Categories: ΠΡΟΦΙΛ

Ρόνι Μπιγκς – Αλ Γκόλντσταϊν: No More (Anti)Heroes, Anymore

Ο Μεγάλος Ληστής Του Τρένου

Στα 34α του γενέθλια, στις 8 Αυγούστου του 1963, ο Ρόνι Μπιγκς πήρε μια απόφαση που του κατέστρεψε τη ζωή. Και τον πέρασε παράλληλα στο πάνθεον της ιστορίας. Αν δεν συμμετείχε στη Μεγάλη Ληστεία του Τρένου, που συνέβη εκείνο το πρωί είτε θα είχε γεράσει μεταμελημένος για τα παραπτώματα της νιότης του σε μια τυπική της εργατικής τάξης ρουτίνα, είτε θα είχε συνεχίσει την καριέρα του ως μικροαπατεώνας μπαινοβγαίνοντας σε σωφρονιστικά ιδρύματα με σοβαρό κίνδυνο να τον έβρισκαν ανάσκελα σε κανένα σοκάκι του νότιου Λονδίνου. Για την ακρίβεια την κρίσιμη απόφαση την είχε πάρει νωρίτερα. Όταν ζήτησε από τον εγκέφαλο της ληστείας, Μπρους Ρέινολντς, 500 λίρες κι εκείνος του απάντησε ότι θα μπορούσε να πάρει πολύ περισσότερες (και σίγουρα όχι δανεικές) αν συμμετείχε στο μεγάλο κόλπο. Για κάποιον που είχε ήδη βρεθεί τρεις φορές πίσω από τα κάγκελα και ήταν πατέρας τριών παιδιών, η λογική απάντηση θα ήταν «όχι». Θα έπρεπε να συνεχίσει να δουλεύει ως μαραγκός εξυπηρετώντας τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της γειτονιάς του. Ο Μπιγκς χρειάστηκε μόλις μερικά δευτερόλεπτα για να πει «μέσα».

Τα υπόλοιπα είναι όντως ιστορία. Μια δεκαεξαμελής ομάδα μπούκαρε στο δρομολόγιο Γλασκώβη – Λονδίνο της Royal Mail τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Αυγούστου, μάζεψε 2.6 εκατομμύρια λίρες (σαν να λέμε κάτι λιγότερο από 50 εκατομμύρια σήμερα) κι έγινε ταινία, βιβλίο, στίχος σε τραγούδι, θρύλος. Έγινε η Σημαντικότερη Ληστεία Όλων Των Εποχών, μια ατέλειωτη δεξαμενή παραγωγής φθηνών στιγμιότυπων ποπ κουλτούρας για την κρίσιμη βρετανική μάζα των tabloids. Κι αυτό γιατί η ομάδα όσο καλά εκτέλεσε το σχέδιο, άλλο τόσο δε φρόντισε να εξαφανίσει αποτελεσματικά τα ίχνη της. Ο θρύλος λέει ότι τον πρόδωσε το αποτύπωμα σε ένα μπουκάλι κέτσαπ και η πραγματικότητα ότι τρεις εβδομάδες μετά το χτύπημα, ο Μπιγκς συνελήφθη από τη Σκότλαντ Γιαρντ που του στέρησε το δικαίωμα να χαρεί το μερίδιο του (147.000 λιρες) και τον οδήγησε μαζί με 11 συνενόχους του στα έγκατα της φυλακής Old Bailey καταδικασμένος σε 30ετή κάθειρξη. Η βρετανική πολιτεία εξάντλησε την αυστηρότητά της, προκειμένου να παραδειγματίσει, αλλά στην πραγματικότητα κατασκεύασε ήρωες έτοιμους να καταναλωθούν ως Ρομπέν Των Δασών από την λαϊκή συνείδηση. Όχι γιατί θα μοίραζαν στους φτωχούς τα κλοπιμαία, αλλά γιατί αναγορεύτηκαν σε καταφερτζήδες της διπλανής πόρτας που έφτασαν πολύ κοντά στην καλή μπάζα, αγνοώντας επιδεικτικά τον σοβαρό τραυματισμό του οδηγού Τζακ Μιλς (από τον οποίο ποτέ δεν επανήλθε πλήρως, μέχρι να πεθάνει το 1970).

