Όταν ήταν πέντε χρονών, είπε στον πατέρα της ότι είναι κορίτσι και θέλει να κάνει πράγματα που κάνουν τα κορίτσια, κι εκείνος ως απάντησε έβγαλε έναν μακροσκελή λόγο για τις ουσιώδεις διαφορές στα «υδραυλικά». Η Chelsea Manning τότε δεν κατάλαβε γιατί αυτή η αφήγηση εξηγούσε με οποιονδήποτε τρόπο τη συμπεριφορά ή το ντύσιμο που έχει ένας άνθρωπος. Μπορεί τότε να μην γνώριζε τον όρο, αλλα ήδη ήξερε ότι ήταν τρανς κοπέλα.
Αν η Manning, όμως, διεκδίκησε ορατότητα ως ανοιχτά τρανς γυναίκα, μιλώντας για ένα θέμα που παραμένει εν πολλοίς ταμπού ακόμα και σε «πολιτισμένες χώρες» όπως οι ΗΠΑ, η χώρα καταγωγής της, δεν ήταν αυτός ο λόγος που το όνομά της έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ο πρωταρχικός λόγος ήταν ότι προκάλεσε τη μεγαλύτερη διαρροή απόρρητων εγγράφων στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία, ανοίγοντας το δρόμο, σύμφωνα με πολλούς, για τον Edward Snowden και κάνοντας διάσημο τον Julian Assange των Wikileaks, που μέχρι τότε ήταν γνωστός κυρίως στους κύκλους των χάκερ. Τα απόρρητα ή ευαίσθητα διπλωματικά αρχεία που διέρρευσε στο Wikileaks η Manning ανέρχονται σχεδόν στα 750.000, και την οδήγησαν σε ποινή φυλάκισης 35 ετών, που όμως διακόπηκε από τον Μπαράκ Ομπάμα στα 7, και έτσι απελευθερώθηκε στις 17 Μαϊου 2017.
Η πορεία της Manning δεν έγινε μοναχική όταν κλείστηκε σε κελί απομόνωσης, στους Πειθαρχικούς Στρατώνες των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S.D.B), στο Fort Leavenworth, όπου εξέτισε το μεγαλύτερο μέρος της ποινής της. Στο longread των New York Times, που έγραψε ο Matthew Shaer όταν την επισκέφθηκε μόλις αφέθηκε ελεύθερη, η Manning αφηγείται τις συγκρούσεις, την απομόνωση και τη συναισθηματική πάλη που βίωνε σε όλη της τη ζωή.
Η σωματική δυσφορία λόγω του φύλου που της αποδόθηκε στη γέννηση, που θα αναγνωριστεί ως τέτοια πολλά χρόνια αργότερα, περιπλέκει κατά πολύ μία ήδη δύσκολη παιδική ηλικία. Ήδη από τα δώδεκά της, καλείται να αντεπεξέλθει σε καταστάσεις όπως να πηγαίνει μαζί με την αδελφή της τη μητέρα τους στο νοσοκομείο, αφού έχει πιει ένα μπουκάλι βάλιουμ, ή να διαχειρίζεται τις εξάρσεις αλκοολισμού του πατέρα της. Η ζωή της μέχρι την ενηλικίωση είχε συχνές μετακομίσεις, από την Οκλαχόμα στην Ουαλία και ξανά πίσω στις ΗΠΑ, από πόλη σε πόλη, λόγω του χωρισμού των γονιών της και την απόφαση τελικά να μείνει με την θεία της. Στα χρόνια της εφηβείας της, κατάλαβε πως δεν ήταν ούτε γκέι, ούτε cross dresser: ήταν τρανς γυναίκα. Πέρασαν όμως πολλά χρόνια μέχρι να το εκφράσει προς άλλους.
Στην ηλικία των 19, έχοντας περάσει χρόνια να ακούει τον πατέρα της για τη σημασία της εμπειρίας του στρατού, και παρακολουθώντας με πάθος τις εξελίξεις στο Ιράκ, αποφάσισε να καταταγεί. Ίσως ο στρατός ήταν αυτό που χρειαζόταν για να «την κάνει άντρα», για να της επιτρέψει να γλιτώσει από την αγωνία και τη δυσφορία που την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή. Λίγες μέρες μετά την έναρξη της εκπαίδευσής της, στο Fort Leonard Wood στο Missouri Ozarks, ένας τραυματισμός στο χέρι την έκανε να αναγκαστεί να σταματήσει, αλλά και να υποστεί την ίδια κοροϊδία που υφίστατο σε όλη της τη ζωή, όταν οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι αμφισβητούσαν την σοβαρότητα του τραυματισμού της και την αποκαλούσαν «πούστη», υποθέτοντας πως τα παράπονά της ήταν θέμα υπερβολικής ευαισθησίας.
Η ανάγκη όμως του Αμερικανικού Στρατού για περισσότερους στρατιώτες, λόγω της εντεινόμενης σύρραξης σε Αφγανιστάν και Ιράκ, της έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία να μπει στο σώμα. Η εκπαίδευσή της τελικά ολοκληρώθηκε στη σχολή πληροφόρησης στο Fort Huachuca της Arizona, όπου εκπαιδεύτηκε στον τομέα των SigActs (δηλαδή significant actions), την αξιολόγηση δηλαδή των πληροφοριών και του υλικού όπως βίντεο και φωτογραφίες από φάσεις συρράξεων, που είχαν κάποια σημασία ώστε να τις δουν οι ανώτεροί της. Στη βάση αυτή, ένιωσε να ταιριάζει καλύτερα με τους συναδέλφους της, μιας και ήταν σπασικλάκια σαν κι εκείνη. Άρχισε να εντάσσεται σε κύκλους χάκερ, και να γνωρίζεται με την κοινότητα που μοιραζόταν το πάθος της για την πληροφορική. Παράλληλα, μέσω ιστοσελίδων γκέι γνωριμιών, άρχισε να αποκτά ερωτική ζωή, και να χτίζει την ζωή της σε ένα πλαίσιο στο οποίο ένιωσε για πρώτη φορά κάπως πιο άνετα, αν και όντας ακόμα αντιληπτή ως άνδρας, αυτή η άνεση δεν μπορούσε να γίνει απόλυτη. Στη δουλειά της, μεταφερόταν ψηφιακά, μέσω εικόνων, στο πεδίο της μάχης, και η ανυπομονησία της να βρεθεί εκεί και ως φυσική παρουσία αυξανόταν διαρκώς.
Τον Οκτώβριο του 2009, η μονάδα της στάλθηκε στο Ιράκ. Σε ένα περιβάλλον που της ήταν ήδη οικείο από τις ώρες που είχε περάσει βλέποντάς το μέσα από κάμερες, η Manning ξεκίνησε να δουλεύει στο Sensitive Compartmented Information Facility, ή SCIF, με νυχτερινές βάρδιες, εντείνοντας την απομόνωσή της έχοντας για μόνη παρέα τις τρεις οθόνες laptop στις οποίες δούλευε. Όσο περνούσε ο καιρός, η προσοχή της σταμάτησε να είναι στην ταξινόμηση σχετικών και μη πληροφοριών, και άρχισε να βλέπει τον πόλεμο πιο σφαιρικά, ως ένα άσκοπο, αιματηρό γεγονός χωρίς άμεσο ορίζοντα ολοκλήρωσης -ακόμα περισσότερο, αναγνώριζε πόσο απομακρυσμένοι ήταν οι υπόλοιποι Αμερικανοί πολίτες από την πραγματικότητα του πεδίου μάχης, πράγμα που την έκανε να βιώνει μία διαρκή σύγκρουση ως προς τη θέση της εκεί.
Πλησιάζοντας προς μία δεκαπενθήμερη άδεια που θα της επέτρεπε να επιστρέψει στις ΗΠΑ, η Manning κατέβασε και αντέγραψε σε ένα CD που ονόμασε “Lady Gaga”, όλες τις SigActs από τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Έχοντας περάσει καιρό διαβάζοντας για το Wikileaks σε διαδικτυακά φόρουμ, η ιδέα για τη διαρροή είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται στο μυαλό της. Κατά την παραμονή της στις ΗΠΑ, η ιδέα έγινε απόφαση, όταν βίωσε ακόμα εντονότερα την απόσταση ανάμεσα στην αντίληψη των συμπολιτών της για τον πόλεμο, και την προσωπική της εμπειρία.
«Ήθελα να δουν ό,τι έβλεπα εγώ», εξήγησε. Στις μοναχικές μέρες που πέρασε στις ΗΠΑ, αγόρασε μία ξανθιά περούκα και μερικά γυναικεία ρούχα, και άρχισε να κυκλοφορεί στο δρόμο με την εικόνα που αντικατόπτριζε τις επιθυμίες της και την πραγματική ταυτότητα φύλου της. «Πριν το Ιράκ, δεν είχα τα κότσια», είπε στη συνέντευξή της σχετικά με αυτό. Προσπαθώντας και αποτυγχάνοντας να έρθει σε επαφή, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά της, με τους New York Times, την Washington Post ή το Politico, λίγες μέρες πριν την επιστροφή της στο Ιράκ, πήρε την τελική απόφαση, και στις 3 Φεβρουαρίου του 2010, έστειλε τα αρχεία στο Wikileaks μέσω ενός πρωτόκολου ασφαλών μεταφορών.
Πίσω στο Ιράκ, η δουλειά που είχε συγκεντρωθεί κατά την απουσία της την υποχρέωσε να δουλεύει πάλι εντατικά, ενώ δεν είχε καμία ένδειξη ότι τα αρχεία είχαν φτάσει στο Wikileaks, ούτε ότι ο Αμερικανικός στρατός είχε εντοπίσει την απώλεια. Παρακολουθώντας μία συζήτηση στο κανάλι του WikiLeaks I.R.C. σχετικά με την οικονομική κατάρρευση της Ισλανδίας, βρήκε μέσω της πρόσβασης που της επέτρεπε η θέση της, διπλωματικά αρχεία που αποδείκνυαν την υπαιτιότητα των ΗΠΑ στην οικονομική κατάρρευση, και τα έστειλε στο Wikileaks. Όταν δημοσιεύθηκαν εντός ολίγων ωρών, ήξερε πως και τα αρχεία των SigActs είχαν φτάσει στα χέρια των διαχειριστών του. Σύντομα, υλικό από τα SigActs άρχισε να δημοσιεύεται στο site των Wikileaks, με πρώτο και επιδραστικότερο ένα βίντεο, με τίτλο «Διμερής φόνος» που δείχνει την επίθεση και δολοφονία ενός ελικοπτέρου σε μία ομάδα ανθρώπων στο Αφγανιστάν, μεταξύ των οποίων άοπλοι πολίτες και δύο εργαζόμενοι του Reuters.
Παράλληλα, είχε αρχίσει να έχει μία στενή διαδικτυακή επικοινωνία με έναν άνθρωπο που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Nathaniel Frank, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο Assange των WikiLeaks, παρόλο που η ίδια η Manning αρνήθηκε να το συζητήσει, προκειμένου να μην περιπλέξει ακόμη περισσότερο τη δικαστική διαδικασία εναντίον του. Με τη σχέση τους να γίνεται όλο και στενότερη, η Manning συνέχιζε να μοιράζεται μαζί του ευαίσθητες πληροφορίες, όπως αρχεία σχετικά με τις φυλακές του Γκουαντάναμο. Την ίδια στιγμή όμως, σε προσωπικό επίπεδο σιγά σιγά κατέρρεε, εμφανίζοντας περίεργες συμπεριφορές και δείχνοντας όλο και εντονότερα σημάδια ψυχολογικών διαταραχών. Έστειλε μία φωτογραφία που έβγαλε στην άδειά της, όταν ήταν ντυμένη με γυναικεία ρούχα, σε έναν αξιωματικό της, σε ένα e-mail που ονομάσε «Το πρόβλημά μου», εκείνος όμως παρά την επιβεβαίωση ότι το έλαβε, δεν ενδιαφέρθηκε με κάποιο άλλο τρόπο για την πληροφορία.
H Manning σχεδίαζε το Μάιο εκείνο να δηλώσει δημόσια το ρόλο της στη διαρροή απόρρητων πληροφοριών, ως whistle blower, όμως δεν έφτασε ποτέ να το κάνει, καθώς στα τέλη του μήνα κλήθηκε σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν δύο υπάλληλοι του τμήματος Ποινικής Έρευνας του Στρατού. Λίγες μέρες αργότερα, μεταφέρθηκε στο Camp Arfijan του Κουβέιτ, και κλέιστηκε σε ένα κελί.
Ενώ ο κόσμος και κυρίως οι αμερικανικές αρχές διαχειρίζονταν τις επιδράσεις των αποκαλύψεων που εκείνη προκάλεσε, η Manning ήταν απόλυτα απομονωμένη. Οι πληροφορίες τις οποίες παρείχε στο WikiLeaks εκτιμήθηκε πως άγγιζαν κάθε διπλωματική σχέση των ΗΠΑ με άλλες χώρες και προκάλεσαν ένα ντόμινο αλλαγών στο διπλωματικό πεδίο. Εκείνη όμως δεν γνώριζε σε τι βαθμό ήταν δημοσιοποιημένος ο δικός της ρόλος στην όλη υπόθεση. Η απομόνωση, η έναρξη της περιόδου του καύσωνα, το γεγονός πως η μοναδική της ανθρώπινη επαφή ήταν με τους φρουρούς που της έφερναν το γεύμα της, την έκανε να αρχίσει να σπάει: να φωνάζει, να χτυπάει το κεφάλι της στα κάγκελα, να μουρμουράει και να τρέμει. Φτάνοντας στη φυλακή, έκανε coming out ως τρανς, μόνο για να αντιμετωπιστεί με γέλια και κοροϊδία. Σύντομα, έφτιαξε ένα σκοινί από τα σεντόνια της, και έκανε μία απόπειρα αυτοκτονίας. Ένας ψυχολόγος διέγνωσε κατάθλιψη και «πιθανό σύνδρομο διαταραχής φύλου», όμως η μόνη αντιμετώπιση που είχε το γεγονός ήταν η χορήγηση αντκαταθλιπτικών, που της προκαλούσαν ναυτία και ρινορραγία.
Τον Ιούλιο, την έβαλαν σε ένα αεροπλάνο και κατέληξε σε μία πεζοναυτική βάση στη Βιρτζίνια, όπου παρέμενε 23 ώρες την ημέρα στο κελί της απομόνωσης, σε συνθήκες αυτού που ονομάζεται «Πρόληψη Τραυματισμού», και που σήμαινε ότι της παρεχόταν ένα ρούχο φτιαγμένο από ύφασμα που είναι αδύνατο να μετατραπεί σε σκοινί. Μετέπειτα έρευνες χαρακτήρισαν τις συνθήκες εγκλεισμού της ως βασανισμό. Μία συνάντηση με τη θεία της στο φυλακή άνοιξε το δρόμο να διερευνηθεί διεξοδικά η νομική της υπεράσπιση και, την άνοιξη του 2011, επιτεύχθηκε να μεταφερθεί στο Midwest Joint Regional Correctional Facility στο Fort Leavenworth, όπου αφέθηκε από την απομόνωση, σε ό,τι περιέγραψε να είναι ένα «σοκ για τον οργανισμό της».
Oι κατηγορίες που την βάραιναν ήταν 22, με την πιο σημαντική να είναι η βοήθεια προς τον εχθρό, που θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την ισόβια κάθειρξη. Οι συνήγοροί της υποστήριξαν πως η δυσφορία φύλου της, και η άρνηση του στρατού να την αντιμετωπίσει, επηρεάσαν τη νοητική της κατάσταση. Τελικά, η κατηγορία της βοήθειας προς τον εχθρό δεν της προσάφθηκε, και έτσι από ισόβια κάθειρξη η ποινή της αποφασίστηκε στα 35 χρόνια. Η ανακούφισή της με αυτήν την απόφαση, πέρα από τους προφανείς λόγους, οφειλόταν και στο ότι δεν ήθελε να δημιουργηθεί τέτοιο προηγούμενο για την δικαστική αντιμετώπιση των whistle blowers που θα ακολουθούσαν. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, η Manning έκανε τελικά το δημόσιο coming out της, γράφοντας μία δήλωση που έλεγε «Όπως μεταβαίνω στην επόμενη φάση της ζωής μου, θέλω ο καθένας να ξέρει την αληθινή μου ταυτότητα. Είμαι η Chelsea Manning. Είμαι γυναίκα.»
Ωστόσο, εντός της φυλακής, η ταυτότητα φύλου της όχι μόνο δεν αναγνωρίστηκε, αλλά έγινε αιτία περαιτέρω κοροϊδίας. Όταν πια εγκαταστάθηκε στους Πειθαρχικούς Στρατώνες των Ηνωμένων Πολιτειών (U.S.D.B), στο Fort Leavenworth, όπου κρατούνταν οι φυλακισμένοι με τις πιο μακρόχρονες ποινές, και όπου εξέτισε την ποινή της, κάθε διάσταση της εμφάνισής της αποφασιζόταν από τους φρουρούς: τα ρούχα που φορούσε, το πώς ήταν τα μαλλιά της. Η αίτησή της να της χορηγηθούν οιστρογόνα απορρίφθηκε, και η στάση αυτή κρατήθηκε εκ μέρους των αρχών για ένα χρόνο- αναιρέθηκε μόνο μετά από σκληρό νομικό αγώνα εκ μέρους του δικηγόρου της, Chase Strangio, ο οποίος ήταν επίσης τρανς. Υποστήριξε ότι η πελάτης του κινδύνευε να χειροτερέψει η ψυχολογική της υγεία, και να επιχειρήσει μόνη της να ακρωτηριάσει τα γεννητικά της όργανα, πράγμα φοβερά επικίνδυνο, που είχαν επιχειρήσει τρανς κρατούμενοι στο παρελθόν. Τελικά, οι ορμόνες της χορηγήθηκαν, και τα σωματικά συμπτώματά τους έκαναν τη Manning ευτυχισμένη – έγινε το δέρμα της πιο μαλακό, η τριχοφυϊα της αραίωσε, η φωνή της λέπτυνε. Όμως, οι ορμόνες είχαν οδυνηρές επιπτώσεις στην ψυχολογική της κατάσταση, την οποία αποσταθεροποίησαν περαιτέρω. Όσο προχωρούσε η ποινή της, η έφεση που έκανε απορρίφθηκε, και η απόφαση έμεινε στο ότι πρέπει να εκτίσει ποινή 35 ετών. Η μόνη της ελπίδα ήταν να της δοθεί χάρη από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, πράγμα που δεν περίμενε να συμβεί. Παράλληλα, οι αρχές αρνούνταν πεισματικά ή την αγνοούσαν παραδειγματικά όταν ζητούσε επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου.
Τον Ιούλιο του 2016, όταν τίποτα δεν άλλαζε σε αυτήν την κατάσταση, έστειλε ένα γράμμα σε έναν από τους κοντινότερους φίλους της στη φυλακή, με τίτλο «Το τελευταίο μου κείμενο». Σε αυτό, ανακοίνωνε την επικείμενη αυτοκτονία της: το γράμμα έφτασε στο φίλο της μετά την ώρα που έλεγε πως θα γίνει η απόπειρά της. Τελικά, βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της, ζωντανή αλλά χωρίς επαφή με το περιβάλλον, και θυμάται μόνο να ξυπνάει στο ασθενοφόρο. Επιστρέφοντας στη φυλακή, όταν η υγεία της έφτιαξε, ξεκίνησε μία απεργία πείνας, για να διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά των φρουρών απεναντί της, την οποία έληξε όταν οι αρχές της φυλακής δέχθηκαν να της παράσχουν επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου. Η απόπειρα αυτοκτονίας της, όμως, τιμωρήθηκε με εβδομάδες στην απομόνωση, πράγμα που έφερε μία ήδη ευαίσθητη ψυχολογική ισορροπία στα όριά της. Εκεί, έκανε ακόμα μία αποτυχημένη απόπειρα. Οι δικηγόροι της ήξεραν πια ότι η πελάτης τους δεν έχει πολύ χρόνο, και ότι είναι υποχρεωτικό να επιτύχουν την απελευθέρωσή της. Στην αίτησή της για να χορηγηθεί χάρη, έγραφε: «Δεν είμαι ο Bradley Manning. Δεν ήμουν ποτέ. Είμαι η Chelsea Manning, μία υπερήφανη γυναίκα που είναι τρανς και που, μέσω αυτής της αίτησης, ζητά με σεβασμό μία πρώτη ευκαιρία για ζωή».
Στις 17 Ιανουαρίου του 2017, όταν φρουροί ήρθαν απρόσμενα στο κελί της και την κάλεσαν να τους ακολουθήσει, πανικοβλήθηκε, καθώς ήταν σίγουρη πως είναι για κακό. Τους ρώτησε αν θα γυρίσει, και στην αρνητική τους απάντηση πήρε τα προσωπικά της αντικείμενα. Πιστεύοντας πως κατευθύνεται στην απομόνωση, άρχισε να βγάζει τα κορδόνια της. Στην αίθουσα που περίμενε, μια τηλεόραση που έπαιζε CNN έγραφε: «Αποδόθηκε χάρη στην ποινή της Manning». Έπαθε σοκ. Δεν είχε αφήσει τον εαυτό της να πιστέψει την πιθανότητα, σκεπτόμενη το πόσο θα την έριχνε ψυχολογικά μία αντίθετη απόφαση. Οι διαδικασίες όμως ξεκίνησαν αμέσως, και τέσσερις μήνες ήταν ελεύθερη: στις 17 Μαϊου, Παγκόσμια Ημέρα κατά της Ομοφοβίας και της Τρανσφοβίας, η Chelsea μπόρεσε να φύγει από τη φυλακή.
Τώρα, η Manning προσπαθεί ακόμα να καταλάβει πώς θα εξελιχθεί η ζωή της, πώς θα γίνει η μετάβαση από το χάος που ήταν το πριν, στο τώρα που χτίζει, έχοντας πια τη δυνατότητα να ζει ως ο εαυτός της. Τους τελευταίους της μήνες στο USDB, έγραψε 300 σελίδες απομνημονευμάτων, ενώ το φθινόπωρο θα γυριστεί το ντοκιμαντέρ “XY Chelsea”, από τη Laura Poitras, της οποίας η προηγούμενη δουλειά ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τον Edward Snowden.
Ως τότε, προσπαθεί απλώς να ζήσει, ξεπερνώντας τα βαθιά τραύματα της γεμάτης δυσκολίες ζωής της, και να ανακαλύψει πώς είναι να ζεις ελεύθερη, τόσο από τη φυλακή, όσο και από ένα σώμα που δεν είναι δικό σου.