ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δήμητρα Βλαγκοπούλου: «Αν κάτι το πιστεύεις πολύ, οφείλεις να περάσεις μέσα από τις ματαιώσεις και να συνεχίσεις»

Πολλοί την «ανακαλύψαμε» στην παράσταση Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι του Μάριους Φον Μάγεμπουγκ, σε ένα από τα Φεστιβάλ Αθηνών των τελευταίων χρόνων. Με έναν περίεργο τρόπο όμως δεν ξαφνιαστήκαμε, όπως για παράδειγμα γίνεται όταν ανακαλύπτεις ένα σπάνιο αστέρι στον ουρανό. Ήταν σαν να ήταν πάντα εκεί, σαν να την ξέραμε από πάντα, σαν να την είχαμε δει δεκάδες φορές σε δεκάδες διαφορετικές παραστάσεις κι ας ήταν η πρώτη φορά που γινόταν τόσο καθαρά αυτή η επαφή. Περίεργα πράγματα. Ή και όχι. Η Δήμητρα, που μιλά πάντα με ευγένεια και πάθος, κάνει κυρίως θέατρο. Οι θεατρόφιλοι την είχαν εντοπίσει με βαθύ χειροκρότημα πριν το masterpiece του σκηνοθέτη Γιώργου Κουτλή. Και ξέραν πως αν ήθελες να τη βρεις θα την έβρισκες εκεί κυρίως. Στο θεατρικό σανίδι. Όπως δηλαδή συμβαίνει φέτος  και στο Θέατρο Προσκήνιο με το θηριωδώς ανθρώπινο έργο του Αντόν Τσέχοφ σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά. Στο οποίο και δίνει το δικό της ρεσιτάλ. Ισότιμα μέσα στα ρεσιτάλ όλων. 

Έχει κάνει -thank god- όμως και κινηματογράφο. Λίγα, θα έλεγε κανείς, αλλά απίθανα και σημαντικά. Μερικές μικρού μήκους που ξεχωρίζουν, με αποκορύφωμα τη βραβευμένη με τον Ασημένιο Διόνυσο, αλλά και για το σενάριο της στο τελευταίο φεστιβάλ Δράμας, Αερολίν, του Αλέξη Κουκιά-Παντελή, και δύο ταiνίες μεγάλου μήκους, και οι δύο μαζί με τη Σοφία Εξάρχου. Η πρώτη, το Park που μας σύστησε σε μια νέα γενιά ηθοποιών (στη Δήμητρα, στον Δημήτρη Κίτσο, στον Νικόλα Ζεγκίνογλου) και η δεύτερη, το Animal που βρίσκεται ακόμη σε τροχιά σταθερής βράβευσης καθώς όπου κι αν εμφανίζεται σαρώνει. Όπως για παράδειγμα στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο αλλά και αυτό της Θεσσαλονίκης όπου εκτός από τον πρώτο γυναικείο ρόλο για την ίδια, η ταινία πήρε και τον Χρυσό Αλέξανδρο, τριάντα χρόνια μετά την τελευταία φορά που το «πρώτο» βραβείο  πήγε σε ελληνική ταινία. Και αν αυτό λέει πολλά, κοντός ψαλμός, η ταινία είναι έτοιμη να βρει το κοινό της από την Πέμπτη 8/2 και να συστήσει τη τεράστια φωτιά της στο διψασμένο για κινηματογραφικά ελληνικά, θεατή!

