Ο Κωνσταντίνος Τζούμας δεν πίστεψε ποτέ στην ευτυχία

Τι ώρα ξυπνάς το πρωί; Πεντέμισι, εξίμισι, επτάμισι. Εξαρτάται. Καμιά φορά μου προκύπτουν κάτι ταραγμένα τηλεφωνήματα από μια φίλη μου, που παλεύει και αυτή με τους εφιάλτες της. Ελπίζω να τα κάνει τέχνη γιατί είναι ζωγράφος. Κάτι είναι και αυτό. 

Υπάρχουν εφιάλτες σε αυτή την ηλικία;  Ναι, υπάρχουν. Άμα είσαι καλλιτέχνης νομίζω ότι το κάνεις θέμα κιόλας, ζεις από αυτό. Ίσως το βάζεις και στη δουλειά σου μέσα. Εγώ θυμάμαι κάποτε που είχα δει ένα όνειρο που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στη Νέα Υόρκη και που κάτι σημαίνει για τη σχέση με την τότε σύντροφό μου, το έκανα χορογραφία και το ξόρκισα και καθάρισα. 

Τα θυμάσαι τα όνειρά σου πια; Όχι, όχι όλα. Μερικά πολύχρωμα και ψυχεδελικά ας πούμε έχουν μείνει. Ό,τι μπόρεσα μένει, μη φαντάζεσαι. Έχουμε διαβάσει, έχουμε δει πράγματα, ε ό,τι μπορεί μένει. 

Υπάρχει κάποιο όνειρο που βλέπεις συνέχεια; Όχι, όχι!

Ότι είσαι γυμνός… Ναι, ότι να πετάς, αυτά..

 Ότι πηδάς τα πάντα.  Όχι, όχι, δε μου έχει τύχει ποτέ αυτό. Δεν είναι τέτοιο θέμα, δηλαδή μια χαρά ήταν η ζωή μου, οπότε δε μου χρειάζεται να ονειρεύομαι. Όχι, δε θυμάμαι πια όνειρα. Παλιά θυμόμουνα πιο συχνά και έκανα και κάτι με αυτά, αλλά, ξέρεις, παλιά κάπνιζα και μαριχουάνα και ίσως αυτό έπαιζε κάποιο ρόλο. 

Τι τρως για πρωινό; Full breakfast.  Αλλιώς δεν μπορώ να λειτουργήσω. Δηλαδή δεν μπορώ να έρθω εδώ νηστικός επειδή άργησα να ξυπνήσω και να κάνω εκπομπή. Δε θα κάνω εκπομπή. 

Full breakfast όταν λέμε; Πράσινο τσάι. Εξαιρετικής ποιότητος ταχίνι ή μέλι οπωσδήποτε. Σίκαλη φέτες toasted, μια βιταμίνη, στυμμένο πορτοκάλι και κάτι αλμυρό. Αυτό είναι το full breakfast δηλαδή. Όταν είμαι σε ξενοδοχεία, σε ταξίδια έξω, δεν μπορείς να φανταστείς τι τρώω. Τα πάντα, αυγά μάτια, scrambled eggs.  

Αυτή τη νέα φάση με το brunch την εγκρίνεις; Μ’ αρέσει και ειδικά τα Σαββατοκύριακα που φιλοξενείς και κανέναν άνθρωπο και ξυπνάτε αργά και μέχρι να πάρετε μπρος, μπαίνει το breakfast μες στο lunch. Στη Νέα Υόρκη το είχα πρωτογευτεί και μου άρεσε. 

