Ο Άλκης Παναγιωτίδης θέλει συνέχεια να φεύγει

Δεν ξέρω αν οι ρόλοι τους στα Κουρέλια και στη Συμμορία όντως τους χαρακτήρισαν επικίνδυνους, όπως του είπε κάποτε ο Νίκος Νικολαϊδης και ο Άλκης Παναγιωτίδης το θυμάται με εμφατικό τρόπο όταν πια οι καφέδες μας έχουν τελειώσει, οπότε γυρνάμε άσκοπα τα καλαμάκια στα άδεια ποτήρια ενώ ταυτόχρονα εκείνος προσπαθεί να ανταποκριθεί στα τέσσερα-πέντε μέτωπα ψιλής κουβέντας που έχει ανοίξει με φιλαράκια και γνωστούς από το σινάφι του, κυρίως της γενιάς του – όλους αυτούς που ακόμη κι αν δεν έχουν κανονίσει να συναντηθούν από την προηγούμενη, το επόμενο πρωί θα έρθει ο καθένας ακόμη και μόνος του στο Φίλιον, γιατί θα είναι σίγουρος ότι τους περισσότερους από τους υπόλοιπους θα τους βρει εδώ, σε αυτό το κομμάτι ενός πεζοδρομίου του κέντρου, που σου δημιουργεί την περισσότερο πλασματική παρά βάσιμη (δεν πειράζει, όμως) εντύπωση ότι παραμένει μία ομοιογενής μικρή νησίδα, μέσα στη χαοτική «μεγάλη εικόνα» της πόλης.

Μπορεί πράγματι ο Νικολαϊδης με αυτές τις δύο εξίσου οριακές ταινίες που τριάντα και βάλε χρόνια μετά παραμένουν ίσως το καλύτερο κινηματογραφικό back to back της στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (αν όχι στην ιστορία της Ελλάδας γενικά) να «έβγαλε το όνομα» στους άντρες πρωταγωνιστές του, και στον Τζούμα, και στον Μόσχο, και στον Σπυριδάκη, και στον Βαλαβανίδη και στον Παναγιωτίδη.

Έχοντας, όμως, πια γνωρίσει έστω με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα και τους πέντε σε διάστημα οχτώ ετών, νομίζω ότι πρώτα και πάνω απ’ όλα αυτό που έκανε ο Νικολαϊδης με τον καθέναν τους – ακριβώς γιατί «ήταν ο Νικολαϊδης», αλλά ίσως γιατί έπαιξε και η συγκυρία τον ρόλο της, αφού τους πέτυχε στα πρώτα βήματα της καριέρας τους – ήταν να τους δώσει έστω και με τον δικό του δύσκολο τρόπο (γιατί ως γνωστόν κάθε άλλο παρά «εύκολος» άνθρωπος ήταν) το βήμα να υποδυθούν τους ήρωές τους σαν να ήταν οι ήρωές τους, σαν να μην έπαιζαν κανέναν ρόλο. Ή έστω σαν να έπαιζαν τους εαυτούς τους, που απλώς έμπλεκαν σε ζόρικες, έκνομες περιπέτειες στα «χαρακώματα του περιθωρίου».

Αν λοιπόν ο Τζούμας συνεχίζει να αποτελεί μέχρι και σήμερα το απόλυτο πατρόν δανδή (σαν τον «Κωνσταντίνο» από τα Κουρέλια), ο Βαλαβανίδης να αποπνέει σπιρτάδα και και να εμπνέει συμπάθεια (σαν τον «χοντρούλη» από το ίδιο παρεάκι), ο Σπυριδάκης να θυμίζει έναν -με την καλή έννοια- αφελή ροκ προβοκάτορα (σαν τον «Αντρέα» από τη Συμμορία) και ο Μόσχος να διατηρεί αλώβητη μία κατ’ επιλογή αποστασιοποίηση από τον «κατιμά των εγκοσμίων» (σαν τον -κολλητό του «Αντρέα»- «Αργύρη»), ο Άλκης Παναγιωτίδης είναι αυτός που με τις πιο χαρακτηριστικές, εμπορικές ή μη, δουλειές του μέχρι σήμερα, αρχής γενομένης φυσικά με το «Νικολαϊδικό δίπολο», σε αφήνει να πιστέψεις, όπως και τότε που ως Κουρέλι σκότωνε κορίτσια και μετά έπαιζε τύμπανα, ότι δεν παίρνει περισσότερο σοβαρά απ’ όσο χρειάζεται αυτά που κάνει (αν και στην πραγματικότητα τα παίρνει και τα παραπαίρνει). Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι, όντως, αυτό ίσως και να είναι επικίνδυνο. Όχι όμως πολύ. Ούτε φυσικά με την κακή έννοια.

Γενικά τώρα πια δεν είμαι και της πολλής δουλειάς. Λίγη και καλή.

Είχα πολλά χρόνια να κάνω θέατρο γιατί βαριόμουν. Αλλά η πρόταση του Μαστοράκη ήταν μαγική. Τον γουστάρω πολύ τον Νίκο, του έχω αδυναμία. Είναι και ο ρόλος μικρός, δε θέλω να παίζω με πολύ τώρα πια, με κουράζει.

Το Μεφίστο είναι σκηνοθετημένο από τον μεγαλύτερο Έλληνα σκηνοθέτη, δεν υπερβάλλω καθόλου. Και παιγμένο από τους καλύτερους νέους Έλληνες ηθοποιούς, εγώ και ο Μηνάς ο Χατζησάββας είμαστε απλώς τσόντες στα παιδιά που είναι απίστευτα, εξαιρετικά. Όλοι τους νικητές μεγάλων θεατρικών βραβείων. Τους αποκαλώ «Εθνική Νέων Ηθοποιών Ελλάδος». Και όλοι μαζί παίξαμε σε ένα μαγικό, αυτοκρατορικό χώρο, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ήταν σαν να παίζαμε στη σκάλα του Μιλάνου. Δε σου κρύβω ότι σκέφτηκα να εγκατασταθώ εκεί. Το καμαρίνι είναι πιο καθαρό από το σπίτι μου.

Με τον Μαστοράκη έχω κάνει άλλες δύο μεγάλες επιτυχίες στο θέατρο, την «Επιστροφή» του Πίντερ και τον «Γλάρο» του Τσέχωφ. Τον λατρεύω. Έχουμε παράλληλες ζωές. Ή μπορεί να είναι κοινές ζωές, από άλλο μετερίζι όμως. Ζούμε και οι δύο, στους ελεύθερους χρόνους μας στη Νοτιοανατολική Ασία.

Πήγα για πρώτη φορά στην Ταϋλάνδη πριν από 14 χρόνια. Αμέσως την ερωτεύτηκα. Από τότε, κάθε χρόνο περνάω 7-8 μήνες εκεί. Είναι σαν πατρίδα μου πια.

Όταν με φώναξε ο Μαστοράκης για το Μεφίστο, του είπα «δε μπορώ, φεύγω για Ταϋλάνδη». Μου λέει «αγόρι μου θα πας στην “πατρίδα”, και σε μια εβδομάδα σε θέλω πίσω». Τελικά γύρισα μετά από τρεισήμιση μήνες.

Ο βουδισμός είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Εκεί πέρα υπάρχει μια ηρεμία που δεν τη βρίσκεις εδώ. Μια ηρεμία που χρειάζομαι, γιατί είμαι λίγο χάι περίπτωση από τη φύση μου.

Μου αρέσουν οι ζέστες, δεν αντέχω τα κρύα. Ο καιρός είναι άλλο πράγμα εκεί κάτω. Και η κουζίνα. Και η απόλυτη ελευθερία. Ξυπνάω κάθε μέρα και βλέπω ότι όλο μου το βιος είναι ένα βαλιτσάκι. Δε με βαραίνει τίποτα, όπως συμβαίνει στην Αθήνα, όπου το σπίτι μου με φορτίζει με βιβλία, καναπέδες, έπιπλα. Εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ είμαι με ένα σορτς και σαγιονάρες. Όταν έρχομαι εδώ και βάζω παπούτσια, δεκαπέντε μέρες πονάνε τα πόδια μου.

Η Νέα Υόρκη στα 70s ήταν ακριβώς όπως λένε «sex, drugs & rock n’ roll». Δεν είναι μύθος. Περπάταγες στο δρόμο, έβλεπες ένα κορίτσι, σου χαμογελούσε και σε 10-15 λεπτά ήσουν μαζί της. Και φεύγοντας της έλεγες «Πώς είπαμε ότι σε λένε»; 

Πάνω απ’ όλα είναι η αίσθηση ότι δεν έχω ταυτότητα, ότι είμαι ένας ξένος ανάμεσα σε τόσους άλλους ξένους. I feel free που λένε, κατάλαβες;

Δε σου κρύβω όμως ότι με το Μεφίστο, απέκτησε η ζωή μου ένα ιδιαίτερο νόημα. Γιατί ακόμη και στον παράδεισο, έρχονται στιγμές που βαριέσαι. Έζησα παραδεισένια τα τελευταία χρόνια, σαν Μαρκήσιος σε μέρη εξωτικά. Το χάι όμως που μου δίνει το θέατρο, δε μου το δίνει τίποτα άλλο.

Είχε τις προάλλες το Made In Greece στην τηλεόραση. Είναι σουρεάλ αυτή η ταινία. Πολύ τρέλα. Από τύχη παίξαμε κι εγώ και ο Πουλικάκος. Είχαμε πάει να ζητήσουμε δανεικά από τον Χάρυ, με πήρε ο Μήτσος για αβάντα. Τελικά προέκυψαν κάτι μικρά ρολάκια. Αλλά όταν μας είδε ο Χάρυ να παίζουμε, έπαθε πλάκα και άρχισε να ξαναγράφει πάνω μας τους ρόλους και καταλήξαμε πρωταγωνιστές. Ακόμη θυμάμαι τη ζέστη. Είχε πέσει ένα τρομερός καύσωνας στην Αθήνα, κι εμείς φορούσαμε γερμανικές χειμωνιάτικες στολές. Δεν ήταν και το πιο ευχάριστο πράγμα.

Πολύ το χάρηκα που παίξαμε με τον Πουλικάκο το χειμώνα στο Gagarin. Μόλις είχα έρθει από την Ασία. Φτάνω, λοιπόν, στο Gagarin με ένα τρομερό jet lag, άρχισα να παίζω και γύριζαν όλα. Μετά βέβαια μου άρεσε και άρχισα να κουνιέμαι κι εγώ για να γυρίζουν περισσότερο. Δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη συναυλία. Γούσταρα πάρα πολύ.

Από την εποχή των MGC παίζω, σταματάω για κάποια διαστήματα, μετά ξεκινάω πάλι. Όποτε προκύψει. Τα drums δεν ξεχνιούνται. Είναι σαν το ποδήλατο.

Έχω κάνει σχεδόν δέκα χρόνια σπουδές για να γίνω ηθοποιός. Τα δύο πρώτα ήταν παράλληλα με το γυμνάσιο, στη Θεσσαλονίκη, σε μια σχολή αντίστοιχη με του Κουν. Μετά ήρθα εδώ, έδωσα εξετάσεις στον Κουν, κάθισα κάποιους μήνες, έφυγα, τέλειωσα μια άλλη δραματική σχολή, και μετά πήγα στη Γαλλία. Κάθισα ενάμιση χρόνο σε μια σχολή σαν του Εθνικού θεάτρου εκεί, αλλά δε μου άρεσε, έπληξα θανάσιμα και έφυγα για Αμερική. Γενικά ήμουν σε κίνηση.

Το 1967, στα χρόνια της δικτατορίας, βρήκα μια δουλειά με έναν ελληνικό θίασο, φύγαμε για Γερμανία. Ήμουν ήδη αρραβωνιασμένος με τη μετέπειτα γυναίκα μου. Τελευταίος μας σταθμός τότε ήταν η Βρέμη. Όταν τελειώσαμε, μου είπε «άντε, πάμε να φύγουμε» και της είπα «να φύγετε εσείς, εγώ θα μείνω». Δεν την είχα προειδοποιήσει, φοβόμουν, υπήρχαν παντού καρφιά, μπάτσοι και τέτοια. Μετά, τέλη 67-αρχές 68, πήγα στη Γαλλία, κάθισα τέσσερα πέντε χρόνια, και το 72 έφυγα.

Στη Γαλλία πρόλαβα και τον Μάη. Πρόλαβα να ρίξω κι εγώ ορισμένες πέτρες. Μεγαλείο. Ήταν η καλύτερη εποχή του Παρισιού και κράτησε τρία τέσσερα χρόνια μετά τον Μάη. Μετά δε μπορούσα άλλο, έφυγα και πήγα σε μια άλλη αναγέννηση, αυτή της Αμερικής, στα 70s. Στη Νέα Υόρκη – που αλλού; Τότε ήταν το κέντρο του κόσμου.

Να τα κάνω τί ακριβώς τα πολλά λεφτά; Είμαι πλούσιος σε συναισθήματα και αυτό αρκεί. Υπήρξα ολιγαρκής πάντα στη ζωή μου. Καλλιτέχνης είμαι.

Έκανα τον γύρο της Αμερικής δύο φορές. Μία με ένα φίλο μου και μία με τον Μίκη Θεοδωράκη, δουλεύοντας μαζί του σε περιοδεία. Έκανα και μια ταινία στην Αμερική, με τον Ντασέν, τη Δοκιμή. Την παίζουν στην τηλεόραση συνήθως στην επέτειο του Πολυτεχνείου.

Είχα αποφασίσει να μείνω εκεί, ήμουν σε πολύ καλό δρόμο, έβλεπα φως στο τούνελ. Κάποια μέρα, όμως, χτύπησε το τηλέφωνο μου και για οικογενειακούς λόγους, βρέθηκα πίσω. Με το που ήρθα, άρχισα να δουλεύω αμέσως, γλυκάθηκα με την επιτυχία, με έπεισε και ο πατέρας μου, μου έλεγε «που να τρέχεις, κάτσε εδώ που έχεις δουλειά». Μου έχει μείνει απωθημένο η Αμερική.

Νομίζουν πολλοί ότι όταν βγήκαν τα Κουρέλια δεν έκαναν μπαμ. Πώς δεν έκαναν; Χαμός έγινε! Και ακόμα είναι μια ταινία που έχει ζωή. Ειδικά για τους νέους, τους πιτσιρικάδες. Έχουν «γράψει» αυτές οι ταινίες, το σκέφτομαι μερικές φορές και μου κάνει εντύπωση.

Τα τύμπανα, η μουσική, οι δολοφονίες, όλα αυτά έχουν μια περίεργη γοητεία. Την έχουν κατατάξει σαν ροκ εν ρολ ταινία. Τέτοιος τύπος ήταν ο Νίκος (σ.σ. Νικολαϊδης), τέτοιου είδους πράγματα έκανε στο σινεμά.

Τότε ήμουν ακόμη αυτό που λένε «the new face in town». Δεν με ήξεραν. Κάναμε μια πριβέ προβολή με τον Νίκο, για ελάχιστο κόσμο. Όταν τελείωσε η ταινία, ήρθε μια γυναίκα και με αγκάλιασε. Λέω του Νίκου «ποια είναι αυτή;» και μου λέει «η Νίκη Τριανταφυλλίδη». Έτσι απλά το λέω.

«Ο χειρότερος της γενιάς μου». Έτσι με αποκαλεί ο φίλος μου ο Πιλαλί.

Ο Νίκος ήταν σπουδαίος, και αν δεν ήταν τότε λίγο κλεισμένος στον κόσμο του, για διάφορους λόγους, αν ήταν πιο δημιουργικός, θα έκανε κι άλλα σπουδαία πράγματα. Έγραφε εξαιρετικά. Θυμάσαι το βιβλίο του «Ο οργισμένος Βαλκάνιος»;  Και αυτό καλτ θεωρείται. Ροκ εν ρολ.

Έχω κάνει καμιά πενηνταριά ταινίες, έχω δουλέψει με όλους.

Μπαίνω μια φορά στο αεροπλάνο και είναι μια ομάδα πιτσιρικάδων που αρχίζουν να με χειροκροτούν. Εμένα πήγε το μυαλό μου στα Κουρέλια, όμως αυτοί αρχίζουν να μου μιλάνε για τα Φτηνά Τσιγάρα. Μου λένε λοιπόν: «Μαζευόμαστε κάθε Σαββατοκύριακο και βλέπουμε την ταινία. Την έχουμε δει τριάντα φορές και για να σου το αποδείξουμε, θα σου πούμε ορισμένες ατάκες». Όλα αυτά που έλεγα στον Τσάκωνα. Πλάκα είχε.

Όλη αυτή η ροκ εν ρολ μυθολογία των Κουρελιών είχε βάση στην πραγματικότητα, όσον αφορά μόνο την λατρεία μας για το ίδιο ροκ εν ρόλ. Στη δική μου την περίπτωση τουλάχιστον, που έπαιζα μουσική, σου το λέω με βεβαιότητα αυτό. Αλλά πίσω από όλα αυτά είμαστε ηθοποιοί, που παίξαμε κάποιους ρόλους. Δε μας βρήκε ο Νικολαΐδης στο δρόμο.

Ο Νίκος είχε πει κάποια στιγμή ότι στη δικιά μας παρέα, των Κουρελιών, όχι της Γλυκιάς Συμμορίας, έκανε ένα καλό, γιατί μας πρόβαλε, αλλά μας έκανε και ένα κακό. Μας «χαρακτήρισε». Ότι μέσω της ταινίας μας βγήκε το όνομα, ότι είμαστε «επικίνδυνοι». Ο Σμαραγδής, για παράδειγμα, που έχει κάνει αυτές τις επικές μαλακίες, μου έλεγε «είσαι πολύ καλός αλλά τί να κάνεις σε μένα»; Πολλοί λοιπόν, και μέσα από το χώρο της δουλειάς, μάς κοιτούσαν διαφορετικά. Κακό του κεφαλιού τους.

Στην επόμενη σελίδα: η επιστροφή στην Αθήνα το 1978, το απωθημένο της Αμερικής που δεν του έχει φύγει και η αέναη επιστροφή στη θάλασσα.

Page: 1 2

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).