22 μήνες μετά, τον Ιούλιο του 1965, ο Μπιγκς δραπετεύει από τη φυλακή Wandsworth του νοτιοδυτικού Λονδίνου, γνωστή κι ως «Εργοστάσιο Μίσους». Και ξεκινά το κρυφτό του με τις βρετανικές αρχές που θα διαρκέσει 36 ολόκληρα χρόνια μέχρι την επιστροφή – παράδοσή του στο Νησί το 2001. Πρώτα Παρίσι, πλαστική και καβάλα στο μεταναστευτικό ρεύμα για Αυστραλία, που ήλπιζε ότι ζούσε απαρατήρητος ως μαραγκός ονόματι Τέρι Κουκ μαζί με τη φαμίλια. Κάποιος κελάηδησε όμως κι εκείνος ίσα που ξέφυγε της Ίντερπολ με προορισμό τη Βραζιλία, ξεχνώντας όμως μια για πάντα την οικογένεια και θρηνώντας από μακριά τον μεγάλο του γιο Νίκι που χάσε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1971.

Νέα ζωή στη χώρα του καφέ και της σάμπας. Ο Μπιγκς βασίζεται στο γεγονός ότι δεν υπήρχε συμφωνία έκδοσης εγκληματιών με την πατρίδα του και καλύπτει πλήρως τα νώτα του κάνοντας έναν γιο (που εξελίχθηκε σε πιτσιρίκο σταρ της ποπ) με την εξωτική χορεύτρια Ραϊμούντα Ντι Κάστρο. Έτσι μπορεί αν υποδέχεται ακόμα και με ειρωνεία τύπου “It’s been a while” βρετανούς αξιωματικούς που περνάνε τον Ατλαντικό με σκοπό να τον γυρίσουν μαζί τους. Τη γλιτώνει ακόμα κι όταν κάποιοι πρώην στρατιωτικοί τον απαγάγουν αλλά ναυαγούν στα νησιά Μπαρμπέιντος, η κυβέρνηση των οποίων τον πακέταρε πίσω στη Βραζιλία. Σε κάθε ευκαιρία χτίζει τον μύθο βγάζοντας χρήμα και τη γλώσσα του στη συντηρητική βρετανική κοινωνία, αποτελώντας ιδανική τροφή για τον σκανδαλοθηρικό. Βιογραφίες, t-shirts, μπάρμπεκιου στο σπίτι του αντί 40 λιρών, πολλές συνεντεύξεις με δημοσιογράφους που πέταγαν από το Λονδίνο με αποκορύφωμα δύο ιστορικές ηχογραφήσεις με τους Sex Pistols, το 1978. Τίτλος; No One Is Innocent.

Με το πέρασμα των χρόνων ο Μπιγκς εξελίχθηκε σε μια ανώδυνη καρικατούρα. Δεν πείραζε κανέναν εκεί που ήταν, αποτελούσε μέχρι κι εφηβικής αντίληψης αντικομφορμιστικό πρότυπο, μόνο που υπήρχαν δύο εκκρεμότητες. Κάποιοι στη Βρετανία δεν ξεχνούσαν κι εκείνος όσες φορές και να πόζαρε μπροστά στον φακό δεν είχε σβήσει τις τύψεις.  Μια απόπειρα αυτοκτονίας και τρία εγκεφαλικά τον φέρνουν σε μια τραγική κατάσταση με την αυγή του μιλένιουμ. Ποτέ δε θα διευκρινιστεί αν ήθελε να πεθάνει σπίτι ή απλά δεν εμπιστευόταν το βρετανικό σύστημα υγείας, η ουσία είναι ότι μετά από ένα σίριαλ διαπραγματεύσεων στις οποίες έπαιξε κομβικό ρόλο η Sun (!!!) γύρισε στο Νησί το 2001 για να μπει στη φυλακή. Και μετά άρχισε να ζητάει να μην πεθάνει στη στενή. Το 2009 κρίθηκε πώς η κατάσταση του δεν ήταν αναστρέψιμη και βγήκε με αναστολή. Η εικόνα του στην κηδεία του Ρέινολντς το 2011 δεν ήταν του αυθάδη τσόγλανου που τα βαλε με την Αυτοκρατορία και νίκησε αλλά ενός ανήμπορου γεροντιού. Πέθανε την προηγούμενη Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου σε ηλικία 84 ετών.

Ο πορνογράφος που δε συμπάθησε κανείς

Σκεφτείτε τον Χιου Χέφνερ. Σαμπάνια στην Playboy Mansion, κουνελάκια, ιλουστρασιόν λάμψη περασμένη από πολλά στρώματα μπότοξ, αποδοχή από το mainstream, πορνό που έχει κερδίσει τον προσδιορισμό «χυδαίο» άρα μπορεί να λέγεται απλά «γυμνό». Σκεφτείτε τον Λάρι Φλιντ. Αριστερός (έστω σε αμερικάνικους όρους) φωνακλάς στα όρια της γραφικότητας, εκδότης του Hustler – ενός hardcore περιοδικού που εδώ και 40 χρόνια δεν διεκδίκησε ποτέ καμία δάφνη  κομψότητας – αλλά και κάτοχος του ηθικού πλεονεκτήματος ενός τύπου που ακόμα κι αν είναι καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα αντιδρά στην επιβολή θανατικής ποινής στον τύπο που τον τοποθέτησε εκεί πυροβολώντας τον το 1978.

Και σκεφτείτε  (ή μάθετε για) τον Αλ Γκόλντσταϊν τον εκδότη του περιοδικού Screw που πέθανε την προηγούμενη Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου σε ηλικία 77 ετών. Δε θα βρείτε τίποτα για να τον συμπαθήσετε. Πώς θα μπορούσατε άλλωστε να το κάνετε για έναν πατέρα που θέλοντας να εκδικηθεί τον γιο του (επειδή του απαγόρεψε να παραβρεθεί στην τελετή αποφοίτησής του από τη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ) παραποίησε φωτογραφίες του και τις έβαλε στο περιοδικό παρουσιάζοντας τον να κάνει σεξ με άνδρες και με τη… μάνα του;  Ο Αλ Γκόλντσταϊν ήταν μια κλασική περίπτωση περιπλανώμενου σε αναζήτηση του περίφημου Αμερικάνικου Ονείρου. Ξεκίνησε ως φωτορεπόρτερ και βρέθηκε έγκλειστος στις κουβανέζικες φυλακές για κάποια καρέ χωρίς άδεια του αδερφού του Φιντέλ, του γνωστού μας Ραούλ. Έκανε μια σειρά από δουλειές του ποδαριού, μέχρι που έπεισε τον αρχισυντάκτη ενός περιοδικού με το οποίο συνεργαζόταν ότι η ραγδαία-αναπτυσσόμενη-μετά-τη-γυναίκεια-χειραφέτηση σκηνή του σεξ είχε χρήμα. Το πρώτο τεύχος του Screw κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1968, είχε στο εξώφυλλο ένα κορίτσι με μπικίνι να ρουφάει ένα τεράστιο – ευρυγώνια φωτογραφημένο – σαλάμι και περιεχόμενα κριτικές πορνοταινιών, οδηγό για πονηρά βιβλιοπωλεία, φυσικά γυμνές κοπέλες και τον ίδιο τον Γκόλντσταϊν να δοκιμάζει ένα τεχνητό αιδοίο. Και πάνω απ’ όλα το μανιφέστο – δήλωση αποστολής του: «Υποσχόμαστε να μη μουτζουρώσουμε ούτε στο ελάχιστο το ηβικό τρίχωμα, να μην παραλλάξουμε κάποιο όργανο. Δε θα απολογηθούμε για τίποτα. Θα ξεσκεπάσουμε ολόκληρο τον κόσμο του σεξ. Θα γίνουμε ο καταναλωτικός οδηγός του».

Με αυτό το σκεπτικό, ενός ταύρου που σμπαραλιάζει το ηθικό υαλοπωλείο, ο Γκόλντσταϊν καβάλησε το κύμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης και πρόσφερε, χωρίς το παραμικρό υπονοούμενο, σάρκα στο λαό. Σερβιρισμένη με μερικά ηφαιστειώδη εκδοτικά σημειώματα, στα οποία άνοιγε με τον ίδιο in your face τρόπο  μέτωπα είτε με τον πρόεδρο Νίξον ή το αγαπημένο του ιταλικό ρεστοράν επειδή αφαίρεσε το σκόρδο από την σάλτσα για τα μακαρόνια. Φυσικά, έγινε τακτικός επισκέπτης των δικαστηρίων κι ένα καλό case study για ομοσπονδιακούς νόμους περί λογοκρισίας, την ίδια ώρα που καυχιόταν ότι αποτελούσε βασικό παράγοντα της ομαλής απορρόφησης του πορνό από το mainstream π.χ. με την ενθουσιώδη κριτική του για το Βαθύ Λαρύγγι. Εξακολουθώντας «να αντιπροσωπεύει τη γλοιώδη σημειολογία της Times Square στις αρχές της δεκαετίας του 70», όπως έχει γραφτεί δεκάδες φορές. Το Screw έφτασε να πουλάει πάνω από μισό εκατομμύριο αντίτυπα, ενώ ο ίδιος ξεκίνησε το 1974 κι ένα σόου στην καλωδιακή τηλεόραση, το Midnight Blue, στο οποίο έβγαζε τον χειρότερο εαυτό του επί 25 χρόνια.

Κι εδώ η παρακμή, φυσική συνέπεια μια αμοράλ αλαζονείας και μιας αμφισβητούμενης οικονομικής διαχείρισης, δεν άργησε να έρθει. Οι εποχές άλλαξαν, έντυπα όπως η Village Voice φιλοξενούσαν ροζ αγγελίες ψαλιδίζοντας μια βασική πηγή εσόδων, η πορνογραφία βαδίζοντας προς τον καιρό του ίντερνετ έγινε πιο «ερασιτεχνική» υπόθεση κι ο Γκόλντσταϊν συνέχισε τις διαφημιστικές χοντράδες όπως το να προσφέρει 1 εκατομμύριο δολάρια αμοιβή το 1989 σε όποιον σκότωνε τον Αγιατολάχ Χομεϊνί ή να βάλει υποψηφιότητα για σερίφης το 1992, ενώ πλούτιζε τη συλλογή από συζύγους μέχρι να φτάσει τις πέντε. Το 2003 χρεοκόπησε, τα έχασε όλα και η κατράκυλα τον έφερε ακόμα και στο πόστο του κράχτη σε νεοϋρκέζικο deli. Έζησε σε καταφύγιο αστέγων, συνελήφθη για shoplifting σε βιβλιοπωλείο, βίωσε το περίφημο Αμερικάνικο Όνειρο από την αδυσώπητη εκδικητική πλευρά του. Η ειρωνεία είναι ότι είχε γεννηθεί το 1936 στο Γουίλιαμσμπεργκ, στη σημερινή Μέκκα των hipsters.

No More (Anti)Heroes, Anymore

Στην εποχή των smartphones και της μόνιμης καθήλωσης στα social media ένα RIP δεν κοστίζει τίποτα, σχεδόν επιβάλλεται από το διαδικτυακό savoir faire. Οι περιπτώσεις όμως του Ρόνι Μπιγκς και του Αλ Γκόλντσταϊν διαφέρουν. Η μνήμη τους δεν τιμάται με τον τρόπο που θρηνήσαμε τον Λου Ριντ και τον Νέλσον Μαντέλα. Δεν υπήρξαν ήρωες. Βουλευτές των Τόρις στην Αγγλία πρόλαβαν να καταδικάσουν όσους τυχόν αποθέωναν τον Μπιγκς μετά θάνατον, ενώ ο Γκόλντσταϊν δεν μπορεί να έχει άλλη υστεροφημία εκτός από το ότι αντικειμενοποίησε με ποταπό τρόπο το γυναικείο σώμα (αν και πολλοί στις ΗΠΑ θεωρούν ότι οι δικαστικές περιπέτειές του τσιμέντωσαν την εκεί ελευθερία του τύπου). Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο προκαλούν μια συμπάθεια περάν εκείνης που δικαιούται ο νεκρός. Όχι γιατί πρόσφεραν κάποιο έργο, αλλά γιατί αποτελούν σύμβολα μιας εποχής που ευνοούσε τους τυχοδιώκτες. Σύμβολα των γοητευτικά παρακμιακών 70s, μιας εποχής που όσοι τα έβαζαν με το κατεστημένο είχαν μεγαλύτερα περιθώρια να πετύχουν έστω μια προσωρινή νίκη, μιας εποχής με μεγαλύτερη ανοχή στους αντιήρωες σε σχέση με ότι ακολούθησε. Ή έτσι είναι ή εγώ περιμένω με πολλή αγωνία τον «Λύκο της Wall Street».

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος