Λιγότεροι από όσους είναι συγκεντρωμένοι γύρω από το βαρέλι γνωρίζουν ποιος άναψε τη φωτιά και κανένας τους δεν ενδιαφέρεται να ρωτήσει για να μάθει, γιατί δεν έχει σημασία ποιος την άναψε, σημασία έχει ότι όλοι, και όσοι ξέρουν και όσοι αγνοούν, μπορούν επιτέλους να ζεσταθούν απόψε που στην Αθήνα των πρώτων ημερών της νέας χρονιάς έχει τόσο κρύο ώστε κανείς να μη μπορεί να μη μιλήσει έστω και λίγο γι’ αυτό.
Θα βγάλουν όλοι τα χέρια από τις τσέπες, θα σηκώσουν τους γιακάδες μαζί με τους ώμους τους για να καλύψουν όσο περισσότερο μπορούν τα αυτιά τους, όσοι έχουν κουκούλες θα τις φορέσουν, θα προτάξουν τις ανοιχτές παλάμες τους στη φωτιά, θα τις κρατήσουν ακούνητες εκεί μέχρι να πυρώσουν από τις φλόγες, θα γυρίσουν τα χέρια τους από την άλλη πλευρά και όταν ζεσταθεί κι εκείνη αρκετά, θα φέρουν τις παλάμες κοντά στο στόμα τους, θα ξεφυσήξουν πάνω τους και μικρά σύννεφα καυτής ανάσας θα δημιουργηθούν μπροστά από το κάθε αμίλητο πρόσωπο, για να εξαφανιστούν όλα μαζί, σχεδόν ταυτόχρονα, σαν ανομολόγητες σκέψεις που δεν αφήνουν κανένα ίχνος πίσω τους.
Ώσπου ένας απ’ όλους θα αποφασίσει να ανάψει ένα τσιγάρο, και βλέποντας τον να το βγάζει από το πακέτο του όσοι από τους υπόλοιπους εκεί δίπλα καπνίζουν, θα σκεφτούν «δε γαμιέται, ας κάνω ένα τσιγάρο» – γιατί ένας καπνιστής αν δεν υποκύψει στον εθισμό του δίπλα σε μια φωτιά, μέσα στο κρύο, πότε θα το κάνει; – οπότε κάποιος θα ψάξει τα δικά του τσιγάρα στις δικές του τσέπες, κάποιος άλλος θα κάνει τράκα, τα τσιγάρα θα ανάψουν, τα νέα μικρά σύννεφα καυτής ανάσας που θα δημιουργηθούν το ένα μετά το άλλο θα είναι κατάτι μεγαλύτερα, δεν θα εξαφανιστούν τόσο γρήγορα, και κάπως έτσι όλοι θα νιώσουν λίγο καλύτερα, και όσοι ξέρουν ότι θα περάσουν αρκετή ώρα ακόμη γύρω από το βαρέλι και όσοι θα θυμηθούν ότι έχουν να πάνε κάπου, μέχρι τελικά ο καθένας τους να ακολουθήσει έναν από τους μικρότερους ή μεγαλύτερους δρόμους που ξεκινάνε ή καταλήγουν σε αυτή την πλατεία, που μερικές φορές μοιάζει με πυρήνα που καίει, με πυρήνα που καίγεται. Με τον πυρήνα του «πλανήτη Αθήνα». Ένας από αυτούς τους δρόμους θα οδηγήσει απόψε τον Βαγγέλη Μουρίκη μέχρι το στέκι του.
Όταν φτάνει εκεί, ξέρει ότι δε χρειάζεται να στρίψει το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα, αρκεί να τη σπρώξει με τον ώμο ενώ ταυτόχρονα ξεκινάει να βγάζει τα γάντια του – μια πράξη που αφήνει στη μέση γιατί όταν πια βρίσκεται μέσα στο μπαρ και πριν η πόρτα κλείσει ερμητικά πίσω του, η κοπέλα που σερβίρει τα ποτά αλλά τώρα βαριέται γιατί το μαγαζί είναι σχεδόν άδειο, έρχεται κοντά του για να τον χαιρετήσει και η ξαφνική κίνηση στα όρια της περιφερειακής όρασης του μπάρμαν είναι αρκετή ώστε να αποσπάσει το βλέμμα του από το timeline που εδώ και ώρα παρατηρεί μηχανικά στο κινητό του, να πάει κι εκείνος κοντά του για να τον χαιρετήσει και τελικά να αρχίσουν οι τρεις τους να γελάνε, σχολιάζοντας – τι άλλο; – το κρύο που έχει απόψε στην Αθήνα.
Συμβαίνει σε όλους, σε κάποιους πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους, πάντως στον καθένα μας τελικά για τους δικούς του λόγους. Μπορεί να σου αρέσει η μουσική (ή και η έλλειψη αυτής), μπορεί να ξέρεις τον ιδιοκτήτη, μπορεί να σε βολεύει γιατί είναι δίπλα στο σπίτι σου, μπορεί να σου αρκεί ότι ο μπάρμαν έχει μάθει τι πίνεις οπότε θα σου το σερβίρει πριν το παραγγείλεις, μπορεί – αν είσαι πιο τυχερούς από τους υπόλοιπους – να έχει να κάνει με όλα αυτά μαζί. Κι αν μεγαλώνοντας δε μπορείς παρά να αλλάζεις στέκια, το πιο πιθανό είναι ότι όσο περισσότερο θα μεγαλώνεις τόσο πιο δύσκολα θα θέλεις να το κάνεις, κάτι που δεν έχει να κάνει τόσο με αυτό καθαυτό το όποιο στέκι, αλλά με το αέναο κυνήγι μίας μικρής, ικανοποιητικής ευκολίας. Με την υποσυνείδητη αναζήτηση μιας κάποιας λύσης για «ένα άγχος λιγότερο» σε αυτή τη ζωή.
«Έχεις ξανάρθει εδώ;», με ρωτάει ο Μουρίκης αφού τελικά βλέπει ότι στο στέκι του δεν υπάρχει κανείς άλλος εκτός από μένα, οπότε εγώ θα πρέπει να είμαι αυτός που έχει έρθει εδώ για να συναντήσει. Θέλω να του πω ότι όχι, δεν είχε τύχει άλλη φορά, γιατί πια περνάω λιγότερες από ποτέ νύχτες στα Εξάρχεια, κυρίως γιατί έχω βρει αλλού τα λόκαλ μου (τις «λύσεις» μου). Δεν προλαβαίνω, όμως, να του πω τίποτα.
«Εγώ έρχομαι συνέχεια. Όλη μέρα γυρνάω σ’ όλη την Αθήνα, αλλά γουστάρω πολύ τα Εξάρχεια, σχεδόν κάθε μέρα περνάω από εδώ». Θέλω να του πω ότι ναι, αυτό που μόλις άκουσα είναι κάτι που μπορούσα να το φανταστώ απλά και μόνο βλέποντας τον στις ταινίες του, θα στοιχημάτιζα δηλαδή ότι οι βάσεις για αρκετές από τις ρυτίδες του προσώπου του θα είχαν μπει ορισμένα βράδια που μπορεί ο ίδιος να μη θυμάται καν, εδώ τριγύρω, στη μόνη περιοχή του κέντρου αυτής της ασχημόμορφης πόλης που μερικές φορές σου δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν αλλάζει παρά μόνο ελάχιστα, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μόνη που επιτρέπει στο χρόνο να αφήσει εντελώς οργανικά το ανελέητο αποτύπωμα του πάνω της. Και πάλι δεν προλαβαίνω να του πω τίποτα. «Μόνο στα 80s δεν ερχόμουν συχνά, έλειπα μωρέ όλο τον καιρό», λέει.
Έλειπε από το 1982, τότε που πήγε στην Αυστραλία για να μείνει εκεί σχεδόν μέχρι το τέλος της δεκαετίας, σπουδάζοντας υποκριτική και ιστορία της τέχνης, κάνοντας όμως και κάποια άλλα πράγματα που ο ίδιος σήμερα τα θεωρεί εξίσου σημαντικά. «Ήμουν γκαζωμένος, δεν φαντάζεσαι. Ήθελα να ζήσω τα πάντα. Ήμουν στη σχολή, έκανα κάτι περίεργες ταινίες, χωμένος σε avant garde φάσεις με ζωγράφους και τέτοια, αλλά όλο το κόλπο ήταν η ίδια η ζωή. Τι να λέμε τώρα. Μέχρι και στην έρημο πήγα ή νοικιάζαμε ξέρω γω μικρά αεροπλάνα με φίλους, πετούσαμε μέχρι πάνω από την Ανταρκτική και γυρνούσαμε πίσω. Ερχόμουν καμιά φορά εδώ, αλλά δεν καθόμουν πολύ, έφευγα, πήγαινα ξέρω γω στην Αγγλία, και μετά πάλι κάτω. Πως είναι ο Ζανό, ο βρικόλακας της Νορβηγίας, που βγαίνει από τον τάφο και τρέχει; Έτσι ήμουν κι εγώ. Έβγαινα από τον δικό μου και έτρεχα παντού».
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1989, και αφού πέρασε σχεδόν πέντε χρόνια κάνοντας «διάφορα πραγματάκια», εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως πρωταγωνιστής στον Κήπο του Θεού, την πρώτη και μέχρι σήμερα μοναδική ταινία που έχει σκηνοθετήσει ο Τάκης Σπυριδάκης («Μία ταινία που ασχολείται με τον ανθρώπινο πόνο σε ακραίες συνθήκες εγκλεισμού, με το ανέφικτο της κάθε επανάστασης. Την πολέμησαν όμως ασύστολα. Μία ταινία με τόσα βραβεία παίχτηκε μόνο σε δυο αίθουσες στην Αθήνα γιατί κάποιοι τη βάφτισαν αναρχική. Θυμάμαι τον Σπέντζο να μου λέει “είναι καταπληκτική ταινία, αλλά φοβάμαι ότι θα μπουν στα σινεμά όλα τα Εξάρχεια και θα τα κάψουν”. Όλο αυτό με γονάτισε», μου είχε πει ένα άλλο βράδυ, στο δικό του στέκι ο Σπυριδάκης), την πρώτη από τις ερμηνείες του σε μεγάλου μήκους ταινίες που θα του χάριζαν τη μεγαλύτερη διάκριση που θα μπορούσε να κερδίσει εντός συνόρων ένας ηθοποιός, το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Ε και μετά έμπλεξα με τον Γραμματικό», λέει και θα μπορούσε να μην είναι εντελώς τυχαίο ότι πίνει την πιο γενναία, μέχρι στιγμής, γουλιά από το ποτό του, όταν αναφέρει το όνομα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη.
Έχοντας παίξει σε τρεις ακόμη ταινίες του Νίκου Γραμματικού μέχρι σήμερα (Απόντες το 1996, ο Βασιλιάς το 2002 και Αγρύπνια το 2005) έχει κερδίσει ισάριθμα βραβεία. Άλλες τόσες είναι οι ταινίες που έχει κάνει με τον Γιάννη Οικονομίδη, που όπως δήλωσε πέρυσι στην Popaganda, μετά την Ψυχή στο Στόμα και τον Μαχαιροβγάλτη, ένιωθε ότι χρωστούσε στον Μουρίκη έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, έναν ρόλο γραμμένο πάνω στον ίδιο τον Μουρίκη, οπότε και με τη συμβολή του ίδιου εν γένει σε σεναριακό επίπεδο γεννήθηκε ο «Στράτος» – που ως μικρό ψάρι τρώει το μεγαλύτερο, αν και γνωρίζει ότι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστεί ένα ακόμη πιο μεγάλο από το οποίο ούτε θα μπορέσει ούτε θα θελήσει να ξεφύγει – ένας απρόσμενα δονκιχωτικός αντιήρωας μιας ταινίας της οποίας το ripple effect δεν νομίζω ότι έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Αυτό είναι κάτι που δεν το λέω απλώς εγώ, ένας από όσους ευτύχησαν βλέποντας το Μικρό Ψάρι γιατί το αντιλήφθηκαν με έναν εντελώς υποκειμενικό τρόπο ως την κορύφωση, μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον, του «Οικονομιδικού» σινεμά. Αυτό μπορεί και ο ίδιος ο Μουρίκης να το καταλάβει, με την ευκολία κάποιου που κάτι του έχει συμβεί ξανά και ξανά, στις περισσότερες από τις ταινίες που έχει παίξει – ένα σερί που εντελώς αντικειμενικά, δε νομίζω ότι έχει καταγράψει άλλος, σύγχρονός του ηθοποιός. Τουλάχιστον όχι ένας ηθοποιός που δεν θέλει να παίζει σε τίποτα άλλο πέρα από ταινίες.
«Εντάξει, μου κοστίζει οικονομικά, αλλά το σινεμά είναι κάτι που γουστάρω πολύ, πως να σου το πω; Έχω την εντύπωση εδώ και χρόνια ότι το πράγμα μπορεί να πάει κάπου. Υπάρχει κόσμος που έχει όρεξη να κάνει κάτι και μόλις του δοθεί η ευκαιρία, το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Ίσως επειδή το βλέπω έτσι, κάποιος μπορεί να λέει ότι το κάνω με τους δικούς μου όρους. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Απλώς αναλαμβάνω πιο ενεργό ρόλο από αυτό που μπορεί να καλείται να φέρει σε πέρας κατά κανόνα ένας ηθοποιός. Παίρνω μέρος και στα σενάρια, και στην αναζήτηση χώρων και γενικά, δηλαδή τη ζω την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της. Όλα όμως ξεκινάνε από τους σκηνοθέτες με τους οποίους ανακατεύεσαι. Όπως, ας πούμε, με τον Γραμματικό που κάναμε τους Απόντες, το Βασιλιά, την Αγρύπνια, ή με τον Οικονομίδη. Και στην τελική πόσο underdog ήταν ένας ήρωας σαν τον Βασιλιά, για να υπάρχουν σήμερα 18χρονα παιδιά που με σταματάνε στο δρόμο και μου μιλάνε για την ταινία; Όλο αυτό, ακόμη κι αν συμβαίνει 12 χρόνια μετά από τότε που παίχτηκε, σημαίνει ότι ο ήρωας δεν είναι και τόσο ακραίος, αλλά τελικά αναγνωρίσιμος. Ίσως λοιπόν οι ήρωες που διαλέγω και με διαλέγουν, να παίζουν στα όρια των συναισθημάτων του όποιου “κανονικού” ανθρώπου. Οι περισσότεροι, άλλωστε, από τους χαρακτήρες που έχω υποδυθεί ήταν άτομα εντός της κοινωνίας και των δομών της. Στην Ψυχή στο Στόμα, ας πούμε, ήμουν ο ιδιοκτήτης μιας βιοτεχνίας που φτιάχνει πολύφωτα, οικογενειάρχης και τα ρέστα. Που παίζει όμως στο όριο όσων ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί να κάνει. Τα όρια των κοινών ανθρώπων ψάχνουν να ανακαλύψουν αυτοί οι σκηνοθέτες. Και ο Φαρμακόρης στο Βασιλιά έτσι ήταν, και ο μπάτσος της Αγρύπνιας, και ο Περικλής της Ψυχής στο Στόμα και ο Στράτος στο Μικρό Ψάρι. Ακόμη και αυτός που ήταν πληρωμένος δολοφόνος, είχε έναν ηθικό κώδικα του μέσου όρου, κάποιου που δε γουστάρει να του κάνουν μαλακίες, που δε γουστάρει την προδοσία. Ποιος τη γουστάρει δηλαδή την προδοσία και ειδικά τον προδότη;»
Πολλοί περισσότεροι από όσους έχουν δει τουλάχιστον τις πιο εμβληματικές από τις ταινίες που έχει παίξει ο Μουρίκης, που δεν είναι απλώς ταινίες που έχει παίξει, αλλά είναι ταινίες τού (όσο είναι και ταινίες των σκηνοθετών τους), μιλάνε γι’ αυτές και για την εκάστοτε ερμηνεία του, κάτι που ο ίδιος ο Μουρίκης το αποδίδει στο ότι με τον δικό της τρόπο η κάθε μία ήταν μπροστά από την εποχή της. «Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα βλέπει ο κόσμος την Ψυχή στο Στόμα και πιάνει και το αστείο της υπόθεσης, γιατί όντως οι ήρωες της έχουν φτασει σε ένα όριο που δε μπορεί παρά να σου προκαλέσει και γέλιο. Λες ρε πούστη μου, είναι δυνατόν; Το γέλιο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το απελευθερωτικό κομμάτι της μιζέριας. Οπότε, γιατί να μην πάω να παίξω αυτούς τους ρόλους; Δεν κατάλαβα, τι να παίξω δηλαδή; Όλοι αυτοί οι ήρωες είναι ενδιαφέροντα μέρη στα οποία μπορείς να πας και να ψαχτείς και ως ηθοποιός και ως σενάριο και ως κοινωνική συνθήκη. Ε λοιπόν το σκεπτικό ορισμένων σκηνοθετών είναι λίγο μπροστά όσον αφορά τις κοινωνικές συνθήκες. Ασχολούνται με το όριο του ήρωα και της κοινωνίας που θα είναι επίκαιρο σε επίπεδο πραγματικότητας όχι τη στιγμή που βγαίνει η ταινία αλλά μετά από μερικά χρόνια».
Όλα αυτά μέχρι τη Νορβηγία που περισσότερο από ένα πασιφανές do-it-yourself homage στις δομικές πολιτιστικές αναφορές του σκηνοθέτη (και σεναριογράφου και συνθέτη του σάουντρακ) Γιάννη Βεσλεμέ, είναι μια ταινία που συμφωνούμε και οι δύο ότι όχι απλώς συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να συμβεί (εγώ επιμένω ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τις προηγούμενες ταινίες του Μουρίκη, κι ας λέει εκείνος ότι ήταν μπροστά από την εποχή τους), αλλά πιάνει με έναν εντελώς απροσδόκητο και «έξω από το κουτί» τρόπο το ψυχολογικό zeitgeist των ημερών, τουλάχιστον όπως τις βιώνουν κατά κύριο λόγο δύο ολόκληρες γενιές, των σημερινών τριαντάρηδων και σαραντάρηδων που μεγάλωσαν με την πλαστικοποιημένη εικόνα του Ανδρέα Παπανδρέου σε αφίσες, φέιγ βολάν και σημαίες (κάποιοι ακόμη και σε ψηφιακά ρολόγια της πυρκαγιάς με τον ήλιο τον πράσινο) αλλά και οικογενειακές βιντεοπροβολές ταινιών με πρωταγωνιστές σαν τον Μάρκο Λεζέ. Όσων δηλαδή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν (και) μέσα στη μεταπολίτευση, έζησαν πρόσφατα το περιβόητο τέλος (;) της και τώρα πια, μετά από όσα έχουν γίνει, μετά από όσα έχουν χαθεί τα τελευταία πέντε χρόνια, δε χρειάζονται καμία εκθειαστική αναφορά από τους όποιους New York Times για την «Ελλάδα που αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της» ή για την Αθήνα που τάχαμου είναι το «νέο Βερολίνο» ή «όπως ήταν η Νέα Υόρκη στα 70s» («Δεν ξέρω πως ήταν η Νέα Υόρκη του 70, ίσως όσοι τα λένε αυτά και βρέθηκαν τότε εκεί, να ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε. Πρόπερσι όμως που πήγα, δεν είδα ουσιαστικές διαφορές από την Αθήνα. Είδα μια πόλη που… κάποτε “ήταν”»), για να χρυσώσουν το χάπι της δύσκολης επιβίωσης, για να κολυμπήσουν σε μια θάλασσα πνιγμένων ονείρων, για να πειστούν ότι υπάρχει ακόμη κάτι που δεν έχει χαθεί, για να βρουν τέλος πάντων ένα τρόπο για να πορευτούν σε αυτή την πόλη που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει, όπως τραγουδάει κι ο Αλέξανδρος Βούλγαρης.
Για όλα αυτά εμένα η ταινία του Βεσλεμέ (ίσως και χωρίς να ήταν αυτός ο στόχος του) μου φαίνεται ότι φέρει ένα από σπόντα μεν, τελικά όμως βαθιά πολιτικό μήνυμα, οπότε αποτελεί μια βαθιά πολιτική πράξη, με τον ίδιο αλληγορικό τρόπο που ήταν βαθιά πολιτική κίνηση το pogo που χόρευαν οι πρώτοι, όχι-και-τόσο-μηδενιστές-τελικά punks, ανάμεσα στα σκουπίδια του θατσερικού Λονδίνου.
«Όταν με ρωτάνε αν η κρίση παράγει τέχνη, εγώ απαντάω ότι και η κρίση μπορεί να παράξει τέχνη. Αλλά νομίζω ότι πρέπει πια να αφήσουμε πίσω μας την όποια προσπάθεια περιγραφής της κρίσης, και να βρούμε τρόπους να το αντιμετωπίσουμε όλο αυτό. Με την περιγραφή έχουμε τελειώσει. Έχουμε φάει το αγγούρι, ξέρουμε πως είναι. Δεν πρόκειται για ρεαλιστικό ζήτημα πλέον. Το καλλιτεχνικό πράγμα που έχεις στο κεφάλι σου πρέπει να το αντιμετωπίσεις με μια φυσικότητα και όχι με ρεαλισμό, δε χρειάζεται δηλαδή να αντιγράψεις μια πραγματικότητα. Αυτό το κάνεις όταν θες να χτυπήσεις το καμπανάκι. Τώρα πια όποιος δεν έχει ακούσει ήδη το καμπανάκι, δε θα το ακούσει με μία ακόμη ταινία. Σε αυτή τη φάση, πρέπει να δείξουμε κάτι άλλο, κάτι σαν αυτό που δείχνει η Νορβηγία. Να πούμε ότι μάγκες και στον τάφο θα χορέψουμε, αλλά δε θα σας χαρίσουμε τίποτα. Θα σας χαρίσουμε τ’ αρχίδια μας.»
Τώρα πια έχει σηκωθεί, ανάμεσα στις λέξεις παίρνει μικρές, πολύ μικρές ανάσες, χωρίς να βάζει τελείες, σαν να μην έχει βάλει ποτέ στη ζωή του τελεία, σαν να στροβιλίζεται σε μία αέναη, αχαλίνωτη πορεία προς τα μπροστά, πάντα προς τα μπροστά, μέσα στη μεγάλη «ντίσκο Ζαρντόζ» της ύπαρξης.
«Αν οι άνθρωποι της τέχνης μπορούν να φουρνελιάσουν κάτι, ας το κάνουν. Έχουμε μετρήσει όσα έχουμε χάσει, και αυτά που μας έμειναν, θα τα κάνουμε δημιουργία, δε θα σας τα χαρίσουμε. Ας πούμε ότι η κρίση, εδώ που έχουμε φτάσει, είναι ένας γαμημένος βατήρας, για να εκτοξευθούμε», λέει και ο dj που δεν καταλάβαμε πότε είχε αρχίσει να παίζει μουσική, ανεβάζει ξαφνικά την ένταση και διαλέγει ένα επικίνδυνο τραγουδάκι, ένα τραγουδάκι που μιλάει για νέες ήττες, για νέες συντριβές. Ένα τραγουδάκι επίκαιρο, που στη γέφυρα του πάει κάπως έτσι:
Μη σταματάς μη σταματάς ποτέ
Ο πιο αδίστακτος εχθρός μέσα σου στέκει
Μπορείς αν θες παντοτινά να κλαις
Φτάνει να ξέρεις που πονάς για να χτυπιέσαι.
Λίγο πιο πέρα, στην πλατεία, κάποιος ντεσπεράντο ρίχνει άλλο ένα ξύλο μέσα στο βαρέλι. Η φωτιά θα δυναμώσει. Δε μπορεί να κάνει αλλιώς. Κι αν στο μέλλον θυμόμαστε τον φετινό χειμώνα ως σκέτη κόλαση, ας μην ξεχάσουμε ποτέ, ότι ακόμη και στην κόλαση μπορούμε να βάλουμε φωτιά.