Μαγειρεύοντας ένα Σαββατόβραδο με τη Ροζίτα Σώκου

Το μενού κάθε φορά φιξάρεται ανάλογα με τους καλεσμένους και τις προτιμήσεις τους. Οι καλεσμένοι, βέβαια, δεν είναι πάντα οι ίδιοι. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, εκκολαπτόμενες θεατρίνες, παροπλισμένοι θιασάρχες, ο Κωνσταντίνος Βενετσάνος, ο Μπαρ Μπαρ, ο θίασος απ’ τις Κυρίες με τις Καμέλιες, 60άρες ζωγράφοι που περιμένουν ακόμη να ανακαλυφθούν, μια ευρεία, ετερόκλητη και φαινομενικά ασύνδετη βεντάλια ανθρώπων, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να κάνουν την εμφάνισή τους, πρακτικά απροειδοποίητα. «Έπεσα στο μπάνιο σήμερα», μου λέει. «Τραντάχτηκα πολύ και πήρα το γιατρό μου, και μου λέει ‘ακύρωσέ τα όλα, και κάτσε να ξεκουραστείς!’. Μα τι να ακυρώσω, σάμπως ξέρω ποιοι θα έρθουν;», εξηγεί. Υπάρχουν, όμως, και οι σταθεροί. Ο κύριος Μίμης, για παράδειγμα, που με τη σύντροφό του, είναι όχι απλώς μόνιμη παρουσία, αλλά έχει και τη δική του, συγκεκριμένη καρέκλα. «Ο Μίμης είναι παλιός μου μαθητής, από μικρό παιδάκι», μου λέει η Ροζίτα, που θυμάται σα να ‘ταν χθες, ότι «η πρώτη μέρα που μου τον φέραν οι γονείς του, ήταν κι η πρώτη μέρα που του φορέσανε μακρύ παντελονάκι!».

Γενικά, η Ροζίτα θυμάται πολλά πράγματα σα να ‘ταν χθες. Αν το σπίτι της είναι το χαρακτηριστικό σπίτι του ανθρώπου που επί εννιά δεκαετίες ζωής, δεν έχει πετάξει ποτέ τίποτα, κάπως έτσι είναι και το μυαλό της. Γεμάτο πληροφορίες, γνώσεις, απόψεις κι εμπειρίες, που μπορεί να ξεμυτίσουν στο άσχετο και να μεταφέρουν την συζήτηση σε εντελώς άλλη διάσταση -περίπου όπως όταν ξεκινάς να βρεις έναν παλιό φορτιστή σε μια κούτα ας πούμε, και πετυχαίνεις ένα καταχωνιασμένο κηροπήγιο κι ώσπου να θυμηθείς ποιος σου το είχε φέρει, έχεις ξεχάσει γιατί είχες ανοίξει την κούτα εξ’ αρχής. Κάπως έτσι, ενώ μιλάμε για το πώς η Γαλλία την έκανε Ιππότη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων («δεν έχω πάει να το πάρω, δεν τα υπολογίζω καθόλου αυτά», λέει, και πώς να την αδικήσεις, όταν ανάμεσα στους Γουίλιαμ Σ Μπάροουζ, Μπριγιάντε Μεντόζα, Τέρι Γκίλιαμ και Φίλιπ Γκλας, οι τάξεις του Τάγματος περιλαμβάνουν τη Σακίρα και τη Μιμή Ντενίση, ας πούμε), η Ροζίτα θυμάται μια τις επισκέψεις της στη Γαλλία, στο γραφείο φίλου της, διευθυντή σε κάτι γκράντε της Γαλλικής Όπερας τότε.

Κάποτε είχα περάσει την κρίση του πλεξίματος, έχω μπαούλα ολόκληρα με μισοτελειωμένα μανίκια. Μετά πέρασα την κρίση του τάπερ, είχα γίνει αντιπρόσωπος της Tupperware. Ύστερα πήγα στην κρίση του χαλιού, αλλά βαρέθηκα. Μετά πέρασα την κρίση της σταυροβελονιάς, κι αφού γέμισα όλον τον κόσμο μαξιλαράκια, έπαθα την κρίση της μαγειρικής.

«Μπαίνουμε μέσα, καθόμαστε, του δίνω εγώ κάτι φιστίκια που του είχα φέρει γιατί γνωριζόμαστε χρόνια και ξέρω πως του αρέσανε, βάζει αυτός τα φιστίκια σ’ ένα μπολ. Και μπαίνει μέσα ο Παβαρότι, με μια πουκαμίσα με κάτι τεράστια λουλούδια. Η περιφέρεια του Παβαρότι, ξέρεις, έφτανε το ενάμιση μέτρο -μού τα λέγαν τα κορίτσια που του ράβανε τα κοστούμια. Κάθεται λοιπόν, βλέπει τα φιστίκια και τα παίρνει, και τα ακουμπίζει στην κοιλιά του, η οποία ήτανε σα να ήταν ράφι, τραπέζι, πώς να σου πω. Και του λέει ο Τιερύ, τα έφερε η φίλη μας, έρχεται από την Ελλάδα. Και γυρίζει και μου λέει “σκατά στο κεφάλι σου!”. Του λέω “δεν το λέμε έτσι στην Ελλάδα, λάθος σας στο έμαθαν, ‘σκατά στα μούτρα σου’ είναι το σωστό”! Κι έτσι, ένα “σκατά στα μούτρα σου” ήταν οι πρώτες κουβέντες που αντάλλαξα με τον Παβαρότι».

Ίσως όχι εξίσου, αλλά αντισυμβατική όπως και να ‘χει, ήταν κι η γνωριμία της με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ. «Εγώ δεν τον χώνευα καθόλου,» μου λέει. «Έλεγα θα είναι κάνας σταρ και θα ’χει ύφος κι όλα αυτά. Έκανε λοιπόν ένα μεγάλο και σπουδαίο μπαλέτο από ένα ποίημα του Μπάιρον, και μου τηλεφωνεί από το Λονδίνο, ο Νίκος ο Γεωργιάδης –ο μεγαλύτερος σκηνογράφος που έβγαλε η Ελλάδα. Και μου λέει, “κοίτα να δεις, αυτό πήγε χάλια στο Λονδίνο και πρέπει να το διορθώσουμε πριν έρθει στην Αθήνα, να βρούμε έναν τρόπο”, γιατί ετοιμαζόταν να το φέρουν στο Ηρώδειο. Ξέρεις, συνήθως τον φέρναν Δεκαπενταύγουστο, γιατί ο Ρουντολφ ήταν ο μόνος που μπορούσε να γεμίσει το Ηρώδειο Δεκαπενταύγουστο που έλειπε ο κόσμος. Ρωτάω λοιπόν το Νίκο ποιο είναι το πρόβλημα με την παράσταση, και μου λέει ότι έχει τρία διαλείμματα, που κρατάνε 4-5 λεπτά και δεν ανάβουν τα φώτα, κι ο κόσμος βαριέται. Οπότε διαλέξαμε ποιήματα του Μπάιρον και φωνάξαμε τον Ποταμίτη να τα απαγγέλλει στα διαλείμματα. Το κάνουμε λοιπόν, και γίνεται ο θρίαμβος των αιώνων. Δεν πιστεύω βέβαια ότι ήταν μόνο η ποίηση του Ποταμίτη, μάλιστα του είχα μεταφράσει εγώ τα ποιήματα που είπε. Εν πάσει περιπτώσει, ήταν μαζί μου η ξαδέρφη μου στην παράσταση, η οποία ήταν αποφασισμένη ότι θέλει να γνωρίσει τον Νουρέγιεφ κι έτσι με έβαλε να την πάω στα καμαρίνια. Και όταν με είδε, ο Νουρέγιεφ, ενθουσιασμένος που η παράσταση είχε πετύχει, έπιασε να με αγκαλιάζει και να με φιλάει».

Για να φτάσει να ολοκληρωθεί, βέβαια, αυτή η ιστορία, κάναμε μια κάποια διαδρομή. «Έχω τη μανία να πηδάω απ’ το ένα θέμα στο άλλο», μου λέει κάποια στιγμή. Αυτό, είναι ευφημισμός. Απ’ τον Μπάιρον, περάσαμε στον Σαίξπηρ, από εκεί στο Ρομαντισμό, στη Γαλλική Επανάσταση, στο πως «οι γιατροί κατέστρεψαν τον κόσμο γιατί μας κρατάνε πάρα πολλά χρόνια ζωντανούς και δεν φτάνει η Γη να μας θρέψει όλους, κι από εκεί ξεκινάνε όλοι οι πόλεμοι», κι ύστερα στο πως «το Δέντρο της Γνώσης συμβολίζει την πρώτη επιστήμη, την καλλιέργεια», γιατί «ο Θεός είχε πει θα τα έχετε όλα στο τζάμπα, θα κόβετε και θα τρώτε, καθ’ ότι ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε κρεοφάγος, αλλά καρποφάγος, εξ ου και το μεγάλο του έντερο, που έχουν και όλα τα δυνατά ζώα, όπως οι ελέφαντες, σε αντίθεση με τα κρεοφάγα ζώα που έχουν μικρό έντερο για να φεύγει γρήγορα το κρέας και να μην δημιουργεί τοξίνες». Οι πρωτόπλαστοι, λοιπόν, μια χαρά περνούσαν με τους καρπούς, μέχρι που «άρχισαν να γεννάνε και να μην τους φτάνουν τα δέντρα και ν’ αρχίσουν να καλλιεργούν, κι ύστερα να σκοτώνονται για τα χωραφάκια».

«Γιατί όμως είναι η Εύα που κόβει τον καρπό, κι όχι ο Αδάμ;», συνεχίζει το ταξίδι στους διαδρόμους της Ροζίτας, που σπεύδει να απαντήσει ότι «εκείνη την εποχή υπήρχε μητριαρχία, οι γυναίκες ήταν που κυβερνούσαν τον κόσμο, καθ’ ότι οι άνθρωποι δεν ξέραν καν ότι οι άντρες είναι που γονιμοποιούσαν τις γυναίκες, όπως υπάρχουν ακόμη και σήμερα φυλές που δεν το ξέρουν αυτό. Πίστευαν ότι ο άνεμος και το νερό γονιμοποιούσαν. Οι δε προθιέρειες, εκτρέφανε διάφορα αγοράκια που τα βάζαν να κάνουν αγώνες, κι όποιο ερχόταν πρώτο, το παντρευόντουσαν, περνούσαν καλά, και στο τέλος του χρόνου τον σφάζαν και τον έτρωγαν, μαζί με τις υπόλοιπες ιέρειες. Γιατί στην Ελλάδα, είχαμε μελετήσει τις μέλισσες, κι οι μέλισσες τον τρώνε στο τέλος τον κηφήνα».

Στην επόμενη σελίδα: η Μελίνα, τα μάρμαρα του Παρθενώνα και πως ξέχασε τα ρωσικά που ήξερε όταν “έσβησε” ο Νουρέγιεφ.

Page: 1 2 3

Ιωσήφ Πρωϊμάκης

Share
Published by
Ιωσήφ Πρωϊμάκης