Αλλά ακόμη κι έτσι, παίζατε επαγγελματικά, σε κοινό.
Ναι, βέβαια. Δεν μου επιτρεπόταν, αλλά το έκανα έτσι κι αλλιώς. Όταν σκέφτομαι πόσο ρίσκαρα τότε….Όταν ήμουν 17 ετών ήμουν επί σκηνής με τη μπάντα του Τούλιο Μομπίλια, μια από τις πολλές Ιταλικές μπάντες που βρίσκονταν εκείνη την περιόδο στη Γερμανία. Παίξαμε στο “Rosita Bar”, έναν πολύ κομψό χώρο, και στο “Groschenkeller”.
Ένας νεαρός Εβραίος μουσικός που έπαιζε τζαζ στο Βερολίνο το 1941 – δεν μπορώ να βρω κάτι σε αυτήν την περιγραφή που να μην έχει απαγορευτεί από τους Ναζί. Πώς τα καταφέρατε;
Τα μέλη της Reichsmusikkammer πήγαιναν στα κλαμπ και ήλεγχαν τη μουσική που παίζαμε. Αυτό γινόταν αρκετά συχνά στο «Groschenkeller”, για παράδειγμα. Το κοινό εκεί ήταν πολύ ετερογενές, έρχονταν και πολλοί φοιτητές που αγαπούσαν τη μουσική. Ένας απο αυτούς αναλάμβανε πάντοτε να παραφυλάει στην κορυφή της σκάλας, για να δει αν ερχόταν κανείς από τη Reichsmusikkammer. Ήταν πολύ εύκολο να τους αναγνωρίσεις, γιατί όλοι ντύνονταν παρόμοια, με τα ίδια παλτά και καπέλα. Αν έβλεπε κάποιον να μπαίνει σφύριζε σε έναν άλλο φοιτητής που στεκόταν πάντα στη βάση της σκάλας. Αυτός με τη σειρά του μας σφύριζε προς εμάς και εμείς αλλάζαμε αμέσως τραγούδι.
Οπότε το γυρνούσατε σε κάτι γερμανικό;
Ακριβώς, αμέσως. Είχαμε πάρει και όλα τα απαραίτητα μέτρα. Είχαμε σκίσει όλους τους Αμερικανικούς τίτλους από τις παρτιτούρες. Εφόσον δεν ήταν μουσικοί, αλλά σκέτοι Ναζί, δεν σκάμπαζαν από νότες. Απλά υποκρινόμασταν ότι είχαμε γερμανικά τραγούδια μπροστά μας.
Αλλά ακόμα κι έτσι, εσείς ήσασταν ένας Εβραίος μουσικός επί σκηνής.
Αν ζητούσαν ταυτότητες, ο ιδιοκτήτης έδειχνε εκείνες των υπόλοιπων μελών της μπάντας, λέγοντας ότι εγώ ήμουν απλώς ένας πελάτης που ζήτησε να παίξει σε ένα κομμάτι.
Πράγμα που σημαίνει ότι δεν φορούσατε το κίτρινο αστέρι, σωστά;
Ναι, δεν το φορούσα. Είχα ένα που μου είχε φτιάξει η μητέρα μου, με κόπιτσες, Έτσι το έβγαζα και το έκρυβα στην τσάντα μου. Πράγμα έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ επικίνδυνο. Ξέρετε, έτσι είναι τα 17χρονα αγόρια – παράτολμα και αφελή, πάντα.
Αρκετοί από τους ανθρώπους που σας γνώριζαν -και σας γνώριζαν πολλοί- πρέπει να ήξεραν ότι είστε Εβραίος. Δεν ανησυχούσατε μήπως κάποιος σας καταδώσει;
Κάποιοι το ήξεραν και κάποιοι όχι. Και στην πραγματικότητα αυτό έγινε, ένας από αυτούς με κατέδωσε, αλλά αυτό συνέβη αρκετά αργότερα, το 1943. Και ξέρετε κάτι; Δεν με συνέλαβαν τα Ες-Ες, αλλά η Αστυνομία. Δηλαδή δεν με συνέλαβαν απλώς λόγω της εβραϊκής καταγωγής μου, αλλά ως εγκληματία. Που με κάνει να πιστεύω ότι όποιος με κατέδωσε, τους πληροφόρησε ότι είχα διαπράξει έγκλημα. Ήταν, λοιπόν κάποιος που με γνώριζε. Ποιο ήταν το έγκλημα; Ότι έβγαινα με κορίτσια της Αρείας φυλής. Μα εννοείται! Ήμουν ένας νεαρός μουσικός… Διέπραττα, λοιπόν, αυτό που οι Ναζί αποκαλούσαν Rassenchande («Φυλετική ντροπή»). Αλλά δεν είχαν αποδείξεις, είχαν μόνο πληροφορίες, οπότε με παρέδωσαν στα Ες-Ες. Έτσι ξεκίνησαν όλα…
Αμέσως μετά σας μετέφεραν στο Theresienstadt;
Πήρε λίγο καιρό. Αρχικά ήρθε ο πατέρας μου να με δει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που μας είχαν, στην Grosse Hamburger Strasse. Οι Ες-Ες είχαν εγκαταστήσει τις υπηρεσίες στο κτίριο που άλλοτε στέγαζε ένα εβραϊκό σχολείο. Ο πατέρας μου τους ικέτευε λέγοντάς τους πως με είχε μεγαλώσει σαν έναν καλό Γερμανό και μήπως θα μπορούσαν τουλάχιστον να με στείλουν στο Theresienstadt, αντί για το Auschwitz. Εκείνη την περίοδο ο κόσμος είχε την εντύπωση πως το Theresienstadt δεν ήταν πραγματικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Οι Ναζί ήθελαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είχαν οργανώσει έναν χώρο όπου οι Εβραίοι ζούσαν ελεύθεροι και έκαναν ό,τι ήθελαν. Στο στρατόπεδο υπήρχε ποδοσφαιρική ομάδα ενώ επιτρεπόταν να λαμβάνουμε δέματα από το σπίτι –και όποιος δεν λάμβανε, λιμοκτονούσε… Οι Ναζί ξεναγούσαν τους απεσταλμένους του Ερυθρού Σταυρού και τους Σουηδούς στο στρατόπεδο, για να τους ξεγελάσουν ότι δεν συνέβαινε τίποτε. Αλλά δεν μπορούσαν να ξεγελάσουν κανένα. Ο Ερυθρός Σταυρός και οι Σουηδοί μπορούσαν να καταλάβουν την απάτη. Αν το επιθυμούσαν. Αλλά δεν ήθελαν να ξέρουν.
