Ο Τόνι Μπουρντέν ήταν από τους πρωταγωνστές της σαρωτικής επέλασης του φαγητού ως βασικής έκφρασης της ποπ κουλτούρας τα τελευταία 10+ χρόνια. Ήταν εκείνος, όμως, που το έβαλε στη σωστή του βάση. Το είδε πάνω απ’ όλα ως εμπειρία και το απάλλαξε από την φριχτή επιδειξιομανία των σεφ-διασημοτήτων, από την εμμονή με το σωστό λεξιλόγιο και την κατάλληλη ορολογία, από την άντληση κοινωνικού κεφαλαίου μέσα από ένα πιάτο haute cuisine, από τον εξωτισμό ενός ατελείωτου food porn σκρολαρίσματος. Μπορούσε να μιλήσει σε αυτό το πλαίσιο, αλλά δεν τον ενδιέφερε ποτέ. Αντίθετα, αποθέωσε το φαγητό ως ύψιστη απόλαυση που δε σηκώνει δεύτερες σκέψεις («το σώμα δεν είναι ναός, αλλά πάρκο διασκέδασης-απολαύστε λοιπόν τη βόλτα») και δε χρειάζεται να συμψηφίζεται με άλλες θεωρίες (γι’ αυτό ήταν κάθετος να «μην εμπιστεύεστε τους φανατικούς Χεζμπολάχ vegetarians που ξοδεύουν 14 δολάρια για ένα πιάτο ψητά κολοκυθάκια και μελιτζάνες»).
Γυρίζοντας όλον τον κόσμο για τις τηλεοπτικές εκπομπές που άλλαξαν την ταξιδιωτική τηλεόραση, μας έβαλε και σε high end τραπέζια. Όπως εκείνο του Ρενέ Ρετζέπι στο Noma της Κοπεγχάγης. Αλλά κυρίως μας μίλησε για τα μέρη που πηγαίνουν οι απλοί, κανονικοί άνθρωποι. Ανέδειξε το φαγητό ως «βασική ένδειξη του πού και πώς ζουν, αφού κάθε τι που τρώνε έχει να διηγηθεί μια ιστορία». Κι αυτές τις ιστορίες τις αφομοίωσε.
Έφαγε τύφλα μεθυσμένος σε καντίνα στις Φιλιππίνες μετά από ξενύχτι με έναν ανεκδιήγητο fixer, αναρωτήθηκε αν υπάρχει κάτι στην Πράγα που δεν έχει χοιρινό δειπνώντας με τους εργάτες ενός σφαγείου στο χώρο εργασίας τους, τσίμπησε κρέας αλόγου στα στενά της Κατάνια στη Σικελία κατευθείαν από αυτοσχέδιες ψησταριές δρόμου, επισκέφθηκε ξανά τη νιότη του μπροστά σε πελώριους δίσκους με όστρακα στη Νορμανδία, πρόβαλλε σε slow motion το κόψιμο ενός κεφαλιού φρέσκιας παρμεζάνας σε ένα κελάρι στη Ρώμη κάνοντάς μας να πνιγούμε στο σάλιο μας, παρήγγειλε βότκα σε μπαρ που συχνάζουν οι μαφιόζοι στη Μόσχα, έγινε περσόνα νον γκράτα για το κράτος του Αζερμπαϊτζάν όταν επισκέφθηκε το Ναγκόρνο-Καραμπάχ (που διεκδικεί και η Αρμενία), συμμετείχε σε έφοδο της αστυνομίας του Παναμά που κατάσχεσε κι έκαψε μπροστά του 6 τόνους κοκαΐνη (το δικό του σχόλιο: «πριν από 15 χρόνια αυτό ακριβώς το δώρο θα ήθελα από τον Άγιο Βασίλη για τα Χριστούγεννα»). Καμιά φορά παραπλανήθηκε, όπως συμβαίνει σε όλους μας στα ταξίδια, τα δύο «ελληνικά» του επεισόδια ήταν από τα χειρότερα του ever: στην Κρήτη έπινε ρακές από μπετόνι βενζίνης κάνοντας αστεία για τους «ντόπιους βάρβαρους» που έψηναν ζυγούρια και σούταραν μπαλωθιές, η εκπομπή της Νάξου φλέρταρε με το ανεκδιήγητο.
Όλα αυτά, όμως, ήταν δεμένα με τη δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Πάνω σε δικά του κείμενα μοναδικής ευστροφίας και παρατήρησης που συχνά αμφισβητούσαν ακόμα και τις ίδιες τις προθέσεις του σόου. Όπως στο επεισόδιο που γύρισε στην Αϊτή αμέσως μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2010, η εκπομπή ήταν ένα πρότυπο δημοσιογραφικής έρευνας στα ερείπια αναδεικνύοντας μέσα από τα καθημερινά πιάτα την απέραντη φτώχεια του βασανισμένου λαού. Ο ίδιος όμως αναρωτιόταν στο τέλος αν τελικά το μόνο που πέτυχε ήταν να συνεισφέρει στη διαιώνιση της κουλτούρας του «τουρισμού της μιζέριας».
Έτσι κι αλλιώς, με το αξέπεραστο No Reservations, αλλά και τα Parts Unknown και The Layover που ακολούθησαν, ο Μπουρντέν υπήρξε ένας σταυροφόρος του διαχωρισμού ανάμεσα στον ταξιδιώτη και τον τουρίστα. Σχεδόν αδιαφορούσε για τα τυπικά αξιοθέατα των τόπων που επισκεπτόταν κι αναζητούσε την περιπέτεια, προσπαθώντας να ανακατευτεί με τους ντόπιους, μακριά από το all inclusive κοπάδι που «τρώει στα Hard Rock Cafes και τα McDonalds». Θεώρησε την έννοια του ταξιδιού συνυφασμένη με εκείνη του ρίσκου κι αυτό τον οδήγησε να κάνει πεζοπορία στη ζούγκλα με τα έντομα να του επιτίθενται κατά ριπάς στη Μαλαισία ή να επισκεφτεί τη Μιανμάρ και το Κονγκό.
Και, φυσικά, να δοκιμάσει ακρίδες, καρδιά κόμπρας, έμβρυα πουλερικών (με τα φτερά τους) ή μάτι φώκιας. Κι, ακόμα πιο φυσικά, πολλά είδη γεννητικών οργάνων (ανάμεσά τους και κομμάτι από τον σκονισμένο πρωκτό ενός αφρικάνικου αγριογούρουνου στη Ναμίμπια).
Όλα αυτά τα περιέγραψε με συναρπαστικό wit στο Η Περιπλάνηση Ενός Μάγειρα: Αναζητώντας το Τέλειο Γεύμα.
