Πριν μερικές μέρες δημοσιεύθηκε στη Βρετανία η αναφορά Σίλκοτ, αποτέλεσμα μίας έρευνας που χρειάστηκε εφτά χρόνια για να ολοκληρωθεί, σχετικά με τη συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ το 2003. Τότε που η χώρα ένωσε τις δυναμεις της με τις ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν τον «κίνδυνο» που έθετε, θεωρητικά, ο Σαντάμ Χουσεϊν στην «ασφάλεια» του Δυτικού Κόσμου έχοντας, υποτίθεται, στην κατοχή του «όπλα μαζικής καταστροφής». Το πόρισμα της έρευνας, μέσα σε 2,6 εκατομμύρια λέξεις και 146 σελίδες περίληψη, προκάλεσε κύματα οργής στη χώρα, καθώς κινείται γύρω από μία βασική διαπίστωση: ο Μπλερ οδήγησε τη Βρετανία σε πόλεμο στο Ιράκ λέγοντας ψέματα.
Το Ιράκ δεν ήταν το μόνο στοιχείο έντασης που προκάλεσε η διακυβέρνησή του, στα 10 του χρόνια ως πρωθυπουργός και τα 13 χρόνια ως αρχηγός του Εργατικού κόμματος. Ο Μπλερ, μέσα σε λίγα χρόνια, εξελίχθηκε από πρόσωπο της ελπίδας για το Εργατικό Κόμμα, από εκφραστής του «τρίτου δρόμου» που θα απάλλασσε τους Βρετανούς από το φαντασμα της διακυβέρνησης Θάτσερ σε κάποιον που σήμερα συγκεντρώνει διογκωμένη αντιπάθεια ανθρώπων από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
Ο Τόνι Μπλερ έγινε στα 41 του χρόνια, το 1994, ο νεότερος αρχηγός του Εργατικού κόμματος στην ιστορία, μετά από μία δεκαετή, σύντομη μεν αλλά εντυπωσιακή στην εξέλιξή της πολιτική καριέρα. Μεγαλώνοντας στον βιομηχανικό Βορρά της χώρας, και συγκεκριμένα στο Ντάρεμ, ο Μπλερ έζησε από κοντά τους εργατικούς αγώνες, τις απεργίες των σωματείων και την εκρηκτική πολιτική κατάσταση στα χρόνια διακυβέρνησης της Θάτσερ. Αυτές οι εμπειρίες ώθησαν την πολιτική του ενεργοποίηση και την ανάδειξή του σε νέα Labour ελπίδα Με την εκλογή του στην Πρωθυπουργία της Βρετανίας και τη σημαντική νίκη των Εργατικών στις εκλογές του 1997, μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς ευφορίας και στήριξης ακόμα και από την ποπ κουλτούρα (ποιος ξεχνά την αισιόδοξη Cool Britannia των mid-90s ή τον Νόελ Γκάλαχερ των Oasis να γιορτάζει μαζί του στο πάρτυ μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας;), ο Μπλερ φρόντισε αυτή η ελπίδα που εκπροσωπούσε να μη διαψευστεί. Τόσο σύντομα.
Κεντρικός άξονας της πολιτικής του ήταν η ιδεολογία του «Τρίτου Δρόμου», την οποία εισήγαγε στη ρητορική του αντλώντας από τις ιδέες του θεωρητικού Άντονι Γκίντενς. Ο «Τρίτος Δρόμος» στόχευε στην εξισορρόπηση μεταξύ του καπιταλιστικού συστήματος οικονομικής διακυβέρνησης και του καταστροφικού του κοινωνικού αντίκτυπου. Προωθώντας έναν συνδυασμός ανάμεσα στην νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική της ελεύθερης αγοράς και τις κοινωνικές παροχές που υπερασπίζεται ο σοσιαλισμός.
Το κύριο μοτίβο της ρητορικής που χαρακτήριζε τον Μπλερ, και αυτήν την ιδεολογία γενικότερα, ήταν ένα «ναι μεν, αλλά και»: «επιχειρηματικότητα, αλλά και δικαιοσύνη», «δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις». Η κύρια αντίληψη πίσω από τη ρητορική προσπάθησε να αντιτεθεί στο ασυμβίβαστο των οικονομικών πολιτικών της Θατσερικής Νέας Δεξιάς και της σοσιαλιστιής ηθικής. Προσπάθησε να μην τις δει ως αλληλοαποκλειόμενες πολιτικές στάσεις.
Μπορεί μια τέτοια πολιτική να ακούγεται ενδιαφέρουσα ως ιδέα. Σίγουρα, η δυναμική παρουσία του Μπλερ κατά τη γρήγορη άνοδό του στην πολιτική σκηνή, και η υπεράσπιση, εκ μέρους του, ενός οράματος που φάνταζε ελπιδοφόρο, κάπως διαιώνισε την αύρα που τον συνόδευε από τα πρώτα του βήματα. Αυτή η αύρα, όμως, και αυτές οι ιδέες με το γοητευτικό περίβλημα, δεν έπεισαν όλους όσους βρέθηκαν στο δρόμο του. Ο Τζον Κάμπφνερ, δημοσιογράφος που πήρε συνέντευξη από τον Μπλερ πριν καν εκλεγεί πρωθυπουργός, το 1995, έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο του Μπλερ ήταν ένα «άδειο κέλυφος». Ένα ελκυστικό περιτύλιγμα, που ενώ σίγουρα εξυπηρετεί άριστα τους λαϊκιστικούς ή δημαγωγικούς σκοπούς ενός πολιτικού, παραμένει κενό περιεχομένου. Ο βιογράφος του Μπλερ, Τομ Μπάουερ, μετά από έρευνα χρόνων, συνεντεύξεις με δεκάδες πρώην υπουργούς κι εκατοντάδες δημόσιους υπαλλήλους/αξιωματούχους, καταλήγει σε ένα αντίστοιχο συμπέρασμα. Η πολιτική του Τόνι Μπλερ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια παράσταση. Το προφίλ που αναδύεται από το Broken Vows: The Tragedy of Power (Faber, Μάρτιος 2016) περιγράφει τον Μπλερ σχεδόν ως έναν τσαρλατάνο, έναν ανθρώπο που βαριέται εύκολα, που έχει μικρή κατανόηση της πολιτικής, μηδενικές ιστορικές γνώσεις και επιφανειακή αντίληψη για ο,τι αφορούσε τις πολιτικές του πράξεις.
Η πολιτική του Τρίτου Δρόμου συνεπήρε πολλούς, μονοπώλησε την ενέργεια του Εργατικού Κόμματος που χαρακτηριζόταν τότε από μία πρωτόγνωρη ορμή, αλλά ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Οι προβλέψεις του Καρμπνεφ επαληθεύτηκαν από την εξέλιξη της ιστορίας. Η επιλογή μιας μέσης οδού, όπως προσπάθησε να την υποστηρίξει ο Μπλερ, μπορεί να ιδωθεί και ως επιλογή να μην επιλέξει μία βιώσιμη πολιτική, να προσελκύσει υποστηρικτές από διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις, χωρίς να παίρνει θέση ή χωρίς να αντιτίθεται σε καμία τους. Κι ανάμεσα στις δύο αντίρροπες δυνάμεις της, τον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό και τα δήθεν σοσιαλιστικά αντίβαρα, δε χρειάζεται να πούμε ποια επικράτησε.
Το προγραμμα του Μπλερ δεν μπορούσε να επιτύχει. Η αποτυχία του ήταν τέτοια, που μετά τη λήξη της πρωθυπουργίας του, και κατά τη διάρκεια της σύντομης πρωθυπουργίας του διαδόχου του, Γκόρντον Μπράουν, η παρακμή του κόμματός τους ήταν γρήγορη και δεν έχει επανέλθει ακόμα πλήρως. Το μοτίβο του «ναι μεν, αλλά και», αυτή η διπλωματική πλαισίωση των στόχων του με την υβριδική σύνδεση ασύνδετων ιδεολογιών για να φαίνονται αρεστοί και να γίνονται αποδεκτοί, λειτούργησε και στην εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ.
Τη γραμμή της εθνικής πολιτικής τη μετέφρασε εύκολα σε εξωτερική διεθνή πολιτική: συνδέοντας τον ηθικό λόγο με το εθνικό συμφέρον, νομιμοποιώντας έναν προληπτικό πόλεμο ενταγμένο στο δόγμα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Έτσι, έστρεψε την κοινή γνώμη αλλά και το βρετανικό κοινοβούλιο να υποστηρίξουν το σχέδιό του Τζωρτζ Μπους για εισβολή στο Ιράκ γράφοντας το ιστορικό “with you, whatever”. Η ρητορική αυτή δεν έχει αλλάξει σημαντικά έκτοτε. Οι εισβολές σε χώρες της Μέσης Ανατολής, στο όνομα της προστασίας των δημοκρατικών αξιών από φονταμενταλιστές ή δικτάτορες, εξακολουθούν να νομιμοποιούνται με τον ίδιο τρόπο.
Η αναφορά Σίλκοτ δεν αφήνει κανένα έδαφος για αμφιβολία. Ο Μπλερ ειπε ψέματα, υποστηρίζουντας πως ο Σαντάμ Χουσεϊν και οι δυνάμεις του έχουν στην κατοχή τους όπλα μαζικής καταστροφής (και η μυστηριώδης αυτοκτονία του Ντέιβιντ Κέλι πρώην επιθεωρητή όπλων στο Ιράκ για λογαριασμό του ΟΗΕ τον Ιούλιο του 2003 ήρθε σχεδόν να το επισφραγίσει) . Και ότι προκειμένου να μη τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στον «δημοκρατικό» κόσμο, αυτός πρέπει να επιτεθεί πρώτος και να τους αφοπλίσει. Η έρευνα της αναφοράς Σίλκοτ αποδεικνύει ότι οι ισχυρισμοί του Μπλερ δεν βασίζονταν σε πληροφορίες έγκυρες, δοσμένες από τις εθνικές υπηρεσίες πληροφοριών, αλλά σε υποθέσεις που κατασκευάστηκαν για να αιτιολογήσουν την πρόθεση της εισβολής. Ο πρωθυπουργός είχε προειδοποιηθεί απο τις υπηρεσίες πληροφοριών πως μια τέτοια εισβολή θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την πολιτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, ότι υπήρχαν κι άλλες διπλωματικές λύσεις που δεν είχαν εξαντληθεί. Παρ’όλ’αυτά, η αναφορά αποκαλύπτει αλληλογραφία μεταξύ του Μπλερ και του Μπους όπου ο πρώτος διαβεβαιώνει το δεύτερο ότι θα τον υποστηρίξει ό,τι κι αν γίνει, στην πρόθεσή του για εισβολή -αλληλογραφία που προηγείται χρονικά της προσπάθειας του Μπλερ να πείσει λαό και κυβέρνηση για τη συμμετοχή στον πόλεμο. Η απόφαση, δηλαδή, ήταν ήδη ειλημμένη, και η ρητορική, οι υποτιθέμενες πληροφορίες και τα γεγονότα προσαρμόστηκαν σε αυτήν για να τη νομιμοποιήσουν. «Αν νικήσουμε γρήγορα, όλοι θα γίνουν φίλοι μας», διαβεβαίωσε ο Μπλερ τον Μπους για να τον πείσει. Οι ζωές των 150 χιλιάδων, τουλάχιστον, Ιρακινών αλλά και των Βρετανών και Αμερικανών στρατιωτών που χάθηκαν για να υποστηρίξουν αυτήν την πολιτική, και που μάλλον δεν θα γίνονταν φίλοι τους, δεν ήταν ποτέ παράγοντας για τη λήψη αυτής της απόφασης.
Τα αποτελέσματα της αναφοράς δεν είναι στο ελάχιστο σοκαριστικά. Είναι απόλυτα εναρμονισμένα με τη συνολική πορεία του Μπλερ, μέρος της επιφανειακής παράστασης που εξυπηρέτησε τους προσωπικούς πολιτικούς τουσκοπούς. Η χρήση ψεμάτων, λαϊκισμού και παραποιήσεων είναι συνδεδεμένη με την πολιτική του καριέρα. Και τον κάνει σήμερα μια τραγική πολιτική φιγούρα που διασυρεται σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις κι «εξεταστικές επιτροπές», δίνοντας πάτημα στον Τζέρεμι Κόρμπιν να μετατοπίσει την κουβέντα του BRexit και να προσπαθήσει να κρατήσει τους Εργατικούς υπό τον έλεγχό του ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία του πρώην πρωθυπουργού. Το ερώτημα αν ο Τόνι Μπλερ είναι ο μόνος πολιτικός που δημιούργησε έτσι μια καριέρα, παραμένει. Άλλωστε, οι ομοιότητες με παροντικές συνθήκες παραείναι πολλές για να τις αγνοήσει κανείς.