Γινόμαστε όλο και πιο πολύ Αμερικάνοι; Νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίον ενδεχομένως να γινόμαστε όλο και πιο πολύ Αμερικάνοι είναι γιατί έχει κάτι παιδικές αγάπες ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, γενικά ο καπιταλισμός. Αυτό θέλω, τώρα το θέλω. Και τα κάνεις! Είναι κάτι, ας πούμε πολιτισμοί, κάτι κράτη, κάτι χώρες που τα διαχειρίζονται αλλιώς αυτά τα πράγματα και στα αρχεία και με στέρηση. Εδώ είναι πάρε να ‘χεις ας πούμε. Γιατί όχι δηλαδή;  

Πάντως αυτό κοντράρει καθόλου με το ανατολίτικο, το ελληνικό ή επειδή ο αμερικάνικος τρόπος ζωής τα ‘χει όλα μέσα οπότε μπορεί να ταιριάξει; Ο κόσμος  εδώ και χρόνια είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Αμερική. Νομίζω ότι έτσι πάει. Μεγάλωσα με πάρα πολλούς φίλους μαρξιστές, αμφισβητίες και ό, τι μπορείς να φανταστείς, ανάρχες και το ‘να και τ’ άλλο. Και κάποια στιγμή, επειδή εγώ είχα πάει πρώτος από την παρέα στη Νέα Υόρκη, με κοιτάγανε λίγο περίεργα όταν γύρισα. Και στη συνέχεια στα 50 τους, στα 60 τους, πήγαν αυτοί και λέει “πω πω, ρε μάγκα, θα ήθελα να έμενα όλη μου τη ζωή στη Νέα Υόρκη ή στο Σαν Φρανσίσκο”. Ενδεικτικά δύο πόλεις που είναι έτσι πιο κοντά σε γούστα ευρωπαϊκά. 

Άκουσα και έναν αρχιτέκτονα προχθές που είπε ότι η Αθήνα δεν είναι ευρωπαϊκή πόλη αλλά αμερικάνικη. Εγώ πάντα πίστευα ότι η Ελλάδα γενικά, ή η Αμερική, είναι μεγέθυνση της Ελλάδας ή η Ελλάδα είναι μικρογραφία της Αμερικής. Γιατί ο τρόπος που οι άνθρωποι συμπεριφέρονται, το πόσο ηδονιστές είναι, το πόσο ξέρεις γουστάρουν να ζουν, εγώ αυτά τα συνάντησα στη διαπασών, στο όριο της ρωμαϊκής παρακμής, στο Μανχάταν. Εκεί είδα τέτοιο ξεσάλωμα και ξενύχτια και κραιπάλες, που το ‘χα συναντήσει στα sixtees πριν  φύγω από εδώ, δηλαδή στην Αθήνα. 

Περισσότερο σε έχει διαμορφώσει η Αθήνα ή η Νέα Υόρκη; Η Νέα Υόρκη ξέρεις τι με έκανε κυρίως; Να διαπιστώσω ότι  δεν είμαι μοναδική περίπτωση, όπως με έκανε το αθηναϊκό κατεστημένο, επειδή ήμουνα ψηλός λεπτός και τζιακομετική φιγούρα και διάφορα τέτοια. Μόλις πήγα στη Νέα Υόρκη, βρέθηκα σε μια οντισιόν και ήταν άλλοι 1.500 σαν κι εμένα, ψηλοί, λεπτοί, μελαχρινοί, αιχμηροί, για τον ίδιο ρόλο στο “Ο άνθρωπος απ’ την Γαλλία 2” για να κάνουν drug dealers, γκέι, βαποράκια, κλπ. Και λέω “αα τόσοι πολλοί”. Με έκανε λοιπόν να μην το κάνω θέμα, να μη θεωρώ τον εαυτό μου το κέντρο του σύμπαντος και να πορεύομαι χωρίς πάρα πολλά. Μ’ άρεσε αυτό στους Νεοϋορκέζους, το ότι έκαναν ότι ήταν να κάνουν. Μ’ άρεσε γιατί εδώ πέρα ήτανε αναλύσεις, εισηγήσεις μέχρι να αυτό, να σηκωθεί ο ηθοποιός, να αποφασίσει πώς θα αυτοσχεδιάσει, τι θα βάλει.. Εκεί ήταν do it, άσ’ τα πολλά πολλά, μετά θα δούμε, θα το συζητήσουμε και μπορεί κάτι να κάνουμε με αυτό. 

Ποια περίοδο της ζωής σου έχεις ξεγράψει; Κοίταξε, ούτε η παιδική ηλικία ήταν ζοφερή, για να πω ότι δε θα ‘θελα ποτέ ξανά, ούτε οι χριστιανικές μαθητικές ομάδες, γιατί πήγα κατασκηνώσεις ως χριστιανόπουλο στον Παρνασσό. Πλάκα είχαν όλα αυτά, δηλαδή δε νομίζω ότι, ούτε ο στρατός που για κάποιους είναι αφόρητος και θέλουν να πάρουνε απαλλαγή, όπως ξέρεις είτε παριστάνοντας τους τρελούς, είτε τους γκέι, είτε ό, τι μπορείς να φανταστείς.

Οι γονείς σου τι τύποι ήτανε; Ο πατέρας μου ήτανε ένας Πειραιώτης, με φράγκα σχετικά, τα οποία τα καταξέσκισε και πολύ καλά έκανε. Απλώς επειδή είχε τρία παιδιά καλό θα ήταν να είχε φροντίσει έτσι να φυλάξει και για εμάς κάτι, τις δύο αδερφές μου και εμένα. Η οικογένεια της μητέρας μου προερχόταν από Οδησσό. Ήρθανε κατεστραμμένοι οικονομικά αλλά γνώρισαν τον πατέρα μου και μπήκαν όλοι στην κλωστοϋφαντουργία που είχε και τα αδέρφια της και αυτά, μεγάλη οικογένεια και σταθήκανε στα πόδια τους. Η μητέρα μου ήταν κομψή, ήταν ευγενής και είχε μια μανία με τις ιστορίες από τη Βίβλο, όχι θεούσα, της άρεσαν οι ιστορίες, οι παραβολές, αυτά τα πράγματα, και μας μεγάλωσε σε ένα κλίμα ας πούμε “όμορφος κόσμος ηθικά, αγγελικά πλασμένος”, που φυσικά στο πρώτο βήμα έξω από το σπίτι καταλάβαινες ότι δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά, αλλά δεν έχει σημασία, υπήρξαν κάποιες καταβολές. 

Με τις αδερφές σου βρίσκεσαι; Έχουμε τρομερές σχέσεις, όχι μόνο στις γιορτές, γενικά. Η μια ασχολείται με παρουσιάσεις βιβλίων, επιμέλειες: είναι και γνωστή στο χώρο, η Δέσποινα. Η άλλη μου αδελφή έκανε δύο παιδιά, τη ρωτάω καμιά φορά πώς είναι αυτό. “Ε”, μου λέει, “άμα έχεις παιδιά, να τα χαίρεσαι. Αν δεν έχεις, να χαίρεσαι.” Είναι η κλασική της ατάκα. 

Εσύ δεν ήθελες παιδιά; Όχι, δεν έτυχε. Πέντε φορές υπήρξαν πέντε εγκυμοσύνες με διάφορες τύπισσες, αλλά ήταν τότε πολύ rock n’ roll αυτές  και έκαναν έκτρωση. Τώρα, όμως, που το σκέφτομαι, ε θα μπορούσε κάτι, κάποια να μου είχε πει, αδιαφορώ είσαι ανόητος, εγώ θα το κρατήσω, γιατί υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις. Στην περίπτωσή μου δεν έγινε, οπότε εντάξει. 

