Μαγειρεύοντας ένα Σαββατόβραδο με τη Ροζίτα Σώκου

Η αρχαιοελληνική περιπλάνηση, μας περνάει μια βόλτα απ’ τον Μινωικό πολιτισμό, όπου «όλος ο μύθος του λαβύρινθου και του Μινώταυρου, ήταν επειδή είχε πάρα πολύ μετάλλευμα η Κρήτη, το οποίο, όταν άρχισε να τελειώνει και δεν υπήρχανε δουλειές, ανάγκασε τους Μίνωες να γίνουν, καλή ώρα, μετανάστες. Πήγανε σε όλες τις χώρες της Μεσογείου, και τους έλεγαν Μίνους. Και σήμερα, στα Αγγλικά, στα Γαλλικά και σε όλες τις γλώσσες, το ορυχείο λέγεται mine, οι ανθρακωρύχοι λέγονται miners και τα ορυκτά λέγονται minerals. Κι ύστερα λέει η κυρία Ρεπούση, ότι τ’ αρχαία είναι νεκρή γλώσσα. Τρεις χιλιάδες λέξεις από τον Όμηρο, χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Η λέξη αλήτης, χρησιμοποιείται και από τον Όμηρο και από τον Αισχύλο, με τη σημερινή έννοια. Γιατί ‘άλη’ σημαίνει περιπλάνηση, κι αλήτης είναι αυτός που τριγυρνάει ασκόπως».

«Ένας λαός είναι η γλώσσα του», καταλήγει η Ροζίτα, κι έτσι παρεμβάλλομαι να ρωτήσω μήπως χρειάζεται και τα μάρμαρά του ως μνήμη, μιας και τα Ελγίνεια έχουν επανέλθει στη μόδα με τον Τζορτζ Κλούνεϊ. «Υπάρχουν ελληνικά άλογα και στο Παρίσι», μου λέει, «αλλά δεν τα ζητήσαμε ποτέ, γιατί είχε φιλία η Μελίνα με τον Ζακ Λανγκ, τον τότε Υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας. Άμα είναι, γιατί δε ζητάμε την Αφροδίτη; Τουλάχιστον, τα μάρμαρα του Έλγιν, αγοράστηκαν. Είναι φοβερό ότι τα πήρε, αλλά τουλάχιστον τα πλήρωσε. Στους Τούρκους βέβαια, αλλά τα πλήρωσε».

Το να προσπαθήσεις να διευθύνεις την κουβέντα με τη Ροζίτα Σώκου, είναι σαν άσκηση ματαιότητας. Ο δαιδαλώδης ειρμός της μετατρέπει το μαγνητοφωνάκι όχι απλώς σε άχρηστο αξεσουάρ, αλλά σε πόρτα προς την παράνοια, για όποιον αποτολμήσει απομαγνητοφώνηση. Είναι περίπου σα να κάθεσαι με τη γιαγιά σου στην πολυθρόνα να σε υπνωτίζει, μόνο που αντί για παραμύθια σε λούζει με ένα εξωπραγματικό βάθος γνώσεων σε ένα ατελείωτο εύρος θεμάτων. Το φρενήρες χοροπηδητό της από θέμα σε θέμα, μετατρέπει το παραμύθιασμα σε μαγνητική καταιγίδα, που μπορεί να σου κάψει τον εγκέφαλο μόνο και μόνο απ’ τον καταιγισμό των πληροφοριών που σου πετάει, κι απ’ τη λαιμαργία που σου προκαλεί, να τις καταναλώσεις όλες, να τις χωρέσεις μέσα στο κεφάλι σου, αλλά πόσα να χωρέσουν σ’ ένα κεφαλάκι τόσο δα;

Αυτός είναι κι ένας λόγος που μαζεύονται ευλαβικά τόσοι και τόσοι άνθρωποι κάθε Σαββατόβραδο στο σπίτι της. «Ξέρεις, άλλοι μαζεύουν και φροντίζουνε παιδάκια, εγώ προτιμώ να φροντίζω τους γέρους, γιατί κι αυτοί χρειάζονται φροντίδα», μου εκμυστηρεύεται γελώντας στην κουζίνα. Κι έξω στο σαλόνι, κάθονται όλοι τριγύρω της, σε ασταμάτητες συζητήσεις, που μπορούν να ξεκινήσουν απ’ το πώς συνδυάζεται η ψαρόσουπα με το ριζότο μανιταριών σε ένα ενιαίο, μνημειώδες πιάτο, κι αφού περάσουν απ’ το γιατί οι Ερινύες τα βάλαν με τον Ορέστη, αλλά όχι με την Κλυταιμνήστρα, να καταλήξουν σ’ έναν ανελέητο κοσμικό κανιβαλισμό.

Υπάρχουν ελληνικά άλογα και στο Παρίσι, αλλά δεν τα ζητήσαμε ποτέ, γιατί είχε φιλία η Μελίνα με τον Ζακ Λανγκ, τον τότε Υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας. Άμα είναι, γιατί δε ζητάμε την Αφροδίτη; 

«Η Ζωζώ ήταν μάλαμα, γι’ αυτό τη βλέπεις σήμερα να είναι ακόμη παιδούλα, και το ίδιο ισχύει για τη Μαρινέλα, που ήτανε πάντοτε ψυχούλα, γι’ αυτό και τα πόδια της δεν πατάνε τη γη, πετάει», λέει, κι απ’ το κουτί που έχει ακουμπισμένο στην ποδιά της, βγάζει και μοιράζει σε όλους με τα χεράκια της παγωτάκια-ελατάκια. «Είναι τ’ αγαπημένα μου», μού λέει και μου κλείνει το μάτι. «Φά’ το γρήγορα, για να φας και δεύτερο» συμπληρώνει σκανταλιάρικα, κι απ’ την πόρτα μπαίνει η κόρη της, Ιρένε Μαραντέι. «Διδάσκει χορό της κοιλιάς», αναγγέλλει περήφανη στον περίγυρο, και σηκώνεται να της βάλει ταπεράκι για το σπίτι. Τής έχει βάλει πολύ, κι η κόρη της την προγκίζει. Κλασική ελληνική οικογενειακή σκηνή. Περίπου όπως κι αυτή γύρω απ’ το τραπέζι, εκεί που επικρατεί μια ατμόσφαιρα τόσο αναζωογονητική, που σου λύνει κάθε απορία για το πού βρίσκει την ενέργεια η οικοδέσποινα.

Σαν ένα τσούρμο εφηβόπουλα, μαζεμένα στην καφετέρια να κουβεντιάζουνε τα τελευταία εξώφυλλα στα κουτσομπολίστικα, μόνο που, πράγματα που θα τριπλοσκεφτόντουσαν ν’ αγγίξουν ακόμη κι οι πιο κίτρινες των κίτρινων φυλλάδων, ετούτο εδώ το παρεάκι, τα πετάει στο τραπέζι με απενοχοποιημένη ελαφρότητα, σα να είναι τα πιο φυσικά ανέκδοτα του κόσμου. Πρώτη του χορού, η Ροζίτα διακόπτει τις συζητήσεις για να απαγγείλει ταιριαστά νούμερα από αγαπημένες της επιθεωρήσεις, πιπεράτα, παιχνιδιάρικα ποιήματα, ή συντομευμένες διαλέξεις στην έννοια του θρησκείας, στην ανεπάρκεια των Γάλλων να διακρίνουν το δράμα απ’ την τραγωδία, ή στο πώς η αντίσταση των Ελλήνων στα στρατά του Μουσολίνι, έσωσε όλον τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, κι ότι ο Γερμανός δεν θα μπορέσει ποτέ να μας συγχωρέσει το ότι θα ήταν κυρίαρχος του κόσμου, αν δεν ήμασταν εμείς να αντιστεκόμαστε.

Τη ρωτάω αν βλέπει καθόλου ταινίες πια, στο σπίτι. Κάνα βραβευμένο απ’ τα φεστιβάλ ας πούμε, ή κάνα παλιό κλασικό. Ζαρώνει τα μούτρα της. «Το μόνο που βλέπω φανατικά, είναι τα αστυνομικά. Βλέπω το NCIS πάντα, με τον φίλο μου τον Μαρκ Χάρμοντ, που τον είχα γνωρίσει από τότε που είχε παίξει στο Γλυκό Πουλί της Νιότης, κι έτσι που βλέπω τη σειρά, είναι σα να ξέρω όλη την παρέα που έχει εκεί πέρα στη σειρά. Και το CSI βλέπω, και το Las Vegas το είχα δει όλο, με τον Τζέιμς Κάαν, που επίσης μ’ αρέσει πάρα πολύ και τον παρακολουθώ». Τα άλλα, τα μη αυτοτελή, δεν τα μπορεί. «Αυτά αγωνιούν να βρουν τρόπο να τα επιμηκύνουν, να βγάλουν κι άλλες χρονιές. Εγώ είμαι τόσα χρόνια επαγγελματίας, οπότε αυτά τα τερτίπια τα μυρίζομαι απ’ το χιλιόμετρο και δεν μ’ αρέσουν. Τα αστυνομικά, όμως, μ’ αρέσουν, γιατί ξέρεις πως ό,τι κι αν γίνει, στο τέλος το παιδάκι με το τσιρότο θα σωθεί, κι όποιος είναι ένοχος θα καταλήξει στη φυλακή». Σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στην αληθινή ζωή.

«Είχα ζητήσει απ’ το Κέιμπριτζ και μου έβγαλαν δίπλωμα για να διορθώνω αγγλικές προφορές», μου είχε πει σε ανύποπτη στιγμή, και στο τραπέζι, έρχεται η ώρα να το αποδείξει, απαγγέλοντας από στήθους κι αψεγάδιαστα, ένα απόσπασμα απ’ τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ. Αυτό όμως που πραγματικά σ’ εντυπωσιάζει σ’ αυτή τη γυναίκα, είναι το πώς, με την ίδια άνεση που συζητά για τους μεγάλους ποιητές, μπορεί να σου εξομολογηθεί και την αγάπη της για τα κόμιξ, ας πούμε. «Η κόρη μου ήταν συνδρομήτρια στα ιταλικά κόμιξ, αλλά περιττό να σου πω, πως όταν ερχόταν ο Ντόναλντ Ντακ, πρώτα τον διάβαζα εγώ και μετά έλεγα στην κόρη μου πως είχε έρθει το ταχυδρομείο. Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ, άλλωστε, και όλη του η παράδοση, είναι απόγονοι της κληρονομιάς της Comedia del’ Arte», σημειώνει και η κουβέντα πάει στο κατά πόσο θυμάται όλες τις γλώσσες που έχει μάθει στα χρόνια της. «Τη μέρα που πέθανε ο Νουρέγιεφ, ήταν σα να άνοιξε το μυαλό μου και να σβήστηκαν από μέσα τα Ρωσικά», εξομολογείται. «Εγώ που τού έγραφα επιστολές επί επιστολών, πια δεν μπορώ ούτε να τα μιλήσω! Σκέφτομαι όμως να τα ξαναπιάσω τώρα λίγο, να τα φρεσκάρω». Ροζίτα Σώκου, ετών 90.

Page: 1 2 3

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης