Η ώρα πλησιάζει 12 τα μεσάνυχτα και στη Γαλλική Ριβιέρα υπάρχει αρκετή κίνηση. Ο λόγος είναι ότι εκεί βρίσκεται η Άνγκελα Μέρκελ, που χαλαρώνει σε ένα yacht club μετά από μία κουραστική μέρα γεμάτη συναντήσεις στο πλαίσιο των G20. Η ισχυρή Γερμανίδα Καγκελάριος μιλάει στους συγκεντρωμένους δημοσιογράφους για την απόφασή της να μπλοκάρει προς την Ελλάδα ένα νέο δάνειο. Ξαφνικά, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που κάθεται δίπλα της, διακόπτει απότομα τη Μέρκελ.
Ο Σόιμπλε λέει στους δημοσιογράφους ότι ήταν δική του ιδέα – «και όχι της Άνγκελα» – η μη παραχώρηση νέας χρηματοδότησης προς την Αθήνα. Αυτή η κίνηση ήταν, κατά τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, αρκετή για να πείσει την κυβέρνηση Παπανδρέου να μην προχωρήσει σε δημοψήφισμα για τα μέτρα λιτότητας και να ηρεμήσει τις μαινόμενες αγορές. Ο Σόιμπλε είχε προσωπικά ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση για αυτή του την απόφαση, σε μία τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Έλληνα ομόλογό του, Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν την ώρα που δέχθηκε το τηλεφώνημα στο νοσοκομείο.
Η επέμβαση Σόιμπλε προκάλεσε την έκπληξη των δημοσιογράφων. Η πιο ισχυρή ηγέτις της Ευρώπης είχε μόλις διορθωθεί δημόσια από έναν υπουργό της. Η Μέρκελ δεν αντέδρασε στη συμπεριφορά του Σόιμπλε. Αντίθετα, αναγνώρισε πως ο τελευταίος είχε δίκιο.
Μία μηχανή ιδεών στο πλευρό της Άνγκελα Μέρκελ
Αν μία σχέση μας επιτρέπει να καταλάβουμε ποιος είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αυτή είναι σίγουρα η σχέση του με το «αφεντικό» του, δηλαδή την Άνγκελα Μέρκελ. Πρόκειται για μία μακρά – 20ετή και πλέον – συνύπαρξη, που δεν ήταν πάντοτε ρόδινη.
«Η Καγκελάριος μπορεί να βασίζεται στην αξιοπιστία μου», ανέφερε κάποτε ο Σόιμπλε σε μία συνέντευξή του στο Reuters. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραμένω σιωπηλός, ότι θα είμαι πάντα ευχάριστος. Έχω την ελευθερία να κάνω ό,τι θεωρώ σωστό».
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε γεννήθηκε το 1942, στο Φράιμπουργκ της Βαυαρίας. Ήταν ο δεύτερος από τους τρεις γιους ενός συμβούλου σε θέματα φορολογίας. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στα πανεπιστήμια του Φράιμπουργκ και του Αμβούργου. Η πολιτική του καριέρα ξεκίνησε το 1961, όταν και έγινε μέλος της Junge Union, της νεολαίας του Κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1965, θα γινόταν μέλος των Χριστιανοδημοκρατών, ενώ το 1972 ορκίστηκε για πρώτη φορά βουλευτής.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτέλεσε στην πολιτική του καριέρα μία μηχανή νέων ιδεών. Όταν ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη, το 2009, ο Σόιμπλε πρότεινε τη δημιουργία ενός «Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου», το οποίο θα στήριζε δημοσιονομικά τους αδύναμους κρίκους της Ευρωζώνης. Η Άνγκελα Μέρκελ θεώρησε αυτή την ιδέα ακραία και την απέρριψε, επιμένοντας πως το ΔΝΤ θα έπρεπε να συμμετέχει στη διάσωση των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Η ιδέα Σόιμπλε δεν εφαρμόστηκε και το ΔΝΤ αποτέλεσε σταθερό εταίρο όσων χωρών εντάχθηκαν σε πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Ωστόσο, η πρόταση Σόιμπλε δεν έμεινε για πολύ στα χαρτιά, αφού ενάμιση χρόνο αργότερα η Ευρώπη διαμόρφωσε τον πρώτο μόνιμο μηχανισμό στήριξης, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Πρόκειται για τον μηχανισμό από τον οποίο η Ελλάδα θα λάβει το δάνειο στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου που θα συνάψει η Ελληνική Κυβέρνηση με τους πιστωτές της.
Τον Ιούνιο του 2011, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έγραψε μία επιστολή στους ομολόγους του στο Eurogroup. Σε αυτήν, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών υπογράμμιζε την ανάγκη οι ιδιώτες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων να συνεισφέρουν ουσιαστικά σε μία «συμφωνία για την ανακούφιση του ελληνικού χρέους». Σύμφωνα με τον Σόιμπλε, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει με την ανταλλαγή ομολόγων, η οποία θα μείωνε το ποσό του χρέους που θα ήταν υποχρεωμένη η ελληνική κυβέρνηση να αποπληρώσει. Πρόκειται ουσιαστικά για αυτό που θα γινόταν λίγους μήνες αργότερα, με την μείωση της ονομαστικής αξίας των ελληνικών ομολόγων, μέσα από τo κούρεμα του ελληνικού χρέους στο πλαίσιο του PSI και επί πρωθυπουργίας Λουκά Παπαδήμου.
Αν και η Μέρκελ είχε ενημερωθεί εγκαίρως ότι ο Σόιμπλε επρόκειτο να στείλει μία επιστολή στους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης, δεν ζήτησε – όπως υποστήριξαν τότε δημόσια οι συνεργάτες της – να την δει και να την εγκρίνει πριν την αποστολή της, γεγονός που δείχνει τα περιθώρια ελευθερίας που απολαμβάνει ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών στην άσκηση των καθηκόντων του.
Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Γιάνης Βαρουφάκης. «Δεν συμφωνήσαμε στο ότι διαφωνούμε», είπε ο πρώην Υπουργός Οικονομικών μετά τη συνάντησή του με τον Σόιμπλε. Στους πέντε μήνες παραμονής του Γιάνη Βαρουφάκη στο Υπουργείο Οικονομικών, η πολιτική του συμβίωση με τον Σόιμπλε υπήρξε δύσκολη.
«Η Μέρκελ ήξερε από την αρχή ότι, αν έκανε τον Σόιμπλε Υπουργό Οικονομικών, ο έλεγχος που θα του ασκούσε θα ήταν πολύ περιορισμένος, γνώριζε καλά ότι ο Σόιμπλε θα είχε τις δικές του ιδέες, τις οποίες θα υποστήριζε ελεύθερα και ανοιχτά», ανέφερε κάποτε ένας σύμβουλος της Μέρκελ.
Γιατί όμως η Καγκελάριος δίνει τόσο ευρεία περιθώρια κινήσεων στο Σόιμπλε; Μάλλον γιατί αυτού του είδους η ελευθερία λειτουργεί και προς το δικό της συμφέρον: ο Σόιμπλε πετάει ιδέες και η Μέρκελ βλέπει τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων εταίρων, κινούμενη αναλόγως στην ευρωπαϊκή πολιτική σφαίρα. Ακόμη, η γερμανική κυβέρνηση λειτουργεί παραδοσιακά σε ένα πλαίσιο «βάσης», όπου οι Υπουργοί θέτουν στο τραπέζι προτάσεις που έρχεται κατόπιν να εξετάσει το υπουργικού συμβούλιο.
«Όλοι στην κυβέρνηση έχουν έναν ρόλο», είπε κάποτε ο Σόιμπλε από το σπαρτιατικά λιτό γραφείο του στο υπουργείο οικονομικών, ένα κτίριο από την ναζιστική εποχή που φιλοξενούσε το υπουργείο αεροπορίας του Χέρμαν Γκέρινγκ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Είμαι πολλά χρόνια στην πολιτική, είμαι μεγάλος σε ηλικία και αυτό μου δίνει μία κάποια ανεξαρτησία».
Η πρώτη συνάντηση με την Ανατολικογερμανή Άνγκελα – Η Επανένωση – Η απόπειρα δολοφονίας
«Το 2010 ήμουν πιο βαριά άρρωστος από όσο ήθελα να πιστέψω», ανέφερε κάποτε ο Σόιμπλε. «Εκείνη [η Μέρκελ] μου είπε ότι ήθελε να συνεχίσω να δουλεύω αν αυτό ήταν δυνατό. Μου ζήτησε να ξεκουραστώ και να παραμείνω στη θέση μου».
Άνγκελα Μέρκελ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συναντήθηκαν για πρώτη φορά λίγους μήνες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989. Ο Σόιμπλε θεωρείτο τότε ο επικρατέστερος διάδοχος του Δυτικογερμανού Καγκελάριου Χέλμουτ Κολ και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά ταλέντα της γενιάς του. Τελείως διαφορετικό το πολιτικό πλαίσιο για την Άνγκελα Μέρκελ: προερχόμενη από την «αντίπερα όχθη» του Τείχους, η 35χρονη Άνγκελα ήταν η εκπρόσωπος του Λόταρ ντε Μεζιέρ, του πρώτου εκλεγμένου πρωθυπουργού και ουσιαστικά μεταβατικού ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας μέχρι την Επανένωση.
Έξι μήνες μετά τη συνάντηση Μέρκελ-Σόιμπλε, η ζωή του δεύτερου άλλαξε ριζικά. Η Γερμανία ήταν πλέον μία και είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η χώρα βρισκόταν λίγους μήνες μετά τις πρώτες πανγερμανικές εκλογές, ένα πολιτικό γεγονός που δεν είχε συμβεί για περισσότερο από μισό αιώνα. Την ώρα που ο ιστορικά ταραχώδης για την Ευρώπη 20ος αιώνας έβαινε προς την τελευταία του δεκαετία, το γερμανικό έθνος, βεβαρυμένο με δύο χαμένους (και ιστορικά άδικους) παγκόσμιους πολέμους, ένα ναζιστικό παρελθόν και έναν ψυχρό πόλεμο, μπορούσε πια να σχεδιάζει το μέλλον με αισιοδοξία.
Είναι 12 Οκτωβρίου του 1990 και ο Σόιμπλε, Υπουργός Εσωτερικών εκείνη την περίοδο, βγαίνει από μία ταβέρνα-προεκλογικό κέντρο, στην πόλη Όπεναου, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία. Ένας 37χρονος τον προσεγγίζει και τον πυροβολεί τρεις φορές. «Δεν μπορώ να νιώσω τα πόδια μου», λέει ο Σόιμπλε λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Οι τρεις σφαίρες τραυματίζουν τον Σόιμπλε σοβαρά στο νωτιαίο μυελό και στο πρόσωπο. Επρόκειτο για την πρώτη επίθεση σε πολιτικό πρόσωπο μετά την Επανένωση των δύο Γερμανιών.
Ο Σόιμπλε ανέκαμψε και επανήλθε στην πολιτική ζωή, παρά τις παραινέσεις της οικογένειάς του να εγκαταλείψει τον πολιτικό στίβο. Παρόλα αυτά, ο τραυματισμός του θα τον καθήλωνε στο αναπηρικό καροτσάκι και θα δημιουργούσε επιπλοκές στην υγεία του τα επόμενα χρόνια. Το 2010, προβλήματα υγείας που οφείλονταν στις δύο δεκαετίας σε καροτσάκι ανάγκασαν τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών να επισκέπτεται σε σταθερή βάση το νοσοκομείο. Οι γιατροί του συνέστησαν να μείνει μακριά από έντονους ρυθμούς ζωής και εκείνος, το Σεπτέμβρη του 2010, και έχοντας χάσει αρκετές κρίσιμες Συνόδους Κορυφής, έθεσε στη διάθεση της Μέρκελ την παραίτησή του. Εκείνη αρνήθηκε, ζητώντας του να παραμείνει στη θέση του Υπουργού Οικονομικών.
Παρά την δυναμική επάνοδό του, η οποία χάρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό – κατά τον Πέτερ Χάουσμαν, εκπρόσωπο του Χέλμουτ Κολ – τη νίκη στους Χριστιανοδημοκράτες, στις εκλογές του 1994, ο Σόιμπλε δεν κατάφερε ποτέ να γίνει Καγκελάριος της Γερμανίας.
Από την εξουσία στα σκάνδαλα και από τα σκάνδαλα (πάλι) στην εξουσία
Αν ο Χέλμουτ Κολ είχε αποχωρήσει από την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών πριν τις εκλογές του 1998 και επέτρεπε στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να κονταροχτυπηθεί εκλογικά με τον Σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο φιλόδοξος δικηγόρος από το Φράιμπουργκ ενδέχεται να είχε καταφέρει να αναδειχθεί Καγκελάριος της Γερμανίας. Όμως ο Κολ σκόπευε να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, όταν η Γερμανία θα αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος του Κοινού Νομίσματος, ενός οράματος που είχε προωθήσει προσωπικά, παρά τις αντιδράσεις πολλών συμπατριωτών του. Αυτό έκανε τον Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη να διεκδικήσει την επανεκλογή του για πέμπτη φορά, επίτευγμα που, αν επιτυγχάνετο, θα ήταν ανεπανάληπτο στην γερμανική ιστορία.
Ο Κολ τελικά ηττήθηκε από τον Σρέντερ και ο Σόιμπλε τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Ο νέος επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών επέλεξε ως νούμερο δύο στην ιεραρχία του κόμματος την αγαπητή του Άνγκελα Μέρκελ.
Νικητής από όλη αυτή την «ανταλλαγή» χτυπημάτων αναδείχθηκε η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία, έχοντας τα χέρια της «πολιτικά καθαρά», μπορούσε πλέον να διεκδικήσει με αξιώσεις τα σκήπτρα της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών.
To Δεκέμβρη του 1999, ο Χέλμουτ Κολ εμπλέκεται σε ένα σκάνδαλο που αφορά στην οικονομική στήριξη που έλαβε προεκλογικά το κόμμα του. Η Μέρκελ γράφει στην Frankfurter Allgemeine Zeitung ένα κείμενο, που προκάλεσε «σεισμό» στην πολιτική ζωή της Γερμανίας: το νούμερο δύο των Χριστιανοδημοκρατών καλούσε το κόμμα να προχωρήσει μπροστά «χωρίς το γερασμένο άλογο του πολέμου», τον Χέλμουτ Κολ.
Ο ηγέτης που είχε συνδέσει το όνομά του με την Επανένωση της Γερμανίας δεν μπορούσε να πιστέψει πως μία νεαρή πολιτικά Ανατολικογερμανίδα τόλμησε να γράψει εναντίον του ένα κείμενο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη από τον αρχηγό του κόμματος, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Είχε πλέον τεθεί σε κίνηση ο τροχός που θα έφερνε την Άνγκελα Μέρκελ μπροστά από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε: ο Κολ αποφάσισε να κινήσει παρασκηνιακά τα νήματα για να «τιμωρήσει» τον Σόιμπλε και να τον απομακρύνει από την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών. Ο πολλά υποσχόμενος Βόλφγκανγκ δεν είχε πια την εύνοια και την στήριξη του «νονού» των Χριστιανοδημοκρατών.
Σε λιγότερο από δύο μήνες, η πολιτική ζωή της Γερμανίας τραντάχτηκε από ένα νέο σκάνδαλο, το οποίο αφορούσε μία δωρεά προς το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο Κολ είχε απαντήσει στο χτύπημα που είχε δεχθεί. Ο Σόιμπλε αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Νικητής από όλη αυτή την «ανταλλαγή» χτυπημάτων αναδείχθηκε η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία, έχοντας τα χέρια της «πολιτικά καθαρά», μπορούσε πλέον να διεκδικήσει με αξιώσεις τα σκήπτρα της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών.
«Ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση για τον Σόιμπλε», ανέφερε ένας πρώην Υπουργός του Κολ που γνωρίζει τόσο τον Σόιμπλε, όσο και την Μέρκελ. «Εκείνη την περίοδο υπήρχε στις τάξεις των Χριστιανοδημοκρατών μία μεγάλη επιθυμία για κάτι καινούριο, για ένα πρόσωπο που δεν θα προερχόταν από τη σφαίρα επιρροής του Κολ. Εκείνη [η Μέρκελ] ωφελήθηκε από το σκάνδαλο του Κολ».
Όταν ο Σόιμπλε ρωτήθηκε σχετικά, είπε πως δεν πιστεύει πως η Μέρκελ έγραψε το κείμενο ενάντια στον Κολ για να τον απομακρύνει από την ηγεσία του Κόμματος. Κατά καιρούς έχει περιγράψει μάλιστα την πολιτική σχέση του με τη Γερμανίδα Καγκελάριο ως καλή, αν και συχνά υπογραμμίζει πως οι δυο τους δεν είναι φίλοι.
Στις εκλογές του 2005, η Άνγκελα Μέρκελ επικράτησε του Σρέντερ και έγινε η πρώτη γυναίκα Καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας. Ο Σόιμπλε έγινε Υπουργός Εσωτερικών. Η Μέρκελ είχε προτιμήσει να τον «κλειδώσει» στην κυβέρνησή της, παρά να του δώσει έναν εξωκυβερνητικό ρόλο που θα του πρόσφερε περισσότερη ελευθερία κινήσεων και ελιγμών.
Στην επανεκλογή της Μέρκελ, το 2009, η τοποθέτηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στη θέση του Υπουργού Οικονομικών αποτέλεσε για πολλούς έκπληξη. Η Άνγκελα Μέρκελ, ωστόσο, είχε σταθμίσει την απόφασή της: αν και οι σχέσεις της με τον Σόιμπλε δεν ήταν οι πιο αγαστές, ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών είχε πολύ καλή γνώση των οικονομικών μεγεθών στην Ευρώπη. Αυτό ήταν ένα επιπλέον όπλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι για την Γερμανίδα Καγκελάριο, που έπρεπε να αντιμετωπίσει τις άμεσες συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που είχε μόλις ξεσπάσει.
Θέλει ο Σόιμπλε μία Ενωμένη Ευρώπη;
Από τότε που εκτελεί χρέη Υπουργού Οικονομικών, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει καθιερωθεί ως ο σημαντικότερος συνεργάτης της Άνγκελα Μέρκελ και μία από τις σημαντικότερες πολιτικές φιγούρες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η βαθιά επιρροή του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών στις πολιτικές που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια σε χώρες με οικονομική δυστοκία θέτει ένα καίριο ερώτημα: Τι Ευρώπη θέλει ο Σόιμπλε; Το 2011, και ενώ η Ελλάδα εφάρμοζε το πρώτο μνημόνιο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έθεσε για πρώτη φορά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδας και θεσμών το Grexit. Στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις στη Σύνοδο Κορυφής της Κυριακής, ο Σόιμπλε επανέφερε με νέο έγγραφο το σενάριο της εξόδου της Ελλάδας από το Ευρώ, σε περίπτωση που Αθήνα και Βρυξέλλες δεν κατάφερναν να βρουν μία συμφωνία μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια των πεντάμηνων διαπραγματεύσεων, όταν και Έλληνας ομόλογός του ήταν ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Σόιμπλε τέθηκε εκτός διαπραγμάτευσης από την Άνγκελα Μέρκελ, εξαιτίας των ακραία πολεμικών τοποθετήσεών του εναντίον των χειρισμών της Αθήνας.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φαίνεται ότι ενσαρκώνει τους πιο ευσεβείς πόθους των ακραίων συντηρητικών κύκλων στην Ευρώπη, που θέλουν μία Ευρωζώνη μικρή και οικονομικά ανταγωνιστική
Είναι λοιπόν ο Σόιμπλε ένας πολέμιος της ΕΕ και της Ευρωζώνης; Το 2011, την χρονιά που ο Σόιμπλε «εφηύρε» το Grexit, πίεσε τους Χριστιανοδημοκράτες να αναδείξουν την αφοσίωσή τους στην Ευρώπη, καλώντας τους να υιοθετήσουν στο συνέδριο του Κόμματος το μότο «Για την Ευρώπη, για τη Γερμανία». Ακόμη, το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, κάλεσε σε μία κρίσιμη κοινοβουλευτική ψηφοφορία τους βουλευτές του κόμματός του να στηρίξουν την ενδυνάμωση των ταμείων διάσωσης της Ευρωζώνης, συναρτώντας το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας με την πολιτική επιβίωση της κυβέρνησης Μέρκελ.
Όταν τέθηκε για πρώτη φορά το θέμα του Ευρω-ομόλογου, το οποίο υποστήριξε και ο ΣΥΡΙΖΑ, η Άνγκελα Μέρκελ πολέμησε αυτή την προοπτική με ιδιαίτερο ζήλο. Όταν ο Σόιμπλε ρωτήθηκε για το αν θα μπορούσε να φανταστεί την ύπαρξή ενός Ευρω-ομόλογου, απάντησε: «Τώρα πρέπει να είμαι προσεκτικός και να πω ό,τι λέει και η Καγκελάριος», λέγοντας στη συνέχεια πως είναι «πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για μία τέτοια προοπτική».
«Είναι υπέρ του Ευρω-ομόλογου», ανέφερε κάποτε για τον Σόιμπλε ένας πρώην Γερμανός Υπουργός που εργάστηκε για χρόνια δίπλα του. «Δεν μπορεί να βγει και να πει ανοιχτά κάτι τέτοιο, αλλά αν παρατηρήσεις προσεκτικά τι λέει, δεν αποκλείει την προοπτική του όπως κάποιοι άλλοι». Ο Σόιμπλε έχει μιλήσει συχνά και για «φορολογική ένωση».
Ο Σόιμπλε που θέτει το θέμα του Grexit και ο Σόιμπλε που βλέπει την κρίση ως ευκαιρία για να γίνουν γενναία βήματα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Γίνεται να ισχύουν και τα δύο; Βέβαια και γίνεται.
Ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών, ο Καγκελάριος πίσω από την Καγκελάριο, φαίνεται ότι επιθυμεί μία Ευρώπη πιο «ενωμένη», χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα είναι πιο μικρή. Όσες χώρες μπορούν να ακολουθήσουν το dictum των Βρυξελλών, συμμετέχουν. Όσες δεν το κάνουν, φεύγουν. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φαίνεται ότι ενσαρκώνει τους πιο ευσεβείς πόθους των ακραίων συντηρητικών κύκλων στην Ευρώπη, που θέλουν μία Ευρωζώνη μικρή και οικονομικά ανταγωνιστική.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελεί στην Ελλάδα την προσωποποίηση των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόστηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια. Έγινε σήμα κατατεθέν του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Θα περάσει πολύς χρόνος για να καταλάβουμε γιατί κάνει ό,τι κάνει στην ευρωπαϊκή σκακιέρα που καθορίζει καθημερινά τη ζωή μας.