Γυρίζοντας πίσω στις κουζίνες που υπηρέτησε επί 28 χρόνια, ο Μπουρντέν με το εκπληκτικό Κουζίνα Εμπιστευτικό μας έβαλε στον αθέατο κόσμο των εστιατορίων αποδομώντας ήδη από το 2000 που εκδόθηκε το βιβλίο (έγινε και τηλεοπτική σειρά με μέτρια αποτελέσματα) το σταρ σίστεμ των σύγχρονων σεφ. «Περιφέρομαι χασομερώντας και καμαρώνοντας μέσα στο λευκό σακάκι του σεφ, απολαμβάνοντας συνάμα τους επαίνους που κανονικά δικαιούνται οι άλλοι, οι οποίοι και ταλαιπωρούνται», συστήνεται στο «αυτί» της έκδοσης, θέτοντας τον τόνο και μη αφήνοντας περιθώρια για παρερμηνείες. Με αυτοσαρκαστικό χιούμορ μίλησε για τη δύσκολη ζωή στις κουζίνες που σχεδόν μαθηματικά καταλήγει σε μια ασταθή συναισθηματικά ζωή, που σχεδόν μαθηματικά οδηγεί στις ουσίες (ο Μπουρντέν μιλούσε πάντα ανοιχτά για την περίοδο της ζωής του που υπήρξε εθισμένος στην ηρωίνη, τη δεκαετία του ’80). Μας ξενάγησε στην ανθρωπογεωγραφία της κουζίνας: «υπάρχουν οι Καλλιτέχνες που είναι ενοχλητικοί/ οι Εξόριστοι που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο/ οι Μισθοφόροι που το κάνουν για το χρήμα και το κάνουν καλά». Είδε την κουζίνα, επίσης, ως μια μικρογραφία της πολυπολιτισμικής αμερικάνικης κοινωνίας: «να εμπιστεύεσαι τους μεξικάνους λαντζέρηδες, μην τσαντίζεις τους ψήστες από το Εκουαδόρ και, προς Θεού, ποτέ να μην προσλαμβάνεις Ιταλούς στον μπουφέ σου». 10 χρόνια αργότερα στο Μισοψημένο, σταρ πια, έγραψε και την πικρή αλήθεια: «Δεν έχει σημασία αν είσαι άνδρας, γυναίκα, gay, straight, με χαρτιά ή χωρίς χαρτιά παραμονής. Ή μπορείς να φτιάξεις μια ομελέτα, ή δεν μπορείς. Βασικά, ή μπορείς να φτιάξεις 500 ομελέτες σε τρεις ώρες, ή δεν μπορείς…».
Έδωσε, επίσης, μαθήματα και συμβουλές: οι ζωμοί είναι το μυστικό της νοστιμιάς και είναι απόλυτα μάταιο και λάθος να επιμένουμε σε διαχωρισμούς τύπου κρέας/ψάρι, τίποτα δεν πρέπει να παραγγέλνεται καλοψημένο, καλό είναι να προσπερνάμε τους Κυριακάτικους brunch μπουφέδες (είναι φτιαγμένοι από τα υπολείμματα Παρασκευής και Σαββάτου), ας είμαστε πάντα επιφυλακτικοί με το «Πιάτο Ημέρας» (μπορεί να είναι ό,τι απέμεινε από την προηγούμενη μεταμφιεσμένο), ποτέ ψάρι τη Δευτέρα (αντίθετα την Τρίτη, το ζητάμε με κλειστά τα μάτια), ποτέ έξτρα αλάτι πριν δοκιμάσουμε, να μην κρίνουμε το μέρος που τρώμε από την τουαλέτα του και πάντα να εμπιστευόμαστε τους ντόπιους. Τέλος, και κάτι που ξέραμε: «το πιο όμορφο πράγμα που μπορείς να κάνεις για κάποιον είναι να να του φτιάξεις πρωινό».
Σε αντίθεση με όλους τους θανάτους διασήμων στην εποχή των σόσιαλ μίντια, η αυτοκτονία του Μπουρντέν έχει ένα μήνυμα. Όλοι μας, αυθόρμητα, όταν πέρασε η είδηση στο feed σκεφτήκαμε: «Μα, πώς αυτός;». Τα είχε όλα. Μια ονειρεμένη δουλειά, μια απίθανη καριέρα κάνοντας αυτό που λάτρευε (ο τύπος είχε γράψει μέχρι και δύο graphic novels), παρελθόν που έμοιαζε να το είχε ζήσει στο μάξιμουμ, μια όμορφη σύντροφο, ανοιχτές πόρτες παντού και τόση δύναμη ώστε να τραπεζώνει τον Ομπάμα στο Βιετνάμ και να τοποθετείται φανατικά υπέρ του #MeToo. Και, κυρίως, μια άνετη συμπεριφορά που έμοιαζε να γιορτάζει τη ζωή.
Λογική ήταν η πρώτη μας γρήγορη αντίδραση. Αλλά, τελικά, και ταυτόχρονα τόσο -μα τόσο- λάθος.