Τον Μιχάλη Σαράντη, τον συνάντησα πρώτη φορά από κοντά στη σκηνή του θεάτρου Προσκήνιο, στην παράσταση που ανεβάζει φέτος ο Δημήτρης Καραντζάς, οπτικοποιώντας το ποίημα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα, «Φαίδρα». Στο τέλος της παράστασης, μιας παράστασης από εκείνες που την παίρνεις μαζί σου, ξέροντας ότι κάτι ράγισε και κάτι κόλλησε εκείνο το μιαμισάωρο, σκέφτηκα ότι με κάποιον τρόπο θέλω να επιστρέψω σ’ αυτήν. Λίγες ημέρες μετά, ο Μιχάλης ανέβηκε τα σκαλιά, ήρθε για να επιβεβαιώσει ότι οι πραγματικά ταλαντούχοι άνθρωποι, διέπονται απ’ την απλότητα και την τρυφερότητα που φέρει η μη ύπαρξη της ανάγκης να αποδείξεις τίποτα.
Η κουβέντα ξεκινά από εκεί που μας άφησε η παλιά ζωή μας, τρεις χειμώνες πριν. «Οι άνθρωποι έχουμε αυτή την αξιοπερίεργη ικανότητα του να αφομοιώνουμε τις συνθήκες που ζούμε. Προσωπικά, δυσκολεύομαι να θυμηθώ πώς υπήρχαμε πριν την πανδημία, πώς είναι να μη φοβάσαι να ακουμπήσεις τους ανθρώπους που αγκάλιαζες, να μην ψάχνεις διαρκώς μια μάσκα στην τσάντα σου, να μην έχεις ένα συνάχι και να σκέφτεσαι ότι έχεις κολλήσει όλο τον κόσμο. Εντυπώθηκε μέσα μας ένα τεράστιο φορτίο άγχους και ταραχής, συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, απλώς στη μεγαλύτερη κλίμακα που γινόταν πλέον, ζώντας παράλληλα στη χώρα που επιβεβαίωσε για ακόμη μια φορά τον κανόνα της. Με το που γίνει η στραβή, όλα καταρρέουν, όλα είναι σαν χάρτινα και πετάμε το μπαλάκι στην ατομική ευθύνη του πολίτη.
Το σύστημα υγείας, αν δεν υπήρχε όλο αυτόν το καιρό το μεγαλείο ψυχής της πλειοψηφίας του προσωπικού, θα το χαρακτήριζα επιιεικώς ανεπαρκές. Απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει ισχυρό σύστημα υγείας, γιατί εδώ δεν μιλάμε μόνο για την αντιμετώπιση της μεγαλύτερης πανδημίας, αλλά για ένα γενικότερο φαινόμενο, πρέπει να εξεταστεί ως ένα απ’ τα βασικά προβλήματα, ώστε να μη φτάνεις στη φαιδρή λύση να ανοιγοκλείνεις τον κόσμο ανάλογα με τις εποχές και τι εξυπηρετεί το καλοκαίρι και ο χειμώνας, προκαλώντας σύγχυση για τα εμβόλια, έπειτα εκβιάζοντας με τα εμβόλια -και μιλώ όντας εμβολισμένος- παραπληροφορώτας τον κόσμο ο οποίος αν μη τι άλλο φαντάζομαι ότι θέλει υγεία και τίποτα άλλο, ενώ παράλληλα επιλέγεις την καταστολή κι έναν τιμωρητικό τόνο, δείχνοντας σου τα δόντια τους για πλάκα.
Το πρώτο lockdown, λειτούργησε σαν ευκαιρία στο να ξεκουραστώ, καθως προηγήθηκε μια πολύ βαριά πνευμονία που με κράτησε τρεις εβδομάδες στο νοσοκομείο, χωρίς να αναδυθεί μέσα μου ιδιαίτερα η ανάγκη για ενδοσκόπηση ή διάβασμα, μιας και παράλληλα βίωνα όπως αρκετοί άλλοι άνθρωποι, την απόλυτη θλίψη και ταραχή στο αχαρτογράφητο τοπίο που ανοίγονταν μπροστά μας. Τον χειμώνα που μας πέρασε νόσησα από κορονοϊό, περνώντας το σχετικά ήπια. Ένιωσα ευάλωτος κι αυτό ήταν σημαντικό στο να συνειδητοποιήσω ότι τελικά δεν μπορώ να κάνω τα πάντα. Ένιωθα άτρωτος, ήμουν ατρόμητος αλλά να που όλα αναιρούνται, κι αυτό είναι καλό πάντα.
Θεωρώ ότι πολλοί συνομήλικοι μας -θα έλεγα άνθρωποι της γενιάς μας, αλλά δεν μ’ αρέσει να μιλάω εκ μέρους καμίας γενιάς, μιας και πιστεύω στην ατομικότητα του καθένα που δημιουργεί μια συλλογικότητα και πως οι γενιές επηρεάζονται από ιστορικά γεγονότα, όπου μέσα τους υπάρχουν ισχυρές και εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες- μετά από συζητήσεις που κάναμε, δεν «σηκώνουν» πλέον πολλά. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν θέλουν πλέον να αγχώνονται περισσότερο απ’ ότι αντέχουν, ούτε να πουσάρουν διαρκώς τα όρια τους. Θέτουν υψηλά την ψυχική ηρεμία και διεκδικούν τον χώρο και τον χρόνο τους. Σε όλο αυτό πιστεύω ότι βοήθησαν κι όλες αυτές οι μαρτυρίες ανθρώπων που πολύ καλώς έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται, μιλώντας ανοιχτά για την ψυχική ή σωματική κακοποίηση που δέχτηκαν. Σε συνδυασμό με την ασφυξία που δημιούργησε ο εγκλεισμός, καταλαβαίνω ότι δεν θέλει πλέον ο κόσμος να τον ταράζεις, προέχει κάτι άλλο,πιο απαλο σε σχέση με όλα.
Δεν είμαστε άλογα κούρσας, που κι αυτά αν το σκεφτείς κάποια στιγμή καταρρέουν. Είμαστε πολλά άλλα πράγματα, εκτός από ανθρώπους που τρέχουν σε μια τρελή πόλη και καλό είναι να το αποδεχτούμε και να μας αποδεχτούμε σύντομα. Για μένα ας πούμε καταπίεση είναι να κάθομαι μισή ώρα μποτιλιαρισμένος στην Πανεπιστημίου, τρώγοντας τα ντεσιμπέλ της πόλης. Τρέχουμε να προλάβουμε ό,τι μας καταπίνει κι όταν σταθούμε για να πάρουμε ανάσα καταλαβαίνουμε τις συνέπειες που έχει φέρει όλο αυτό στην ψυχή μας. Τα θέλουμε όλα το ξέρω, κι εγώ τα θέλω, έλα όμως που δεν γίνεται».
Μιλάμε για αυτήν την πρώτη αίσθηση επιστροφής στα κλειστά θέατρα, τις μάσκες πίσω απ’ το χειροκρότημα, τον φόβο να νιώσουμε ξανά «κανονικοί», έπειτα από μια περίοδο ξηλώματος της καθημερινότητας μου. Ο κλάδος του πολιτισμού βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση, μένοντας να δούμε τι τελικά επέζησε. «Δεν τους πολυένοιαζε, γι’ αυτό δεν τους νοιάζει και τώρα. Πότε θυμάσαι την Τέχνη να παίζει πραγματικά καθοριστικό ρόλο στην κοινωνία; Πάντα ένα παραπαίδι κάποιων ευαίσθητων ανθρώπων ήταν, που μετασχηματίζουν αυτήν την ευαισθησία σε κάτι άλλο. Το θέμα όμως είναι ότι χωρίς Τέχνη δεν κουνιέται κανείς, ασχέτως της μορφής ή της ποιότητας της. Στον καθένα και στην κάθε μια άλλωστε, “κουμπώνουν” διαφορετικά πράγματα. Γι’ αυτό και δεν υπαρχουν πλέον διαχωρισμοί και ταμπέλες στην τέχνη στο δικό μου κεφαλι. Αυτός που ξέρει μπουζούκι και παίζει σε μια πίστα ξέρει μουσική όπως κι αυτός που παίζει πρώτο βιολί στο Μέγαρο. Προφανως όχι στο ίδιο επιπεδο αλλά η αφετηρία είναι η ίδια. Εμένα η αφετηρία με απασχολεί. Το εντυπωσιακό είναι ότι όλοι στο τέλος της ημέρας θέλουν να έχουν επαφή με την Τέχνη, ενώ παράλληλα την έχουν και γραμμένη. Δεν μπορούμε να ζήσουμε όμως χωρίς αυτήν, μιας και αντικατοπτρίζεται στην απώτερη επιθυμία του ανθρώπου να επικοινωνεί με κάτι ανώτερο απ’ αυτόν».
Το 2015, ο Μιχάλης ήταν 29 χρονών, μια εποχή συντριβής για εκείνον, που όμως χρειάστηκε να υποδεχτεί μια σπουδαία διάκριση, αυτή της απονομής του βραβείου Χορν. Σχηματίζει ένα πικρό χαμόγελο, όταν τον ρωτάω πώς κρατάει ένας νέος ηθοποιός τα μυαλά στο κεφάλι του, μετά από μια τέτοια αναγνώριση. «Πήρα το βραβείο, με τη μαμά μου να βρίσκεται στον Ευαγγελισμό. Ποια μυαλά να πάρουν αέρα όταν ξέρεις πως η μάνα σου πεθαίνει; Η εξέλιξη αυτή, λειτούργησε περισσότερο σαν παρηγοριά, σαν κάτι ωραίο μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ισορρόπησε όσο μπορούσε να ισορροπήσει, την πιο δύσκολη φάση της ζωής μου. Η μητέρα μου είχε πολύ μεγάλη χαρά τότε.
Θα προσπαθήσω όμως να βγω απ’ τη συνθήκη του προσωπικού μου βιώματος και θα σου πω πως όποιος σου πει ότι δεν του αρέσει να του λένε ότι είναι καλός, να μην τον πιστέψεις. Προφανώς έχω περάσει από ναρκισσιστικά στάδια και περνάω ακόμη, όπως κι από εκείνα της αποδοχής και της ανασφάλειας. Ευτυχώς, όλα αυτά δεν αποτέλεσαν ποτέ τους λόγους που με ανέβασαν στη σκηνή, δεν έγινα δηλαδή ηθοποιός για να μου λένε τι καλός που είμαι. Δεν ξέρω ακριβώς τι ήθελα να μετασχηματίσω μέσα μου, μη με ρωτάς. Μια αγωνιά, μια ομορφιά, λόγια που δεν έχω και βρίσκω αλλού, οι ζωές που δεν ζω και κυρίως ότι πάνω στη σκηνή δεν μπορώ να πεθάνω, είμαι ανίκητος και τρωτός μαζί. αλλά στην διαστολή του χρόνου της εγώ μπορεί να νιώσω ότι έζησα δυο γεματες μέρες.
Η επιτυχία με γειώνει γιατί φέρει ένα αίσθημα ευθύνης. Ποιος νοιάστηκε που πήρα εγώ ένα βραβείο; Δεν το υποτιμώ και ήταν τιμή μου που το πήρα με τους συναδέλφους που ήμουν υποψήφιος. Όμως στην καθημερινότητα μόνο με τον εαυτό μας παλεύουμε τελικά, οπότε ας έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι δεν τρέχει και κάτι αν δεν γίνουν τα πράγματα τέλεια, μιας και δεν υπάρχει και κάτι τέλειο. Δεν πειράζει να μην είμαστε κάποια στιγμή η καλύτερη εκδοχή μας. Προσωπικά, πιο πολύ απολαμβάνω να βλέπω ότι κάποιος προσπαθεί, παρά το ότι είναι καλός. Το καλός, είναι το αποτέλεσμα. Έχουμε δικαίωμα στα λάθη, μόνο έτσι θα αφήσουμε το στίγμα του ανθρώπου που έζησε με ζωντάνια».
Το θέατρο είναι ο τόπος που νικιέται ο θάνατος, ο χρόνος παύει, συστέλλεται και διαστέλλεται ταυτόχρονα. Δεν έχει σημασία αν είσαι ηθοποιός ή θεατής, είναι μια σφαίρα που οι άνθρωποι μπαίνουν σε έναν μοναδικό μικρόκοσμο, μιλάνε με λέξεις ποιητικές που δεν χρησιμοποιούν εύκολα στην καθημερινότητα ζουν συναισθήματα τεράστιο. Το θέατρο δεν είναι απλά μια κοινωνική ασχολία, αυτό που συμβαίνει μέσα του, είναι σπουδαίο με την πραγματική έννοια του μαζί.
Μιλάμε για τη «Φαίδρα», το ποίημα της Τσβετάγιεβα που ακουμπάει σαν Ιππόλυτος. «Ήταν τόσο κλειστό και ουσιώδες αυτό που έγραψε η Τσβετάγιεβα, που δεν ήξερε κατά πόσο μπορεί να αναπαρασταταθεί σε μια σκηνή. Αν το μελετήσεις προσεκτικά, θα διαπιστώσεις σε πόσα σημεία σου ακουμπάει, μιας και είναι ξεκάθαρο ότι ζούμε σ’ ένα σύμπαν γεμάτο ομορφιά και ποίηση, με το οποίο πλέον δεν έχουμε καμία επαφή, “χάνοντας” τον άνθρωπο το πιο ποιητικό πλάσμα στη γη. Η ποιήτρια, “κούνησε” λίγο τον μύθο, φωτίζοντας την πληγή της μητέρας που φέρει ο Ιππόλυτος και που με ακουμπάει βαθιά. Ένα όνειρο και μια επιθυμία σε σχέση με το πώς αντικρίζουμε τη ζωή και τον θάνατο, τη μητέρα ως σύμβολο, την επιστροφή στην εποχή του θηλασμού. Η αλήθεια κρύβεται πάντα στους γονείς μας, στους ανθρώπους που αγαπάμε και στον θάνατο. Η ποίηση είναι η απάντηση στην ερώτηση, του πώς αντιστέκεσαι σε όλη τη μαυρίλα, κι είναι πολύ θαρραλέο για τον Δημήτρη να ξεκινάει ένα θέατρο με αυτή την παράσταση».
Έχοντας τελειώσει η παράσταση και γυρνώντας σπίτι, μεταξύ πολλών άλλων, σκεφτόμουν την επαναοικιοποίηση των γυμνών σωμάτων. Βασικά, όλων των σωμάτων σε μια εποχή που δέχονται την έντονη αδιακρισία πολλών και που πάνω στη σκηνή είναι ξανά και ανεπιτήδευτα ένα μέρος του όλου μας. «Δεν νιώθω ότι συντελείται κάτι τολμηρό στις σκηνές της παράστασης, όλα άλλωστε είναι θέμα πρόθεσης, και του τι θες να προτείνεις σε σχέση με αυτό που δείχνεις. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα απ’ το γυμνό ανθρώπινο σώμα, απ’ αυτή την περίπλοκη και μαγική μαζί, κατασκευή. Η ίδια η ύπαρξη των κορμιών μας είναι μαγική, δεν με ενδιαφέρει αν είναι γυμνασμένα ή όχι, είναι όλα όμορφα γιατί είναι ποτισμένα με ανθρώπινες υπέροχες πονεμένες ψυχές».