«Είναι λίγο παράξενα εδώ στην Αγγλία. Αν συγκρίνω την κατάσταση με την Ελλάδα, φαίνεται ότι τα έχετε κουμαντάρει πολύ πιο καλά» λέει σε σπαστά ελληνικά με εύλογη αγγλική προφορά ο, γεννημένος πριν από 50 χρόνια στο Μπέρμιγχαμ από Κύπριο πατέρα και Ελληνίδα μάνα, Παναγιώτης Παφίδης, ένας από τους πιο επιφανείς -ως Pete Paphides- μουσικοκριτικούς της γενιάς του σε μια χώρα που η ποπ κουλτούρα αποτελεί βαριά βιομηχανία. «Σε πειράζει όμως να μιλήσω λίγο εγγλέζικα, γιατί είναι a bit complicated αυτό που θέλω να πω;»
Κανένα πρόβλημα, του λέω, μπορούμε να μιλήσουμε σε όποια από τις δύο γλώσσες σε βολεύει περισσότερο, κι αφού πια έχουμε και οι δύο σχολιάσει το background της εικόνας του άλλου που ο καθένας μας βλέπει στην οθόνη του, μιας και όλως παραδόξως το συγκεκριμένο μεσημέρι τα σύννεφα κρύβουν τον ήλιο στην Αθήνα και όχι στο Λονδίνο, συνεχίζει στα εγγλέζικα: «Ο Μπόρις Τζόνσον αντέδρασε με μεγάλη καθυστέρηση. Όταν σκέφτομαι την ταχύτητα με την οποία κινήθηκε η Ελλάδα, ντρέπομαι ακόμη περισσότερο για την κατάσταση στην Αγγλία. Είναι άλλη μια ντροπιαστική στιγμή της βρετανικής κυβέρνησης, που είναι γεμάτη από ντροπιαστικές στιγμές από τότε που ανέλαβε την εξουσία. Ή μάλλον από ακόμη πιο πριν».
Εν μέσω πανδημίας, είναι πρακτικά αδύνατο μερικές πρώτες κουβέντες για τις ραγδαίες συνέπειές της, να μην είναι αυτές που θα σπάσουν τον πάγο ακόμη και ανάμεσα σε δύο συνομιλητές με κοινό τόπο πολύ πιο ουσιαστικό από τον τρόπο διαχείρισης μιας πρωτόγνωρής υγειονομικής κρίσης: είναι η αγάπη για τη μουσική, τις συναυλίες, τους δίσκους, είναι η όχι και τόσο μεγάλη ηλικιακή διαφορά (μια δεκαετία που γεφυρώνεται ακριβώς λόγω της αγάπης για τη μουσική, τις συναυλίες, τους δίσκους), είναι το ότι βιοποριζόμαστε -μέσες άκρες- κατά τον ίδιο τρόπο, ως δημοσιογράφοι, είναι το ότι και οι δύο έχουμε γράψει μέχρι στιγμής από ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί τη μουσική ως αφετηρία για να πει (ή να προσπαθήσει να πει) κάτι άλλο, είναι η κοινή μητρική γλώσσα. Και από την άλλη είναι μια πολύ σημαντική διαφορά: ο ένας ζει από τα 18 του στην Αθήνα έχοντας γεννηθεί στον Βόλο, ενώ ο άλλος ζει από τα 20 του στο Λονδίνο έχοντας γεννηθεί στην πόλη της βρετανικής επαρχίας όπου, αφήνοντας πίσω την Ελλάδα και την Κύπρο, επέλεξαν να μεταναστεύσουν πριν από περισσότερο από μισό αιώνα οι γονείς του κυνηγώντας -τι άλλο;- μια καλύτερη ζωή.
Περιοδικά (Melody Maker, Q, Mojo, Time Out, κ.α.), εφημερίδες (μεταξύ άλλων The Guardian και The Times, όπου επί πολλά χρόνια ήταν ο επικεφαλής μουσικοκριτικός), ντοκιμαντέρ (για το BBC), είναι οι κεντρικοί άξονες του πολυσχιδούς, τριακονταετούς βιογραφικού του.
Όντας και ο ίδιος με τον τρόπο του ένας από τους παράγοντες της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας από τα τέλη των 80s μέχρι και σήμερα, δεν θα προκαλούσε και τόσο μεγάλη έκπληξη αν το λογοτεχνικό ντεμπούτο του με τα απομνημονεύματά του ήταν βουτηγμένο στο «χιλιοτραγουδισμένο» κοκτέιλ της sex, drugs and rock ‘n’ roll υπερβολής και δεν διέφερε από τόσα και τόσα άλλα ανάλογα πονήματα συναδέλφων του. Ξέρουμε όλοι πώς πάει: μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα συνεσταλμένο αγόρι που γεννήθηκε στη μουντή βρετανική επαρχία των 60s, βρήκε διέξοδο από το ασφυκτικό κοινωνικό του πλαίσιο και «σώθηκε», ή αν θέλετε, «καταστράφηκε» από την ποπ μουσική στα 70s, και τελικά έκανε το εφηβικό του όνειρο επάγγελμα, καταλήγοντας η δημοσιογραφική υπογραφή του να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο προβεβλημένες του κλάδου του.
Όμως όχι. Η χειμαρρώδης αφήγηση των σχεδόν εξακοσίων σελίδων που απαρτίζουν το memoir Broken Greek – A Story Of Chip Shops And Pop Songs, αν και νομοτελειακά περιέχει αναφορές κουλτούρας που παραμένουν επίκαιρες σε ενεργητικό και όχι μόνο σε ιστορικό επίπεδο μέχρι και σήμερα, έχει κατά βάση να κάνει με ό,τι συνέβη στον Παφίδη πριν ανδρωθεί. Έχει να κάνει, όπως λέει στην Popaganda, με τα χρόνια που τον καθόρισαν.
«Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας είναι κατά τη γνώμη μου τα πιο ενδιαφέροντα. Πάντα εκπλήσσομαι όταν διαβάζω αυτοβιογραφίες και οι πρωταγωνιστές από το τέλος κιόλας του πρώτου κεφαλαίου είναι ήδη 21 ετών. Όμως η παιδική ηλικία σε καθορίζει περισσότερο από κάθε άλλη κι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για περιπτώσεις σαν τη δική μου, όταν δηλαδή μεγαλώνεις σε μια χώρα διαφορετική από εκείνη από την οποία κατάγονται οι γονείς σου. Προκύπτουν, όπως καταλαβαίνεις, ζητήματα ταυτότητας. Χρειάζεται να προσπαθήσεις περισσότερο για να καταλάβεις ποιός είσαι και ποιός θες να γίνεις. Είναι κάτι που πρέπει να κάνεις μόνος σου, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν οι γονείς σου που μετανάστευσαν σε μια ξένη χώρα και είναι υπερβολικά απασχολημένοι με το να προσπαθούν να επιβιώσουν. Πού να βρουν χρόνο να ηρεμήσουν και να σκεφτούν ποιος θα γίνει ο γιος τους; Προφανώς οι γονείς μου ήθελαν τα παιδιά τους να νιώθουν τόσο Έλληνες όσο και εκείνοι. Κάποια παιδιά όντως μπορεί να νιώσουν έτσι. Κάποια άλλα όμως όχι.»
Σίγουρα όχι αυτό το παιδί που, όπως γράφει ως μεσήλικας πια στο βιβλίο του, κάποτε ένιωθε ότι «συνυπήρχαν δύο κόσμοι που μερικές φορές διασταυρώνονταν: ο ελληνοκεντρικός κόσμος των γονιών μου, ένας τομέας του οποίου οι όροι και οι προϋποθέσεις έφταναν μέχρι τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας και ο κόσμος πέρα από το ταμείο του fish and chip μαγαζιού μας. Αλλά ακόμη και στα 7 μου συνειδητοποίησα ότι απλά και μόνο επειδή κάτι ήταν τεράστιο στον ένα κόσμο, δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη ότι υπήρχε στον άλλο».
Δεν είμαι σίγουρος ότι πολλά παιδιά συνειδητοποιούν τόσο βαριά θέματα σε τόσο μικρή ηλικία, του λέω. «Ίσως να είναι πολλά παιδιά και απλά δεν έχουν το κατάλληλο λεξιλόγιο για να εκφραστούν. Αυτό που θυμάμαι είναι ένα αίσθημα ενοχής. Ένιωθα ότι γρήγορα οι γονείς μου θα συνειδητοποιούσαν ότι δεν θα γινόμουν αυτός που νόμιζα ότι ήθελαν να γίνω. Ήταν ένα τεράστιο βάρος μέσα μου και μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι αν ήξεραν όσα σκεφτόμουν, θα κατατρόμαζαν γιατί είναι καλοί άνθρωποι, ποτέ δεν θα ήθελαν να υποφέρει το παιδί τους. Όμως ακριβώς επειδή δεν ήξεραν τί σκεφτόμουν, μιλούσαν συχνά για το μέλλον που φαντάζονταν για μένα, καταπιέζοντάς με χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ήξερα ότι ήθελαν ο αδερφός μου κι εγώ να παντρευτούμε Ελληνίδες και να σταθούμε μπροστά από τον παπά μέσα σε μια εκκλησία και μετά να χορέψουμε σε μια μεγάλη γαμήλια εκδήλωση μαζί με πολλούς ακόμη Έλληνες, δίπλα στους οποίους ποτέ δεν ένιωσα άνετα γιατί τα ελληνικά μου δεν ήταν τόσο καλά. Ένιωθα απαίσια όταν έπρεπε να μιλήσω σε ενήλικες Έλληνες».
Ένιωθε, όπως γράφει με ένα γλαφυρό τρόπο που όμως δεν ξωκείλει σε σεντιμεντάλ ευκολίες, στο Broken Greek, ως ένας πολύ κακός Έλληνας. «Νόμιζα ότι οι γονείς μου εύχονταν να ανοίξει η γη να τους καταπιεί βλέποντας τα παιδιά τους να μιλάνε σπαστά ελληνικά στους φίλους τους. Πιθανότατα δεν τους ένοιαζε καν, αλλά έτσι το είχα στο μυαλό μου. Όταν λοιπόν σκεφτόμουν ότι μια μέρα θα έφτανα να χορεύω με τη γυναίκα μου σε έναν παραδοσιακό ελληνικό γάμο, κοκκίνιζα από ντροπή. Δεν μπορούσα να το πω στους γονείς μου. Θα μου έλεγαν: “μα καλά, ντρέπεσαι που είσαι Έλληνας;” Όμως εγώ δεν ντρεπόμουν καθόλου. Απλά ένιωθα σαν απατεώνας. Ένιωθα ότι αν προσπαθούσα να το παίξω Έλληνας θα με έπαιρναν όλοι στο ψιλό», λέει σήμερα στην Popaganda.
«Η παιδική ηλικία σε καθορίζει περισσότερο από κάθε άλλη κι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για περιπτώσεις σαν τη δική μου, όταν δηλαδή μεγαλώνεις σε μια χώρα διαφορετική από εκείνη από την οποία κατάγονται οι γονείς σου. Προκύπτουν ζητήματα ταυτότητας. Χρειάζεται να προσπαθήσεις περισσότερο για να καταλάβεις ποιός είσαι και ποιός θες να γίνεις. Είναι κάτι που πρέπει να κάνεις μόνος σου, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν οι γονείς σου που μετανάστευσαν σε μια ξένη χώρα και είναι υπερβολικά απασχολημένοι με το να προσπαθούν να επιβιώσουν. Πού να βρουν χρόνο να ηρεμήσουν και να σκεφτούν ποιος θα γίνει ο γιος τους;»
Ήταν 1963 όταν η Βικτώρια Καλαβά άφησε πίσω της τη Νέα Κηφισιά και πήγε να ζήσει κοντά στην ήδη παντρεμένη αδερφή της στον Άγιο Ερμόλαο της Κύπρου. Ο Χρήστος Παφίδης ήταν, όπως γράφει ο γιος του, ένας από τους πιο περιζήτητους εργένηδες της κωμόπολης. Εκείνος τη φλέρταρε. Εκείνη ανταποκρίθηκε. Δεκαοχτώ μήνες μετά τη γνωριμία τους αποφάσισαν να περάσουν τη ζωή τους μαζί. Εκείνη δεν ήθελε να ζήσει άλλο στην Κύπρο. Εκείνος δεν ήθελε να ζήσει στην Αθήνα. «Κάπως έτσι το αποφάσισαν: Μετά τον Μακαρθισμό, η Αμερική θα ήταν προβληματική για ένα νεαρό κομμουνιστή. Ένας Βρετανός ταγματάρχης είπε στον πατέρα μου: “Αν αποφασίσεις ποτέ να πας στην Αγγλία, μπορώ να σου δώσω τη διεύθυνση του μπατζανάκη μου που δουλεύει ως μάνατζερ στο εργοστάσιο της Rover. Θα πας εκεί και θα σε βοηθήσει”. Η διεύθυνση ήταν στο Μπέρμιγχαμ, οπότε εκεί αποφάσισαν να πάνε».
Το πλάνο ήταν να σπουδάσει μηχανικός ο Χρήστος και μετά από λίγα χρόνια να γυρίσουν στην Κύπρο, όπου εκείνος θα επισκεύαζε αυτοκίνητα και η Βικτώρια θα «έτρεχε» το μαγαζί. Τον Ιανουάριο, αμέσως μετά τα πρώτα τους Χριστούγεννα στην Αγγλία, παντρεύτηκαν στον Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ανδρέα, στις παρυφές του κέντρου του Μπέρμιγχαμ. Τον Μάιο του 1964 γεννήθηκε ο πρώτος τους γιος, ο Άκης. Μέχρι να γεννηθεί ο δεύτερος, ο Παναγιώτης, το 1969, η ζωή τα είχε φέρει έτσι ώστε να έχουν ήδη ανοίξει το πρώτο τους fish and chip μαγαζί, και μάλιστα μεσοτοιχία με το σπίτι τους. Σχεδόν μέσα σε αυτό πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο μικρός Παναγιώτης, βλέποντας τους γονείς του να δουλεύουν νυχθημερόν για να χορτάσει η πελατεία που σχημάτιζε ουρές καθημερινά -μιας και ο φιλότιμος, πρεσβύτερος Παφίδης προμηθευόταν καθημερινά, πριν καν ξημερώσει, φρέσκα ψάρια, και η γυναίκα του καθάριζε και τηγάνιζε η ίδια τις πατάτες- και, το κυριότερο, «διαβάζοντας» με τα παιδικά του μάτια στα δικά τους τη νοσταλγία για τους τόπους που είχαν αφήσει πίσω τους. Προσωρινά, όπως νόμιζαν.
Διάβαζαν ελληνικές εφημερίδες (Το Βήμα). Άκουγαν ελληνική μουσική (Θεοδωράκη, Ξυλούρη, Βαμβακάρη). Στο σπίτι μαγείρευαν ελληνικές συνταγές. Τις Κυριακές πήγαιναν στην ελληνική εκκλησία. Και στους συγγενείς τους πίσω στην Ελλάδα και την Κύπρο έστελναν ακόμη και χρήματα, αν και κάθε άλλο παρά τους περίσσευαν, για να υπερθεματίσουν ότι η ζωή τους στη Μεγάλη Βρετανία ήταν ειδυλλιακή και ότι όλα θα συνέχιζαν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν, το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν ήταν αρκετή υπομονή μέχρι τελικά να ευοδωθεί το μεγάλο ταξίδι της οριστικής επιστροφής.
Κάπως σαν πρόβα ήταν λοιπόν, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 1973. «Οι γονείς μου έκλεισαν το μαγαζί για δυο μήνες, φόρτωσαν το Rover μας και οδήγησαν μέχρι την Ελλάδα με τον Άκη κι εμένα στο πίσω κάθισμα. (…) Στη Γιουγκοσλαβία ο μπαμπάς μου οδηγούσε όλη τη νύχτα και ακούγαμε ξανά και ξανά μια κασέτα με ελληνικά τραγούδια. Εντελώς ανεξήγητα, ανάμεσά τους υπήρχε το “My Sweet Lord” του George Harrison. Η διαφορετικότητα του “My Sweet Lord” μεγεθύνθηκε, ένιωσα ότι ενώ όλα τα υπόλοιπα τραγούδια ανήκαν στους γονείς μου, αυτό ήταν δικό μου. Ο George τραγουδούσε για τον Θεό -στα 4 μου, ακόμη κι εγώ μπορούσα να το καταλάβω αυτό- αλλά το απόλυτο αντικείμενο της λατρείας του ήταν σαν να εκμαίευε από εκείνον την ίδια ευλαβική λαχτάρα με το απόλυτο αντικείμενο της δικής μου λατρείας, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού. (…) Τελικά φτάσαμε στο όμορφο αθηναϊκό προάστιο της Νέας Κηφισιάς, στο σπίτι όπου είχε μεγαλώσει η μητέρα μου. (…). Πέρασαμε εκεί μία εβδομάδα. Μετά πήγαμε με ταξί στο λιμάνι του Πειραιά και επιβιβαστήκαμε σε ένα πλοίο για την Κύπρο. Όλο αυτό δεν ήταν τόσο διακοπές, όσο ένα ταξίδι ιχνηλάτησης, όλες οι κουβέντες είχαν να κάνουν με τη νέα ζωή που θα ξεκινούσαμε εκεί. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που οι γονείς μου είχαν ξεκινήσει τη μεγάλη τους περιπέτεια. Πρέπει να ήταν ερωτευμένοι όταν άφησαν πίσω τους τα πάντα και τους πάντες για να πάνε στην Αγγλία. Αν ακολουθούσαν την ακριβώς αντίστροφη διαδρομή ως το μέρος απ’ όπου είχαν ξεκινήσει, ίσως να ανακάλυπταν ότι τα αισθήματα τους ήταν ακόμη ζωντανά. (…) Δε νιώθαμε σαν να κάνουμε διακοπές. Νιώθαμε σαν να είχαμε επιτέλους επιστρέψει στο σπίτι μας».
Ήταν μετά από αυτό το ταξίδι στην Κύπρο που ο μικρός Τάκης, σε ηλικία 4 ετών, αποφάσισε να σταματήσει να μιλάει σε οποιονδήποτε άλλο πέρα από τους γονείς του, τον μεγάλο του αδερφό και τη δασκάλα του – μόνο όταν δεν ήταν κανένας συμμαθητής του παρών. Τρία χρόνια αργότερα με το έτσι θέλω θα άλλαζε και το όνομα του. Από «Τάκης» έγινε «Pete». «Θα ένιωθα πολύ προσβεβλημένος αν το παιδί μου αποφάσιζε να κάνει κάτι τέτοιο», λέει γελώντας σήμερα. «Στέλνεις μερικά πολύ ισχυρά μηνύματα στους γονείς σου, δεν συμφωνείς; Φτάνουμε στο σήμερα και όλοι με φωνάζουν Pete. Το ηθικό δίδαγμα είναι ότι μερικές αποφάσεις που παίρνεις στην ηλικία των 7, θα τις κουβαλάς μέχρι το τέλος της ζωής σου. Ήταν όμως πραγματικά γελοία η απόφαση μου». Κι όμως, οι γονείς του δεν προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στην τάξη. «Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν πολύ κουρασμένοι για να ασχοληθούν με όλα τα παιδιαρίσματα μου».
Ήταν, άλλωστε, πιο σημαντικό για εκείνους να αρχίσει το παιδί τους και πάλι να μιλάει. Η λεπτομερής περιγραφή μιας από τις ατελέσφορες επισκέψεις τους σε παιδοψυχολόγο αποτελεί και την αφετηρία του βιβλίου. «Εξαρχής γνώριζα ποια θα ήταν η πρώτη σκηνή», λέει ο συγγραφέας. «Στο πρώτο κεφάλαιο βρίσκομαι σε μια αίθουσα αναμονής για να δω έναν ψυχολόγο και λογοθεραπευτή. Γιατί είμαι εδώ; Γιατί έχω σταματήσει να μιλάω. Γιατί έχω σταματήσει να μιλάω; Γιατί γυρίσαμε από ένα ταξίδι στην Κύπρο. Γιατί πήγαμε στην Κύπρο; Γιατί δέκα χρόνια νωρίτερα ο πατέρας μου έφυγε από εκεί για να καταλήξει με τη μητέρα μου στο Μπέρμιγχαμ. Ακόμη κι αν δεν μπορούσα να γράψω τίποτα άλλο, ήξερα ότι τουλάχιστον θα είχα ένα ολοκληρωμένο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο υπό μία έννοια εξηγεί τα πάντα για τη ζωή μου. Δεν ήξερα αν θα τελείωνα και αν αυτό που έγραφα ήταν ενδιαφέρον. Θα ήταν εξωφρενικό εκ μέρους μου να έχω τη σιγουριά ότι ένα βιβλίο με τόσες λεπτομέρειες για τα 13 πρώτα χρόνια της ζωής μου, θα ήταν κάτι που θα ενδιέφερε έναν εκδότη. Κι όμως συνέβη. Ένα βιβλίο 600 σελίδων!»
Η μουσική προφανώς διατρέχει την πλειοψηφία τους και μάλιστα χωρίς ούτε καν ψήγμα εκ των υστέρων ελιτισμού.
Από το πώς τύπωσε το πρώτο του φανζίν: «Εννοείς το POPSCENE; Έβγαλα μόνο ένα τεύχος. Δεν είχα ιδέα τι είναι τα φανζίν. Νόμιζα ότι ξεκινούσα ένα κανονικό περιοδικό. Αν είχα πρόσβαση σε τυπογραφείο, θα προσπαθούσα να βγάλω 50 χιλιάδες αντίτυπα. Το αντιμετώπισα πολύ σοβαρά, έγραψα κριτική για κάθε ένα από τα 75 τραγούδια του τσαρτ εκείνης της εβδομάδας. Συνειδητοποίησα όμως ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω κάθε εβδομάδα, δεν έβγαινε το πρόγραμμα με το σχολείο και ήμουν ο μόνος συντάκτης. Κάπου εδώ το έχω παραχωμένο, τις προάλλες το ξεφύλλισα. Έχει πλάκα. Προσπαθούσα να το παίξω σοβαρός γραφιάς γιατί είχα ξεκινήσει να διαβάζω την NME και το Melody Maker που έφερνε ο αδερφός μου στο σπίτι. Ήμουν 12 ετών και το έπαιζα σκληρό καρύδι, έγραφα χοντράδες για τους Adam and the Ants»
Μέχρι το πότε, πώς και με ποιους άκουσε πρώτη φορά, μεταξύ πολλών άλλων, Leo Sayer, Dexy’s Midnight Runners, David Bowie, Specials και φυσικά ABBA, με την ευφυή ποπ των Νορβηγών να ασκεί κομβικής σημασίας επιρροή στη ζωή του εξαιτίας και του ότι ήταν, όλως περιέργως, μια από τις αδυναμίες του πατέρα του, που κατά τα άλλα άκουγε ρεμπέτικα, αρνούμενος πεισματικά να επιτρέψει στην κυρίαρχη κουλτούρα της χώρας όπου ζούσε να τον «αλλοτριώσει», ώστε να μπορέσει να επιστρέψει, όποτε κι αν ερχόταν εκείνη η ευλογημένη ώρα, αλώβητος στη χώρα όπου είχε γεννηθεί, εκεί που δεν θα ένιωθε «ξένος», ούτε ο ίδιος, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του, που από πολύ μικρά γνώριζαν ότι τριγύρω τους «φυσικά και υπήρχε προκατάληψη, αλλά έτεινε να εκδηλώνεται ψιθυριστά πίσω από κλειστές ξενοφοβικές πόρτες», όπως γράφει ο Βενιαμίν της οικογένειας. Ψύχραιμος και τότε, ψύχραιμος και τώρα: «Ένιωθα ένα συνδυασμό σύγχυσης και οίκτου για όσους μας αντιμετώπιζαν ρατσιστικά, κάτι που οφείλεται στη μητέρα μου. Πάντα μας ενθάρρυνε να λυπόμαστε τους ρατσιστές και τους ξενοφοβικούς, να τους αντιμετωπίζουμε σαν αδύναμους και φοβισμένους ανθρώπους. Το λέει και η ίδια η λέξη που είναι ελληνική – στοιχηματίζω ότι πολλοί Άγγλοι δεν γνωρίζουν ότι “phobia” σημαίνει “φόβος”. Αρκετά νωρίς στο βιβλίο περιγράφω μία συγκεκριμένη ιστορία σχετικά με ένα ρατσιστή γείτονά μας, έναν πολύ μοναχικό άντρα. Ανήμερα κάποιων Χριστουγέννων η μητέρα μου μας έστειλε με τον αδερφό μου να του πάμε φαγητό, χτυπήσαμε την πόρτα του και μόλις μας είδε άρχισε να κλαίει. Σοκαρίστηκε από την καλή μας πράξη κι έκτοτε μας αγάπησε. Ίσως λοιπόν μια πράξη καλοσύνης να είναι αρκετή για να καταλάβει ένας ρατσιστής ότι τα πράγματα που νομίζει ότι τον κάνουν δυστυχισμένο, δεν είναι η πραγματική αιτία της δυστυχίας του».
Μικρό διάλειμμα στην ανάγνωση για να ρίξετε μια ματιά στην απίστευτη συλλογή δεκάδων χιλιάδων δίσκων του Pete Paphides.
Είναι μια επισήμανση που αποκτά επιπλέον ειδικό βάρος στη Μεγάλη Βρετανία του Brexit. «Τόσοι και τόσοι άνθρωποι ενθαρρύνθηκαν να μισήσουν τη διαφορετικότητα και να πού καταλήξαμε. Μετά από τόσα χρόνια συντηρητικής διακυβέρνησης ο καθένας νιώθει μόνος και εγκαταλειμμένος. Τίποτα καλό δε μπορεί να βγει από τη συνεχή επιβολή λιτότητας που στερεί πόρους μόνο από τους μη προνομιούχους. Πόσο μάλλον όταν την ίδια στιγμή τα μίντια σου λένε ότι φταίει ο μετανάστης που μένει δίπλα σου και σου τρώει τη δουλειά. Όμως δεν είναι έτσι. Για παράδειγμα τώρα ολόκληρες σοδειές σαπίζουν στην Αγγλία γιατί παρά το ότι όσοι δούλευαν στα χωράφια γύρισαν πίσω στις πατρίδες τους, οι Βρετανοί εξακολουθούν να μη θέλουν αυτές τις δουλειές.»
Το ότι έστω και σε ένα πλαίσιο ποπ κουλτούρας θίγει ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα των ημερών, αποτελεί ένα από τα δομικά στοιχεία που διαφοροποιούν το συγκεκριμένου βιβλίο από τα memoirs τόσων άλλων μουσικογραφιάδων. «Δεν ήταν κάτι που προέκυψε συνειδητά, για να κάνω μία “δήλωση”» λέει ο Παφίδης. «Αλλά κατάλαβα αρκετά νωρίς ότι δεν ήταν κάτι που θα μπορούσα να αποφύγω. Απόλαυσα το γράψιμο αυτών των σημείων ακριβώς γιατί δεν είχα κάποια μεγάλη ατζέντα, ήταν απλά οι σκέψεις και οι εμπειρίες μου. Όπως σε μια άλλη σκηνή του βιβλίου: στο δεύτερο σπίτι μας στο Μπέρμιγχαμ, αυτοί που έμεναν δυο πόρτες πιο κάτω δεν μας μιλούσαν. Δεν καταλάβαινα γιατί, νόμιζα ότι απλά μας ντρέπονταν. Είχαν όμως μια κόρη με την οποία παίζαμε μαζί. Όπως ξέρεις τα παιδιά δεν γεννιούνται ρατσιστές, είναι κάτι που μαθαίνεται. Ευτυχώς η κόρη τους δεν το είχε μάθει τότε κι επειδή μιλάμε ακόμη μπορώ να σου πω ότι και στα 52 της ακόμη δεν το έχει μάθει. Οι γονείς μου μια χρονιά διοργάνωσαν ένα ρεβεγιόν στο σπίτι μας, κάλεσαν τους γείτονες κι επίτηδες κάλεσαν και τους συγκεκριμένους που ήταν υπερβολικά ψηλομύτες για να αρνηθούν. Ήρθαν και αμέσως σάστισαν με την πολυκοσμία, τα ευωδιαστά φαγητά, τον δεσπότη Ειρηναίο -έναν θεόρατο τύπο σαν τον Όρσον Ουέλς- που έτρωγε σαλιγκάρια μαζί με τον πατέρα μου, τα οποία σαλιγκάρια είχε μόλις μαζέψει σε ένα κουβά η μητέρα μου από την αυλή. Έπρεπε να περάσει αρκετή ώρα, να κόψουμε και τη βασιλόπιτα, για να χαλαρώσουν λίγο.»
«Είναι δύσκολο να μισήσεις κάποιον όταν αρχίζεις να τον κατανοείς. Και όταν κατανοήσεις κάποιον, ίσως να αρχίσεις να νιώθεις και οίκτο για λογαριασμό του» γράφει στο Broken Greek και ίσως αυτή να είναι μια καλή αφετηρία σκέψης για να αντιμετωπίσεις τον (όποιο) άλλο σε αυτή τη ζωή, από τον ξενοφοβικό γείτονά σου μέχρι τον εσωστρεφή πατέρα σου που δυσκολεύεται να εκφράσει την αγάπη του προς τη γυναίκα του και τα παιδιά του, όπως έκανε ο πατέρας του Πητ. Ο μικρός του γιος δεν του χαρίζεται στις σελίδες του βιβλίου του, ασκώντας σκληρή αλλά όχι στείρα κριτική. «Σε μερικά σημεία ο πατέρας μου φαίνεται κακός. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Έπρεπε όμως να περιγράψω κάποιες συγκεκριμένες σκηνές για να οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι για ορισμένες πτυχές της συμπεριφοράς του έφταιγε ο φόβος του, τον οποίο δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί. Ήξερα όμως ότι με αγαπούσε με όλη του την ψυχή. Όπως γράφω στο βιβλίο, κάθε φορά που έκοβε στη μέση ένα καρπούζι, έψαχνε να με βρει σε όλο το σπίτι για να μου δώσει την καρδιά. Δεν το κάνεις αυτό αν δεν αγαπάς τον άλλο. Ήταν μια απλή, ανόθευτη πράξη αγάπης. Ποτέ μου δεν τον μίσησα. Απλά λυπόμουν, όπως και για όλους τους Κύπριους της ηλικίας του, που δεν είχαν την ικανότητα να εκφράσουν τα λόγια αγάπης που είχαν ανάγκη να ακούσουν οι γυναίκες τους.»
Η χρονική απόσταση των τεσσάρων δεκαετιών από τα γεγονότα που περιγράφει καθώς και το ότι ως πατέρας -είναι παντρεμένος με τη διάσημη δημοσιογράφο και συγγραφέα Caitlin Moran και έχουν δύο κόρες, 16 και 19 ετών- άρχισε να κατανοεί περισσότερο τον νεαρότερο εαυτό του, αποτέλεσαν το διττό έναυσμα για να κλείσει στα 50 του μερικούς ανοιχτούς λογαριασμούς της παιδικής του ηλικίας. «Στην αρχή νόμιζα ότι το βιβλίο θα είχε πολύ περισσότερο να κάνει με τη μουσική. Ίσως γιατί όσον αφορά το επάγγελμά μου, αυτό του μουσικού δημοσιογράφου δηλαδή, νιώθω ολοένα και πιο άβολα σε σχέση με την αντικειμενικότητα που υποτίθεται ότι έχει ή πρέπει να έχει μια κριτική. Όσο μεγαλώνω, τόσο μεγαλύτερο ψέμα μου φαίνεται. Οι κανονικοί άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται αποστασιοποιημένα τη μουσική, της επιτρέπουν να ποτίσει τη ζωή τους, να τους συντροφέψει στις εμπειρίες τους, στους φόβους και τα πάθη τους,. Η αισθητική μου χτίστηκε από τον τρόπο που κάθε τραγούδι που έχω ακούσει μέχρι σήμερα άφησε το αποτύπωμά του μέσα μου, συνδιαμορφώνοντας την προσωπική μου ιστορία. Αν ακούς πολλή μουσική, νομίζω ότι το κάνεις γιατί σε βοηθάει να καταλάβεις λίγο καλύτερα την κάθε κατάσταση του εαυτού σου. Οπότε γρήγορα κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω για τα παιδικά μου χρόνια χωρίς να μιλήσω για τη μουσική που άκουγα τότε, και αντιστρόφως. Αν είσαι μουσικόφιλος, πώς μπορείς να γράψεις για τη μουσική που αγαπάς χωρίς να γράψεις για ό,τι άλλο σου έχει συμβεί; Με αυτό τον οργανικό τρόπο εξελίχθηκε η συγγραφή του βιβλίου», λέει ο Πητ και δεν αρνείται την αγωνία που τον κυρίευσε όταν ο πατέρας και η μητέρα του έπιασαν το Broken Greek στα χέρια τους. «Ήξερα ότι δεν είχε κανένα νόημα να μη γράψω ακριβώς αυτό που είχα στο μυαλό μου. Οι γονείς μου έχουν περάσει δύσκολα στη ζωή τους, ειδικά η μητέρα μου, νομίζω όμως ότι είναι σημαντικό να ξέρεις ότι κάποιος είναι παρών και αναγνωρίζει τις θυσίες σου. Χαίρομαι που το βιβλίο άρεσε στους γονείς μου. Ειδικά η μητέρα μου συγκινήθηκε από τον τρόπο που μετέφερα την ιστορία της. Ανακουφίστηκα».
Το ίδιο συνέβη και σε εκείνη -μια ξενιτεμένη εκδοχή της αθάνατης ελληνίδας μάνας- πριν από μερικές δεκαετίες. Ο Παφίδης θυμάται την πρώτη φορά που πληρώθηκε για τις λέξεις του: «Νομίζω ήμουν 22. Σπούδαζα Φιλοσοφία και στο δεύτερο έτος αποφάσισα να βγάλω ένα νέο φανζίν. Στα κρυφά τύπωσα χίλια αντίτυπα στο πανεπιστήμιο, όμως γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ντρεπόμουν να παρακαλάω κόσμο να τα αγοράσει. Δεν ήξερα τι να κάνω όλες αυτές τις κόπιες, οπότε έστειλα αρκετές στην NME, το Melody Maker, το Q και το Record Collector. Στο Melody Maker έτυχε να γράφει ο Jim Irvin που μέχρι πρότινος ήταν frontman στους Furniture, μια βραχύβια new wave μπάντα που το 1986 έγραψαν μια επιτυχία με τίτλο “Brilliant Mind” – ήμουν μεγάλος τους φαν, τους έστελνα συνέχεια γράμματα. Όταν είδε το φανζίν, απάντησε: “Μας αρέσει η δουλειά σου, θες να δοκιμάσεις να γράψεις κάτι για εμάς”; Τρελάθηκα, ήθελα να παρατήσω αμέσως το πανεπιστήμιο, όμως έκανα υπομονή ένα χρόνο γιατί οι γονείς μου θα το έπαιρναν πολύ βαριά. Τρεις εβδομάδες μετά την αποφοίτηση μου, βρέθηκα να ζω σε μια τρύπα κάπου στο Λονδίνο. Η μητέρα μου ήταν απαρηγόρητη. Τόσο που έχω μιλήσει για εκείνη μέχρι τώρα, θα νιώθεις σαν να την ξέρεις, ε;»
–Ακούγεται σαν τη δική μου…
-Μάλλον σαν τις περισσότερες Ελληνίδες μάνες. Με κατέβασαν, λοιπόν, οι γονείς μου από το Μπέρμιγχαμ στο Λονδίνο και περίμεναν ότι αργά ή γρήγορα θα γύριζα πίσω, ήλπιζαν να γίνω δικηγόρος ή κάτι τέτοιο. Καθώς μεταφέραμε τα πράγματά μου από το αυτοκίνητο στη γκαρσονιέρα, η μητέρα μου έκλαιγε γοερά. Μην ανησυχείς, της έλεγα, θα είμαι μια χαρά. Εκείνη συνέχιζε, πίστευε ότι θα με έβρισκαν νεκρό με μια βελόνα να κρέμεται από το χέρι μου. Άσε με να δοκιμάσω για μερικούς μήνες, επέμεινα, κι αν δεν τα καταφέρω, θα γυρίσω. Τους πήρα τηλέφωνο τέσσερις ώρες αργότερα για να δω αν είχαν φτάσει καλά στο Μπέρμιγχαμ κι ακόμη έκλαιγε. Τουλάχιστον τώρα είναι χαρούμενη. Έτσι νομίζω δηλαδή.
Ο γιος της, ένας από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους στον τομέα που ειδικεύεται, πληρώνεται για να γράφει σε εφημερίδες και περιοδικά, για να κάνει εκπομπές, για να παρουσιάζει events, έχει τή δική του μπουτίκ δισκογραφική εταιρία (Needle Mythology, «η κεντρική ιδέα είναι να επανακυκλοφορούμε, τόσο σε βινύλιο όσο και σε CD, δίσκους που μας αρέσουν και πιστεύουμε ότι ποτέ πριν δεν βγήκαν σε μια σοβαρή έκδοση. Είμαστε τέσσερις φίλοι και μας αρέσει να δίνουμε έμφαση στις λεπτομέρειες. Μέχρι στιγμής έχουμε κυκλοφορήσει δίσκους του Robert Forster των The Go-Betweens, του Stephen Duffy και του Ian Broudie των Lightning Seeds. Επίσης ετοιμάζω μια συλλογή της Tanita Tikaram. Δεν ήταν και στην Ελλάδα μεγάλη επιτυχία το “Twisting my sobriety”;») και μόλις έβγαλε το πρώτο του βιβλίο, που έχει πάρει αποθεωτικές κριτικές. Γιατί να μην είναι χαρούμενη; «Νομίζω ότι έχω ωφεληθεί αρκετά από το γεγονός ότι το επίθετο μου μοιάζει με του φίλου μου του Alexis Petridis που γράφει στη Guardian και είναι παραγωγικότατος» λέει, γιατί όταν γεννιέσαι και επί μισό αιώνα ζεις στη Μεγάλη Βρετανία,, το χιούμορ σου δεν μπορεί παρά να είναι βρετανικό. «Νιώθω τυχερός, μου πήρε καιρό μέχρι να καταλάβω τι σόι γραφιάς ήθελα να γίνω. Στα 90s δεν ήμουν και τόσο καλός, άσε που αρκετές φορές έβγαλα κακία και νιώθω ακόμη άσχημα γι’ αυτό. Λίγο πριν το τέλος εκείνης της δεκαετίας συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να πάρω στα σοβαρά τον εαυτό μου.»
Υπήρξε μια πολύ συγκεκριμένη στιγμή επιφοίτησης. Πολλές χιλιάδες πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. «Ήμουν σε μια πτήση για Λος Άντζελες, επρόκειτο να συναντήσω τον Beck. Έπεσα πάνω σε μια συνέντευξη του σε έναν πολύ γνωστό δημοσιογράφο, τον Barney Hoskyns κι ένιωσα πολύ άσχημα γιατί μέχρι τότε δεν προσπαθούσα καν να γράψω κάτι τόσο καλό, με ένοιαζε μόνο να προλαβαίνω τις προθεσμίες. Σκέφτηκα ότι κάποιος με πλήρωνε για να ταξιδέψω στην άλλη άκρη του κόσμου και να μιλήσω με έναν από τους μεγαλύτερους ποπ σταρ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να περπατάω στο Λος Άντζελες -μια πόλη όπου κανείς δεν περπατάει- και να ακούω την promo κασέτα από το OK Computer που μου είχαν στείλει λίγο πριν κυκλοφορήσει και όταν γύρισα στο ξενοδοχείο -το υπέροχο Mondrian, ιδανικό μέρος για να μείνεις αν νιώθεις ότι κοροϊδεύεις τον κόσμο- είπα ως εδώ, πρέπει να σοβαρευτώ, δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου πριν με πάρουν χαμπάρι. Είμαι ευγνώμων που σε εκείνο το ταξίδι πριν από είκοσι χρόνια ήρθα στα συγκαλά μου και σήμερα μπορώ ακόμη να βγάζω τα προς το ζην κάνοντας αυτό που μου αρέσει» λέει, έστω κι αν το τοπίο της δουλειάς του έχει αλλάξει ριζικά και έχει ανοίξει για τα καλά η συζήτηση για το αν η κριτική, εν προκειμένω της μουσικής, θα συνεχίσει να αφορά μια κρίσιμη μάζα καταναλωτών ώστε να μην εκλείψει. Ο Παφίδης δεν έχει καμία όρεξη να βάλει το πρόβλημα κάτω από το χαλί: «Τώρα πια αν σκέφτεσαι να αγοράσεις ένα δίσκο, θα μπεις στο Spotify, θα τον ακούσεις και μετά θα αποφασίσεις. Δεν χρειάζεσαι εμένα να συνεχίζω να είμαι σαν εκείνο το δωδεκάχρονο αγόρι που κάποτε έβγαλε ένα φανζίν και να σου λέω για παράδειγμα ότι ο DJ Shadow δεν είναι πια τόσο καλός για τον τάδε και τον δείνα λόγο. Δεν έχει σημασία τι θα σου πω εγώ για τον όποιο DJ Shadow, μπορείς να σχηματίσεις μόνος σου γρήγορα μια άποψη. Οι κριτικοί δεν έχουμε πια την εξουσία στα χέρια μας να προτείνουμε σε κάποιον να ξοδέψει τα λεφτά του σε ένα συγκεκριμένο δίσκο. Πρέπει να σκεφτούμε κάτι άλλο αν θέλουμε να συνεχίσουμε να γράφουμε για μουσική και να πληρωνόμαστε. Προσωπικά ένιωσα πολύ καλύτερα γράφοντας για μουσική στο πλαίσιο του βιβλίου μου, ανατρέχοντας στα βιώματα μου. Αυτό το είδος γραφής προτιμώ να ασκώ πια. Αν είναι να γράψω μια κριτική, θα το κάνω για ένα δίσκο που μου αρέσει. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξοδεύεις φαιά ουσία για να θάψεις ένα δίσκο. Ο κόσμος θα καταλάβει ότι είναι χάλια, δε χρειάζεται τη βοήθεια σου για να καταλάβει ότι ο Liam Gallagher είναι ανόητος.»
Θέλω να σε ρωτήσω κάτι πάρα πολύ σοβαρό, του λέω, λίγο πριν συνεχίσει ο καθένας μας τη ζωή του έξω από το skype. Με το πιστόλι στον κρόταφο, τι θα επέλεγες ανάμεσα σε ABBA και Μίκη Θεοδωράκη; «Θα μου επιτρεπόταν ξανά η είσοδος στην Ελλάδα αν διάλεγα τους ABBA;» απαντά.
-Φυσικά. Ξέρεις τι γίνεται εδώ στα μπαρ όταν ο DJ βάζει το “Dancing Queen”;
-Μου λείπει η Ελλάδα. Αν και δεν έρχομαι τόσο συχνά όσο θα ήθελα, λατρεύω την ατμόσφαιρα της Αθήνας, το ότι μπορείς να μείνεις έξω μέχρι αργά, τις έντονες συζητήσεις που σου δημιουργούν την αίσθηση ότι ίσως τελικά να μην έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα εκεί ως προς τον τρόπο που μιλάνε μεταξύ τους οι άνθρωποι σε σχέση με πριν από 2500 χρόνια. Έχουν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία φορά που ήρθαμε οικογενειακώς. Μείναμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο Μοναστηράκι, για να βολτάρουμε εκεί που χτυπάει η καρδιά της πόλης. Και για να είμαι κοντά στα δισκάδικα, καταλαβαίνεις.