθόντες θρησκευτικοί κύκλοι. Σε αυτό το βιβλίο, που δεν πλησιάζει καν τις θετικές κριτικές του Ονόματος του Ρόδου, ο Έκο δίνει χώρο στον ιταλικό όρο dietrologia, ο οποίος στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «παρασκηνιολογία», υπονοώντας ότι μυστικές εταιρείες και κονσόρτσια συμφερόντων κινούν τα νήματα και βρίσκονται σήμερα πίσω από οποιοδήποτε πολιτικό σκάνδαλο. Ολόκληρο το έργο του Έκο, λογοτεχνικό και μη, διαπερνάται άλλωστε από το κλασικό ιταλικό πάθος για την συνωμοσιολογία και την υποκρυπτόμενη στο παρασκήνιο αντιπαράθεση συμφερόντων.
Με το πέρας των πανεπιστημιακών του σπουδών, ο Έκο εργάζεται ως δημοσιογράφος, μοντάροντας πολιτιστικές εκπομπές για την κρατική τηλεόραση της RAI. Το 1959 γίνεται υπεύθυνος για τις μη λογοτεχνικές εκδόσεις του εδραζόμενου στο Μιλάνο εκδοτικού οίκου Bompiani, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1975.
Umberto Eco che percorre la sua casa-biblioteca
Umberto Eco che percorre la sua casa-biblioteca.(dal documentario “Sulla memoria”, di Davide Ferrario. Clip via Stefano Crupi)
Δημοσιεύτηκε από La Repubblica XL στις Σάββατο, 20 Φεβρουαρίου 2016
O Έκο αρχίζει να συγχροτίζεται την εποχή με πρωτοποριακούς συγγραφείς, μουσικούς και ζωγράφους του Μιλάνο, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την εκτίμηση του για τον Τζέιμς Τζόις και τον γνωστό για τους ποιητικούς συμβολισμούς του Στεφάν Μαλαρμέ. Ιδιαίτερο θαυμασμό τρέφει και για το ατονικό και επαναστατικό για την εποχή του έργο του συνθέτη Κάρλχαϊντς Στοκχάουζεν. Ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας των παραπάνω καλλιτεχνών ωθεί τον Έκο να ιδρύσει με άλλους «πνευματικούς πειραματιστές» την Ομάδα 63, μία λέσχη πολιτισμού που απέρριπτε το «συντηρητισμό» στην τέχνη και αποσκοπούσε στην παραγωγή μοντέρνων λογοτεχνικών έργων και ποιημάτων.
Παρά την έλλειψη «πνευματικού εκτοπίσματος» της ομάδας, αυτή είναι για τον Ουμπέρτο Έκο η εποχή της «μεγάλης συνειδητοποίησης». Κατανοεί ότι η ιστορία, το περιεχόμενο, αποτελεί για ένα λογοτεχνικό έργο μία εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση αποδοχής του από τον κόσμο, όσο επιμελώς καταστρωμένη και αν είναι η μορφή του. Αυτή η σύλληψη αποτέλεσε το πρώτο σημαντικό βήμα για την συγγραφική του καταξίωση.
To 1966 ο Έκο διορίζεται καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνο. Οι μελέτες και τα γραπτά του αρχίζουν να δημοσιεύονται με αξιοσημείωτη περιοδικότητα, ενώ ευρέως γνωστή γίνεται η στήλη του στο εβδομαδιαίο περιοδικό L’Espresso. To 1971 γίνεται ο πρώτος καθηγητής Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, το αρχαιότερο της Ευρώπης.
Ο γαστρονομικός θησαυρός της πρωτεύουσας της περιφέρειας Εμίλια-Ρομάνια και ο μεσαιωνικός αέρας που αποπνέουν οι δρόμοι της πόλης -η Via Fregatette αποτέλεσε την αγαπημένη του- κάνουν τον Έκο να αναπτύξει με την πόλη μία σχέση οιονεί ερωτική. Παχουλός, με πυκνά μαύρα γέννια και βραχνή φωνή -αποτέλεσμα των 60 τσιγάρων που κάπνιζε καθημερινά- o Ουμπέρτο Έκο ζει μεταξύ δύο παθών: της γνώσης και της γεύσης.
Οι πανεπιστημιακές παραδόσεις του ενέχουν ένα σχεδόν επαναστατικό στοιχείο. Την ώρα που κάποιοι τον κατηγορούν ότι «ευτελίζει μορφές τέχνης», ο ίδιος αγνοεί τις μομφές αναλύοντας δίπλα στον Δαυίδ του Ντονατέλο θέματα φαινομενικά άσχετα με την επιστήμη του, που κινούνται από τις ιστορίες του Τζέιμς Μποντ και τις φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρόε έως τις φτηνές πλαστικές καρέκλες κήπου.
«Όταν ο κόσμος είναι ένας ιστός από σήματα, τα πάντα ουρλιάζουν για μία εξήγηση», είπε κάποτε ο Έκο. Κατά τον ίδιο, περιθωριακές πολιτισμικές εκφράσεις δεν θα πρέπει να υποτιμώνται: το 19ο αιώνα, ο σχεδόν άγνωστος πλέον στο ευρύ κοινό συνθέτης Τέλεμαν θεωρείτο μακράν καλύτερος του αξεπέραστου σήμερα Μπαχ. Με την ίδια λογική, ο Πάμπλο Πικάσο θα μπορεί να θεωρείται σε 200 χρόνια πολύ κατώτερος καλλιτεχνικά από τις εμπορικές διαφημίσεις της Coca Cola, σύμφωνα με τον Έκο.
Οι καθηγητές των ιταλικών πανεπιστημίων καλούνται να συμμετάσχουν στην δημόσια αντιπαράθεση και ο Ουμπέρτο Έκο δεν απογοητεύει τους συμπατριώτες του. «Η δημοσιογραφία», είπε κάποτε με την περίσσεια αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε, «είναι το πολιτικό μου καθήκον». Επιπλέον: «Πιστεύω ότι η δουλειά μου ως πανεπιστημιακού και πολίτη είναι να δείξω στους ανθρώπους πώς κατακλυζόμαστε γύρω μας από μηνύματα». Σε αυτές τους τις παρατηρήσεις, ο Έκο δεν διέφερε από άλλους διάσημους αναλυτές των ΜΜΕ, όπως η Σούζαν Σόνταγκ και ο Μάρσαλ Μακλούαν. Και όπως αυτοί, συχνά έδειχνε επιδεικτικός. Σχολιάζοντας το τζιν Levi’s που είχε αγοράσει, ανέφερε κάποτε: «Λοιπόν, με το νέο μου τζιν η ζωή μου έγινε εξαιρετικά εξωστρεφής… Έχω επιτέλους κατακτήσει μία επιδερμική αυτοπεποίθηση».
Το τρίτο μυθιστόρημα του Έκο εκδίδεται το 1994 με τίτλο «Το Νησί της Προηγούμενης Ημέρας», το οποίο θεωρείται υποδειγματικό όχι τόσο για τη δύναμη των συναισθημάτων και της έκφρασης τους, όσο για τη σφριγηλότητα και την τάξη της γραφής. Το τέταρτο μυθιστόρημά του, το «Μπαουντολίνο», εκδίδεται τ0 2000 και τοποθετείται χρονικά στην Κωνσταντινούπολη του Βυζαντίου. Αν και το βιβλίο βρύθει παραδειγμάτων της κλασικής εφευρετικότητας εκκεντρικότητας του συγγραφέα, πολλοί υποστήριξαν ότι η επιτυχία του ήρθε περισσότερο χάρη στη δημοφιλία του Έκο και λιγότερο την αξία του βιβλίου. Η κριτική ωστόσο δεν λάμβανε υπόψη ότι το εν λόγω συγγραφικό πόνημα αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου του στο οποίο, όπως αναφέρει στην Popaganda ο Ματτέο Νούτσι, Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος του περιοδικού Venerdì di Repubblica, «φαίνεται η ικανότητα του να μιμείται, να διαμορφώνει μία ατμόσφαιρα και να πλάθει διαφορετικά στιλ γραφής και λόγου».
Το «Μπαουντολίνο» αναδεικνύεται έτσι στην κορυφή των βιβλίων με τις περισσότερες πωλήσεις. Αυτό είναι και ένα και από τα χαρακτηριστικά του Έκο που τον διακρίνουν τόσο από τη κλασική νόρμα των συγγραφέων, όσο και τη πλειονότητα των πανεπιστημιακών: είναι δύσκολο να βρεις κάποιον ακαδημαϊκό να γράφει «αυτό που τραβάει η ψυχή του» και να κατορθώνει με την εκλαϊκευση της επιστήμης του να ανταγωνίζεται σε πωλήσεις συγγραφείς με πολύ μεγαλύτερη διαφημιστική προβολή που γράφουν όχι σπάνια απλώς σκουπίδια.
Αν και είχε πει ότι «πέντε είναι αρκετά» μετά την έκδοση του πέμπτου μυθιστορήματός του, το 2004, με τίτλο «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα», ενέδωσε άλλες δύο φορές στον πειρασμό, συγγράφοντας «Το κοιμητήριο της Πράγας», το 2010, και το «Φύλλο Μηδέν», το 2015. Κάπου ενδιάμεσα, το 2008, αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, σε ηλικία 76 χρόνων.
«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε ανεπανάληπτος στην ικανότητα να μιλάει απλά για πράγματα σύνθετα», Ματτέο Νούτσι, Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος
Ο Ουμπέρτο Έκο αποτέλεσε έναν πραγματικά μεγάλο διανοούμενο, καθώς κατόρθωσε στην επιστήμη του αυτό που κατάφερε ο Λουτσάνο Παβαρότι στο bel canto και ο Νίκος Γκάλης στο ελληνικό μπάσκετ: κατέβασε την επιστήμη του από τον ουρανό και την έκανε κτήμα των μαζών. Και αυτό το πέτυχε με συγγραφικά πονήματα πλήρους και πρωτότυπου περιεχομένου. Κατόρθωσε παράλληλα να διαπεράσει το πολυποίκιλο ιστορικό του έργο με μία μοναδικά συνεπή συνεκτικότητα. Όπως αναφέρει και ο Ντέιβιντ Ρόμπεϊ, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και μελετητής του έργου του Ουμπέρτο Έκο, «οι θεωρίες του υποστηρίζουν όλο το επιστημονικό του έργο, από την πρακτική φιλοσοφία και την θεωρία της τένχης έως τη δημοσιογραφία και τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων. Όλες οι δραστηριότητες συνδέονται με ένα συνεπή σύνολο αρχών».
Τα 20 επιστημονικά βιβλία και τα 7 μυθιστορήματα του Ουμπέρτο Έκο πέτυχαν ουσιαστικά τον συγκερασμό δύο κόσμων που δεν είχαν συναντηθεί ποτέ: το σύμπαν της Σημειωτικής και εκείνον της «κανονικής ζωής», έτσι όπως εκφράζεται πολιτιστικά μέσα από σημάδια και σύμβολα: από τις λέξεις και τις αγιογραφίες, έως τα banners και τα cartoons. Αναδείχθηκε έτσι σε έναν σταρ της pop κουλτούρας, όπως ήταν ο Παβαρότι που τραγουδούσε άριες όπερας μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες λαού, όπως ήταν και ο Γκάλης που έκανε τον κόσμο να γεμίζει το Αλεξάνδρειο και να είναι «Άρης στο μπάσκετ». Πώς τα κατάφερε να γίνει ένας pop ακαδημαϊκός; Κάποτε, ανέφερε σε μία του συνέντευξη: «Με βλέπω ως έναν σοβαρό καθηγητή πανεπιστημίου, που τα σαββατοκύριακα γράφω μυθιστορηματα».
Αυτό άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι Ιταλοί βλέπουν τον καθηγητή του πανεπιστημίου. «Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε ανεπανάληπτος στην ικανότητα να μιλάει απλά για πράγματα σύνθετα, δίνοντας στην Ιταλία την ευκαιρία να καταλάβει ότι ένας πνευματικός άνθρωπος με ένα αχανές πεδίο γνώσεων μπορεί να δώσει σήμασία σε ζητήματα πιο ελαφρά, αστεία και διασκεδαστικά», αναφέρει ο κ. Νούτσι. «Στην Ιταλία η ιδέα που είχαμε για τον ακαδημαϊκό ήταν -και εν μέρει παραμένει- εκείνη ενός ανθρώπου βαρέος, σοβαρού, κουραστικού, μουντού. Ο Έκο έφερε μία επαναστατική αλλαγή σε αυτή την αντίληψη».
Λίγο πριν το θάνατό του, ο Ουμπέρτο Έκο ολοκλήρωσε την επιμέλεια ενός νέου βιβλίου. Πρόκειται για τη συλλογή άρθρων και δοκιμίων των τελευταίων 15 ετών, που παίρνει τον τίτλο της από ένα στίχο της «Κόλασης» του Δάντη, Pape Satàn aleppe, το ακριβές νόημα της οποίας παραμένει μυστήριο και αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον εκδότη του Έκο, Μάριο Αντρεόζε, το νέο βιβλίο θα κυκλοφορήσει στην Ιταλία την ερχόμενη εβδομάδα.
Ένας συγγραφέας κρατάει σήμερα από τον Έκο «τη δουλειά, τη μελέτη, το γνωσιακό επίπεδο πριν αρχίσει να αποτυπώνει τις ιδέες του στο χαρτί», αναφέρει ο Ματτέο Νούτσι. «Αυτό, ωστόσο, ίσως τον απομακρύνει από την γραφή που είναι σάρκα από τη σάρκα του ασυνείδητού μας, δίνοντας βάρος σε αυτό που ξέρουμε μέσα από τη μελέτη. Όμως ο καθένας έχει το δικό του δρόμο και αυτός του Έκο δεν ήταν ο κλασικός που συνήθως ακολουθεί ένας συγγραφέας. Επέλεξε το δρόμο της απόλυτης γνώσης, εκείνου που, μάστορας στα ατελείωτα σκέρτσα, επιλέγει έναν τύπο παιχνιδιού, του οποίου ξέρει τέλεια τους κανόνες. Και στο οποίο, εν τέλει, θριαμβεύει πανηγυρικά».
Ο Ουμπέρτο Έκο παντρεύτηκε το 1962 την Ρενάτε Ράμτζε, η οποία παρέμεινε σύντροφός του μέχρι το θάνατό του. Απέκτησαν μαζί δύο παιδιά.
Η κηδεία του «παντογράφου» θα είναι πολιτική και θα γίνει στο Μιλάνο, την Τρίτη, 23 Φεβρουαρίου.