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στα Βριλήσσια – «δεν είμαι παιδί του κέντρου, επειδή όμως η γιαγιά και η μαμά μου μεγάλωσαν στους Αμπελόκηπους, κάπως με την περιοχή είχα γνωριστεί από παλιά, πηγαίναμε και πολλά θέατρα εκεί. Έτσι, τελειώνοντας το σχολείο ήρθα και εγώ στο κέντρο». Πρώτες σπουδές στην κρατική σχολή χορού – «το θέατρο δεν το είχα σκεφτεί εξαρχής. Τελειώνοντας, ωστόσο, τις σπουδές, ενώ ένιωθα ότι με το σώμα μου μπορούσα να το ακολουθήσω, δεν ένιωθα την ανάγκη, ότι ανήκω ακριβώς σε αυτό. Και πραγματικά, μέσα σε μια μέρα μου βγήκε η επιθυμία να ασχοληθώ με το θέατρο, σαν να υπήρχε εκεί από παλιά και δεν την είχα αφουγκραστεί. Ήταν όμως τόσο καθαρό το “αίτημα”, που πήγα και έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Εθνικό. Τώρα βέβαια μου λείπει ο χορός (γέλια)». Την ρωτώ αν αυτό είναι ένα εργαλείο ξεχωριστό, αν σε κάποιες προσεγγίσεις της σε ρόλους έχει ευκολίες που οι άλλοι δεν διαθέτουν. «Καταλαβαίνω ότι το σώμα μου μάλλον έχει μια γνώση και στηρίζει τις επιλογές μου, τον λόγο μου, γιατί κι αυτός από εκεί προκύπτει», λέει. «Το αισθάνομαι σαν ένα εργαλείο εξασκημένο που είναι πράγματι βοηθητικό. Είναι ένας δρόμος που με βοηθά να αντιληφθώ κάποια πράγματα. Βέβαια χρειάστηκε και κάποια πράγματα να τα αφήσω πίσω, τα έβλεπα ως εμπόδιο, ότι μπορεί να φαίνονταν σαν καταγεγραμμένα στοιχεία, ειδικά τη στιγμή που εγώ ήθελα να επιστρέψω σε κάτι πιο ακατέργαστο και σε ότι προσφέρει αυτό».

Αποφοίτησε το 2012, μέσα στην κρίση, και έπιασε αμέσως δουλειά. «Ξεκίνησα μετά τη σχολή πολύ γρήγορα, οπότε κάθε χρονιά ήμουν σε ενεργή επαφή με τη δουλειά μου, το οποίο δεν είναι και δεδομένο. Ωραία χρόνια. Άρχισε να χτίζεται μια ροή παραστάσεων και συναντήσεων, γεμάτα από ωραίες στιγμές, συνδεδεμένες με τους ανθρώπους και με τα κείμενα που συνάντησα. Ωραία ήταν ακόμη και σε ποιο δύσκολες στιγμές, που είναι αυτές οι φορές που τα πράγματα δεν ταιριάζουν απόλυτα ή δεν είναι ακριβώς η περιοχή στην οποία νιώθεις ότι ανήκεις. Μπορεί να συμβεί κι αυτό, γιατί είναι κάτι ζωντανό αφού σχετίζεται με τον άνθρωπο και την ανταλλαγή. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή μου αρέσει πολύ η δουλειά μου, θα βρω ένα μονοπάτι που θα έχει ενδιαφέρον».

Αν κοιτάξεις αναλυτικά τις καλλιτεχνικές της συμμετοχές θα δεις μια συνέπεια σε ένα δρομολόγιο. Αναρωτιέμαι αν είναι θέμα ενστίκτου. «Τα περισσότερα πράγματα, είναι η αλήθεια, δεν τα επιζήτησα και τα αποδέχτηκα», θα μου πει. «Ίσως ήταν περισσότερο το ένστικτο των ανθρώπων που ζητούσαν συνεργασία μαζί μου. Ίσως φαντάστηκαν πως συγγενεύει η γλώσσα μας και ο τρόπος μας, οπότε είναι μάλλον ένα κοινό ένστικτο του “πάμε και θα το βρούμε”. Νομίζω πως αν ψάξουμε μέσα μας, και γνωρίζοντας και το έργο των σκηνοθετών -που είναι μέρος της δουλειάς μας να ξέρουμε τι έργο παράγουν και να το παρακολουθούμε-, μπορούμε να φανταστούμε ή όχι τον εαυτό μας μέσα στη δουλειά τους».

Η Δήμητρα, που αγαπά πολύ το θέατρο, και της αρέσει το ίδιο και περισσότερο να είναι και θεατής του, γίνεται φέτος κομμάτι μιας σπουδαίας θεατρικής «στιγμής». Σε μια από τις πολυτιμότερες μεταφορές του Τσέχοφ που έχουμε δει και χαρεί τα τελευταία χρόνια (Γλάρος, Θέατρο Προσκήνιο, σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς), φορά τα ρούχα της Μίνας και αναμετριέται με ένα από τους διασημότερους ρόλους παγκοσμίως. «Είναι η πρώτη φορά που δουλεύω με τον Δημήτρη», λέει. «Ήταν μια πολύ ευτυχής συγκυρία η συνάντηση μας και αυτό έχει να κάνει με όλη τη διαδικασία των προβών που κάναμε για να το ανεβάσουμε, με το ίδιο το έργο φυσικά, αλλά και με το σύνολο των ανθρώπων που δουλεύουμε μαζί σε όλα τα επίπεδα. Είναι σπάνιο, πραγματικά, να συμβαίνει αυτό, να είναι όλα τα συστατικά τόσο σωστά και τόσο ωραία. Ήταν πολύ όμορφος ο τρόπος με τον οποίο μπήκαμε σε αυτό το κείμενο, το οποίο είναι και ένα κλασικό κείμενο που το γνωρίζουμε όλοι και το έχουμε δει θεατρικά να ανεβαίνει πολύ συχνά. Αυτό που απόλαυσα πάρα πολύ, είναι που προσεγγίσαμε το έργο μακριά από τις βεβαιότητες και τις πεποιθήσεις που έχουν επιφορτωθεί  πάνω του σαν δεδομένα με τα χρόνια. Και έτσι, κάπως, απαλλαγμένοι από αυτά, άνοιξαν πολλές δυνατότητες στον τρόπο που είδαμε τον κάθε ήρωα, τον κάθε χαρακτήρα, μια νέα σύνθεση υλικών, και γι’ αυτό νιώθω πολύ τυχερή που με εμπιστεύτηκε.

Επίσης ο Δημήτρης δίνει πολύ χώρο και στις προσωπικές μας συνδέσεις, στο δικό μας στίγμα, με το κείμενο και τον ρόλο. Και μετά τις φροντίζει, τις κατευθύνει πιο βαθιά, πιο μακριά, με μια φοβερή εμπιστοσύνη. Μου αρέσει όταν στις δουλειές υπάρχει ένας είδος συνδημιουργίας. Ναι, είναι ξεκάθαρη η δουλειά του καθένα μέσα σε όλο αυτό, αλλά όταν οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν τον ηθοποιό μαζί με τα δημιουργικά του κομμάτια και όχι μόνο με τα εκτελεστικά, για μένα είναι οι πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Το να μπορώ να είμαι κι εγώ μέρος της δημιουργίας, να αφήνω ένα αποτύπωμα δικό μου μέσα σε αυτό, σαφέστατα υπηρετώντας το  υφιστάμενο σκηνοθετικό όραμα, είναι το καλλιτεχνικό μου ζητούμενο».

Ένα πολύ ωραίο στοιχείο της παράστασης -και έχει πολλά, πάρα πολλά- είναι πως έχεις την αίσθηση ότι αναγεννιέται συνέχεια μπροστά σου. «Δουλέψαμε πολύ συλλογικά και με μεγάλη έκθεση για αυτό», μου λέει όταν της το αναφέρω. «Και αυτό ήταν που ήθελε και η  παράστασης, τo οποίο είναι και πολύ ενδιαφέρον ως στοίχημα για κάθε μέρα. Δίνει ένα φοβερό κίνητρο σε μας τους ηθοποιούς. Και αν σκεφτείς πως έχουμε πολλές παραστάσεις μπροστά μας, το κάνει ακόμη πιο έντον0. Ναι, εντάξει, σε κάθε παράσταση θέλεις να είσαι στα καλύτερα σου, αλλά στο συγκεκριμένη είναι η βάση για τα πάντα, για κάθε λέξη, για κάθε παύση, για κάθε σιωπή. Είναι πολύ ζωντανή και απαιτεί την απόλυτη εμπλοκή και παρουσία σου, γι’ αυτό και την απολαμβάνω πάρα πολύ».

Την ρωτώ για το Τσεχοφικό σύμπαν. «Είναι τόσο συνταραχτικά ανθρώπινο», μου λέει. «Έχει καταφέρει σε όλα του τα έργα να τον απασχολεί τόσο πολύ αυτό το κενό, το υπαρξιακό.. αισθάνομαι στα έργα του τον χρόνο να στάζει τόσο αργά και να διαστέλλεται τόσο πολύ. Παρατηρεί τον άνθρωπο με έναν πάρα πολύ γυμνό και απλό τρόπο, που εμπεριέχει όμως και όλο το σύνθετο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το κωμικό και το δραματικό στα έργα του Τσέχωφ εναλλάσσεται όπως συμβαίνει και στη ζωή. Το έχει συλλάβει σε τέτοιο απόλυτο βαθμό, που, αν εμπιστευθείς το κείμενο του, δεν έχεις να επινοήσεις τίποτα. Όλα είναι εκεί. Δεν χρειάζεται να βάλεις εσύ κάτι, δεν χρειάζεται να προσθέσεις καμία ιδέα πάνω σε αυτό. Βλέπει τον άνθρωπο με μια τρυφερότητα, ακόμη κι όταν βρίσκεται στα πιο τρωτά του. Και τη γελοιότητα που έχει η ανθρώπινη ύπαρξη, επίσης, με τον ίδιο τρόπο την προσεγγίζει. Και στα πιο σκληρά χαρακτηριστικά των ανθρώπων πάντα βρίσκει μια εξήγηση, κάτι που προϋπάρχει και διευκρινίζει γιατί συμπεριφέρεσαι έτσι, γιατί πονάς κάποιον, και το εξηγεί με μεγάλη ευαισθησία. Αυτό είναι που μας κάνει τελικά να ταυτιζόμαστε και να αναγνωρίζουμε τα κομμάτια αυτά και στον εαυτό μας».

Τόσοι έξοχοι χαρακτήρες και μέσα σε αυτούς η Νίνα, με τα θέλω της που γίνονται ρόδα και ακόμη περισσότερο γίνονται «αγκάθια» μέσα σε μια πορεία που την παρακολουθείς με σφίξιμο στο στομάχι και κομμένη την ανάσα: «Όλοι του οι χαρακτήρες, ακόμη κι αυτοί που σε όγκο μπορεί να είναι μικρότεροι, είναι πολύ μεγάλοι. Δηλαδή δεν λείπει τίποτα από τη γραμμή τους, από το νήμα τους, είναι ολόκληροι. Τον έχω αγαπήσει πολύ αυτό τον ρόλο, η αγάπη που του έχω, όμως, έχει να κάνει και με τον τρόπο που τον είδαμε, με τον τρόπο που τον φτιάξαμε. Δεν τον είδαμε με επιθετικούς προσδιορισμούς, τύπου ποια είναι η Νίνα, α, είναι μια φιλόδοξη, ονειροπόλα, αφελής νέα ηθοποιός που προσπαθεί να πετύχει τα μεγάλα της όνειρα. Φύγαμε από τους χαρακτηρισμούς και, μένοντας στο κείμενο, είδαμε πόσο πλούσιο είναι, ακόμη και το τέλος με τη μεγάλη ματαίωση. Και αυτό μου αρέσει στην κατασκευή της Νίνας. Την έχω αγαπήσει έτσι όπως είναι, νιώθω μια ασφάλεια ότι έχουμε εντοπίσει τόσο καθαρά το νήμα της πορείας της που δεν χρειάζεται να εκβιάσω κάτι. Αυτό το όνειρο της, μέσα στην ματαίωση δεν το εγκαταλείπει ποτέ, και αυτό είναι κάτι που την διαφοροποιεί. Έχει κάτι επιβιωτικό αυτός ο χαρακτήρας, με κάποιο τρόπο συνεχίζει, έχει μια φοβερή δύναμη. Μου αρέσει πολύ η σχέση της με την τέχνη, η οποία πολλές φορές μπορεί να σε λυγίσει και τότε πραγματικά είναι που πρέπει να σταθείς όρθια. Αν κάτι το πιστεύεις πολύ, οφείλεις να περάσεις μέσα από τις ματαιώσεις και να συνεχίσεις». Τη ρωτώ πώς βρίσκει τα πατήματα της σε τέτοιους ρόλους. «Μου αρέσει να βρίσκω τους πολύ μικρούς αυτούς χώρους ανάμεσα στα πράγματα, που πολλές φορές τους προσπερνάμε και πάμε κατευθείαν στο κεντρικό σήμα, ενώ από σήμα σε σήμα υπάρχουν πάντα, ενδιάμεσα, κάποιες περιοχές πολύ ενδιαφέρουσες. Και θεωρώ πως οφείλω στη δουλειά μου να τις βρίσκω».

Η Δήμητρα, που έχει ένα σκύλο που τον φωνάζει  Φίγκαρο – «τον πήρα μεγάλο, πεντέμισι ετών, τον λέγανε έτσι ήδη, το αποδέχτηκα. Και όταν είμαι στο πάρκο και πρέπει να τον φωνάζω δυο και τρεις φορές συνεχόμενα, για σκέψου το λίγο;», δεν έχει κάνει καθόλου τηλεόραση, δεν έχει αναπτύξει σχέσεις – τη συσκευή στο σπίτι την έχει κυρίως για να βλέπει ταινίες. Κάτι την τρομάζει, λέει, στη δύναμη που έχει το μέσο. «Θέλω πάντως να το δοκιμάσω. Και οικονομικά δηλαδή, γιατί ωραίο και το θέατρο, αλλά δεν βγαίνει μόνο με αυτό, δεν πληρώνεται αυτή η δουλειά. Τώρα έχω γίνει πιο ανοιχτή, πηγαίνω και σε δοκιμαστικά». Γελάει όπως μιλάει. Με μια ησυχία, με μια σχεδόν τρυφερότητα. Σκέφτομαι τον ρόλο της στο κινηματογραφικό Animal. Σκέφτομαι αν το ήρεμο, ευγενικό αυτό πλάσμα που μου μιλά, έχει καταλάβει το εκτόπισμα της ερμηνείας του σε αυτή την ταινία. «Ήταν πολύ δυνατή εμπειρία», μου λέει. «Όμως δεν μπορώ να είμαι και αντικειμενική. Μου αρέσει πολύ ο τρόπος της Σοφίας [σ.σ. Εξάρχου]. Πάντα κάνει πολλές πρόβες, στη μεγάλη αυτή διαδρομή είσαι προετοιμασμένος. Δεν συνηθίζεται αυτός ο τρόπος, δεν τον κάνουν όλοι, οπότε, μέχρι τα γυρίσματα, υπήρχε ήδη μέσα μου για πολλούς μήνες η ταινία – και μετά βεβαίως, με έναν άλλο τρόπο».

Τη ρωτώ πως ένιωσε όταν είδε τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη. «Είναι συνταρακτικό σωματικά όταν βλέπεις την ταινία μετά, ως θεατής. Είναι μια κατάσταση έντονη, ειδικά επειδή κατά τα γυρίσματα δεν κοιτάζω ποτέ στο μόνιτορ τις σκηνές μου, γιατί όταν το κάνω θέλω κατευθείαν να αυτοδιορθωθώ. Είχα εμπιστοσύνη όμως στη Σοφία, οπότε όλα καλά». Το Animal διηγείται την ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που δουλεύουν σεζόν ως ανιματέρ σε ένα all inclusive resort, στα Μάλια της Κρήτης. Της λέω πως η πρώτη μου δουλειά, πιτσιρίκι, σε ένα αντίστοιχο της Εύβοιας, με είχε φέρει σε επαφή με αυτό το γκρουπ ανθρώπων και ακόμα, τόσα χρόνια μετά, τους θυμάμαι με θαυμασμό και απορία. Ένιωθα τότε, και το θυμάμαι ακόμη και τώρα, πως υπήρχε μια δυσφορία μέσα στην τόση εξωστρέφεια τους, πως κρυβόταν κάτι κάπως συναισθηματικά προβληματικό μέσα στα αυτοσχέδια θεατρικά τους και στις συνήθως κακότεχνα στημένες σκηνές τους. «Μου άρεσε ο κόσμος αυτός», λέει η Δήμητρα. «Αυτό το σύμπαν είναι ένας κόσμος που δεν τον ήξερα καθόλου. Καταλάβαινα την καλλιτεχνική του πλευρά και κάποιες ιδέες του, αλλά με άλλους όρους. Δεν είχα εμπειρία γι’ αυτό κι έψαξα πολύ, είδα άπειρο υλικό. Και φυσικά εντυπωσιάστηκα. Πολλές φορές αυτοί οι άνθρωποι έρχονται από άλλους δρόμους, τις περισσότερες φορές κουβαλάνε μια ματαίωση, από  όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, κάτι άλλο μπορεί να κυνηγούσαν και βρέθηκαν εκεί, σε άλλο μέρος».

Της ζητώ να μου μιλήσει για τον χαρακτήρα της. Η Κάλια είναι η «αρχηγός», είναι η «εκπρόσωπος» μιας ομάδας που οφείλει να είναι πάντα χαρούμενη, μιας ομάδας που βρίσκει «καταφύγιο» σε τέτοιου είδους ξενοδοχεία, εκεί που οι κανόνες είναι άγριοι και η φυσική παρουσία σχεδόν αόρατη. «Αυτή η φοβερή αντίφαση που έχει σαν χαρακτήρας, πώς δείχνει και πώς είναι μέσα της, σαν να μην το συνειδητοποιεί καν, μου φάνηκε το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της. Η φθορά συντελείται σταδιακά, ο χαρακτήρας διαβρώνεται σιγά -σιγά, χωρίς να έχει συνείδηση αυτής της διαδικασίας, η οποία και έρχεται με φοβερή αντίσταση μέχρι να την κατοικήσει απόλυτα και να εκραγεί. Κι όλο αυτό συνδέεται με τις μάσκες που φοράμε οι άνθρωποι στη ζωή μας, με το χαμόγελο με το οποίο βαδίζουμε μέσα από τις δυσκολίες για να αντέξουμε τη ζωή. Πολλές φορές ξεχνώντας το κακό που μπορεί να κάνουμε στον εαυτό μας, γιατί πολλές φορές παλεύουμε με μεγαλύτερες δυνάμεις, με απαιτήσεις και ρυθμούς ενός συστήματος που είναι πάνω από εμάς, που νομίζω πως χαρακτηρίζει τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου πάρα πολύ τελικά». Της λέω πως πάλι ασχολείται με την ματαίωση. «Με κυνηγάει φέτος» μου λέει και χαμογελά.

Την ρωτάω για τα γυρίσματα. Πόσο δύσκολο είναι η μη γραμμικότητα τους, ειδικά όταν ο ρόλος χτίζεται σταδιακά για να καταλήξει σε μια έκρηξη, σε ένα ξέσπασμα; «Το γύρισμα όντως δεν ήταν μια ευθεία, συγκεκριμένα την τελευταία σκηνή της Κάλιας, που είναι το απόλυτο κρεσέντο, τη γυρίσαμε τη δεύτερη βδομάδα, στο ζέσταμα ουσιαστικά. Ξέραμε ότι αυτό που θα βγει θα είναι το τέλος του τόξου της. Η ανάμνηση των προβών, ευτυχώς, βοήθησε πάρα πολύ κι ας ήταν δύσκολο που έγινε τόσο νωρίς. Επειδή βγήκε όμως όπως το θέλαμε, μετά με απελευθέρωσε πάρα πολύ σε όλα τα υπόλοιπα. Γιατί ξέραμε ότι φτάσαμε εκεί που θέλαμε. Μετά ένιωθα πως κολυμπάω μέσα σε αυτό πολύ πιο ελεύθερη και σίγουρη».

Η ερμηνεία της συγκεντρώνει βραβεία και συνοδεύεται από υπερθετικούς επιθετικούς προσδιορισμούς που συναγωνίζονται ποιος θα την εκπροσωπήσει καλύτερα. «Είναι πολύ μεγάλη χαρά η βράβευση για κάτι που έχεις κοπιάσει πολύ, έχεις δουλέψει πολύ, έχεις αγαπήσει κι έχεις πιστέψει πολύ. Είναι ωραίο να βλέπεις ότι αυτό κάνει επαφή, είναι συγκινητικό όταν συμβαίνει. Κι ας  μην κατανοώ απόλυτα γιατί υπάρχουν τα βραβεία γενικότερα. Δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά, απλά στην πραγματικότητα δεν ξέρω πώς αξιολογείται η δουλειά μας ακριβώς, δεν είναι κάτι μετρήσιμο, υπάρχει μια υποκειμενική ματιά και ευτυχώς που υπάρχει γιατί έτσι είναι ανοιχτός και ο όποιος διάλογος». Στα φεστιβάλ είδε την ταινία με τον κόσμο να κρατά την αναπνοή του τριγύρω της. Αναρωτιέμαι πώς το εισέπραξε. «Σε δύο φεστιβάλ είχα παρευρεθεί, στο Λοκάρνο και στο Σεράγεβο. Δεν είχα ξαναπάει σε μεγάλα φεστιβάλ. Επίσης στο Λοκάρνο ουσιαστικά είδα την ταινία ολοκληρωμένη για πρώτη φορά και ήταν πολύ δυνατή η στιγμή, κατέβηκε στους ανθρώπους και τους άγγιξε. Την ώρα εκείνη που την έβλεπα ήμουν σε άλλη κατάσταση, χαράς, προσμονής, αγωνίας, συγκίνησης. Ήταν πολύ ανάμεικτο. Δεν τον κοίταζα τον κόσμο, αλλά τον αισθανόμουν, κι ήταν τεράστια η αίθουσα. Ειδικά στο Λοκάρνο ήταν γεμάτη με 2000 άτομα, μεσημέρι, ήταν φοβερό, δεν είχα βρεθεί ποτέ σε τέτοια προβολή, και ήταν η ταινία μας! Καταλάβαινα από την ανάσα των ανθρώπων πως ήταν εκεί μαζί μας. Βγαίνοντας, το καταλάβαμε περισσότερο. Μας μιλούσαν πολύ ζεστά, ήταν πολύ επικοινωνιακό το κοινό».

«Είμαστε εντάξει;». Είμαστε, μόνο κάτι τελευταίο. Θέλω να θυμηθεί τη γλυκιά παρουσία της στο Αερολίν. Μια ταινία μικρού μήκους που γέμισε πολλές καρδιές με θαυμαστικά και ξεχώρισε στο Φεστιβάλ Δράμας πριν μερικούς μήνες. Πολλοί ήθελαν να την πάρουν μια αγκαλιά για όλα αυτά που «περνούσε» στην ταινία. Αλλά δεν την έβρισκαν. Δεν ήταν εκεί. Της λέω πως πρέπει κάποια στιγμή να ανέβει στο φεστιβάλ της Δράμας. «Κάθε χρόνο θέλω να ανέβω, αλλά πέφτω πάντα σε πρόβες ή περιοδείες. Θα τα καταφέρω όμως κάποια στιγμή, δεν μπορεί». Και η Σάντυ; Αυτό το φωτεινό πλάσμα της ταινίας; «Η Σάντυ», μου λέει χαμογελώντας, «έχει επίγνωση της δυσκολίας της καθημερινότητας της αλλά είναι μαχήτρια. Υπάρχει ένα φως που την κρατάει και αυτό σχετίζεται με την ανθρώπινη επαφή στην οποία πάντα επιστρέφει, μετά από όλη την κουραστική μέρα που της συμβαίνει. Μέσα σε αυτή την διαδρομή, σε αυτή τη δυσκολία, υπάρχουν στιγμές και ψήγματα που μας κρατάνε. Μπορεί να είναι δύο κουβέντες, ένα άγγιγμα, μικρά πράγματα συνήθως. Από αυτά που αν τους δίνουμε τη σωστή αξία και τα αφήνουμε να μας επηρεάσουν, μπορούμε τελικά να αντέξουμε τα πάντα».

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου εμφανίζεται στην θεατρική παράσταση ο Γλάρος του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Προσκήνιο (μπες εδώ) ενώ πρωταγωνιστεί και στην ταινία Animal της Σοφίας Εξάρχου που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 8.2.24 (δες το trailer εδώ)
Δημήτρης Πάντσος