Όλα αυτά που λένε ότι θα πεθάνεις μόνος σου μαγκούφης σαν κάτι αμερικάνικες ταινίες.. Δε μου έχει περάσει από το μυαλό ποτέ. Είμαι μια χαρά όπως βλέπεις, με έχεις πετύχει σε κάτι ξενύχτια να συνοδεύω διάφορες πολύ συμπαθητικές τύπισσες, μια χαρά περνάμε. Ε, όταν έφυγα από τη Νέα Υόρκη ήμουν τρίο, δηλαδή ήμουνα με δυο τύπισσες, η μια χορεύτρια και η άλλη ένα μοντέλο. Και όταν γύρισα στην Ελλάδα, καλοκαίρι, μου τηλεφώνησε αυτή κάποια στιγμή και μου είπε είμαι έγκυος η μια από τις δύο, η χορεύτρια. Της λέω δε χρησιμοποίησες αυτό, το χάπι, το αντισυλληπτικό, το σπιράλ, κάτι. Γιατί η Ντέμπορα μια χαρά και εσύ ας πούμε. Ε ναι, μου λέει, το παιδί είναι δικό σου θα το κρατήσεις;  Αν θέλεις να έρθεις στην Ελλάδα και να ζήσεις μαζί μου, welcome, αν πάλι θέλεις να το κρατήσεις, θα το βλέπω Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο, όπως κάνουν όλοι κ.λπ. Ωραίος τύπος είσαι, μου λέει, πρώτος και καλύτερος για γέλια, χαρές και ηδονές και όταν είναι ευθύνη.  Μα τι μπορώ να κάνω; Εν πάση περιπτώσει, μου λέει, ό,τι είναι να κάνω θα το κάνω μόνη μου. Και έκτοτε δεν έχω ιδέα τι έκανε. Μια φίλη όμως, πολύ μάντισσα και πολύ ωραία τύπισσα, ένα βράδυ, που μου έκανε ανατομία ακόμα και στις ραβδώσεις, στις παλάμες στη ζωή, με ρώτησε αν υπάρχει παιδί. Και λέω μακάρι να χτυπήσει το τηλέφωνο και να μου πει καμία Aμερικανιδούλα δίμετρη, γιατί κάπως έτσι θα ‘ναι, “daddy I’ m yours”!

Το περιμένεις αυτό; Έχω φτιάξει και ένα σενάριο για αυτό. Ότι έχω πάει καλοκαίρι στα νησιά, γνωρίζω μια Αμερικανιδούλα , πάρα πολύ ωραία, είναι καταπληκτικά και πολύ ερωτικά, αλλά λίγο πριν γίνει το θέμα, η συνουσία, ανοίγει το πορτοφόλι της και μου δείχνει φωτογραφίες από τη ζωή της στην Αμερική και διαπιστώνω ότι είναι κόρη μου.

Περίπτωση Στρέλλα. Πόσες φορές έχεις απαντήσει σε ίδιες ερωτήσεις; Σε ρωτάνε πολλές φορές τα ίδια; Όχι τα ίδια. Διαφορετικές… Σου κάνει εντύπωση που είμαι άμεσος; Ε, κοίταξε… 

Είσαι ετοιμόλογος. Αυτό μου κάνει εντύπωση.  Ρε παιδί μου, δεν είναι θέμα ετοιμολογίας. Αν κάνεις κάθε μέρα εκπομπή το ξέρεις κι εσύ.  Η εκπομπή ή το καφενείο είναι πιο πολύ; Both. Και το καφενείο και η εκπομπή… Γιατί εγώ είμαι και του καφενείου και της εκπομπής. 

Εκνευρίζει τους άλλους λίγο αυτό όμως, το να έχεις πάντα κάτι να πεις. Το έχω υπόψη μου. Και επειδή τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί κυρίως το είδος της κατάθεσης της ψυχούλας, ο αυτισμός, ότι δεν το έχω έτοιμο, άσε με να το ψάξω  λίγο και στην τέχνη και στο γράψιμο, το ξέρεις πολύ καλά, και στη μουσική, μετά βίας βγαίνει, συμμετέχει και ο θεατής να σε βοηθήσει να το βγάλεις… Εγώ πλήττω με αυτά. Και το γεγονός ότι είμαι άμεσος, όπως λες κι εσύ, και ρέπω προς τη βιτρουοζιτέ και λιγότερο προς την αλήθεια που βγαίνει με ζόρι ενοχλεί.

Ξέρεις ποια είναι η ιστορία: Ότι όταν λέω ότι δουλεύω στον “Εν Λευκώ”, έχω μια εκπομπή κ.λπ. “Αχ”, λένε, “ο κύριος Τζούμας, να του πείτε ότι κάνει πολύ ωραία εκπομπή”. Τι θες ν’ απαντάμε σ’ αυτή την περίπτωση; Δεδομένου του πλούτου των απόψεων που διαθέτουμε, ανάλογα με τη διάθεση και τη στιγμή, εκφέρουμε την πιο ελκυστική άποψη για την περίσταση και κάνουμε παιχνίδι προς μεγάλην τέρψιν ημών και των ακροατών. 

Η αναγνωρισιμότητα πού σε έχει βοηθήσει; Δε νομίζω ότι ανέβασε το κασέ, δεδομένου ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν καριέρες. Να πεις ότι θα πάω στο Las Vegas και θα ζητήσω τόσα λεφτά, εδώ δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, γιατί όπως ξέρεις έχει καταρρεύσει το σύμπαν. Σύστημα δεν υπάρχει, να πεις θα βασιστώ σ’ ένα σύστημα, άρα αυτοσχεδιάζεις όλη τη στιγμή. Απλώς θα ήθελα, αντί για κομπλιμέντα, που ακούμε όλα αυτά τα χρόνια, για τις εκπομπές, για το θέατρο, για τα βιβλία, υπάρχει και ένας άνθρωπος που κάθε φορά που με βλέπει μου λέει ότι κανονικά ο Δήμος θα έπρεπε να σου κόψει ένα επίδομα επειδή είσαι ωραίος τύπος, κυκλοφορείς στην πόλη και είσαι παρέα, ξενυχτάς, συνοδεύεις ωραίες τύπισσες, κάνεις παρέες… Λοιπόν, θα προτιμούσα αντί για μπράβο, εύγε, συγχαρητήρια και κομπλιμέντα, σ’ ένα λογαριασμό στην τράπεζα μερικά λεφτάκια. Όπως κάνουν οι μαφιόζοι όταν εκτιμούν ένα πρόσωπο, του δίνουν ένα τούβλο και του λένε σε καλή μεριά, αυτό.

Πληρώνεις έξω που πας τώρα; Πού δηλαδή; 

Αν πας να πιεις ένα ποτό κάπου θα πληρώσεις; Φυσικά θα πληρώσω. Αυτό έλειπε. Α, επειδή κερνάνε καμιά φορά. Ε, κερνάνε, εντάξει, τι να κάνουμε, άμα θέλει να σε κεράσει… αλλά επειδή εγώ δεν είμαι καταναλωτής, δηλαδή με το αλκοόλ δεν το ‘χω, ειλικρινά, ο πατέρας μου ήταν αλκοολικός, εγώ επιδόθηκα στη μαριχουάνα για ένα διάστημα, μου τέλειωσε και αυτό, πάει και αυτό. Οπότε δεν είμαι ο τύπος που θα μπει μέσα και θα πει “κέρασέ τον ένα μπουκάλι κρασί”, δεν έχω τι να το κάνω. 

Άλλα ναρκωτικά; Όχι, όχι, δε μ’ άρεσαν ποτέ τα άλλα γιατί έβλεπα τις συνέπειες και ήταν πολύ χάλια αυτό που έβλεπα και δεν γούσταρα να μοιάσω ποτέ σ’ αυτό που έβλεπα.

Καπνίζεις; Το έκοψα όταν είχα μια περιπέτεια με την υγεία μου, μια χημειοθεραπεία έγινε, εντάξει. 

Είναι όλα καλά τώρα. Τώρα είναι καλά. Τζάμι που λένε. Σ

τις δημόσιες υπηρεσίες πηγαίνεις; Αν χρειαστεί πάω και στην εφορία. 

Πότε είναι η τελευταία φορά που είχες πάει; Είχα πάει για τα φορολογικά που πάμε τώρα και πληρώνουμε κάτι δόσεις κ.λπ., στα Εξάρχεια είναι εμένα η δική μου, αλλά εντάξει μια χαρά, πλάκα είχε, οι υπάλληλοι λέγανε “Τι κάνετε;”…  

Στην ουρά; Και στην ουρά λίγο. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να εξυπηρετηθώ κρυφά και φέρε το εσύ και είδα κάτι τέτοια να παίζουν τέτοιου τύπου, αλλά δεν υπάρχει λόγος , κανονικά. 

