Η συνέντευξη του Μπαλεστρίνι, που πέθανε στις 20 Μαΐου σε ηλικία 84 χρόνων, είχε δημοσιευτεί στην Ελευθεροτυπία το 2005 και δείχνει πόσο διορατικός ήταν αλλά και πόσο αισιόδοξος παρέμενε για το μέλλον. Δεν ήταν μόνο ο καταζητούμενος ως «τρομοκράτης» που διέφυγε από την Ιταλία στη Γαλλία με σκι μέσα από τις Άλπεις -μία ιστορία που αρέσκονται να αναμασούν τα μίντια- αλλά ένας συνεπής αγωνιστής που χρησιμοποίησε την τέχνη του -όπως επέμενε να αποκαλεί το γράψιμο- ως καύσιμο για τους κοινωνικούς αγώνες του μέλλοντος.
Λογοτέχνης και ακτιβιστής, ιδρυτικό μέλος της Εργατικής Αυτονομίας μαζί με τον Τόνι Νέγκρι, πρωταγωνιστής στους κοινωνικούς αγώνες μίας ολόκληρης δεκαετίας που βαφτίστηκε «Ιταλικός Μάης», αυτοεξόριστος στο Παρίσι μετά από την καταδίκη του στην Ιταλία για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, ο Νάνι Μπαλεστρίνι αυτοχαρακτηριζόταν ως «ιδιοτελής θεατής των κοινωνικών αγώνων».
Τον Δεκέμβριο του 2005 είχε βρεθεί στην Αθήνα για να παρουσιάσει το βιβλίο του «Οι Αόρατοι» (εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος) που συμπληρώνει την τριλογία για τα ταραγμένα χρόνια της Ιταλίας μαζί με τα «Ο Εκδότης» και «Τα Θέλουμε Όλα». Και είχε μιλήσει για τη σημασία της Αυτονομίας, την ένοπλη πάλη και τη σύγχρονη αντίσταση ενάντια στην εξουσία.
Σας ενοχλεί να μιλάτε για πολιτική; Όχι αυτό που με ενοχλεί είναι ότι κάποιοι θεωρούν ότι ανακαλύπτουν στο λογοτεχνικό μου έργο μία συγκεκριμένη πολιτική θεωρία. Για μένα είναι λάθος γιατί αν επιθυμούσα κάτι τέτοιο θα έγραφα ένα δοκίμιο. Απλά είμαι ένας συγγραφέας που εμπνέεται από τα κοινωνικά κινήματα. Στο βιβλίο μου «Οι Αόρατοι» περιγράφω την ήττα του κινήματος της Αυτονομίας αλλά και τη ζωντάνια του τη δύναμη που απέκτησε.
Γιατί επιλέξατε να διηγηθείτε τις περιπέτειες ενός μέλους της Αυτονομίας σε πρώτο πρόσωπο, σαν ένα είδος αυτοβιογραφίας; Η λογοτεχνία είναι γεμάτη από ανάλογα παραδείγματα. Θέλησα να μεταφέρω την αίσθηση του προφορικού λόγου, επειδή πιστεύω ότι έχει μεγαλύτερη αμεσότητα. Ταυτόχρονα η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο δείχνει ότι οι χαρακτήρες του βιβλίου δεν είναι συγκεκριμένα άτομα. Αντιπροσωπεύουν όλους όσους συμμετείχαν στο κίνημα. Έτσι έρχομαι σε αντίθεση με το παραδοσιακό αστικό μυθιστόρημα. Εκεί υπάρχει το άτομο που έρχεται σε σύγκρουση με τη κοινωνία. Εδώ υπάρχει μία συλλογικότητα που επιθυμεί να ανατρέψει το σύστημα.
Ποιος είναι ο σκοπός σας; Αυτό που προσπαθώ -κάτι που ίσως μοιάζει με ψεύτικη ταπεινοφροσύνη- είναι να θέσω την τέχνη μου στην υπηρεσία των κινημάτων. Να παρουσιάσω ιδέες και συμπεριφορές μίας κοινωνικής οντότητας.
Σε αντίθεση με τον γαλλικό Μάη, το ιταλικό κίνημα, οι Αόρατοι, που περιγράφετε κράτησε μία ολόκληρη δεκαετία. Γιατί; Η εξήγηση είναι απλή. Ο Γαλλικός Μάης ήταν μία έκρηξη. Όταν τέλειωσε η γαλλική κυβέρνηση υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα των φοιτητών. Ένω στην Ιταλία μία αντίστοιχη έκρηξη προκάλεσε μία διαρκή σύγκρουση με το κράτος. Στην Ιταλία η κυβέρνηση χρησιμοποίησε προβοκατόρικες μεθόδους, όπως την βόμβα στη Πιάτσα Φοντάνα του Μιλάνου που αποδείχθηκε τελικά ότι ήταν έργο ακροδεξιών ομάδων. Η άρχουσα τάξη φέρθηκε ανόητα. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η παραδοσιακή αριστερά προσπάθησαν να πολεμήσουν αυτό που γεννιόταν. Κανείς δεν στάθηκε διορατικός. Έτσι η επίθεση που εξαπέλυσαν είχε ως αποτέλεσμα να διευρυνθεί το κίνημα και να ενωθεί με τους εργατικούς αγώνες.
Πιστεύετε ότι οι ένοπλες ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες προκάλεσαν την καταστολή του κινήματος; Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήταν φορείς μίας παλιάς τριτοδιεθνιστικής αντίληψης και ήθελαν να παίξουν το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας. Σχεδίαζαν να ριζοσπαστικοποιήσουν τον αγώνα και να χτυπήσουν με τα όπλα στην καρδιά του κράτους. Όμως δεν ήταν αυτό το ζητούμενο εκείνη την εποχή. Τότε έπρεπε να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και να επινοήσουμε νέες σχέσεις. Κάτι που ως ένα βαθμό το κίνημα το είχε καταφέρει.
Τελικά όμως ηττήθηκαν. Τα συγκεκριμένα άτομα είχαν καλές προθέσεις, έκαναν μία πολιτική επιλογή και πίστευαν ότι θα υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα. Όμως αποδείχτηκε ότι έπεσαν σε παγίδα. Το κράτος επέλεξε να παίξει στο στρατιωτικό πεδίο, όπου ήταν πιο ισχυρό, απάντησε με μία βίαιη καταστολή και χρέωσε την ένοπλη πάλη σε όλο το κίνημα. Κι όλα αυτά ενώ γνώριζε ότι υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην αυτονομία και τις ένοπλες ομάδες.
Τι θα λέγατε σε κάποιον που θα επέλεγε να πάρει τα όπλα ενάντια στο σύστημα; Ότι πάντα εξαρτάται από τις περιστάσεις. Δεν θα μπορούσα να πω σε έναν Παλαιστίνιο να μην πάρει τα όπλα αλλά θα τον απέτρεπα από το να γίνει καμικάζι αυτοκτονίας. Στη δεκαετία του ’70, υπήρξε ένα διάχυτο αντάρτικο πόλεων στην Ευρώπη, έγιναν πολλές ενέργειες χωρίς τελικά κάποιο αποτέλεσμα. Με βάση όλα αυτά πιστεύω ότι όπου υπάρχει δυνατότητα πολιτικής παρέμβασης, όταν δηλαδή το καθεστώς δεν είναι ολοκληρωτικό, πρέπει να επιλέγεται η νόμιμη πάλη. Τα όπλα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή, για κάθε αγωνιστή.
Τελικά τι απέγινε η κληρονομια των Αόρατων, της Εργατικής Αυτονομίας; Για μένα είναι ζωντανή, οι φορείς της ηττήθηκαν αλλά η επιθυμία για ανατροπή αυτού του συστήματος είναι ζωντανή. Αν κάτι καταφέραμε ήταν να παρουσιάσουμε μία μορφή πάλης για ένα καλύτερο μέλλον, διαφορετική από αυτήν της παραδοσιακής αριστεράς. Είπαμε αν θέλουμε κομμουνισμό ξεκινάμε από σήμερα αλλάζοντας τις συνθήκες ζωής μας, τις κοινωνικές σχέσεις. Και φέραμε μία άλλη αντίληψη για την εργασία, την παραγωγή και την κατανομή του εισοδήματος, αντίθετη από αυτήν της αριστεράς που είχε φετιχοποιήσει τη μισθωτή εργασία.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον; Θεωρώ ότι το καπιταλιστικό σύστημα διέρχεται μία κρίση. Η αύξηση της ανεργίας οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης. Η μεταφορά των εργοστασίων των πολυεθνικών στον Τρίτο Κόσμο είναι μία προσωρινή ανάσα για το σύστημα. Το πρόβλημα που θα δημιουργηθεί στο μέλλον είναι ότι θα αυξάνεται η παραγωγή προιόντων αλλά θα μειωθεί η κατανάλωση καθώς η πλειονότητα των ανθρώπων θα είναι φτωχοί ή άνεργοι. Οπότε κάποια στιγμή ο φαύλος κύκλος θα σπάσει.