Categories: ΒΙΒΛΙΟ

28 Οκτωβρίου 1940: Μια ηλιόλουστη, μια φθινοπωρινή Δευτέρα…

Στις 28 Οκτώβρη του 1940 η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο. Είμαι είκοσι χρονών. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα αυτήν. Ήταν μια ηλιόλουστη, μια φθινοπωρινή Δευτέρα. Τότε στα χωριά δεν είχε ράδια ούτε και τηλέφωνα. Αγγελιοφόροι στρατιώτες ή χωροφύλακες να τρέχουν στα χωριά να αναγγείλουν τον πόλεμο που μας κήρυξε η Ιταλία και τη γενική επιστράτευση από κλάσεως 1917 και νεωτέρων. (Αργότερα έμαθα ότι μόνο στη Θράκη είχαν καλέσει μέχρι την προχωρημένη κλάση του 1917, που είναι σήμερα [το 1940] 43 χρονών άνδρες! Στην υπόλοιπη Ελλάδα κάλεσαν μέχρι την κλάση του 1926, δηλαδή στη Θράκη κάλεσαν εννέα παραπάνω κλάσεις. Το επίσημο κράτος έδειξε για άλλη μια φορά ότι εμάς τους Θρακιώτες μάς είχε για πολίτες δεύτερης μοίρας.

Τότε επιστρατεύτηκε και ο πατέρας μου, αυτός που είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία και είχε μείνει εκεί, στα βάθη της Μικράς Ασίας, οκτώ μήνες αιχμάλωτος των Τούρκων. Επιστρατεύτηκε και ο άνδρας της μεγαλύτερης αδερφής μου. Εγώ μένω προστάτης στην πολυμελή οικογένειά μας, με τον γέρο παππού μας, τη μητέρα μας, τις πέντε αδελφές μου, έναν αδερφό μου, όλοι μικρότεροί μου, τη γυναίκα μου και το 40 ημερών αγοράκι μας. Εκτός από το σπίτι μας, βοηθάω και το σπίτι της μεγαλύτερης αδερφής μου που μένει στο χωριό Κλεισσώ, επτά χιλιόμετρα μακριά μας. Και μαζί με τους άλλους νεολαίους του χωριού βοηθούμε και τα σπίτια του χωριού που με την επιστράτευση έμειναν χωρίς προστάτη.

Εκτός από τη διάκριση που έγινε στη Θράκη να πάρουν κάπου εννέα προηγούμενες κλάσεις, μας δίνουν και άλλο χτύπημα. Το επίσημο κράτος βάζει τον στρατό να επιτάξει όλα τα ζώα, γελάδια και βουβάλια, αφήνοντας σε κάθε οικογένεια μόνο δύο ζώα για τον ζυγό. Και το έκανε από 1 μέχρι 20 του Φλεβάρη. Μας τα πήραν, μας επέταξαν όλα τα γελάδια και τα βουβάλια από όλη τη Θράκη. Ήταν το μεγαλύτερο έγκλημα π0ου μπορούσε να μας κάνει το επίσημο κράτος. Το γιατί, καμία εξήγηση. Ο νόμος του κράτους είναι νόμος, πρέπει να συμμορφωθείς. Μάλιστα, εν καιρώ πολέμου αδιαμαρτύρητα. Και έτσι αδιαμαρτύρητα παρέδωσε ο κόσμος της Θράκης όλα του τα ζώα.

 

 

Και ενώ γίνονταν αυτές οι διακρίσεις στη Θράκη, στην Αλβανία πάνε οι φαντάροι μας μπροστά. Ασφαλώς και Θρακιώτες φαντάροι. Διώχνουν τους Ιταλούς από τα λίγα χιλιόμετρα που είχαν προχωρήσει τις πρώτες μέρες οι Ιταλοί στο ελληνικό έδαφος. Τώρα συνεχίζουν να τους διώχνουν και πέρα από τα σύνορα. Έχουν μπει στο αλβανικό έδαφος, ελευθερώνοντας ελληνικότατες πόλεις όπως την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο και πολλές άλλες κωμοπόλεις και χωριά.

 

Όλη η Ελλάδα στο πλευρό των στρατιωτών μας. Οι γυναίκες σε πόλεις και χωριά πλέκουν μάλλινες φανέλες και κάλτσες για τους στρατιώτες μας που πολεμούν στην Αλβανία στα χιόνια και τους πάγους. Ο κόσμος είναι καταστεναχωρημένος για τον πόλεμο που συνεχίζεται επί μήνες εκεί στην Αλβανία. Γιατί ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι. Οι σφαίρες εκεί που πέφτουν καίνε, σκοτώνουν ανθρώπινες ψυχές. Αφήνουν μαυροφορεμένες μανάδες, συζύγους, αδέρφια, ορφανά παιδιά. Τα άρματα γκρεμίζουν σπίτια, γέφυρες, που έχουν κτιστεί με κόπο και αμέτρητα έξοδα. Μα αφού επιδρομείς έρχονται να μας κατακτήσουν, να μας υποδουλώσουν, οι Έλληνες πολεμούν με την καρδιά τους, αψηφώντας κόπους και θυσίες.

Εγώ σαν άτομο, ενώ καταλαβαίνω —και πολύ καλά μάλιστα— τι θα πει πόλεμος, πάντα επιθυμούσα να γίνω στρατιώτης, όπως και κάθε Έλληνας νεολαίος. Και αφού ενώ η κλάση μας του 1941 έχει περάσει από επιλογή, δεν μας έχουν καλέσει ακόμα. Και να, λοιπόν, φτάνει η ώρα να πραγματοποιηθεί ο πόθος μου. Ενώ μαίνεται ο πόλεμος επί πέντε μήνες στην Αλβανία, επιτέλους στις 20 του Μάρτη του 1941 έρχεται εγκύκλιος στο χωριό με τα δώδεκα ονόματα συγχωριανών που είμαστε της ίδιας κλάσης του 1941, και μας καλεί να παρουσιαστούμε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ναυπλίου στις 10 του Απρίλη για κατάταξη στον στρατό.

Εδώ θα κάνω μια παρατήρηση στον εαυτό μου. Προ ολίγου παρίστανα τον υπερπατριώτη. Αγωνιούσα πότε επιτέλους θα γινόμουν και εγώ στρατιώτης. Τώρα που ήρθε η εγκύκλιος και μας καλεί για κατάταξη, για μια στιγμή χάρηκα. Πάω στο σπίτι, βλέπω τον γέρο παππού μου, τη μητέρα μου που ο άντρας της —δηλαδή ο πατέρας μου— ήταν στρατιώτης, τη γυναίκα μου με το έξι μηνών αγοράκι μας, τα έξι μικρότερα αδερφάκια μου, τους λέω με χαρά για την εγκύκλιο που μας καλεί για κατάταξη, δεν βάζει τα κλάματα κανείς. Μα τα μάτια τους θόλωσαν κάπως. Η μητέρα με σταθερή φωνή με λέει: «Τι να κάνομε παιδί μου; Αφού η πατρίδα σας καλεί, θα πάτε. Και εξάλλου αυτό το περιμέναμε». Μα τα αδερφάκια μου όλα μαζί με μια φωνή και με δακρυσμένα μάτια με κοίταξαν λυπημένα και με είπαν: «Και μεις τι θα κάνομε χωρίς εσένα;». Εκείνη τη στιγμή πήγε περίπατο και ο πατριωτισμός μου και η χαρά μου που θα γίνω κι εγώ στρατιώτης. Τους κοίταξα όλους, τους λυπήθηκα. Τι θα έκαμνε αυτή η πολυμελής οικογένεια χωρίς άνδρα προστάτη, με τον γέρο παππού και το ζευγάρι για ζέψιμο, ένα βόδι και μια βουβάλα άζευτη; Πώς θα τη μάθου6ν στον ζυγό; Όταν μαζί με τον παππού μου την πρωτοζέψαμε, παραλίγο να μας σκότωνε, γιατί ήταν άζευτη. Τώρα ποιος θα τη μάθει στον ζυγό; Αυτό είναι που με στενοχωρεί περισσότερο. Και ξεχνώ τη χαρά μου για το στρατιωτικό.

 

Μένομε λίγο σιωπηλοί. Τη σιωπή μας την λύνει η καλή μου και θαρραλέα γυναίκα. «Έλα, καημένε», με λέει, «δεν είμαστε μόνο εμείς. Όλη η Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες σήμερα είναι επί ποδός. Η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο. Να πας με τις ευχές μας. Εγώ δεν είμαι δασκάλα, είμαι αγρότισσα. Θα είμαι στη θέση σου».

Τις λίγες μέρες που έχομε μπροστά μας, όσο να έρθει η ώρα της αναχώρησης, προσπαθώ να κάνω τις πιο απαραίτητες δουλειές. Αλλά οι μέρες, όταν είναι μετρημένες, περνούν πολύ γρήγορα. Και να, στις 2 του Απρίλη μάς ειδοποιεί η Υποδιοίκηση Ορεστιάδας την επομένη στις 7 η ώρα το πρωί να παρουσιαστούμε στα γραφεία τους, να πάρομε το φύλλο πορείας και αμέσως να πάμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, γιατί στις 8 η ώρα το πρωί το τραίνο αναχωρεί.

[…] Αποβραδίς, λοιπόν, γεμάτο το σπίτι μας γέρους και γειτόνισσες που οι άντρες τους είναι επιστρατευμένοι. Συζητάμε για την εμπόλεμη κατάσταση. Κάποια στιγμή κάπως σοβαρός τους λέω:

«Αγαπητοί μου και αγαπητές μου. Ό,τι και αν γίνει, μη λιποψυχήσετε, μην απελπιστείτε. Κρατήστε την ψυχραιμία σας. Η ζωή συνεχίζεται, τα παιδιά μας, τα παιδιά σας, θέλουν φροντίδα. Ουδέποτε να δακρύσετε μπροστά τους. Μην τα καθυστερήσετε, μην τα εμποδίσετε από το διάβασμα. Μην τα στερήσετε το σχολείο. Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν γράμματα. Εμείς, όμως, που έχομε καταλάβει την αξία των γραμμάτων, πρέπει να τα βοηθήσομε. Δεν είναι άξια μόνο τα παιδιά των πόλεων να γίνουν δάσκαλοι, καθηγητές και μεγάλοι επιστήμονες. Και από χωριά, ευτυχώς, έχομε καταξιωμένους επιστήμονες. Δεν πρέπει να πάνε χαμένα ταλέντα, με μόνη την αιτία γιατί είναι χωριατόπαιδα.

»Και τώρα έρχομαι στην επιστράτευσή μας. Τα ψέματα τελείωσαν. Από το χωριό στις 28 του Οκτώβρη επιστρατεύτηκαν κάπου 50 άνδρες. Αύριο, λοιπόν, θα φύγομε άλλοι 12 συγχωριανοί. Θα πάμε να ντυθούμε στρατιώτες, να υπηρετήσομε τη στρατιωτική θητεία μας, την πατρίδα μας. Είμαστε νεοσύλλεκτοι. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι όσο να τελειώσει η εκπαίδευσή μας, θα τελειώσει και ο πόλεμος. Τα ελληνικά στρατεύματα θα διώξουν τους Ιταλούς από όλη την Αλβανία. Και η Αγγλία με τη Γαλλία θα νικήσουν τον Χίτλερ, θα τελειώσει ο πόλεμος. Θα έρθουν τα επιστρατευμένα παιδιά σας και οι άνδρες σας και μεις σαν κληρωτοί θα υπηρετήσομε το υπόλοιπο της θητείας μας εν ειρήνη.

»Αυτά που σας λέω τα πιστεύω, γιατί αυτά διαβάζω στις εφημερίδες. Αλλά και να αργήσει να γίνει αυτό που σας λέω, τελικά η νίκη θα είναι πάλι δικιά μας και των συμμάχων μας. Αλλά εγώ σαν άτομο, όσο να τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος, θέλω να με παν όσο πιο μακριά μπορούν. Με την ευκαιρία τζιάμπα θέλω να ιδώ πολλά μέρη. Ας υποφέρω, ας ταλαιπωρηθώ. Αλλά, τελικά, θέλω να γυρίσω ζωντανός πίσω κοντά σας (μα και ποιος δεν το θέλει αυτό) και να σας διηγούμαι ό,τι είδα, όσα τράβηξα».

Την άλλη μέρα, 3η Απρίλη 1941, πολύ πρωί σηκωθήκαμε και άρχισαν οι προετοιμασίες για την αναχώρησή μου. Ο προσωρινός μεγάλος άσπρος σάκος γέμισε με μερικά τσουρέκια, τυρί πρόβειο, όλα του σπιτιού. Μερικά βρασμένα αυγά στο καλαθάκι που είχα πλέξει ο ίδιος. (Ναι, έπλεκα ωραία καλάθια με βέργες ιτιάς, είχα μάθει όταν βοσκούσα τα βουβάλια μας.) Η μητέρα μου και η γυναίκα μου τα ετοίμασαν όλα αυτά.

Ήρθε η στιγμή της αναχώρησής μου. Χαιρέτησα πρώτα τον γέρο παππού μου, τη μητέρα μου, τη γυναίκα μου, το έξι μηνών αγοράκι μου, τις πέντε μικρότερες αδερφούλες μου και τον μικρότερο αδερφό μου, που ήταν τότε έξι χρονών. Και η μικρότερη αδερφούλα μου τεσσάρων χρονών. Ολωνών τα μάτια ήταν θολά, μα βαστούσαν. Όταν σήκωσα τη μικρότερη αδερφούλα μου, τη φίλησα. Αυτή με αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα. Τότε όλοι άφησαν τα δάκρυά τους να αυλακώσουν τα μάγουλά τους.

Είναι αλήθεια, συγκινήθηκα πολύ κι εγώ. Μα κρατήθηκα. Ίσως γιατί ήταν παρούσες πολλές γειτόνισσες που είχαν έρθει να με χαιρετήσουν για τελευταία φορά και αυτές. Ή ίσως θυμήθηκα το τραγούδι που λέει «οι άνδρες δεν κλαίνε, δεν κλαίνε…». Η μητέρα μου και η καλή μου γυναίκα γρήγορα συνήλθαν, σκούπισαν τα δάκρυά τους. Και ενώ εγώ απομακρυνόμουν, αυτές με έστελναν ευχές και κουνούσαν τα βρεγμένα με δάκρυα μανδήλια τους.

 

 

[…] Πολύς κόσμος είχε συγκεντρωθεί, επιστρατευμένοι από τα γύρω χωριά, αλλά και συγγενείς τους για να τους χαιρετήσουν για τελευταία φορά. Το τραίνο είχε πάει να πάρει τους επιστρατευμένους από τα Δίκαια, που εκεί θα είχαν συγκεντρωθεί από όλα τα χωριά του Τριγώνου. Και να, η ώρα 9.00΄ έφτασε το τραίνο με βαγόνια φορτηγά, από αυτά που έγραφαν τότε «Ίπποι 8, άνδρες 45». Ταχτοποιηθήκαμε εύκολα, γιατί τα 40-50 βαγόνια του είναι ακόμα άδεια. Σε λίγο το τραίνο βάζει μπρος. Σφυρίζει πολλές φορές για να μη μείνει κανένας κάτω. Ξανασφύριξε, έβγαλε μαύρο καπνό και άρχισε να κυλάει πάνω στις ράγες. Από κάτω χιλιάδες μαντίλια κουνούν, στέλνουν φιλιά. Οι φωνές των επιστρατευμένων πνίγονται από το βογγητό και το σφύριγμα του τραίνου.

Πρώτος σταθμός, ο σταθμός του χωριού μας Νέο Χειμώνιο. Ξέρομε ότι το τραίνο δεν θα σταματήσει. Σπρωχνόμαστε με τους υπόλοιπους φίλους μας, βέβαια, και τους παρακαλούμε να μας αφήσουν κοντά στην πόρτα για να δούμε και να χαιρετίσομε τους δικούς μας, που οπωσδήποτε θα είναι στον σταθμό, όπως και ολόκληρο το χωριό. Ο μηχανοδηγός, φαίνεται, δεν έχει ενημερωθεί καλά. Πλησιάζοντας στον σταθμό του χωριού μας βλέπει ολόκληρο το χωριό εκεί και νομίζοντας ότι έχει επιστρατευμένους που θα ανέβαιναν στο τραίνο, κόβει ταχύτητα, και πατά φρένο. Όσο να του κάνουν σήμα να μη σταματήσει, προλαβαίνομε να πιάσομε μερικά χέρια συγχωριανών μας, στην τύχη, βέβαια, μα όλοι είναι γνωστοί, συγχωριανοί, συγγενείς, γειτόνοι μας. Με τα μάτια ψάχνομε τα δικά μας πρόσωπα. Τα αναγνωρίζομε μέσα στο πλήθος. Βλέπομε τα δακρυσμένα μάτια τους.

Αλλά το τραίνο σφυρίζει δυνατά πολλές φορές να απομακρυνθεί ο κόσμος από τα βαγόνια. Βγάζει πυκνό μαύρο καπνό και αρχίζει να ταχύνει τα βήματά του. Το τραίνο ξανασφυρίζει πολλές φορές. Βγάζει και άλλον μαύρο πυκνό καπνό. Οι ρόδες γλιστρούνε πάνω στις ράγες. Και όπως είναι καρφωμένα τα μάτια μας στον κόσμο του χωριού μας, νομίζομε ότι το τραίνο είναι σταματημένο και ο κόσμος του χωριού μας απομακρύνεται. Σε λίγο τα σπίτια του χωριού γίνονται πιο μικρά, και ακόμα πιο μικρά. Και να, στη στροφή χάνεται το χωριό μαζί με τον κόσμο του και με τα κεραμίδια του.

 

 

Ο Χρήστος Ρουσσόπουλος ήταν γιος του αγρότη Δημήτριου Ρουσσόπουλου και της Χρυσής (Αλτνό) Καϊσίδη, που απέκτησαν οκτώ παιδιά, έξι κορίτσια και δύο αγόρια. Γεννήθηκε το 1920 στο Μέγα Ζαλούφι της Ανατολικής Θράκης. Το 1922 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους Ζαλουφιώτες πρόσφυγες στο Παλαιό και αργότερα στο Νέο Χειμώνιο του νομού Έβρου. Αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο Θουρίου, όπου παρακολούθησε τις τρεις τελευταίες τάξεις. Τον Δεκέμβριο του 1939 παντρεύτηκε την Καλυψώ Θεοδώρου Μαλασίδου, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, δύο αγόρια, που πέθαναν σε μικρή ηλικία, και τρία κορίτσια. Στις 3 Απριλίου 1941 επιστρατεύτηκε. Μαζί του πήρε το βιολί του, ένα μολύβι και χαρτί, στο οποίο κρατούσε λεπτομερές ημερολόγιο. Παρουσιάστηκε στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Ναυπλίου. Από εκεί η μονάδα του προωθήθηκε στα Χανιά και ύστερα στον τομέα Ηρακλείου, όπου πολέμησε στη Μάχη της Κρήτης. Μετά την επάνοδό του στο χωριό του στη Θράκη οργανώθηκε στο ΕΑΜ και ανέλαβε υπεύθυνος της ΕΠΟΝ με το ψευδώνυμο «Ρήγας Φεραίος». Συμμετείχε στην Αντίσταση ως σύνδεσμος, τροφοδότης και οδηγός των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ της περιοχής του. Στις 10 Οκτωβρίου 1945 κληρώθηκε να υπηρετήσει ξανά στον στρατό. Απολύθηκε τον Μάρτιο ως ανεπιθύμητος μαζί με άλλους δημοκράτες, αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Ήταν άνθρωπος με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και ταλέντα: λαϊκός ποιητής, μουσικός, συγγραφέας και ζωγράφος. Πέθανε στις 5 Απριλίου 2000.

 

Το κομψό βιβλίο Χρήστος Ρουσσόπουλος, Η μάχη της Κρήτης κυκλοφόρησε πρόσφατα και είναι το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο που εκδίδει η Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών στη σειρά «Μαρτυρίες». Επιμελητές σειράς: Αλέξης Καλοκαιρινός και Κωστής Μαμαλάκης. Εκδοτική επιμέλεια: Κλαίρη Μιτσοτάκη. Σημειώσεις: Λυδία Καστρινογιάννη και Κωστής Μαμαλάκης.

 

Σπήλιος Τσακίρης

Share
Published by
Σπήλιος Τσακίρης