Στην εκκλησία πας; Όχι πια… Πήγαινα μικρός. Κατηχητικό. Σου λέω χριστιανικές μαθητικές ομάδες. Μια φορά μας συνέλαβε κάποιος στο δάσος μ’ ένα φίλο μου ν’ ακούμε  rock and roll. O φίλος μου κάπνιζε κιόλας, και μας πήγε στο Χρήστο Γιανναρά. Λέει: “Τους έπιασα ν’ ακούνε rock and roll και να καπνίζουν.” Λέει ο Γιανναράς : “Τι μουσικές είναι, για βάλ’ τες να δούμε.” Αφού άκουσε, παραδέχτηκε πως δεν είναι κακές μουσικές και μας ρωτάει: “Δεν σας αρέσουν τα δικά μας;” Τα δικά μας ποια ήταν τα τραγούδια; “Στη σιγή της βραδιάς, Θεέ μου σε υμνώ.” Εντάξει, ωραία ήταν κι αυτά, αλλά και το rock and roll, κακά τα ψέματα, ήταν πολύ πιο ωραίο. 

Γιανναρά διαβάζεις τις Κυριακές; Όχι. Τον είδα μια μέρα στου Φιλίππου στο ρεστοράν και ήταν με μια φοιτήτριά του και του λέω: “Ξέρετε ότι έχει συμβεί αυτό το επεισόδιο.” Με άκουσε προσεκτικά και μου λέει: “Είναι πιθανόν, ναι.”

Ποιους σ’ αρέσει να διαβάζεις από τις εφημερίδες; Ο Τσαγκαρουσιάνος μ’ αρέσει, ο Ξυδάκης επίσης πάρα πολύ, της Καθημερινής. Νομίζω ότι εκεί τελειώνει. Μιλάμε γι’ αυτούς που γράφουν χρονογράφημα, έτσι δεν είναι; Αυτοί οι δύο έτσι μου κάνουν κάπως εντύπωση. Και παραδόξως, το γραπτό του Πρετεντέρη, πίσω στα Νέα, εκεί που κάνει σούμα, συχνά είναι πολύ εύστοχο, σε αντίθεση, απ’ ό,τι μου λένε όλοι που βλέπουνε τηλεόραση, με την τηλεοπτική του περσόνα.  

Ειδήσεις δεν βλέπεις; Όχι. Δεν βλέπω. 

Τηλεόραση καθόλου; Όχι. Οι ειδήσεις είναι γεμάτες από πράγματα που δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τ’ αλλάξω. Βλέπω όλους τους φίλους που θα τους συναντήσω τώρα το μεσημέρι σε κάποιο καφέ που έχουνε βομβαρδιστεί όλη τη νύχτα με την τηλεόραση και τις διάφορες απόψεις και έρχονται ερείπια και λένε και μαλακίες κι από πάνω. 

Αυτό το απολιτίκ το αποδέχεσαι; Ναι. Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν τραβάω κανένα ζόρι. Δηλαδή για μένα απολιτίκ ξέρεις τι σημαίνει; Δικαίωμα στην αδιαφορία. Ρε μάγκες, δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα που κάνετε, θα πρέπει ντε και καλά να έχω άποψη γι’ αυτά; Αφού δεν τα πάω. Δεν χορεύω τους χορούς σας, δεν τραγουδάω τα τραγούδια σας, ποτέ δεν τσουγκρίσαμε ένα ποτήρι κρασί, δεν ήπιαμε ένα τσιγάρο μαζί, τίποτε. Δεν κάνουμε παρέα, είστε αλλού και εγώ είμαι αλλού, εντάξει δεν έχω κανένα πρόβλημα.

 Τους θεωρείς βαρετούς; Ναι, πάρα πολύ βαρετούς. Χρόνια τώρα. Και μένα δεν μ’  ενδιαφέρει καθόλου δηλαδή το αν αυτό είναι mainstream ή αν διαχειρίζονται. Έτσι κι αλλιώς ξέρω ότι διαχειρίζονται χάλια. Μου αναλογούν μερικά τετραγωνικά, που τι είναι; Περιθώριο είναι, ό,τι θέλεις μπορεί να είναι. Εγώ εκεί κάνω παράσταση.

