«Ως νεαρός συγγραφέας που μεγάλωνε στην Καζέρτα, στην περιφέρεια της Νάπολι, ένιωθα το θυμό να θεριεύει όλο και περισσότερο μέσα μου. Είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος μεταξύ δύο μαφιόζων της Καμόρα για τον έλεγχο της περιοχής, και η μεταξύ τους βία ξεχείλιζε στους δρόμους. Ήθελα να διηγηθώ στον κόσμο το πώς ήταν αυτή η εμπόλεμη ζώνη: οι οικογένειες των θυμάτων που ξέσκιζαν τα ρούχα τους, η μυρωδιά από το κάτουρο ενός άντρα που ήξερε ότι θα πεθάνει και δεν μπορούσε να ελέγξει τον φόβο του, οι άνθρωποι που δολοφονήθηκαν στο δρόμο, επειδή έμοιαζαν με τον στόχο».
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας Repubblica και του περιοδικού Espresso, γεννιέται στη Νάπολι, στις 22 Σεπτεμβρίου του 1977, από πατέρα καθολικό και μητέρα Εβραία. Μεγαλώνει στα ιταλικά χώματα, που αιώνες τώρα έχουν ποτιστεί με το αίμα της Μαφίας. «Γνώρισα τους εργάτες που δούλευαν σε επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο της Γκομόρα, μίλησα με τους “αγγελιαφόρους‘‘, τις βεντέτες που δούλευαν για τους μαφιόζους».
Ο Σαβιάνο αποφαζίζει από νεαρή ηλικία να γίνει ο «αντι-ιταλός» της γενιάς του και να χρησιμοποιήσει το πιο ισχυρό όπλο του – το λόγο – για να διηγηθεί την ασχήμια της μαφίας και του αίματος που κουβαλάει μέσα της. Το 2006 εκδίδει την «Γκομόρα», βιβλίο που περιγράφει τις δράσεις, την οργάνωση και την ιεραρχία της ομόνυμης οργάνωσης στη Νάπολι. Το εν λόγω συγγραφικό έργο επρόκειτο να του αλλάξει για πάντα τη ζωή. «Λίγο μετά την έκδοση της Γκομόρα, κάποιοι άφησαν στο γραμματοκιβώτιο της μητέρας μου ένα μικρό κομμάτι χαρτί. Ήταν μία φωτογραφία μου, με ένα πιστόλι να με σημαδεύει στο κεφάλι, και από κάτω τη λέξη «καταδικασμένος». Κάμποσο καιρό μετά, με κάλεσαν για να μιλήσω σε μία εκδήλωση για την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, στο Δήμο του Κάζαλ Ντι Πρίντσιπε, την πατρίδα του πιο ισχυρού μαφιόζου της Καμόρα, η οποία μάλιστα έχει και ένα από τα πιο υψηλά ποσοστά δολοφονιών στην Ιταλία. Από το βήμα έδειξα τους αρχηγούς της μαφίας, αναφέροντας τα ονόματά τους δημόσια, πράγμα που οι ντόπιοι ντρέπονταν να κάνουν. Τους είπα ότι έπρεπε να φύγουν».
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο κερδίζει μέσα από την Γκομόρα παγκόσμια αναγνώριση. Ταυτόχρονα, όμως, αποκτά και ορκισμένους εχθρούς. «Εκείνη την ημέρα, ο τότε πρόεδρος τη ιταλικής βουλής ήταν παρών στην εκδήλωση, μαζί με την προσωπική του ασφάλεια. Μου είπαν πως θα ήταν επικίνδυνο να επιστρέψω στη Νάπολι με τα ΜΜΕ. Έτσι με πήραν μαζί τους. Την επόμενη μέρα, η τοπική εφημερίδα καταδίκασε τη συμπεριφορά μου ως προσβολή προς την Καμόρα».
«Μερικές μέρες αργότερα, κάποιος με ακολούθησε σε κάποιο δρόμο της Νάπολι και ανέβηκε μαζί μου στο λεωφορείο. Κάποια στιγμή με πλησίασε και μου είπε: “Ξέρεις ότι θα σε κάνουν να πληρώσεις ακριβά για αυτό που έκανες στο Καζάλε, έτσι;”. Δεν πέρασε ένας μήνας, όταν στην επιστροφή μου από ένα φεστιβάλ βιβλίου στη Νάπολι βρήκα στο σταθμό δύο καραμπινιέρους να με περιμένουν. Μπήκαμε σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο της ασφάλειας. Μου είπαν ότι οι αρχές είχαν αποφασίσει πως θα είναι η προσωπική μου ασφάλεια. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, τα μέλη της ασφάλειας διπλασιάστηκαν, καθώς υπήρχαν φήμες από τις φυλακές ότι η καμόρα σχεδίαζε τη δολοφονία μου. Στη φυλακή, ένα από τα “κεφάλια‘‘ της μαφίας, ο Σαλβατόρε Καντιέλο, βλέποντας μία εκπομπή μου στην τηλεόραση, είπε: “Συνέχισε να μιλάς γιατί πολύ σύντομα δεν θα μπορείς να πεις κουβέντα”».
«Αυτή η ζωή είναι σκατά. Είναι δύσκολο να περιγράψεις το πόσο άσχημη είναι. Καμιά φορά κοιτάζω πίσω μου και ό,τι χωρίζει τη ζωή μου πριν και μετά την Γκομόρα. Υπάρχει ένα τεράστιο πριν και ένα τεράστιο μετά. Είναι οι άνθρωποι που έχασα. Είναι τα μέρη που είχα γνωρίσει και αυτά στα οποία έχω υπάρξει από τότε. Η Νάπολι έχει γίνει ένας τόπος που μπορώ να επισκεφτώ μόνο με τις αναμνήσεις μου», Ρομπέρτο Σαβιάνο.
Η Γκομόρα μεταφράζεται σε 52 γλώσσες και οι πωλήσεις της φτάνουν τα 10 εκατομμύρια. Το βιβλίο γίνεται θεατρικό έργο, το οποίο χαρίζει στο Σαβιάνο στο διαγωνισμό Olimpici del Teatro 2008 τον τίτλο του καλύτερου νέου Ιταλού συγγραφέα. Ταινία βασισμένη στο βιβλίο κερδίζει στο φεστιβάλ των Κανών το Μεγάλο Βραβείο για την πιο πρωτότυπη ταινία, καθώς επίσης και το Premio Tonino Guerra. Το 2014, η Γκομόρα γίνεται σειρά και μία από τις μεγαλύτερες παραγωγές της ιταλικής τηλεόρασης τις τελευταίες δεκαετίες.
To τρέιλερ της ταινίας Gomorrah, που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάτο.
«Τα τελευταία οκτώ χρόνια, όπου και να πηγαίνω με ακολουθούν δύο αυτοκίνητα της ασφάλειας. Μένω σε κελιά της αστυνομίας ή σε δωμάτια ξενοδοχείου. Σπάνια περνάω περισσότερες από δυο-τρεις ημέρες στο ίδιο μέρος. Έχουν περάσει περισσότερα από οκτώ χρόνια από την τελευταία φορά που οδήγησα μία βέσπα, έκανα έναν περίπατο ή βγήκα για μία μπίρα. Όλη μου η ζωή είναι προγραμματισμένη λεπτό προς λεπτό, τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη».
To τρέιλερ της σειράς Gomorra, που παρουσιάστηκε στη μικρή οθόνη το 2014.
«Αυτή η ζωή είναι σκατά. Είναι δύσκολο να περιγράψεις το πόσο άσχημη είναι. Υπάρχω μέσα σε τέσσερις τοίχους και η μοναδική εναλλακτική είναι να κάνω δημόσιες εμφανίσεις. Καμιά φορά κοιτάζω πίσω μου και ό,τι χωρίζει τη ζωή μου πριν και μετά την Γκομόρα. Υπάρχει ένα τεράστιο πριν και ένα τεράστιο μετά. Αυτό αφορά και τα προσφιλή μου πρόσωπα. Είναι οι άνθρωποι που έχασα, που απομακρύνθηκαν επειδή τους ήταν δύσκολο να σταθούν δίπλα σε μένα και τους ανθρώπους που ελπίζω ότι βρήκα τα τελευταία χρόνια. Είναι τα μέρη που είχα γνωρίσει και αυτά στα οποία έχω υπάρξει από τότε. Η Νάπολι έχει γίνει ένας τόπος που μπορώ να επισκεφτώ μόνο με τις αναμνήσεις μου».
Το 2008, η καμόρα αρχίζει να πυκνώνει τις απειλές της κατά του Σαβιάνο. Εκείνη την εποχή ξεκινά και η δίκη 24 μελών της μαφίας, γνωστή ως υπόθεση «Σπάρτακος». Οι κατηγορούμενοι βαρύνονται με σημαντικές κατηγορίες, όπως ανθρωποκτονία, δωροδοκία σε δημόσιες υπηρεσίες και βαριές σωματικές βλάβες. Ηγετικά στελέχη της μαφίας απαλλάσσονται από τις κατηγορίες με τρόπο τουλάχιστον ύποπτο.
