Τα ξημερώματα της 12ης Αυγούστου του 1930 γεννιέται στη Βουδαπέστη ο δεύτερος γιος της Ερζεμπάτ και του Τιβαντάρ Σβαρτς. Το λιποβαρές αγόρι θα πει τις πρώτες του λέξεις στα εσπεράντο, γλώσσα που μιλούν οι γονείς και ο μεγαλύτερος αδερφός του, Πoλ. Ο πατέρας του μάλιστα, δικηγόρος και συγγραφέας, από το 1922 εκδίδει στα εσπεράντο το λογοτεχνικό περιοδικό Literatura Mondo, ενώ συχνά αρθρογραφεί με το ψευδώνυμο Τεό Μελάς (από την ελληνική λέξη που παραπέμπει στο «μαύρο», όπως δηλαδή η γερμανική «schwarz»).
Εβραίος στο θρήσκευμα αν και διόλου φανατικός, ο Τιβαντάρ Σβαρτς πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο στις τάξεις του αυστρο-ουγγρικού στρατού. Συνελήφθη και πέρασε αρκετά χρόνια σε στρατιωτική φυλακή της Σιβηρίας, από όπου απέδρασε. Περιπλανήθηκε επί μήνες στην Τάιγκα, έως ότου ξέσπασε η Οκτωβριανή επανάσταση. Η εμπειρία του αυτή ήταν καθοριστική και εμφύσησε στους γιους την αποστροφή για κάθε είδους ολοκληρωτισμό και βία, αποστροφή που συνδυάστηκε με το ένστικτο της επιβίωσης όταν ξεκίνησε η άνοδος των Ναζί. Ο Σβαρτς άλλαξε το επίθετο της οικογένειας σε Σόρος το 1936, θορυβημένος από τις πρώτες αντισημιτικές ενέργειες που εκδηλώθηκαν στη χώρα, αλλά και τις απειλές του Χίτλερ εναντίον όσων μιλούσαν και έγραφαν την εσπεράντο.
Η διπλή σημασία της λέξης που επέλεξε ο πατέρας του Τζορτζ για επίθετο ήταν –ενδεχομένως ασυνείδητα– καθοριστική για την πορεία του γιου του, καθώς «soros» στα ουγγρικά σημαίνει «διάδοχος», ενώ στα εσπεράντο σημαίνει «αυτός που θα εκτοξευτεί». Όταν τον Μάρτιο του 1944 η Ουγγαρία αποχώρησε από τις δυνάμεις του Άξονα και οι Ναζί εισέβαλαν στη χώρα, ο Τιβαντάρ εξασφάλισε πλαστές ταυτότητες για την οικογένειά του και εμπιστεύτηκε τους δυο του γιους σε φιλικές χριστιανικές οικογένειες.
Ο έφηβος τότε Γκιόργκι βιώνει τις συγκλονιστικές εμπειρίες των διώξεων και της αδιανόητης βίας, οι οποίες περιγράφονται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Μεταμφίεση γύρω από τον θάνατο που έγραψε ο πατέρας του το 1965. Ο ίδιος ο Σόρος περιγράφει την εμπειρία εκείνων των ημερών ως «επικίνδυνη και συναρπαστική». Όπως αποκάλυψε στο New Republic το 1994, «από πολλές απόψεις ήταν η πιο ευτυχισμένη χρονιά της ζωής μου. Ήταν η εμπειρία που με καθόρισε, ώστε να μη φοβάμαι να ρισκάρω».
Ο ίδιος και οι δικοί του απέφυγαν τη σύλληψη και δεν ακολούθησαν την μοίρα εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν πάντως του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν χρηματοδοτεί εβραϊκές οργανώσεις, ανέσυρε μία ανάμνηση από τις ημέρες εκείνες. «Το Εβραϊκό Συμβούλιο ζήτησε από τα παιδιά να διανέμουν τα έγγραφα των απελάσεων. Ήταν μικρά κομμάτια χαρτιού που τους ζητούσαν να παρουσιαστούν στα γραφεία του συμβουλίου, φέρνοντας μόνο μια κουβέρτα και τρόφιμα για 24 ώρες. Μου δόθηκε μια λίστα με ονόματα, την οποίαν πήγα στον πατέρα μου. Εκείνος μου είπε να παραδώσω τα χαρτιά, αλλά να τους πω ότι αν παρουσιαστούν, θα απελαθούν. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό γνώριζε ότι επρόκειτο να δηλητηριαστούν με αέρια. Έκανα ό,τι είπε. Υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν θα ξεχάσω. Του παρέδωσα το χαρτάκι και του είπα ό,τι είχε πει ο πατέρας μου. Εκείνος απάντησε: “Πες στον πατέρα σου ότι όλη μου τη ζωή ήμουν ένας νομοταγής πολίτης που δεν παραβίασε ποτέ τον νόμο και δεν πρόκειται να τον παραβιάσει ούτε και τώρα”. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ».
Κάτι που επίσης δεν θα ξεχάσει και εν μέρει ερμηνεύει την αποστροφή του για το εβραϊκό λόμπι, είναι και η επίμονη άρνηση των Εβραίων του Λονδίνου να τον βοηθήσουν όταν έφτασε εκεί το 1948 με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη.
Ο 18χρονος τότε Τζορτζ, με την παραίνεση του πατέρα του είχε καταφέρει να διαφύγει από την, υπό σοβιετική πλέον κατοχή, Βουδαπέστη ώστε να αναζητήσει την τύχη του στην Αγγλία. Δεν το έβαλε κάτω και αφού έκανε διάφορες δουλειές, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα δίδακτρα για το London School of Economics. Εκεί παρακολούθησε τα μαθήματα Φιλοσοφίας του Καρλ Πόπερ και εντρύφησε στο σύγγραμμά του Η Aνοιχτή Kοινωνία και οι Eχθροί της στο οποίο θα αναφερθεί δεκάδες φορές στη ζωή του (δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασε τα ιδρύματα που ίδρυσε στις χώρες του ανατολικού μπλοκ «Open Society Foundations»).
Οι κεντρικές ιδέες του Πόπερ, ότι καμία ιδεολογία δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια και οι κοινωνίες μπορούν να προοδεύσουν μόνο όταν λειτουργούν ελεύθερα και σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, παραμένουν μέχρι σήμερα στον πυρήνα της σκέψης του Σόρος.
Στο Λονδίνο θα μείνει για τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το LSE, αλλά δεν κατορθώνει να θεμελιώσει την καριέρα που οραματιζόταν. Όπως αποκαλύπτει στο βιβλίο Soros on Soros, ήταν μια ιδιαίτερα απογοητευτική περίοδος, καθώς εργάστηκε ως πλασιέ στην Ουαλία, αχθοφόρος στα τρένα και σερβιτόρος για να βγάζει τα προς το ζην.
Παρότι όλο αυτό το διάστημα έστελνε μανιωδώς βιογραφικά σε όλες τις τράπεζες και τις επενδυτικές φίρμες, εισέπραττε τη μία αρνητική απάντηση μετά την άλλη. Ο μόνος που δεν του φέρθηκε ταπεινωτικά στη συνέντευξη ήταν ο Διευθύνων Σύμβουλος της Singer and Friedlander επειδή ήταν και ο ίδιος Ούγγρος. Ο Σόρος θα εργαστεί στη συνεταιριστική τράπεζα για δύο χρόνια, αλλά μετά από παραίνεση του συναδέλφου του Ρόμπερτ Μάγιερ, τον Σεπτέμβριο του 1956 μετακομίζει στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού για να εργαστεί στην εταιρεία της οικογένειας Μάγιερ (F.M. Mayer).
Ακολουθούν αρκετές μεταγραφές σε μικρομεσαίες χρηματιστηριακές και επενδυτικές εταιρείες, στις οποίες εξειδικεύεται στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Σταδιακά αρχίζει να αποκομίζει κέρδη από τις επενδυτικές του κινήσεις. Στόχος του ήταν να μείνει στη Wall Street μια πενταετία για να καταφέρει να συγκεντρώσει $500.000 ώστε να επιστρέψει στο Λονδίνο και να αφοσιωθεί στη μελέτη της Φιλοσοφίας.
Το γεγονός ότι τα χρήματα συγκεντρώνονται με αργούς ρυθμούς τον γεμίζει με πείσμα, αλλά όχι και με ενθουσιασμό για τη δουλειά του. Όταν το 1967 αποταμιεύει το μισό ποσό, αποφασίζει να ιδρύσει το fund «Double Eagle», και να επενδύσει πιο επιθετικά. Τα $4 εκατ. που συνεισφέρουν οι επενδυτές γρήγορα διπλασιάζονται και σε λιγότερα από τρία χρόνια τα κέρδη του ξεπερνούν κατά πολύ τις $500.000. Το όνειρο της επιστροφής στη μελέτη μοιάζει όμως να απομακρύνεται.
Όλο αυτό το διάστημα, ο Σόρος επεξεργάζεται τις φιλοσοφικές ιδέες του, ιδιαίτερα τη «θεωρία της αντανακλαστικότητας», που επιχειρεί να αποδώσει τον τρόπο που η μεροληψία και οι προκαταλήψεις των επενδυτών επηρεάζουν τις διεθνείς αγορές. «O αναστοχασμός μού έδωσε έναν νέο τρόπο θεώρησης των χρηματοπιστωτικών αγορών, μία αποτελεσματικότερη θεωρία από την επικρατούσα. Αυτή η θεώρηση μου χάρισε ένα πλεονέκτημα. Ένιωσα σαν να κατείχα μια μεγάλη ανακάλυψη που θα μου επέτρεπε να εκπληρώσω το όνειρό μου να γίνω ένας σημαντικός φιλόσοφος. Όταν η καριέρα μου έφτασε σε αδιέξοδο, αφιέρωσα όλες τις δυνάμεις μου στην ανάπτυξη της φιλοσοφίας μου. Όσο όμως βυθιζόμουν βαθύτερα και βαθύτερα στο αντικείμενο, τόσο απομακρυνόμουν από τις βάσεις του ίδιου μου του οικοδομήματος. Ένα πρωί δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχα γράψει με τα ίδια μου τα χέρια την προηγούμενη νύχτα. Τότε αποφάσισα να εγκαταλείψω τις φιλοσοφικές εξερευνήσεις και να επικεντρωθώ στο να βγάζω χρήματα».
Διάβασε όλο το άρθρο στο inside story (https://bit.ly/2ON52lP).
Το inside story είναι το πρώτο συνδρομητικό–ενημερωτικό site χωρίς διαφημίσεις στην Ελλάδα. Ανεξάρτητο αποκαλυπτικό με οικονομική αυτοτέλεια και διαφάνεια.
Ειδικά για τους αναγνώστες της Popaganda: Γνώρισε το inside story για ένα μήνα δωρεάν, βάζοντας τον κωδικό κουπονιού popaganda στην http://bit.ly/2hKhNL9