Συνήθως, οι δημοσιογράφοι είναι είτε πολύ εύκολοι είτε πολύ δύσκολοι, όταν τους ζητάνε συνεντεύξεις. Στην πρώτη περίπτωση, επιδεικνύουν συναδελφική αλληλεγγύη γιατί ξέρουν ότι μια άρνηση δεν είναι ποτέ ευχάριστη (άσε που μερικοί κολακεύονται από το πέρασμα στην απέναντι όχθη του συνεντευξιαζόμενου). Στη δεύτερη, ανήκουν εκείνοι που πιστεύουν ότι δουλειά τους είναι να θέτουν τα ερωτήματα και όχι να τα απαντάνε. Ο Νίκος Ξυδάκης μάλλον είναι με τους δεύτερους. Δε μου είπε τυφλά ναι, όταν του ζήτησα να μιλήσουμε. Πριν, ήθελε να ξέρει την ατζέντα της κουβεντας και μετά να είναι σίγουρος για την ακριβή αποτύπωση όσων τελικά συζητήσαμε. Υποθέτω γιατί – όπως θα διαβάσετε παρακάτω να λέει – «η φθηνια και η προπαγάνδα είναι περισσότερο από ποτέ μέσα στο παιχνίδι» και ο κίνδυνος να διαστρεβλώθεί ο δημόσιος λόγος έχει γίνει σχέδόν κανόνας.
Με το που συναντιόμαστε στο Floral, στην πλατεία των Εξαρχείων (της γειτονιάς του), του εξήγησα ότι ήθελα τη συνέντευξη γιατί είναι ο «αρθρογράφος της κρίσης». Όχι μόνο επειδή έχει υπογράψει μερικά χειρουργικά εύστοχα άρθρα στην «Καθημερινή» αυτά τα περίεργα χρόνια. Αλλά και γιατί αντιπροσωπεύει κάποιες αντιφάσεις τους. Προοδευτική πένα σε μια παραδοσιακά συντηρητική εφημερίδα, επαγγελματίας που πέρασε από πολλά και σημαντικά περιοδικά κι έτσι έχει να πει μια δυο κουβέντες με αξία για τη μιντιακή φούσκα των τελευταίων 25 χρόνων. Ψύχραιμος παίκτης κι όχι αφ’ υψηλού παρατηρητής στην αρένα των social media που δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι «εδώ και 20-30 χρόνια, αδυνατίζει η ικανότητα και η συνήθεια του κοινού να διαβάζει εφημερίδα, να παρακολουθεί δηλαδή μια συγκεκριμένη δομή διάταξης του δημοσιογραφικού υλικού». Εξήγησή του, «ο εθισμός στην τηλεόραση». Περιμένοντας τον καφέ, συζητάμε για το τοπίο που διαμορφώνουν οι νέες τεχνολογίες και το αν η δημοσιογραφία εξελίσσεται σε είδος πολυτελείας τον καιρό που τα coffee tables στα σαλόνια γεμίζουν με ταμπλέτες – δώρο από εταιρείες κινητής τηλεφωνίας («δεν μπορείς πια να επιβιώσεις αν δεν είσαιπολύ καλός/στο ποιοτικό γράψιμο πάντα λίγοι είχαν πρόσβαση»). Κι ακόμα για το «σύγχρονο προλεταριάτο της γνώσης», τη «ρηχή, λόγω του περιορισμού της γλώσσας, ελληνική μιντιακή αγορά», για το πώς έμαθε να γράφει γρήγορα και πυκνά διαβάζοντας Ecomonist και Guardian. Στη συνέχεια περάσαμε στα δύσκολα…
Πως είναι να είσαι πολιτικοκοινωνικός αναλυτής σήμερα στην Ελλάδα; Νομίζω είναι μια δουλειά που σχεδόν δεν έχει ζήτηση. Τόσο απλά. Αμα τους βάλεις όλους μαζί, από τις μεγάλες εφημερίδες ας πούμε, δεν είναι πάνω από 6-7. Μπορεί να υπάρχει απήχηση στο επίπεδο των likes γι’ αυτό που γράφεις, αλλά να μην μπορείς να βρεις ένα μισθό.
Τότε πως εξηγείται η επιτυχία των sites που βασίζονται αποκλειστικά στην αρθρογραφία και όχι στο ρεπορτάζ; Τι σημαίνει επιτυχία;
Επισκεψιμότητα καταρχάς… Το θέμα είναι πόσοι ζουν από αυτά, πόσοι μπορούν να διατηρούν επαγγελματική σχέση με αυτές τις ιστοσελίδες.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στη σημερινή συνθήκη ο κόσμος δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για μια έτοιμη, επώνυμη κατά προτίμηση, γνώμη και να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, παρά για το πρωτογενές υλικό ενός ρεπορτάζ που θα πρέπει να ερμηνεύσει ο ίδιος…Το ρεπορτάζ είναι πιο δύσκολο, γι’ αυτό βλέπεις λιγότερα. Το κάνουν λίγοι και το κάνουν καλά ελάχιστοι. Ρεπορτάζ σημαίνει αποκάλυψη που μερικές φορές πονάει κι αυτό δεν είναι εύκολα επιτρεπτό από το παρόν σύστημα. Έτσι δημιουργούνται δημοσιογράφοι – δημόσιοι υπάλληλοι που βολεύονται με αντικείμενο κάποιο υπουργείο ή καταλήγουν ρουλεμάν του πολιτικού ρεπορτάζ.
Πέραν του βιοποριστικού ζητήματος όμως, επανέρχομαι στην ερώτηση, πώς είναι να τοποθετείσαι δημοσίως σε μια τόσο πιεστική εποχή; Και μάλιστα από μια εφημερίδα συνολικά σεβαστή αν και παραδοσιακά συντηρητική… Ο πλουραλισμός που προσφέρει η Καθημερινή την εδραιώνει σε μεγαλύτερα ακροατήρια.
Εσείς κι ο Μπουκάλας δηλαδή σε επίπεδο αρθρογραφίας… Δεν είναι καθόλου λίγο αυτό, ειδικά σε αυτήν την εποχή που σκέφτεσαι απείρως περισσότερο πριν γράψεις κάτι. Η κρίση μας έκανε πιο υπεύθυνους και πιο προσεκτικούς. Αν γράφαμε μόνο με το θυμό και την πικρία, θα ήταν όλα μαύρα. Η πολύ σκληρή αυτοπειθαρχία και αυτολογοκρισία σε μαθαίνει να φιλτράρεις. Εμένα στρογγύλεψε το γράψιμό μου, έγινε πιο συμπαγές και σκοτεινό με την κρίση. Δεν μπορώ να είμαι φαντεζί όπως πριν 15 χρόνια, οι άνθρωποι που με διαβάζουν ζητάνε να είμαι πιο ουσιαστικός και πυκνός. Δε θέλω να τους μαυρίζω την ψυχή, αλλά ούτε και μπορώ να τους ξεγελάω ότι όλα πάνε μια χαρά.
Ένα άρθρο βέβαια σήμερα μπορεί να διαστρεβλωθεί μέσα σε δέκα λεπτά στο ίντερνετ, μέσα σε τρία RTs. Μπορούν να το πάρουν στα social media και να του αλλάξουν πλήρως το νόημα. Το παρατηρώ μιας κι έχετε παρουσία εκεί, ενώ το blog σας ενημερώνεται με όλα τα κείμενά σας…
Ήμουν από τους πιο παλιούς bloggers στην Ελλάδα, αλλά αυτή ήταν μια υπόθεση για λίγους που πέθανε γρήγορα μόλις ανακάλυψαν τα ιστολόγια οι σκανδαλοθήρες. Είναι κεφαλαιώδες ζήτημα το εφήμερο των γραπτών στις μέρες μας. Αν όμως φροντίζεις να μην έχει τρύπες αυτό που γράφεις δεν έχεις να φοβάσαι. Ελάχιστες είναι οι φορές που παρεξηγήθηκα. Γιατί ποτέ δεν ήταν σκοπός μου να εντυπωσιάσω με ένα πυροτέχνημα.
Η εμπιστοσύνη του κόσμου στους δημοσιογράφους ήταν κλονισμένη ήδη πριν από την κρίση κι εκφραζόταν με τα γνωστά συνθήματα. Έχει τρωθεί ακόμα περισσότερο σήμερα;
Η εικόνα χειροτέρεψε, και με δική μας ευθύνη. Ελέγχουμε όλο και λιγότερο τις πηγές κι επειδή είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες όπως όλοι, κάναμε πιο ελαστικές τις συνειδήσεις μας ενώ γύρω καλπάζει η ανεργία. 40% είναι το ποσοστό στον κλάδο μας, τα media ήταν από τις πρώτες φούσκες που έσκασαν. Μια φούσκα που δημιουργήθηκε από τις πολλές επιχειρήσεις που άνοιξαν από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα. Κανάλια, σταθμοί, περιοδικά – υπήρχε ζήτηση χωρίς να υπάρχουν αναλόγως πολλοί καταρτισμένοι επαγγελματίες. Η παλιά φρουρά ήταν εμπειρικά ψημένη, ενώ τα νέα παιδιά από το πανεπιστήμιο δε βγαίνουν δημοσιογράφοι, θεωρία επικοινωνίας κάνουν στην ουσία.
Να το πάμε λίγο παρακάτω αυτό. Δε νομίζετε πια ότι και η δημοσιογραφική ατζέντα, όπως φυσικά και η πολιτική, έχει μετατοπιστεί σε μια κατεύθυνση που ούτε καν θα φανταζόμασταν μόλις πριν λίγα χρόνια; Πια η γραμμή του μέσου δεν καθορίζει μόνο την ερμηνεία της είδησης, αλλά μερικές φορές και την παρουσία της. Το Φαρμακονήσι είναι πολύ πρόσφατο…
Μια σημαντική πτυχή της κρίσης είναι ότι έφερε ιδεολογική και ψυχολογική αναδίπλωση. Ζούμε ουσιαστικά, από το 2010 και μετά, μια διαχείριση φόβου εκ μέρους της ηγετικής ελίτ που έχει περάσει από διάφορα στάδια. Έχουμε χάσει σε δημόσιο χώρο, έχουμε χάσει σε κοινωνικά αγαθά, έχουν περισταλεί δημοκρατικά δικαιώματα και το φθηνό αντάλλαγμα είναι ότι εκπαιδευθήκαμε να μισούμε κάτι άλλο, το διαφορετικό. Ας δούμε την ξενοφοβία. Πράγματι, υπάρχει πρόβλημα υπερβολικής μετανάστευσης στη χώρα μας, το οποίο βέβαια μειώνεται: πέρυσι κατά 17%, την ώρα που αυξήθηκε κατά 70% ο αριθμός των Ελλήνων που έφυγαν στο εξωτερικό, στην πλειοψηφία τους επιστήμονες. Πλέον έρχονται εδώ μόνο από εμπόλεμες ζώνες π.χ. Αφγανιστάν, Συρία. Η παντελής απουσία εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής και η υποκρισία της Ευρώπης μετέτρεψε τους Έλληνες από στυγνούς εκμεταλλευτές (ή βολεμένους με τα φθηνά εργατικά χέρια) σε παραπονούμενους που έχασαν το μεροκάματο. Ξέρετε, δεν έχει πολύ μεγάλη διαφορά αυτό που λένε οι Γερμανοί για μας, αυτή η φιλολογία περί «σκούρων, δεύτερων, τεμπέληδων» κτλ. Εδώ ειπώθηκε από επίσημα χείλη ότι υποδεχόμαστε μετανάστες «τραγικής ποιότητας». Μα αν η χώρα τείνει προς το επίπεδο Βουλγαρίας, Ρουμανίας πού θα έρθει να δουλέψει ο αστροφυσικός; Εδώ προσφέρουμε φράουλες και αίμα ή το πολύ πολύ ζήτηση οικιακής βοήθειας σε κανέναν ανήμπορο ηλικιωμένο. Αυτό πολιτικά.
Μιντιακά γίνεται πόλεμος κι ο καθένας προσπαθεί να διασώσει ό,τι μπορεί. Δε με εκπλήσσει τίποτα πια. Με θλίβουν, με σκοτεινιάζουν, αλλά πια ξέρω ότι η φτήνια και η προπαγάνδα είναι μέσα στο παιχνίδι περισσότερο από ποτέ. Τα media υπέκυψαν. Είμαστε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η δημοκρατία έχει δεχθεί πλήγμα και η ενημέρωση είναι μοιραία κι αυτή θύμα. Το 2013 πέρασαν 70-75 Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, αυτό δείχνει πόσο ζοφερά είναι τα πράγματα. Αποφάσεις που αλλάζουν τη ζωή μας για τις επόμενες δεκαετίες περνούν σε χρόνο μηδέν.
Η αφοπλιστική ομολογία του Χρυσοχοϊδη «δε διάβασα το Μνημόνιο» τα λέει όλα, όμως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τυπική περίπτωση. Ελάχιστοι το έκαναν κι ακόμα λιγότεροι καταλάβαιναν τι ψήφιζαν από ένα τεχνικό κείμενο 1200 σελίδων. Η δημοκρατία, ξαναλέω, τραυματίστηκε, δε θα μπορούσε να μην πάθει το ίδιο το μιντιακό σύστημα.
Αισθάνεστε καμιά φορά ότι αποτελείτε άλλοθι πολυφωνίας;
Είμαι 20 χρόνια στην εφημερίδα, είμαι μέρος της επίπλωσης πια. Κι αυτό που λες να ισχύει, δε με πειράζει. Πάντα και παντού υπάρχει ένα manual στελέχωσης. Η Καθημερινή είχε ανέκαθεν παράδοση προοδευτικών δημοσιογράφων και διανοούμενων που έγραφαν ακόμα και το κύριο άρθρο, εκφράζοντας την εκδοτική γραμμή που δε συνπέπιπτε απαραίτητα με την προσωπική τους άποψη. Αν είσαι αριστερός δε σημαίνει ότι θα δουλεύεις σε αριστερή εφημερίδα, μερικές φορές είναι χειρότερο. Και σίγουρα γίνεσαι καλύτερος επαγγελματίας και πιο τεχνίτης όταν δεν είσαι σε κατ’ ανάγκην πολιτικά «οικείο» περιβάλλον. Όταν εργάζεσαι σε αυστηρό περιβάλλον μαθαίνεις να ελίσσεσαι, μαθαίνεις για τα καλά τις ραφές του συστήματος εξουσίας κι αποκτάς καλύτερη εικόνα για πολλά πράγματα.