O Ρομπέρτο Σαβιάνο απαντά για τη ζωή του υπό την απειλή της μαφίας.
Το 2013 ο Σαβιάνο εκδίδει το «Μηδέν, Μηδέν, Μηδέν» (Zero, Zero, Zero), βιβλίο που περιγράφει το «λευκό κόσμο» της κοκαΐνης και το πώς ελέγχεται από τα καρτέλ της Κολομβίας και του Μεξικό, που βρίσκουν πρόθυμους συνεργάτες σε κάθε γωνιά του πλανήτη: τράπεζες της Γουόλ Στριτ, εφοπλιστές σε Ελλάδα και Ιταλία, απόγονοι πλούσιων επιχειρηματιών και πολιτικών. Το βιβλίο σημειώνει ανάλογη επιτυχία με εκείνη της Γκομόρα, έχοντας ήδη πουλήσει στην Ιταλία 2 εκατομμύρια αντίτυπα. «Κοίταξα στην άβυσσο και έγινα ένα τέρας. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Με το ένα χέρι αγγίζεις την πηγή της βίας, με το άλλο τη ρίζας της αγριότητας. Για μένα είναι πολύ αργά. Έπρεπε να κρατήσω αποστάσεις που δεν κατάφερα να καθορίσω. Εντοπίζοντας το εμπόριο ναρκωτικών, μαθαίνεις να αναγνωρίζεις το βλέμμα των ανθρώπων. Ή καλύτερα, πείθεσαι μέσα από αυτό. Μαθαίνεις να καταλαβαίνεις αν κάποιος είχε αγαπηθεί ως παιδί, αν στάθηκαν δίπλα του, αν τον αγκάλιασαν μικρό, ή αν έπρεπε να τρέξει με την ουρά στα σκέλια. Αν τέθηκε στο περιθώριο, αν τον πέταξαν στο δρόμο. Αν καταλάβεις το εμπόριο ναρκωτικών, κατανοείς τη σχέση μεταξύ της λογικής του κακού και του χρήματος. Κατανοείς και αρχίσεις να αλλάζεις. Όποιος νιώθει πάνω του τις λέξεις, όποιος τις περνάει στο πετσί του, αυτός που πάνω τους χτίζει ένα νέο κώδικα επικοινωνίας, είναι αυτός που αλλάζει την πορεία του κόσμου, γιατί ξέρει πώς να σταθεί όρθιος, ξέρει πώς να σπάσει τις αλυσίδες. Μόνο όποιος ξέρει το κακό και το διηγείται, μπορεί και να προστατευθεί από αυτό».
Το τρέιλερ του βιβλίου «Μηδέν, Μηδέν, Μηδέν»
«Κάποιες φορές δέχομαι την ερώτηση αν φοβάμαι ότι θα με σκοτώσει η μαφία. “Όχι‘‘, απαντάω και σταματώ εκεί. Καταλαβαίνω ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν με πιστεύει, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Φοβάμαι πολλά πράγματα, αλλά ο θάνατος δεν είναι ένα από αυτά. Κάποιες φορές σκέφτομαι τον πόνο, το πώς θα ήταν να πεθάνω με πόνο. Αλλά γενικά, όσο και αν εκπλήσσονται κάποιοι, δεν σκέφτομαι το ότι πρέπει να πεθάνω».
Όποια και να ήταν η ζωή που θα ήθελα να έχω, το γεγονός είναι ότι έγραψα την Γκομόρα και για αυτό πληρώνω κάθε μέρα ένα τίμημα», Ρομπέρτο Σαβιάνο
Τι μπορεί να φοβάται ένας άνθρωπος που ζει υπό την απειλή της μαφίας; «Πιο πολύ από το θάνατο, φοβάμαι ότι η ζωή μου δεν θα επιστρέψει στην κανονικότητα». Υπάρχει όμως ένας ακόμη μεγαλύτερος φόβος. «Φοβάμαι μην κηλιδώσουν και με ντροπιάσουν. Συνέβη σε όλους όσους έχασαν τη ζωή τους για τις αρχές στις οποίες πίστευαν, σε όλους όσους κατήγγειλαν εγκλήματα ή είπαν αλήθειες που ενόχλησαν κάποιους. Αυτό έκαναν στον Ντον Πέπε Ντιάνα, τον ιερέα που πυροβολήθηε το 1994 στο Κάζαλ Ντι Πρίντσιπε, επειδή εκφράστηκε ενάντια στην Καμόρα και απείλησε να μην δεχθεί στην εκκλησία τους μαφιόζους. Μετά το θάνατό του, άρχισε μία προσπάθεια δυσφήμισής του, μέσω συκοφαντιών που τον κατηγορούσαν για επαφές με την Καμόρα. Το ίδιο έγινε με τον Φεντερίκο Ντελ Πρέτε, τον συνδικαλιστή που δολοφονήθηκε στον ίδιο τόπο το 2002. Ήδη από τη μέρα της κηδείας του άρχισαν να λέγονται ψέματα για το πρόσωπό του. Το ίδιο έκαναν και στον Τζοβάνι Φαλκόνε, τον δικαστή που δολοφονήθηκε το 1992. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο, η μαφία βρίσκει πάντα αυτιά πρόθυμα να ακούσουν αυτές τις ψευτίες πάνω σε πτώματα νεκρών».
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο για τη νομιμοποίηση της κοκαΐνης.
«Συχνά με ρωτούν αν θα έκανα ξανά ό,τι έχω κάνει, αν γνώριζα τις συνέπειες που έπρεπε να υποστώ μετά τη συγγραφή της Γκομόρα. Συνήθως προσπαθώ να πω την αλήθεια: “Ως άνθρωπος, ναι, ως συγγραφέας, όχι‘‘. Όμως δεν είναι αυτή η ειλικρινής απάντηση. Τις περισσότερες ώρες που είμαι ξύπνιος, σιχαίνομαι την Γκομόρα. Στην αρχή, όταν έλεγα στους δημοσιογράφους ότι δε θα έγραφα το βιβλίο αν γνώριζα τις συνέπειες, κατέβαζαν το πρόσωπο γεμάτοι απογοήτευση. Αν ήταν η τελευταία ερώτηση στη συνέντευξη, έφευγα με μία πικρή γεύση στα χείλη, με την αίσθηση ότι δεν ήμουν αντάξιος των προσδοκιών. Κατάλαβα πως η απάντηση που έπρεπε να δώσω όφειλε να ήταν πως θα έκανα τα πάντα ξανά την επόμενη ημέρα. Ότι θα θυσίαζα τα πάντα, για ακόμη μία φορά. Όμως πλέον έχει περάσει τόσος καιρός και αισθάνομαι ότι έχω κατακτήσει το δικαίμωμα να μοιράζομαι τα παράπονά μου. Παραδέχομαι ότι μου λείπει η εποχή που ήμουν ένας ελεύθερος άνθρωπος. Όποια και να ήταν η ζωή που θα ήθελα να έχω, ωστόσο, το γεγονός είναι ότι έγραψα την Γκομόρα και για αυτό πληρώνω κάθε μέρα ένα τίμημα».
Γιατί ο Ρομπέρτο Σαβιάνο δεν θα έγραφε ξανά την «Γκομόρα».
Όταν ο Ρομπέρτο Σαβιάνο «αυτοεξορίστηκε» πρόσφατα στη Νέα Υόρκη, η ιταλική αστυνομία του έδωσε έναν χάρτη ξεχωριστό. Σε αυτόν ήταν σημειώμένα τα σημεία που έπρεπε να αποφύγει, καθώς θεωρούνταν «υψιλού κινδύνου». Κατά βάση επρόκειτο για εστιατόρια Ιταλών, για τους οποίους υπήρχε η υποψία ότι είχαν επαφές με τη μαφία.
Τα «απαγορευμένα» σημεία όμως ήταν για το Σαβιάνο ακαταμάχητα. Αποφάσισε, λοιπόν, να επισκεφτεί ένα από αυτά. Φορώντας χιπστερικά ρούχα, γλίστησε σε ένα εστιατόριο, όπου παρήγγειλε και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Το φαγητό ήρθε, ο Σαβιάνο το απόλαυσε και τίποτα δεν συνέβη. Κανένας δεν τον είχε εντοπίσει.
Στους δρόμους της Νέας Υόρκης, ο Ρομπέρτο Σαβιάνο κουβαλάει πάντοτε μαζί το διαβατήριό του. Συνήθως, όταν το δείχνει στους δημοσιογράφους, ξεκινάει να το ξεφυλίζει από πίσω προς τα εμπρός. Είναι γεμάτο βίζες, με τις σφραγίδες πασαλιμένες σε φθαρμένες σελίδες. Κάθε φορά που βρίσκεται σε μία χώρα, τα ονόματα άλλων τόπων έρχονται στο νου του. «Αύριο μπορεί να είναι η Ελβετία, ο Καναδάς, η Γαλλία. Πάντα έχω ένα plan B στο μυαλό μου».