Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Μάριος Λώλος μιλάει για την «αγωνία της ανάσας» απέναντι στην αστυνομική βία και την πανδημία

Τον Μάριο Λώλο ακόμα και αν δεν τον γνωρίζεις προσωπικά, πιθανότατα θα τον έχεις πετύχει κάπου, αεικίνητο και παρόντα, να κρέμονται πάνω του φωτογραφικές μηχανές και φακοί. Στο δρόμο, σε κάποια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, στο Σύνταγμα πνιγμένο στα χημικά, σε μια συνέντευξη Τύπου, σε μια εκδήλωση, σ’ έναν προσφυγικό καταυλισμό, σε κάποια πολύκροτη δίκη, όπου τέλος πάντων διαμείβονται οι ιστορικές στιγμές της εποχής μας. Μάχιμος φωτορεπόρτερ για τρεις δεκαετίες έχει καλύψει πολλά γεγονότα που μας σημάδεψαν και σημαδεύτηκε κι ο ίδιος από αυτά. Γιατί δεν έκατσε ποτέ στη μέση ανάμεσα στην εξουσία και την κοινωνία. Πήρε θέση στην πλευρά της κοινωνικής δικαιοσύνης κι αυτό κοστίζει.

Στην περίπτωση του, κόστισε ένα χειρουργείο στο κεφάλι το 2012 από χτύπημα αστυνομικού με γκλοπ και πολλές ακόμα απωθήσεις, ενοχλήσεις, επιθέσεις. Η αστυνομική βία εις βάρος φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφων στο δρόμο είναι δυστυχώς μια γνωστή κακή πρακτική που έχει επισημανθεί με μελανά χρώματα για την Ελλάδα από όλους τους διεθνείς φορείς που ασχολούνται με την ελευθερία του Τύπου. Συνιστά μια μορφή φίμωσης, δίπλα σε άλλες που ανθούν στο ωχρό ελληνικό τοπίο κατατάσσοντας την Ελλάδα στις χαμηλότερες θέσεις του σχετικού Παγκόσμιου Δείκτη. Ο Μάριος, ως ενεργός συνδικαλιστής και τέως πρόεδρος της ΕΦΕ, δραστηριοποιήθηκε αρκετά στο συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και σε αυτό των εργασιακών σχέσεων σ’ έναν καθημαγμένο από την κρίση κλάδο. Μιλήσαμε για αυτά, για τη συναισθηματική φόρτιση της δουλειάς μας που συχνά την καταπίνουμε αλλά και για την πρόσφατη νοσηλεία του με Covid στον Ευαγγελισμό.

Αντί ευχών, λοιπόν, αφήνω εδώ αυτήν τη συνέντευξη. Οι φετινές γιορτές εξάλλου δεν είναι στρωμένες με βάγια αλλά με τον πόνο των ανθρώπων και την αγωνία της ανάσας για όσα μας πνίγουν.

Μάριε πόσα χρόνια έχεις συμπληρώσει σ’ αυτή τη δουλειά και πόσο διαφορετικό σου φαίνεται το τοπίο σε σχέση με όταν πρωτοξεκίνησες;

31 χρόνια είμαι στη δουλειά. Ξεκίνησα στον παλιό Ελεύθερο Τύπο του ιδρύματος Βουδούρη με Ρίζο διευθυντή και Κύρτσο στο Κυριακάτικο. Φαντάσου ότι εργαζόμασταν 11 φωτορεπόρτερ εκεί. Ήταν μια καραδεξιά κίτρινη εφημερίδα αλλά δε μου υπέδειξε ποτέ κανείς πώς να φωτογραφίσω. Φωτογράφιζα ό,τι έκρινα. Για τις εργασιακές σχέσεις δεν το συζητώ. Ήταν ριζικά διαφορετικές. Τότε τραβάγαμε αρνητικό κι εκτός από τα πρακτορεία που δουλεύανε με τιμή φωτογραφίας, υπήρχαν πολλοί μισθωτοί στις εφημερίδες, γιατί η λογική που επικρατούσε στον Τύπο ήταν ότι ήθελαν και τις δικές τους ξεχωριστές φωτογραφίες. Ξεκινούσαμε κάθε πρωί από τη Μητροπόλεως που ήταν τα γραφεία με οδηγούς και πολλούς δημοσιογράφους του ελεύθερου και φεύγαμε για θέματα. Τα πρακτορεία πήγαιναν στο ρεπορτάζ, μετά τυπώνανε και φτιάχνανε τους φάκελους για τις εφημερίδες όπου γύρναγε ένα παπί και τους μοίραζε. Αυτό σκέψου ότι συνέβαινε σε κάθε ρεπορτάζ της ημέρας. Τώρα υπάρχουν όλα στον server. Το πρακτορείο δουλεύει με μηνιαίες συνδρομές, όπου μπαίνουν τα Μέσα και παίρνουν όποιες φωτογραφίες θέλουν. Οι τιμές έχουν διαλυθεί γιατί τσακώνονταν μεταξύ τους τα πρακτορεία. Γίνεται και το εξής εξωφρενικό: όταν ένα μέσο φεσώνει ένα πρακτορείο, κάποια στιγμή το πρακτορείο το κόβει και τρέχει λαχανιασμένο το άλλο πρακτορείο να πάρει σειρά. Αντί να συνεννοηθούν να το κόψουν όλοι μαζί. Ξέρω πολλά μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα που το κάνουν αυτό.

Είναι ένας από τους κλάδους που χτυπήθηκαν από τη δεκαετή πλέον κρίση, πολλοί επαγγελματίες τέθηκαν εκτός κλάδου, ενώ παρατηρήσαμε και μεταβολές στους όρους άσκησης εργασίας, όπως είναι η λήψη φωτογραφιών με κινητό. Όλα αυτά συνέτειναν στην πτώση της ποιότητας;

Σαφέστατα. Εμείς είχαμε κρίση πριν την κρίση. Η τιμή φωτογραφίας παραμένει στα 17,5 ευρώ από το 1991 (με την προσαρμογή από δραχμές σε ευρώ). Πλέον τα πρακτορεία αντλούν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας και οι freelancers που παλιότερα δούλευαν κάνοντας μια διαφορετική ανταγωνιστική φωτογραφία, έχουν σχεδόν αποκλειστεί. Έχουν μειωθεί δραματικά οι φωτογράφοι που έκαναν συγκεκριμένα είδη, πχ αυτοί που έκαναν stories σε περιοδικά τύπου Έψιλον ή αυτοί που έκαναν ταξιδιωτικό. Οι φωτογραφίες μη επαγγελματιών λειτούργησαν σαν ταφόπλακα. Γνωρίζουμε ότι πλέον κάποιες ηλεκτρονικές σελίδες θέτουν ως προαπαιτούμενο για την πρόσληψη το να τραβάει ο άλλος φωτογραφίες και βίντεο από κινητό και να συμπληρώνει το θέμα γράφοντας 100-200 λέξεις. Η μη επαγγελματική φωτογραφία δημιουργεί θόρυβο στα μάτια του αναγνώστη και εκ των πραγμάτων πέφτει η ποιότητα. Επιπλέον, το να αναγκάζεις έναν νέο δημοσιογράφο να γίνεται πολυεργαλείο και να τα κάνει όλα, σημαίνει ότι δεν του δίνεις δυνατότητα να εμβαθύνει στη δική του δουλειά, ρίχνεις δηλαδή την ποιότητα και του κειμένου εμμέσως.

Υπάρχουν κάποιοι κανόνες δεοντολογίας που θα θεωρούσες απαράβατους;

Εννοείται πως υπάρχουν κανόνες δεοντολογίας και κατά την άποψη μου δεν υπάρχει αντικειμενική είδηση. Επιλέγω να φωτογραφίσω μια συγκεκριμένη πληροφορία, να την καδράρω μ’ έναν τρόπο, να πατήσω το κουμπί σε μια χρονική στιγμή και να επιλέξω από 100 φωτογραφίες τη μια. Μ’ ενδιαφέρει να είναι μια άρτια φωτογραφία, χωρίς να εκθέτει τον άνθρωπο που φωτογραφίζεις. Όλα αυτά τίθενται κάτω από ένα δεοντολογικό πλαίσιο. Τραβάμε αυτό που συμβαίνει. Δε στήνουμε κάτι. Θυμάμαι μια φορά με είχαν καλέσει ως ομιλητή σ’ ένα συνέδριο της ΠΟΑΣΥ. Είχα πει τότε στους ματατζήδες ότι εμείς τους τραβάμε όταν κάνουν κάτι, όχι όταν αράζουν ή όταν βγαίνουν βόλτα με την κοπέλα τους. Τότε μου έλεγαν ότι τους τα εξήγησα μια χαρά και μετά από κάποιους μήνες μου άνοιξαν το κεφάλι. Τέλος πάντων, ένα άλλο πράγμα που χρειάζεται προσοχή είναι όταν φωτογραφίζουμε ευάλωτες ομάδες και παιδιά. Απαιτείται συναίνεση. Από το προσφυγικό μέχρι έναν πατέρα που μπορεί να κατέβει με το παιδάκι του σε μια διαδήλωση, πρέπει να ρωτάς. Για να σου βγει αυθόρμητη η φωτογραφία, μπορείς να την τραβήξεις αλλά μετά θα βρεις τον άνθρωπο και θα τον ρωτήσεις κι αν δε θέλει, θα τη σβήσεις.

Μάριε, έχεις κάνει αποστολές σε εμπόλεμες ζώνες, στην Παλαιστίνη, στο Κόσσοβο, στη Γιουγκοσλαβία. Εικάζω ότι είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία στη βιογραφία ενός φωτορεπόρτερ.

Ναι, στη Γιουγκοσλαβία πήγα κάμποσες φορές κι είναι κρίσιμο για έναν φωτορεπόρτερ το πώς δουλεύει ένα τέτοιο φρικαλέο γεγονός. Μια από τις χειρότερες στιγμές μου ήταν όταν στο πλαίσιο μιας ομαδικής αποστολής πήγαμε σ’ ένα βουνό κι ένας τύπος από την αποστολή είπε σ’ έναν Σέρβο «ρίξε». Κι έριξε. Δεν έριξε σε λαγκάδια. Έριξε σε μουσουλμάνους κι αυτοί απάντησαν και το νοσοκομείο γέμισε κομματιασμένα σώματα. Αυτό ήταν δημιούργημα της ηλίθιας λογικής «ρίξε για να τραβήξω». Όχι ρε φίλε. Αν ρίξει θα τραβήξω, αν δε ρίξει δε θα τραβήξω. Αυτός που του κάνουν τώρα εγχείρηση χωρίς νάρκωση είναι δικό σου δημιούργημα.

Βία, παρενοχλήσεις και απειλές, όμως, κι εσύ και πολλοί συνάδελφοι σου έχετε αντιμετωπίσει κι εδώ, σε καιρό ειρήνης.

Εμείς στοχοποιηθήκαμε από το 2008 και μετά. Μέχρι τότε οι διαδηλωτές μας είχαν απέναντι και μας έβλεπαν με μισό μάτι, συνήθως τραβάγαμε ή δίπλα από την Αστυνομία ή πίσω από την Αστυνομία. Το 2008 έγιναν αθρόες προσαγωγές κι εμείς επίσημα τότε σαν σωματείο βγάλαμε ανακοίνωση που λέγαμε ότι βοηθάμε την ομάδα δικηγόρων στη συλλογή στοιχείων για αναίτιες συλλήψεις. Οι φωτογραφίες μας συχνά τεκμηρίωναν το αβάσιμο των ισχυρισμών της αστυνομίας, ότι για παράδειγμα τη στιγμή της σύλληψης το άτομο δεν είχε τσάντα στην πλάτη και στη ΓΑΔΑ βρέθηκε με τσάντα στην πλάτη γεμάτη μολότοφ και πέτρες. Γλίτωσαν πολλά παιδιά έτσι. Προφανώς αυτό δεν άρεσε στην εξουσία και την Αστυνομία. Όλα αυτά εντάθηκαν με τις τεράστιες πανεργατικές πορείες που έγιναν για το Μνημόνιο και μετά στις πλατείες. Δεν ήθελαν πλέον να είμαστε στα πόδια τους. Ως πρόεδρος της ΕΦΕ είχα κάνει άπειρες συναντήσεις με υπουργούς και γραμματείς. Μας έλεγαν «βάλτε διακριτικά». Η απάντηση μου ήταν σε δύο επίπεδα: Πρώτον θα βάλουμε διακριτικά αν μας δηλώσετε ότι το Σύνταγμα είναι εμπόλεμη ζώνη και δεν έχει κανόνες δημοκρατίας – γιατί διακριτικά φοράμε σε εμπόλεμες ζώνες. Δεύτερον θα σας δώσουμε ένα χαρτί Α4 και θα υπογράψετε ότι δεσμεύεστε πως από τη στιγμή που οι φωτορεπόρτερ φορούν διακριτικά, δε θα τους ξαναχτυπήσουν τα ΜΑΤ. «Δε μπορώ να ο υπογράψω» έλεγαν. Ε τότε κι εμείς γιατί να φορέσουμε διακριτικά από τη στιγμή που θα συνεχίσουμε να τρώμε ξύλο;

Το χτύπημα που δέχτηκες στο κεφάλι από αστυνομικό τον Απρίλιο του 2012 με αποτέλεσμα να χρειαστείς χειρουργείο, ήταν ότι πιο επικίνδυνο σου έχει συμβεί σ’ αυτήν τη δουλειά;

Ναι και μάλιστα χτυπήθηκα σε στιγμή που δε γίνονταν επεισόδια. Ήταν πισωπλατο χτύπημα. Φεύγαμε, ήμασταν μόνο φωτορεπόρτερ, εγώ δε φορούσα μάσκα και κράνος, μας έσπρωχναν στην Πανεπιστημίου, διαμαρτυρήθηκα ως πρόεδρος της ΕΦΕ, είδα ότι δε βγάζουμε άκρη κι έκανα να φύγω κι όπως γύρισα την πλάτη μου έφαγα ένα γκλοπ ανάποδα στο κεφάλι. Ήταν στοχευμένο και σε τυφλό σημείο. Μπήκα αμέσως στο χειρουργείο, δύο πλάκες τιτάνιο και οχτώ βίδες. Τη διμοιρία την ήξεραν. Ήταν η ομάδα Ρόμβος που την επόμενη μέρα τους σπάσανε. Αποτελούνταν από είκοσι άτομα. Ένας από τους είκοσι με χτύπησε. Δεν είναι πυρηνική φυσική να τον βρεις. Τίποτα δεν έγινε. Η ΕΔΕ μπήκε στο αρχείο και η έρευνα που άνοιξε ο ανακριτής δε μπορούσε να προχωρήσει. Το Δεκέμβρη που είχε ξανά επεισόδια στην πλατεία, πέρασε ένας ματατζής και μου έριξε μια γκλοπιά. Κατέγραψε το στιγμιότυπο μια κάμερα και πήγα στις αρχές να καταθέσω το υλικό. «Θα τον βρούμε;» ρώτησα. «Δε θα τον βρούμε» μου απάντησαν.

Και γενικά δεν έχουν βρει κανέναν. Μόνο σε μια περίπτωση – αν δεν κάνω λάθος – που αφορούσε στην επίθεση που δέχτηκε η Τατιάνα Μπόλαρη, τιμωρήθηκε αστυνομικός για βία σε φωτορεπόρτερ.

Ακριβώς. Για τον Κυπραίο δε βρέθηκε ο μπάτσος που του πέταξε την κρότου – λάμψης. Ακόμα και στο αστικό δικαστήριο που τιμωρήθηκε το κράτος, άσκησαν έφεση. Είθισται το κράτος όταν τρώει καμπάνα, να κάνει έφεση. Εδώ, όμως, δεν έπρεπε να κάνουν. Έπρεπε να πουν «ας τον πληρώσουμε τον άνθρωπο γιατί έχει δίκιο», παρ’ όλα αυτά τον ταλαιπωρούν κι άλλο. Ο μοναδικός αστυνομικός που έχει τιμωρηθεί ήταν αυτός που χτύπησε την Τατιάνα κι αυτός γιατί είχε χιλιοφωτογραφηθεί, οπότε δεν τους έπαιρνε. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, στη δίκη ακούσαμε τέτοια ψέματα που και τα ψέματα ντραπήκαν, ότι πχ η Τατιάνα τον παρενοχλούσε ή ότι προσπαθούσε να του ξεβιδώσει το φίλτρο από τη μάσκα. Είναι δυνατόν να ισχυρίζεσαι σοβαρά ότι επαγγελματίας φωτορεπόρτερ πήγε να ξεβιδώσει το φίλτρο από τη μάσκα του μπάτσου; Μολαταύτα στο εφετείο η εισαγγελέας πρότεινε την αθώωση του και η πρόεδρος έριξε τα λιγότερα, τρεις μήνες. Και συνεχίζουν και μας δέρνουν. Μετά την ανακοίνωση του Χρυσοχοίδη για την «ασφαλή περιοχή» και τη διευκρίνιση που δόθηκε, τρώμε ξύλο συνέχεια. Εγώ έφαγα μια φυσουνιά στα μούτρα. Στην επόμενη διαδήλωση για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα, ένας αστυνομικός την ώρα που έτρεχε ήταν λες κι έπαιζε σε ηλεκτρονικό παιχνίδι, χτύπησε τον πρώτο, τον δεύτερο, τον τρίτο, όποιον φωτορεπόρτερ έβλεπε μπροστά του τον βάραγε. Σε μια άλλη διαδήλωση είμαστε στο μετρό στην Ομόνοια, έχουν φύγει οι διαδηλωτές, πάμε να φύγουμε κι εμείς και πέφτουμε σε φραγμό της αστυνομίας. Ακούω τον επικεφαλής να δίνει εντολή «ρίξε» και τρώω πάλι φυσουνιά στα μούτρα και ξύλο οι συνάδελφοι. Αμέσως μετά πήγαμε στη ΓΑΔΑ να διαμαρτυρηθούμε. Πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη επιχείρηση εκφοβισμού, γιατί δε μας θέλουν στα πόδια τους.

Στη μακρόχρονη πορεία σου ποια θέματα σε έχουν δυσκολέψει περισσότερο συναισθηματικά;

Το προσφυγικό και ειδικά η Ειδομένη. Η τρύπα στη γεωγραφία μέσα μας. Στην Ειδομένη έκατσα ενάμιση μήνα, γνώρισα πολλούς ανθρώπους και δέθηκα μαζί τους. Θυμάμαι όταν επέστρεψα που ήθελα να φτιάξω ένα βιντεάκι με φωτογραφίες και μου έσκαγαν οι φωνές τους. Τα προσφυγάκια που ζουν τη μέρα της μαρμότας, δεν πηγαίνουν σχολείο, δε μπορούν να κάνουν προβολές στο μέλλον. Έχουμε χρέος σ’ αυτά τα παιδιά. Είναι δικά μας παιδιά. Κι άλλα όμως. Οι καθαρίστριες επί Σαμαρά και το ξύλο του έτρωγαν. Η δίκη της Χρυσής Αυγής που δεν την παρακολούθησα από την αρχή γιατί ήμουν μάρτυρας. Την έπιασα από τη μέση. Μόνο η φιγούρα της Μάγδας, όμως, ήταν καθηλωτική. Την ημέρα της απόφασης είχα να επιλέξω αν θα είμαι μέσα ή έξω. Επέλεξα το πρώτο. Ξεκίνησε η Λεπενιώτη να διαβάζει την απόφαση. Στεκόμουν όρθιος και με έτρωγε μέσα μου η αγωνία. Με το που διαβάζει για την αναγνώριση της εγκληματικής οργάνωσης γυρνάω και βλέπω τη Μάγδα που έχει σηκώσει τα χέρια, πιο πίσω ο Πουλικόγιαννης με σηκωμένα χέρια, φωτογράφιζα κι έκλαιγα. Βγήκαμε έξω. Την άκουγα που έλεγε «Τους νίκησες γιε μου». Μετά έπεσαν τα χημικά. Λίγα δευτερόλεπτα μόνο άφησαν τον κόσμο να χαρεί. Δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτή την εικόνα. Είμαστε άνθρωποι. Αυτό που φωτογραφίζουμε περνάει μέσα μας και βγάζει αυτό που είμαστε. Αν κάποιος κάτσει και δει τις εικόνες μου, θα καταλάβει και ποιο είναι το αξιακό μου σύστημα. Παίρνεις θέση με τη δουλειά που κάνεις και η θέση που παίρνουμε είναι υπέρ του εργαζόμενου και κατά της αδικίας. Δε γίνεται να μη σε επηρεάζει συναισθηματικά να βλέπεις τις καθαρίστριες να τις δέρνουν ή να βλέπεις μια μάνα κι έναν πατέρα να βγαίνουν από μια βάρκα και το παιδί τους να έχει πνιγεί ή να είναι μέσα στις λάσπες ή κάθε μέρα στα κοντέινερ να μην έχουν να περιμένουν τίποτα. Δε γίνεται να μη σε επηρεάζει η Μάγδα που θα έπρεπε να την πλαισιώσει ένα μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα κι όχι η Μάγδα να βγει μπροστά και να σέρνει ένα αντιφασιστικό κίνημα.

Έχεις την αίσθηση ότι οι αυτοματισμοί και οι αμείλικτοι ρυθμοί της επικαιρότητας δεν αφήνουν φωτογράφους και δημοσιογράφους να επεξεργαστούν και τη δική τους φόρτιση πάνω στα θέματα που καλύπτουν;

Τρέχεις συνέχεια στο επόμενο και δεν προλαβαίνεις να το ακουμπήσεις. Θα σου πω κάτι χαρακτηριστικό: Στην Ειδομένη μέναμε σε μια πανσιόν και το δωμάτιο μας είχε τζακούζι. Μια μέρα που γύρισα παγωμένος και μέσα στις λάσπες μπήκα μέσα στο τζακούζι. Μετά από δυο λεπτά με έπιασε κρίση συνείδησης και βγήκα. «Τι κάνεις ρε μαλάκα; Οι άλλοι τουρτουρίζουν στις σκηνές» σκέφτηκα. Έτσι εκδηλώθηκε εκείνη τη στιγμή μέσα μου. Την τελευταία μέρα τους είχαν πάρει γιατί θα ερχόταν ο Τόσκας. Ήταν σα να είχε πέσει βόμβα. Είχαν εξαφανίσει τους πρόσφυγες αλλά τα υπάρχοντα τους ξέμειναν εκεί. Φυσούσε ένας αέρας και σήκωνε τις σκηνές, γενικά ήταν ένα σκηνικό απόκοσμο. Κι έτσι όπως γύριζα στο camp θυμόμουν ότι εδώ έμενε ένας Παλαιστίνιος που του είχαν σπάσει το χέρι, εκεί είχα κάτσει κι είχα φάει μαζί τους αυτοσχέδιο φαγητό που έψησαν σε ξύλα, παραδίπλα είχα καπνίσει μαζί τους αυτοσχέδιο ναργιλέ σε πλαστικό μπουκάλι με καλαμάκια. Και ήξεραν ότι τους πήγαν στο πουθενά, ότι τους έκοψαν τα όνειρα.

Νόσησες πρόσφατα με Covid-19. Θες να μας μιλήσεις λίγο γι’ αυτό το βίωμα που έχει ταλαιπωρήσει χιλιάδες ανθρώπους γύρω μας; Αγχώθηκες όταν το πληροφορήθηκες;

Ταράχτηκα, γιατί δεν ξέρεις πως θα εξελιχθεί κι εγώ είμαι σε μια ηλικία που δε μπορώ να νιώσω εφησυχασμένος. Την Καθαρά Δευτέρα διαγνώστηκα θετικός. Ένας φίλος εντατικολόγος μου πρότεινε να πάω την Τρίτη στον Ευαγγελισμό για εξετάσεις, ώστε να εκτιμήσουν την κατάσταση μου. Πήρα μαζί μου μια τσάντα με μια αλλαξιά, έναν φορτιστή κι ένα βιβλίο για να είμαι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Ο παθολόγος το σκεφτόταν αν έπρεπε να νοσηλευτώ ή όχι. Αποφάσισαν να μου κάνουν εισαγωγή. Μπήκα την Τρίτη σ’ έναν πεντάκλινο θάλαμο Covid και την Τετάρτη κατέρρευσαν τα πάντα. Τα οξυγόνα μου έπεσαν στα τάρταρα. Είχα δίπλα μου δύο καταπληκτικούς γιατρούς, τον Αλέξανδρο και την Ήβη, που προσπαθούσαν να μου ανεβάσουν το οξυγόνο και δεν ανέβαινε με τίποτα. Δε θυμάμαι τα πάντα. Ήμουν σα μαστουρωμένος. Θυμάμαι που με εξέταζαν και δε μπορούσα να πάρω ανάσα, μετά που μου έβαλαν τη μάσκα οξυγόνου κι είχα την αγωνία της ανάσας, τον Αλέξανδρο να κόβει βόλτες και να ξεφυσάει. Ευτυχώς βρήκαν ένα μηχάνημα που σου στέλνει πιεσμένο οξυγόνο στα πνευμόνια και έτσι γλίτωσα τη διασωλήνωση. Ανέβηκε και σταθεροποιήθηκε σταδιακά το οξυγόνο μου. Έχει σώσει κόσμο και κοσμάκη αυτό το μηχάνημα. Θα έπρεπε να υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια στα νοσοκομεία. Όταν νοσηλεύτηκα στον Ευαγγελισμό είχε μόνο 25.

Διαπίστωσες από πρώτο χέρι αυτό που φαίνεται από τις εκκλήσεις των γιατρών, ότι δηλαδή το δημόσιο σύστημα υγεία δεν ενισχύθηκε και κρατιέται όρθιο χάρη στις προσπάθειες των εργαζομένων;

Αυτός ήταν και ο λόγος που μίλησα να σου πω την αλήθεια. Η άποψη μου γενικά είναι ότι την προσωπική σου ζωή δεν τη δημοσιοποιείς στα social media. Αυτά είναι για τη δουλειά μας, τις πολιτικές μας απόψεις, τα μηνύματα αλληλεγγύης κλπ. Όταν βγήκα αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω κάτι για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, γιατί είναι όντως ήρωες. Δουλεύουν τρελά ωράρια, ντύνονται ρόμποκοπ και μπαίνουν στο θάλαμο για να σώσουν ανθρώπους, από το γιατρό μέχρι τον τραπεζοκόμο και την καθαρίστρια είναι όλοι τους αξιέπαινοι. Άδειαζαν και γέμιζαν τα κρεβάτια διαρκώς. Για να ειδοποιήσεις το προσωπικό τη νύχτα υπάρχει ένα τηλέφωνο. Εγώ απέναντι μου στον θάλαμο είχα έναν παππού που κατά τις τρεις τα ξημερώματα άρχισε να βογκάει. Πήρα αμέσως τηλέφωνο να τους ειδοποιήσω, ήρθαν νοσοκόμες και γιατροί και αποφάσισαν να τον διασωληνώσουν. Έβλεπα τη διασωλήνωση μπροστά μου και έπιανα τα πνευμόνια μου. Την άλλη μέρα το μεσημέρι παιδεύονταν για ώρα να κάνουν κάτι στον παππού κι όταν τα κατάφερε ένας γιατρός πανηγύριζε όπως πανηγυρίζω εγώ όταν βάζει γκολ η ΑΕΚ. Μου έκανε τρομερή εντύπωση. Ευτυχώς ο παππούς έμεινε μόνο μια μέρα εκτός ΜΕΘ, μετά βρέθηκε κλίνη και τον μετέφεραν σε ΜΕΘ. Συνειδητοποίησα ότι η ντουλάπα στο θάλαμο ήταν γεμάτη κίτρινες τσάντες με ρούχα ασθενών που νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ. Τι να πω; Απεριόριστος σεβασμός σε αυτούς τους ανθρώπους που εργάζονται με μηδενική βοήθεια από το κράτος.

Έτυχε να έχεις έναν γνωστό γιατρό, να μιλήσεις και να σε κατευθύνει σωστά. Πιστεύεις ότι αν έμενες στις οδηγίες τους ΕΟΔΥ που συνοψίζονται στο «καθίστε σπίτι μέχρι να εμφανίσετε βαριά συμπτώματα», μπορεί να αντιμετώπιζες μεγαλύτερο κίνδυνο;

Αν αυτό που έπαθα την Τετάρτη στο νοσοκομείο, το πάθαινα σπίτι μου, ήταν δεδομένο ότι θα χρειαζόμουν διασωλήνωση. Και θα ήμουν μέσα σε ΜΕΘ; Έξω; Δεν ξέρω. Το ότι πεθαίνει κόσμος εκτός ΜΕΘ δεν το χωράει το μυαλό μου. Το ότι έβλεπα επί μια ημέρα τον παππού απέναντι μου να βρίσκεται διασωληνωμένος εκτός ΜΕΘ, ήταν αδιανόητο. Το ότι καλείται ο γιατρός να επιλέξει ανάμεσα στον παππού και τον 45αρη, ποιον θα βάλει στη ΜΕΘ, δεν τιμά τη χώρα. Όταν έφυγα και πέρναγα το διάδρομο με τα γραφεία των εργαζομένων και με πήγαινε μια νοσοκόμα με καροτσάκι, σηκώθηκα όρθιος και τους χειροκροτούσα, έκλαιγα και χειροκροτούσαν κι αυτές. Αν τις συναντήσω στο δρόμο μπορεί να μην τις αναγνωρίσω, γιατί έβλεπα μόνο τα μάτια τους. Έρχονταν συνέχεια, έψαχναν να βρουν φλέβα, να μου πάρουν αέρια, να μου κρατούν το χέρι, να με εμψυχώνουν. «Όλα καλά θα πάνε» μου έλεγαν. Ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι που είχα εκεί μέσα. Η επαφή μου με τον έξω κόσμο ήταν μέσω κινητού, όπου είχα βέβαια τρομερή αλληλεγγύη από φίλους, από την καλή μου την Ηλέκτρα, από συναδέλφους. Ήταν πολύ συγκινητικό. Η Τατιάνα ντύθηκε κινέζα και μου έλεγε με βιντεοκλήση «είμαι γιατρός στη Χουάν και θα σου δώσω ένα καινούργιο κινέζικο φάρμακο». Οι συνάδελφοι μου έτσι όπως ήταν μαζεμένοι μια μέρα στο Μαξίμου περιμένοντας τον Κάρολο με πήραν τηλέφωνο και με χαιρετούσαν. Δε μπορούσε κανένας να με επισκεφτεί. Κλείνοντας θέλω να πω σε όσους μας διαβάσουν ότι αυτό το γαμήδι υπάρχει δίπλα μας κι επειδή δεν πάει καθόλου καλά η φάση, μη χαλαρώνετε. Είναι παράλογο να μη μπορείς να αγκαλιάσεις και να φιλήσεις φίλους, γονείς, παιδιά. Το ξέρω. Μη χαλαρώνετε, όμως. Το σύστημα υγείας είναι τιγκαρισμένο. Θέλει προσοχή.

Μετά από τόσα χρόνια δουλειάς το ότι έχεις την εκτίμηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, το ότι σε βλέπουν σαν δικό τους άνθρωπο κι όχι εχθρό, είναι επιβράβευση;

Σίγουρα. Είναι επιβράβευση να με χτυπούν οι μπάτσοι, όχι μόνο εμένα αλλά και το συνάδελφο δίπλα. Στις 6 Δεκέμβρη είχαν εγκλωβίσει άτομα στα γραφεία της Ταξικής Αντεπίθεσης και προσπαθούσε η Αστυνομία να μας διώξει. Δε φεύγαμε. Αναγκάστηκαν να μας πάνε σπρώχνοντας. Το ότι οι κοινωνικές τάξεις μας θέλουν κοντά τους και δε μας θεωρούν «αλήτες, ρουφιάνους» είναι επιβράβευση.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα