Ο H.R Giger έφυγε σε ηλικία 74 ετών, εξαιτίας ενός σοβαρού τραύματος από πτώση. Ο Ελβετός σουρεαλιστής ήταν ένας εκ των λίγων που κατόρθωσαν να περάσουν την ελεγχόμενη παράνοια του έργου τους, χρησιμοποιώντας τη δημοφιλία των διαφορετικών μέσων. Γεννημένος στο Chur της Ελβετίας το 1940, γρήγορα εγκατέλειψε την πιθανότητα καριέρας στην αρχιτεκτονική και το βιομηχανικό σχεδιασμό για πιο καλλιτεχνικά μονοπάτια. Όπως κάθε σωστός καλλιτέχνης όμως, προσέγγισε το έργο του εκμεταλλευόμενος συνολικά τις γνώσεις του (ειδικά το βιομηχανικό στοιχείο είναι έντονο στις δημιουργίες του). Ήδη από τη δεκαετία του ’70, είχε αρχίσει να κεντρίζει το ενδιαφέρον σκηνοθετών που και εκείνοι με τη σειρά τους είχαν ένα πιο «καλλιτεχνικό» μάτι, όπως ο Alejandro Jodorowsky που τον ήθελε για το Dune εν έτει 1975 (τελικά μετά από πολλές περιπέτειες η ταινία κυκλοφόρησε από τον David Lynch, αλλά χωρίς τα σχέδια που είχε έτοιμα ο Giger).
Η αισθητική του Giger αποτυπώθηκε το 1977, με το βιβλίο Necronomicon, που άνοιξε το δίαυλο επικοινωνίας με το Hollywood για τα επόμενα χρόνια. Και αυτό γιατί, εκείνη την περίοδο έπεσε στα χέρια του Ridley Scott, που γύριζε μια μικρή ταινία τρόμου ονόματι Alien. Αναζητώντας την κατάλληλη εικονοποιία για το πλάσμα, διαπίστωσε ότι τα σκίτσα και οι πίνακες του Ελβετού καλλιτέχνη ήταν με διαφορά ο πιο εφιαλτικός και αισθητικά αξιομημόνευτος υποψήφιος, με ξεκάθαρες επιρροές από τα έργα του H.P Lovecraft. Το έντονο σεξουαλικό στοιχείο που αποπνέουν τα βιομηχανικά πλάσματα του Giger, σε συνδυασμό με τo ανδρόγυνο παρουσιαστικό, την απουσία ματιών και την τάση να κρύβεται στο σκοτάδι, αποτέλεσε ένα από τα πιο κλασικά τέρατα στην ιστορία του κινηματογράφου. Εκτός από αυτό, φρόντισε να κατασκευάσει το εξωγήινο διαστημόπλοιο που ανακαλύπτουν, τα αυγά, το μικρό Άλιεν και το facehugger, που εμφυτεύει τον εξωγήινο στο θύμα/ξενιστή, σε μία ακόμη όχι και τόσο διακριτική σεξουαλική αναφορά. Σε συνδυασμό με τον άλλο μεγάλο σχεδιαστή του Hollywood, τον Ron Cobb, που ανέλαβε το «ανθρώπινο κομμάτι» της ταινίας, απεικόνισαν στο έπακρο τη σκοτεινή και κλειστοφοβικά αγχωτική ματιά που είχε στο μυαλό του ο Scott. Και βέβαια, στα Όσκαρ του 1980, πήρε σπίτι του το χρυσό αγαλματίδιο για τα καλύτερα οπτικά εφέ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ασχολήθηκε και με άλλα φιλμ (το αντίκτυπό του σε όλη την τετραλογία των Alien είναι σχεδόν αυτονόητο), κάνοντας σχέδια για το Poltergeist II, το Species, το Batman Forever (για το Batmobile, αλλά δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ) και τέλος έδωσε τα «φώτα» του στον Προμηθέα (του Ridley Scott) το 2012, ξεκινώντας ένα δεύτερο κύκλο ενασχόλησης με το Alien, ο οποίος δυστυχώς θα μείνει ανοιχτός, για να συμπληρωθεί από τους διαδόχους του, που αν και πολλοί δεν είναι τόσο αυθεντικοί. Ωστόσο, η μοναδικότητα του έργου του, δεν επηρέασε μόνο τους κινηματογραφιστές, αλλά και πολλούς άλλους καλλιτέχνες που θέλησαν το καλλιτεχνικό του στίγμα και στα δικά τους έργα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα, το Brain Salad Surgery των Emerson, Lake and Palmer του 1973, το Koo Koo της Debbie Harry το 1981, το Frankenchrist των Dead Kennedys (στο εσώφυλλο, που βέβαια ήταν αρκετό να οδηγήσει σε δίκη για προσβολή της δημοσίας αιδούς), το To Mega Therion των Celtic Frost (1985) και την πολύ χαρακτηριστική βάση μικροφώνου του frontman των Korn. Ενώ το 1992, κυκλοφόρησε το χαρακτηριστικά giger-ικό βιντεοπαιχνίδι Dark Seed, ένα point-and-click adventure ψυχολογικού τρόμου, που ακόμη και σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο τρομακτικά παιχνίδια όλων των εποχών, εν μέρει και λόγω της τέχνης του Giger.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, ο Giger δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αποδεκτός από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της χώρας του, της Ελβετίας, με μοναδική ίσως εξαίρεση το επονομαζόμενο Giger Bar, που άνοιξε το 1992 στη γενέτειρά του, το Chur και όπως αντιλαμβάνεστε είναι ένα μαγαζί με ξεκάθαρη την αισθητική του, σε θέματα ντεκόρ. Είναι σαν να πίνεις το ποτό σου μέσα στο derelict (το διαστημόπλοιο από το Alien). Και ειδικά μετά το χαμό του επίσης μοναδικού Stan Winston το 2008, ο χαμός του Giger αφήνει ανεκπλήρωτο κενό σε ότι αφορά τη δημιουργία μαγείας στον κινηματογράφο, αλλά και την τέχνη γενικότερα. Και όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα μείνουμε με την παρηγοριά των δημιουργημάτων τους.