Πού είναι το ενδιαφέρον σου αυτή την περίοδο που όλοι παλεύουν στον αγώνα της επιβίωσης; Το ότι εκ των ενόντων και από το μηδέν γίνονται καταπληκτικά πράγματα. Αυτό μου κάνει τρομερή εντύπωση. Και βλέπω κάτι νέα παιδιά που δεν περιμένουν ούτε να βραβευτούν, ούτε να σπρωχτούνε μπροστά, ούτε τίποτε και κάνουνε καταπληκτικά πράγματα. Όχι οι συνομήλικοί μου, γιατί τους έχει πάρει από κάτω, κάτι συντάξεις, κάτι ένσημα, κάτι άσ’ το. Νέοι, κυρίως η φίλη μου η ζωγράφος, που  εξαιτίας του κύκλου που έχει, που είναι όλοι νέοι και κάνουνε πράγματα, τρέχουν από δω, τρέχουν από κει, κάνουν ομάδες, φτιάχνουν, και βλέπεις κάτι πράγματα δηλαδή αυτή την εποχή και λες: πω πω τι αισιοδοξία είναι αυτή. Θα μπορούσαν να είχαν κλατάρει. Είναι το μόνο που κατά τη γνώμη μου έχει ενδιαφέρον. Δηλαδή να είσαι στον ουρανό του τίποτα ή με ελάχιστα και να κάνεις παιχνίδι. Αυτό είναι καταπληκτικό, ειλικρινά. 

Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου

Έρχεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ και σου λέει: “Κωνσταντίνε, σου δίνω μία ώρα μ’ έναν άνθρωπο στη γη, με όποιον θες, να συνομιλήσετε.” Κοίτα, τώρα αυτό είναι μεγάλο. Κατά καιρούς εγώ έχω γοητευτεί από τον Ναμπόκοφ, από τον Τρούμαν Καπότε, από τον Ελίας Κανέτι, εξαιτίας των γραπτών τους βέβαια, και των απόψεών τους για τη ζωή, αλλά και κάτι τύπισσες όπως η Κριστίν Κίλερ που τάραξε  όλη την Αγγλία με το σκάνδαλο Profumo. Είναι διάφορα πρόσωπα, εντάξει. Όταν ήμουνα ηθοποιός θα ήθελα πάρα πολύ να είχα γνωρίσει τον Μπέκετ. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η γραφή του και η ζωή του όλη. Θα ήθελα πάρα πολύ να έκανα παρέα με τη Σαρλότ Ράπλινγκ, γιατί είναι πολύ ωραία τύπισσα, έχει αφήσει εποχή, στη δική μου τη γενιά τουλάχιστον. 

Θα πήγαινες σε πάρτι του Μπέκετ ή του David Bowie; Και στων δύο. Μπέκετ και Bowie, τώρα ο Bowie είναι μεγάλη φυσιογνωμία. Έχω ένα φίλο που μένει στη Νέα Υόρκη, προσπαθεί να με πείσει να ξαναπάω,  γιατί εγώ από το ΄75 που έφυγα δεν ξαναπήγα, όχι από άποψη, δεν έτυχε. Και μου λέει, έλα, έλα, έλα. Μπα, βαριέμαι.Έλα, μου λέει, στον από πάνω όροφο μένει ο Bowie και συναντιόμαστε συχνά στο ασανσέρ με την Ιμάν, επειδή ξέρει ότι της έχω αδυναμία.

Αν τον συναντούσες τι θα του έλεγες; Τον David; Ε, κανένα στίχο από τα τραγούδια του, έτσι για να καταλάβει το ποιόν μου. 

Σε ποιον δε θα μίλαγες; Νομίζω ότι θα ήμουνα πολύ επιφυλακτικός απέναντι στο Σελίν. Γιατί είναι πολύ ζόρικος ο Σελίν και δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Μπορεί να σε πλακώσει και στις φάπες. Πώς σου ήρθε να μου μιλήσεις και τέτοια. 