Στο στρατόπεδο έγινα μέλος των “Ghetto Swingers”, έτσι μας έλεγαν. Η μπάντα δημιουργήθηκε από τον Eric Vogel, ένα τρομπετίστα που επιβίωσε και αργότερα έφυγε στην Αμερική. Οι Ναζί ήθελαν να δείξουν στον κόσμο ότι «να, μπορούν να παίζουν την απαγορευμένη τους μουσική, όλα είναι φυσιολογικά». Τίποτε δεν ήταν φυσιολογικό, τίποτε. Παίζαμε απαγορευμένη μουσική. Και μετά μας έστειλαν στο Auschwitz.
Γνωρίζατε ήδη τι συνέβαινε εκεί;
Λεπτομέρειες, όχι. Ξέραμε μόνο ότι εκεί ήταν πολύ άσχημα. Κάθε φορά που ανακοινωνόταν η λίστα με τα όνόματα των κρατουμένων που θα μεταφέρονταν στο Auschwitz, μας έπιανε τρόμος περιμένοντας μήπως ακούσουμε το όνομά μας. Και μια ημέρα άκουσα το όνομά μου. Πήγαινα στο Auschwitz. Φτάνοντας με το τρένο, είδαμε όλες εκείνες τις ψηλές καμινάδες. «Α, είναι ένα εργοστάσιο» είπαμε. Μας έδωσαν ρούχα κρατούμενων. Έως τότε, στο Theresienstadt, επιτρεπόταν να φοράμε τα πολιτικά. Ένας άνδρας από τα Ες-Ες εμφανίστηκε: «Για να ξέρετε που βρίσκεστε: αυτό εδώ είναι το στρατόπεδο εξόντωσης Auschwitz. Η είσοδος είναι μέσα από την πύλη και η έξοδος μέσα από την καμινάδα». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ξέραμε που βρισκόμαστε.
Καταφέρατε ωστόσο και εκεί να παίζετε μουσική.
Ναι, δόξα τω θεώ. Μας έστειλαν στο Auschwitz II-Birkenau, όπου έστελναν και στις οικογένειες των Ρομά. Τους είχαν δολοφονήσει όλους, στους θαλάμους αερίου, μια ημέρα πριν την άφιξή μας. Για να κάνουν χώρο για μας. Μια ημέρα, μιλούσα με έναν βιολιστή ονόματι Otto Sattler, με τον οποίο ήμασταν μαζί και στο Theresienstadt. Ήταν πολύ γνωστός βιολιστής από την Πράγα. Καθώς συζητούσαμε, μας πλησίασε ένας άλλος κρατούμενος και μας πρότεινε να φτιάξουμε μπάντα και να παίζουμε. Η προφορά του μου ήταν πολύ οικεία, βερολινέζικη, αλλά η φυσιογνωμία δεν μου θύμιζε κάτι. «Κόκο», μου είπε, «είμαι ο Χάιντς!». Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν, αλλά μου είπε ότι σύχναζε στα κλαμπ όπου έπαιζα. Ήταν εκεί ως πολιτικός κρατούμενος.
Οι kapos μας έδωσαν μουσικά όργανα. Δεν γνωρίζαμε σε ποιον ανήκαν πριν βρεθούν στα χέρια μας. Είχαν οδηγηθεί πολλοί μουσικοί στο Auschwitz και όλοι είχαν φέρει μαζί τα όργανά τους. Παίζαμε λοιπόν μουσική, όλα όσα ήθελαν οι Ες-Ες να ακούσουν. Διάφορα τραγούδια, αλλά κυρίως το La Paloma. Αναρωτιόμασταν γιατί ήθελαν να ακούν συνεχώς αυτό το κομμάτι. Πιθανώς λόγω μιας ταινίας, του «Grosse Freiheit Nr.7», με πρωταγωνιστή τον Hans Albers, που ήταν μεγάλος σταρ. Σε κείνο το φιλμ ο Albers τραγουδούσε το La Paloma, που έγινε μεγάλη επιτυχία. Μάλλον γι’αυτό το λόγο. Αλλά, χρόνια αργότερα, όταν είχα πια επιστρέψει στο Βερολίνο, ακόμη αναρωτιόμουν γιατί τόση μανία με αυτό το τραγούδι.
Στην επόμενη σελίδα : Επιστροφή στο κατεστραμένο Βερολίνο και μετανάστευση στην Αυστραλία