ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος (1945-2023), ήταν μία ποιητική ιδιοφυία που με το «Σύσσημον ή Τα κεφάλαια» μας κληροδότησε ένα σύγχρονο κλασικό έργο

 Το κεφάλαιο των «Κεφαλαίων» δύσκολα ρευστοποιείται. Όχι γιατί μία ενδεχόμενη αποτίμησή του, δεν είναι από την αρχή εφικτή. Αλλά επειδή όταν δοκιμάζεις αυτήν την εμπειρία, μετά από λίγο, αισθάνεσαι μια παράξενη ενοχή. Είναι η ενοχή της σταδιακής εξάρτησης που σε αποτρέπει από το να την κρίνεις, ενώ αυτή, την ίδια στιγμή, σε συμπαρασύρει ύπουλα, σχεδόν νωχελικά, σε μία δαιδαλώδη, συναρπαστική, αλλά και επώδυνη διαδρομή – όπως είναι το ταξίδι του ποιητή. Όπως είναι όλα εκείνα τα ταξίδια, που μας αφήνουν κάτι.

Η ποίηση του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου είναι εντυπωσιακά τολμηρή – υιοθετεί μια απευθείας συνομιλία με τις πηγές της νεότερης ευρωπαϊκής ποίησης: με το εύρος, το βάθος, τις ανακολουθίες και τη γοητεία της, τοποθετώντας όλα αυτά -με έναν τρόπο καθηλωτικό- στο σήμερα. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές για τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης έργο, μία εκτενέστατη ποιητική σύνθεση που πλησιάζει τους 10.500 στίχους και η οποία διαμορφώθηκε μέσα σε περισσότερο από δύο δεκαετίες.  

Μία πολυπρισματική και πολυθεματική σύνθεση, στα πρότυπα της μεσαιωνικής αφήγησης, ρομαντική στην αισθητική της, αλλά και διαρκώς αιωρούμενη ανάμεσα στην αποκάλυψη και την παρωδία, στην προφητεία και την έσχατη διάψευση: «Μέσα στο δωμάτιο ήμασταν εμείς/ που διανύσαμε γυμνοί και μόνοι τη μεγάλη μαύρη εποχή./ Το διάβα μας το μυστικό ήταν διάτρητο./ Γεράσαμε για να καταλάβουμε/ πως φυλάγουμε ένα σκηνικό- κι ούτε μπορούσαμε να προφητέψουμε». Και λίγο πιο κάτω: «Είχαμε δει ό,τι περισσότερο είχαμε ανάγκη/ να γίνεται ένα τίποτα. Δεν προφητεύεται αυτό-/ σκαλώσαμε και μείναμε».

Το «Σύσσημον», λοιπόν, συνδιαλέγεται με τον πυρήνα της ρομαντικής ποίησης. Οι ρομαντικοί ποιητές, από τον Κόλριτζ, τον Λόρδο Βύρωνα, τον Σέλεϊ και τον Κητς στη Βρετανία, μέχρι τον Χέλντερλιν, τον Σίλερ και τον Γκαίτε στην Γερμανία ή τον Ουγκώ στη Γαλλία, άφηναν -ως επί το πλείστον- τη φαντασία τους να ξεχυθεί αποφασιστικά προς το παρελθόν, τις λαϊκές πηγές της μεσαιωνικής και χριστιανικής Ευρώπης, μακριά από περιοριστικούς κανόνες, δημιουργώντας εν τέλει ποιήματα-ποταμούς μοναδικής λυρικής ευγλωττίας: Κύρια συστατικά ενός τέτοιου ποιητικού προσανατολισμού είναι ο οραματισμός και ένα ασυγκράτητο πάθος, μια -θα έλεγε κανείς- συσσωρευμένη ενέργεια που αποδεσμεύεται μέσα από συνδυασμούς των πλέον απρόσμενων συνειρμικών συνθέσεων.  

Έτσι, ο ρομαντισμός έμελλε να αποτελέσει μια τεράστια ποιητική επανάσταση, απελευθερωτική και καταιγιστική, με αισθητικά γνωρίσματα την μεγαλόπνοη έμπνευση, το πολύστιχο ορχηστρικό ποίημα, τον πλούτο των ρυθμών, τον άφθονο λεκτικό λυρισμό, μία πληθώρα από εικόνες, μεταφορές και αλληγορίες, την τάση για το παράδοξο και το μυστηριώδες, την καταφυγή στο όνειρο, την πλούσια αλλά και ανεξέλεγκτη θεματογραφία – μια ποίηση πλημμυρισμένη από μία λυρική, γλωσσική και εικονοπλαστική φαντασμαγορία.

Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
«Σύσσημον ή Τα κεφάλαια»
Ίνδικτος, 2006, σελ. 512

Μέσα από την ορμή και την παραφορά της ρομαντικής αυτής ποιητικής έξαρσης, δημιουργήθηκαν ζωηρόχρωμα λυρικά έργα στα οποία κυριαρχεί ο τόνος της μεγαλόφωνης δημόσιας εξομολόγησης ενός πάνοπλου εγώ. Αυτός είναι ο φυσικός χώρος του Ν. Παναγιωτόπουλου ο οποίος διαθέτει την ξεχωριστή ικανότητα να συνδυάζει ταυτόχρονα σε μια εικόνα, σε μια διατύπωση, σε μία περιγραφή, σε έναν υπαινιγμό, τα πιο παλιά μυθολογικά σύμβολα με την πληγωμένη ανθρώπινη εσωτερικότητα: «Όλες μου οι αρχές συντρίφτηκαν από την εμπειρία / και πάνω απ’ τα συντρίμμια τους δεν ήθελα / ούτε δάσκαλο ούτε δικαστή ούτε πατέρα / παρά ένα φίλο / και κρύφτηκα πίσω απ’ τη γλώσσα- / θα γκρεμιζόντουσαν οι μύθοι». Ενώ αλλού: «Κοιμάμαι το άρωμά της. / Κοιμούνται τα νερά. Κοιμάται η θάλασσα. / Κοιμούμαι πάνω στο σταυρό. / Μόνο ένα μεγάλο πάθος (σαν το δικό μου) / μπορεί να διαπράξει τούτο το αμάρτημα: / του ύπνου πάνω στο σταυρό». Απ’ την άλλη, ωστόσο, ο Παναγιωτόπουλος αν και κάτοχος αυτής της ρομαντικής φαντασμαγορίας, από αλλού έρχεται και αλλού πηγαίνει.

Αυτό γίνεται αντιληπτό σε όλα τα μήκη και πλάτη του ποιήματός του, αφού είναι εξ’ ολοκλήρου διαποτισμένο με τη λεπταίσθητη ειρωνεία μιας κλονισμένης φωνής που κρατάει μία απόσταση από τα πράγματα: «Ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας / και είμαι φτιαγμένος για τη διασκέδαση / η φύση με βάρυνε με τη μοίρα / να σκέφτομαι δραματικά / να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω / και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου». Με άλλα λόγια, το παραφουσκωμένο λυρικό εγώ των ρομαντικών ποιητών, γίνεται στην περίπτωσή του ένα εγώ που ασφυκτιά, που δεν το χωράει ο τόπος, που αιμορραγεί, που αδυνατεί να λυτρωθεί, να εκτονωθεί και να εκτονώσει, να ξεφύγει από την μοίρα του που δεν είναι άλλη από την αναμέτρηση με το άπειρο και την ανέκκλητη ήττα: «η χίμαιρα που μας ωθεί να ζήσουμε στις γωνιές / μ’ έσπρωξε στην τρώγλη της αυτοκριτικής / έμεινα χρόνια σ’ αυτή την τρώγλη στο τέλος ήπια απ’ το αίμα μου».

Στην ουσία, αυτό που επιτυγχάνει είναι να εστιάζει στην αιωνιότητα με τη μεσολάβηση του πρόσκαιρου, ισορροπώντας εξαιρετικά το εσώτερο και συγκεχυμένο με το εξωτερικό και το συγκεκριμένο: «Τώρα πάντως έπεσε η πρώτη φτυαριά. / Πόσο θα της μοιάζει και η τελευταία / ούτε ο λογοτέχνης δεν θα μπορούσε να το πει. / Κακό που σε βρήκε, θα γίνεις πνεύμα.», ενώ λίγο πιο πριν μιλώντας για την απώλεια ενός φίλου αποφαίνεται πικρά και ειρωνικά: «Τίποτα δεν είναι αθάνατο. Πολύ σκληρή είναι η ζωή / αλλά μετά είναι όλα εύκολα. Παρηγορηθείτε». Σε κάθε περίπτωση, η ποίησή του είναι ένα κράμα πεζού και ποιητικού λόγου και επιχειρείται μέσω αυτής μία αποσπασματική ανασύνθεση του κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας, μέσα από αναδρομές σε όλες σχεδόν τις λογοτεχνικά επεξεργασμένες ιστορίες και μυθολογίες: «Διός και Ποσειδώνος αστρική σύνοδος / Ρέματα θυμωμένα / ερημικό κρεβάτι / κλάμα λύκου- / Θα τέλειωσε η αναζήτηση του Αγγέλου / που είναι το μυστήριο του άλλου- (Κι άραξα σε πέτρες.) / Και βροντολογάει θεολογία. / Το ’να ξοπίσω στ’ άλλο τα αστροπελέκια της θλίψης / Γιόμισαν τα ουράνια θεολόγους». Ή αλλού: «σποραδικά αντικρίζω ό,τι ο Κέλτης ονόμασε: η επινόηση της αιωνιότητας».

Ο Παναγιωτόπουλος προστρέχει, ακολούθως, στην πρόζα για να αντλήσει τη μυστική ιδιότητα από τα πράγματα του κόσμου, την βαθύτερη ουσία της και να την προσδώσει στον στίχο με την απλότητα μιας ομιλίας που γίνεται αντιληπτή ως ένας κυματισμός αμεσότητας: «Κοίταξα και χαμογέλασα. Όλη η ανθρωπότητα είναι μια χήρα / που φροντίζει τον τάφο ενός που δεν αγάπησε». Παράλληλα, όμως, συνυπάρχουν το έντονα λυρικό στοιχείο με μια μυστηριώδη μεταφυσική ύλη που αντισταθμίζουν το αποκαλυπτικό ύφος του ποιήματος, δίνοντας πρόσκαιρες διεξόδους στο ξετύλιγμα της επώδυνης ανθρώπινης περιπέτειας: «Τώρα ανακαλώ ένα φάσμα ερωτισμού…/ Φέρνω κοντά μου την πτώση της ύλης στην σιωπή». Ενώ, αλλού: «Και δύο αχτίνες του ήλιου/ μέσα στη νύχτα/ πέσαν στα μάτια μου-/ τα μάτια της./ Συντρίμμι./ Εγκάρδιε νυχτερινέ ήλιε/ είμαι ανθρώπινο συντρίμμι». Μάλιστα, κάποτε ξαφνιάζει με τις συναισθηματικές του εξάρσεις που λειτουργούν εξίσου εκτονωτικά: «Ουράνιο τόξο φεγγαριού-/ Γεφύρι από κόκκινο χρυσάνθεμο-/ Καντήλια στην ομίχλη-/ Μην κλαις αγάπη μου».

Όπως και να ’χει, ο επικός χαρακτήρας του έργου συντηρείται ακέραιος μέσα από τις πολύστιχες ραψωδίες με την ανακεφαλαιωτική τους πυκνότητα – παρά τους ακτινωτούς υπαινιγμούς, την περιπαιχτική διάθεση και τον ασίγαστο εσωτερικό λυγμό: «Όλοι είμαστε σα να μην υπήρξαμε ποτέ/ δεν βλέπω την ακτή της λογικής-/ δε μπορώ να βρω το μίσος κάτω απ’ τα δάκρυα». Μόνο που το επικό στοιχείο συντηρείται για να υπονομεύεται εκ των έσω, δοκιμάζοντας τα όρια της γλώσσας με επαναλήψεις οι οποίες επιφέρουν μία παράξενη έμφαση στις έννοιες. Αλλά και με αποσπασματικές εκφορές του λόγου που εσκεμμένα δημιουργούν ρωγμές στην ίδια τη σύνθεση υποδηλώνοντας μία μάλλον αναπόδραστη ματαιότητα πίσω από την περιπέτεια του διανοήματος, της παράδοσης, των κάθε λογής αναζητήσεων: «Τραβήχτηκα στη μικρή εσχατολογική νήσο της αποτυχίας όλων των αναζητήσεων / και είχα στα χέρια μου τη φθορά μιας παράδοσης που μόνο στα έσχατα θα ξεπεραστεί- / είχα στα χέρια μου φθορά κι αντινομία- Μ’ έφερε στην τέχνη η χίμαιρα που μας ωθεί να ζήσουμε στις γωνιές- Κι από τότε τρέφω γι’ αυτήν τη χίμαιρα κακία πουλιού / έτσι γνώρισα την περιοχή του οίκτου για τη σοφία / αυτού του κόσμου που εμώρανε ο Θεός».Συνολικά πρόκειται για μία εκπληκτική, από κάθε άποψη, σύλληψη που συχνά στέκεται αμήχανη μπροστά στους συνεχώς επαναπροσδιορίσιμους στόχους της. Εξ ου και ο υπότιτλος «Τα Κεφάλαια» που δεν αναφέρεται μόνο στην χρονική αποσπασματικότητα των συνθηκών της σύνθεσης, αλλά και στην -εκ των πραγμάτων- αδυναμία μιας ποιητικής ιδιοφυΐας να ελέγξει πάντοτε τις μάλλον αχαλίνωτες εξάρσεις της. Αυτή είναι -εν τέλει- και η ξεχωριστή γοητεία της: Η μεγαλόπνοη γενίκευση που συνειδητά αφήνεται να παγιδευτεί στα ίδια της τα θεσπίσματα. Ή, αλλιώς, μία επιβλητική και αποκαλυπτική παραδοχή των ορίων της γλώσσας, από έναν ποιητή που γνωρίζει -καλύτερα από τους περισσότερους- την θνησιγένεια της αποκάλυψης…

Γιώργος Βαϊλάκης

Share
Published by
Γιώργος Βαϊλάκης