H Miley Cyrus ζει τη ζωή της ως διάσημη και πλούσια έχοντας βάλει στοίχημα με τον εαυτό της να καταφέρει να κάνει κάποιους, έστω λίγους, έστω τους πιστούς fans που όλοι οι pop stars έχουν σε ορδές, να δουν τη ζωή – και τις γυναίκες – αλλιώς. Θα έλεγε κανείς πως κάτι τέτοιο θα ήταν πια αχρείαστο από τη στιγμή που υπήρξε η Madonna, η οποία, μάλιστα, επιζητούσε την αντίδραση τόσο έντονα ώστε να περιμένεις ότι το απανταχού κοινό θα είχε πλέον σταματήσει να ανταποκρίνεται σε τέτοιες «θεραπείες σοκ» της showbiz. Δεν είναι όμως έτσι: δεκαετίες μετά τις απόπειρες της Madonna να κάνει mainstream τη σεξουαλική απελευθέρωση 20 χρόνια μετά τα 60s, αρκετά ταμπού παραμένουν ίδια – ίσως και να έχουν πολλαπλασιαστεί, ίσως και να προστίθενται νέες προκαταλήψεις που πρέπει να ξεπεράσουμε όσο προχωράμε προς το μέλλον.
Η Miley έχει λύσει το βιοποριστικό της από τότε που πρωταγωνιστούσε στο Hannah Montana του καναλιού της Disney, φέροντας, με σκανδαλώδη επιτυχία, την περσόνα ενός αποστειρωμένου ξανθού κοριτσιού που ταίριαζε γάντι με το αμερικάνικο ιδεώδες της μαζορέτας και της Prom Queen: μια υγιής, αθλητική νεαρά του Νότου με καλή φωνή και λαμπερή οδοντοστοιχία, πρότυπο ιδανικό για μαζική κατανάλωση, και, κυρίως, ασφαλές, καθόλου προσβλητικό για τα χρηστά ήθη. Η περίοδος εκείνη (περίοδος, κατά την ίδια, τόσο πιεστική που πιθανότατα να της άφησε κάποια ελαφριά διατροφική διαταραχή), έδωσε αναπόδραστα σχεδόν τη θέση της σε μια επανάσταση.
Μόνο που αυτή η επανάσταση δεν είναι πλέον μόνο προσωπική.
Σε μια εποχή που το κυρίαρχο πρότυπο ποπ σταρ είναι μίνιμουμ ρίσκου περιπτώσεις, τύπου Taylor Swift, η Cyrus φαντάζει από υπερβολική ως γκροτέσκ. Σκεφτείτε λίγο με τι έχουμε να τη συγκρίνουμε στον ποπ αντίποδα. Για να μιλήσω για εμένα, σπάω το κεφάλι μου να καταλάβω γιατί θεωρείται θεμιτό να εκθέτεις στα τραγούδια σου πασίγνωστους ανθρώπους με τους οποίους οι προσωπικές σχέσεις σου ναυάγησαν και να στηρίζεις μεγάλο μέρος της δημοσιότητας και δημοφιλίας σου σε τέτοιου είδους κιτρινισμούς, ή πώς συνάδει με το περιβόητο empowerment η μικροπρέπεια των δημόσιων καβγάδων με άλλες επιτυχημένες γυναίκες, πράγματα στα οποία καταφεύγει το «αντίπαλον δέος» της εικονοποιΐας της σύγχρονης ποπ, λίγο για το σούσουρο, λίγο για το κουτσομπολιό. Η Cyrus χρησιμοποιεί επίσης τη βιομηχανία και τα tabloids, αλλά αλλιώς, έχοντας, έστω ελάχιστα για τους δύσπιστους, στο μυαλό της ένα «ευρύτερο καλό», εμμένοντας στο λεγόμενο making a difference: αυτοχαρακτηρίζεται ως «gender fluid», περπατάει στα κόκκινα χαλιά με εμφανή τριχοφυΐα για να πυροδοτήσει συζητήσεις σχετικά με το δικαίωμα της γυναίκας να θεωρεί όμορφο κάτι που δεν συνάδει με τα κρατούντα πρότυπα ομορφιάς και ανεβάζει ημίγυμνες φωτογραφίες για να στηρίξει το κίνημα Free the Nipple (την αντίδραση στη λογοκρισία φωτογραφιών topless γυναικών στο instagram). Φαίνεται, δε, πως υπάρχει ένα ειλικρινές ενδιαφέρον από πλευράς της για τέτοια θέματα, και, αν και αποφεύγω να χρησιμοποιώ τη λέξη «φεμινισμός» για ψύλλου πήδημα, όλο αυτό μου φαίνεται αρκούντως φεμινιστικό.
Οι «προκλήσεις» της Miley έχουν έναν χαρακτήρα σχεδόν ρομαντικά συμβολικό: επιλέγει να είναι αμφιλεγόμενη με έναν τρόπο κιτς και ναΐφ, τη στιγμή που θα μπορούσε να είναι ακόμη μια ακίνδυνη, γλυκερή America’s Sweetheart, και συνδυάζει την καθαρά προσωπική υπόθεση της δραπέτευσης από τα δεσμά της Disney και της μετάλλαξης σε ένα υπερσεξουαλικό ον με μια προσπάθεια να αφυπνίσει, όσο είναι κάτι τέτοιο ρεαλιστικό, μιλώντας ανοιχτά για θέματα που ποικίλουν, από την καταπίεση της Hannah Montana που ένιωθε ως εντεκάχρονη child star μέχρι τη μαριχουάνα και τις bisexual σχέσεις της. Η Miley ποζάρει για ένα από τα θεματικά εξώφυλλα του Interview επιχειρώντας να (ξανά)απενοχοποιήσει τη γυναικεία αυτοϊκανοποίηση (το έχουμε ξαναδεί και αυτό από τη Madonna, φυσικά) και χορεύει στο φινάλε των VMAs πλαισωμένη από μπαλέτο drag queens, σε ένα σόου που παρακολουθούν άπειροι τινέιτζερς σε όλον τον κόσμο – και αυτό, ανεξάρτητα από το αν συμπαθούμε ή όχι τη Miley, αποτελεί δήλωση και θέση. Και η 22 ετών Miley, με λυμένο το βιοποριστικό, πάει το πράγμα σε άκρα, για τον μέσο Αμερικανό, ίσως από καθαρό εγωκεντρισμό ή, στο χειρότερο σενάριο, ίσως μόνο για την προβολή, τη φήμη ή την υστεροφημία, που ουδείς εμίσησε – αλλά οπωσδήποτε επηρεάζοντας, παραπλεύρως, τουλάχιστον κάποια μερίδα του κοινού. Και σε αυτό το μετριαστικό «τουλάχιστον», σε αυτό το «ίσως», που εσκεμμένα επαναλήφθηκε εδώ πολλές φορές, εστιάζεται όλη η θετικότητα και η απολογητική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζω αυτό το φαινόμενο της ποπ κουλτούρας, διαχωρίζοντάς το από τα υπόλοιπα case studies του είδους: τουλάχιστον, σε κάποια κλίμακα, ίσως βγει κάτι, ίσως έρθουν στο προσκήνιο μερικές διαφορετικότητες, ίσως λουστεί στο φως λίγο περιθώριο.