Ο Άλκης Παναγιωτίδης θέλει συνέχεια να φεύγει

Αν έπαιρνα τους ρόλους πιο σοβαρά απ’ όσο χρειαζόταν, δε θα έκανα ταξίδια, θα έλεγα ναι σε όλες τις προτάσεις μόνο και μόνο για να δουλεύω συνέχεια. Πιστεύω όμως ότι πάνω απ’ όλα μετράει η προσωπική ζωή. Αυτό έμαθα στην Αμερική.

Δεν συμφωνώ με τους Έλληνες ηθοποιούς, που είναι κάπως εδώ με το ντελίριο της δουλειάς, 24 ώρες το 24ωρο μιλάνε συνέχεια γι’ αυτό. Εμένα όλοι οι καλοί μου φίλοι δεν είναι από το χώρο της δουλειάς. Και αυτό με ξεκουράζει. Δε μπορώ να ζω συνέχεια με αυτό, είναι too much. Παίζω πέντε-δέκα λεπτά στο θέατρο και μετά θέλω δυο-τρεις ώρες να συνέλθω, να κατέβω από εκεί που είμαι.

Βλέπω τώρα παιδιά να παίζουν σε μια δουλειά και να κάνουν παράλληλα πρόβες για μία άλλη. Όταν έχεις να κάνεις με υλικό που είναι η ίδια σου η ψυχή, δεν γίνεται να λειτουργείς σαν βιομηχανική μονάδα. Παίζεις με την ψυχή σου. Αν δώσω όλα μου τα γκάζια κάπου, μετά θέλω καιρό για αποσυμπίεση.

Δε μπορώ να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα, να τρέχω, να γίνομαι χίλια κομμάτια και να γυρίζω σπίτι κουρέλι. Μπορεί απλώς να είμαι άνθρωπος που πνίγεται σε ένα κουταλάκι νερό. Όμως δεν το έχω μετανιώσει. Καλύτερα έτσι, από το να είμαι πολυπράγμων και να κάνω τσαπατσούλικα πράγματα.

Στη Γαλλία πρόλαβα και τον Μάη. Πρόλαβα να ρίξω κι εγώ ορισμένες πέτρες. Μεγαλείο. Ήταν η καλύτερη εποχή του Παρισιού.

Στο παρελθόν, βέβαια, έχω κάνει αυτά που κατηγορώ τώρα. Και για να ζήσω, και για να ακολουθήσω τον τρόπο ζωής των Ελλήνων ηθοποιών. Ξύπναγα μια εποχή στις 7 το πρωί, πήγαινα στην ΕΡΤ, έκανα ένα παιδικό παιχνίδι ζωντανό με τον Κραουνάκη στην αρχή της καριέρας του, μετά πήγαινα γύρισμα μέχρι το απόγευμα και μετά πήγαινα στο θέατρο. Έφευγα δηλαδή εφτά η ώρα το πρωί και γύρναγα δυόμιση το βράδυ. Αυτό είναι ωράριο δούλου, δεν είναι ωράριο καλλιτέχνη.

Δε με αγχώνει κανένας ρόλος. Με αγχώνουν οι υποχρεώσεις.

Το καλό με τη τηλεόραση είναι ότι μαθαίνεις να είσαι πολύ γρήγορος, γιατί εκεί δεν έχει πολλά πολλά. Αποκτάς μια ευκολία άμεσης προσαρμογής. Ερμηνεία μεγάλη δεν μπορεί να γίνει στην τηλεόραση, γιατί είναι τέτοιες οι συνθήκες. Από την άλλη, έχεις την ευκαιρία να βγάλεις λεφτά και να αποκτήσεις αυτό που σου είπα. Γιατί η δουλειά αυτή, όπως όλες οι δουλειές, μαθαίνεται κάνοντας την, στην πράξη. Δεν μαθαίνεται αν κάθεσαι σπίτι σου να τη σκέφτεσαι. Πρέπει το κοντέρ να γράψει χιλιόμετρα για να την κατακτήσεις.

Η Νέα Υόρκη και γενικά η Αμερική στα 70s ήταν ακριβώς όπως λένε «sex, drugs & rock n’ roll». Αυτό τα λέει όλα. Δεν είναι μύθος. Περπάταγες στο δρόμο, έβλεπες ένα κορίτσι, σου χαμογελούσε και σε 10-15 λεπτά ήσουν μαζί της. Και φεύγοντας της έλεγες «Πώς είπαμε ότι σε λένε»; Ήταν μαγικά. Βέβαια μετά βγήκε το AIDS και τα σάρωσε όλα.

Όταν γύρισα στην Αθήνα το 1978, έψαχνα σκοινί να κρεμαστώ. Φρίκη. Ούτε στο χειρότερο εχθρό μου δεν εύχομαι να νιώσει έτσι. Έκανα να προσαρμοστώ πάνω από δύο χρόνια. Καταρχάς, αντιμετώπισα μεγάλο πρόβλημα γιατί είχα αφήσει την Ελλάδα αρκετά χρόνια πριν, και όταν επέστρεψα είχαν αλλάξει πολλά πράγματα. Θυμάμαι από το αεροδρόμιο, να πηγαίνω στο σπίτι του αδερφού μου και στη διαδρομή να παθαίνω πολιτισμικό σοκ. Σιγά σιγά προσαρμόστηκα, η επιτυχία που μου χάρισε η δουλειά μου άρχισε να με κολακεύει. Όμως βαθύτατα μέσα μου παραμένει το παράπονο, ότι κάτι θα μπορούσα να είχα κάνει εκεί. Ήμουν σε καλό δρόμο. Τι να πω; Ίσως στην άλλη ζωή.

Στην Αθήνα πολλές φορές ζω σαν ξένος. Ίσως γι’ αυτό να μπορώ να αναγνωρίζω ότι ετούτη η χώρα είναι ένα σπουδαίο μέρος. Είναι κούκλα. Το πρόβλημα είναι οι Έλληνες. Αν έχεις ζήσει τόσα χρόνια έξω, οι συγκρίσεις γίνονται αυτόματα. Είμαστε προβληματικά άτομα. Δε θέλω, όμως, να ακούγομαι μίζερος. Ό,τι και να λέω, είναι μια περίοδος αναγέννησης για μένα. Επέστρεψα στο θέατρο!

Τον Ιούλιο έχω ένα γύρισμα με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, θα κάνω μια εμφάνιση σε αυτή τη ταινία που ετοιμάζει και είναι αφιερωμένη στους Marx Brothers. Θα έχει πολύ πλάκα. Θα μας ρίξουν και κάτι τούρτες στη μάπα. Δε σου κρύβω ότι αυτό δε μου αρέσει γιατί το γύρισμα θα είναι βράδυ στα Καλύβια και θα κάνει ψύχρα, αλλά θα το υποστώ.

Να τα κάνω τί ακριβώς τα πολλά λεφτά; Είμαι πλούσιος σε συναισθήματα και αυτό αρκεί. Έχω λεφτά για να κάνω αυτά τα λίγα που θέλω. Υπήρξα ολιγαρκής πάντα στη ζωή μου. Καλλιτέχνης είμαι.

Τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο για έναν ηθοποιό σε σχέση με τα 70s και τα 80s. Τότε υπήρχαν περισσότερες δουλειές. Ήταν και η Μελίνα που μοίραζε πολύ χρήμα σε τέτοια πράγματα. Θυμάμαι που έλεγε το φοβερό «θέλω να δώσω λεφτά στους νέους κινηματογραφιστές για να μην τα παίρνουν από τις αρραβωνιστικιές τους».

Ο μόνος ευσεβής πόθος που είχα ανέκαθεν στη ζωή μου ήταν να κάνω κάτι καλό στη δουλειά μου και αυτό να αναγνωριστεί. Αυτό ήταν το πάθος μου. Είμαι ευτυχής άνθρωπος γιατί δεν αμφιταλαντεύτηκα ποτέ. Από μικρό παιδί, άρχισα να νιώθω ότι θα γίνω καλλιτέχνης. Αν και στην αρχή ήθελα να γίνω χορευτής, αλλά την πέσανε όλοι στους γονείς μου, «μην το αφήσεις το παιδί να γίνει χορευτής, θα γίνει πούστης» και τέτοια. Ευτυχώς ο πατέρας μου και η μάνα μου δεν τσιμπούσαν με κάτι τέτοια.

Οι δικοί μου έβαλαν τα κλάματα από τη χαρά τους όταν τους ανακοίνωσα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Ήμουν τυχερός γιατί είχα στήριξη από το σπίτι μου. Αυτό είναι σπουδαίο όταν συμβαίνει. Και για τα ελληνικά δεδομένα, σπάνιο. Επειδή έχω κάνει πολλά χρόνια καθηγητής σε δραματικές σχολές, πολλά παιδιά μου λένε ότι το κάνουν ερήμην των γονιών τους και αυτό με συγκλονίζει.

Τα καλά πράγματα κρατάνε λίγο.

Πάντα επιστρέφω στη θάλασσα.

Η παράσταση Μεφίστο του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη, ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Τον Σεπτέμβριο θα ανέβει και πάλι (Κεντρική Σκηνή).

Page: 1 2

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).