Όταν κάθεσαι λίγο φρόνιμος, ξέρεις, λίγο ήσυχος, και βλέπεις τα πράγματα λίγο από απόσταση και δω που έχεις φτάσει σκέφτεσαι καθόλου πώς θα όριζες τη λέξη ευτυχία; Μπα, είναι ανύπαρκτη. Ειλικρινά την έχω διαγράψει από το ρεπερτόριό μου, από τότε που, πολύ νέος, με επισκέφτηκε η ματαιότης. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, κάποιους ανθρώπους τους στιγματίζει, άλλους τους οδηγεί στην αυτοκτονία, το έχω εισπράξει, ξέρω παραδείγματα, δεν μιλάω δηλαδή ερήμην, και άλλους τους κάνει πιο δημιουργικούς, ότι τουλάχιστον, ναι, είναι όλα μάταια, αλλά τουλάχιστον όσο είμαστε εν ζωή να κάνουμε καταπληκτικά πράγματα, μπας και ξεγελάσουμε το χρόνο. Μου θυμίζει τον Γούντι Άλεν που είναι στο κρεβάτι με μια κουκλάρα και περνάει ωραία και χτυπάει το κουδούνι και επειδή δεν είναι το σπίτι του, αυτή όμως του λέει εγώ είμαι γυμνή, πήγαινε εσύ να ανοίξεις, και ανοίγει και είναι ο χάρος. Του λέει ήρθα να σε πάρω και του λέει ο Γούντι Άλεν “μα δε μένω εδώ”. Κάπως έτσι τη βλέπω εγώ αυτή τη φάση, δεν μπορώ να την πάρω σοβαρά, ότι υπάρχει ευτυχία. Τι ευτυχία; Κάτι στιγμές είναι που περνάνε. Ας πούμε αυτό που μου συμβαίνει τώρα μεγαλώνοντας, ξέρεις ποιο είναι;

Όχι. Βουρκώνω εύκολα. Με μια ατάκα, με ένα βλέμμα, με μια ταινία, με ένα πιτσιρίκι στο δρόμο που κάτι λέει. Προχτές είχα πάει σε μια κηδεία και έλεγε μία γυναίκα ούτε έκλαιγε ούτε τίποτα, είχε χάσει την αδελφή της και το μόνο που της έλεγε ήταν το όνομά της “Αχ, ρε Βαρβάρα”. Σπάραξα, που σου λέω ούτε μαύρα κρέπια, ούτε τίποτε, ήταν μόνο αυτό.

Τις γιορτές πώς τις περνάς; Το συντομότερο να φεύγουνε γιατί με πιάνει μια μελαγχολία. Ειδικά αυτές των Χριστουγέννων. 

Θυμάσαι, δηλαδή από αναμνήσεις σε πιάνει… Όχι, όχι, δεν αντέχω, πώς το λένε, έγκωσα από την αφθονία που λένε. Αυτό. Που είναι όλα στην υπερβολή. Τα φιλιά, δώρα, τα ξενύχτια, τα φαγητά, τα ναρκωτικά, τα πάντα, και λες όχι, σας παρακαλώ.  

Τώρα ένα καλό τσιγάρο θα το έκανες; Όχι. Έχω προτάσεις από πιτσιρικάδες που στο όνομα των “κουρελιών” μου λένε, μεγάλε, έχω κάτι καλό, να πιούμε ένα μπάφο, ωραία εκπομπή έκανες σήμερα. Ε όχι, μπα. Δεν έχω τι να κάνω με αυτό πια. Παλιά ήξερα. Τώρα ε… 

Με ένα εκατομμύριο ευρώ θα έπαιζες στο θέατρο; Ναι, βέβαια, σαν τρελός, αλίμονο. Το χρήμα, τι λες τώρα.Δεν είναι κακό παράδειγμα. Οι σκανδαλιστικές αμοιβές είναι ωραίο πράγμα, γιατί μπαίνεις και στο μάτι των συναδέλφων. 

Ακούτε τον Κωνσταντίνο Τζούμα καθημερινά στις 10 το πρωί στον Εν Λευκώ 87.7. Αυτός στα λόγια, η Kafka στη μουσική επιμέλεια.

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης