Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου έτρωγα λουλούδια. Είχα ξεκινήσει με ένα τεράστιο ροζ τριαντάφυλλο, το αγαπημένο της μητέρας μου. Ούτε μπορώ να φανταστώ πόσο χρονών ήμουν, πάντως αρκετά μικρή γιατί δεν χωρούσε ολόκληρο μέσα στο στόμα μου. Συνέχισα σύντομα με άλλα άνθη που φύτρωναν στις γλάστρες της βεράντας μας: ιβίσκους, γεράνια, χρυσάνθεμα και ορτανσίες. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να με αποτρέψουν από το να ικανοποιώ το πάθος μου, έφαγα αρκετά χαστούκια αλλά εγώ εκεί, επέμενα να τρώω τα πολύτιμα πέταλα ωμά και ούτε καν πλυμένα. Κάπου στα τέλη του δημοτικού, όταν ο πατέρας μου συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχό του, ανακοίνωσε ότι θα πετούσε όλες τις γλάστρες, αλλά η μητέρα μου ξέσπασε σε τόσο γοερούς θρήνους ξεστομίζοντας ανάμεσα σε λυγμούς και μύξες τη φράση “Δε θα μου πάρεις μακριά τη μόνη χαρά που μου έχει απομείνει” ώστε το θέμα έληξε σχεδόν αμέσως. Έτσι ο μπαμπάς μου έκανε τα στραβά μάτια, η μαμά μου πότιζε, χάιδευε και σαλιάριζε με τα φυτά της κι εγώ έτρωγα τους απολαυστικούς καρπούς αυτής της ερωτοτροπίας, που γέμιζαν με ευωδιαστούς χυμούς το είναι μου.
Μεγαλώνοντας και ψάχνοντας, έμαθα ότι στον κόσμο τούτο υπάρχουν κι άλλοι λουλουδοφάγοι. Όμως διαπίστωσα δύο σημαντικές διαφορές: Η πρώτη ήταν ότι οι υπόλοιποι τα έτρωγαν ως συστατικά σε συνταγές ζαχαροπλαστικής ή σαλάτες, ενώ εγώ ήθελα να τρώω τα άνθη μόνα τους ή σε συνδυασμούς μεταξύ τους. Η δεύτερη και ίσως πιο σημαντική, ήταν ότι είχα καταναλώσει λουλούδια που κανονικά δεν προορίζονταν για βρώση ή ήταν ακόμη και τοξικά, όπως πετούνιες και νάρκισσους. Όμως ο οργανισμός μου δεν είχε παρουσιάσει κανένα σημάδι δυσανεξίας ή δηλητηρίασης. Προφανώς ήμουν ευλογημένη με το σπάνιο χάρισμα να τρώω τα αγαπημένα μου λουλούδια χωρίς να αντιμετωπίζω κανένα πρόβλημα. Κι όχι μόνο αυτό. Κάθε φορά που έτρωγα άνθη ένιωθα αμέσως μετά πιο υγιής, γεμάτη ενέργεια και διάθεση για ζωή. Έτσι λοιπόν έπεσα με περισσότερη όρεξη μέσα σε πέταλα, σέπαλα και στήμονες, λερώνοντας καθημερινά τα χείλη μου με γύρη και νέκταρ.
Με τα χρόνια συνειδητοποίησα κάτι ακόμη. Όταν ξεκινούσα να μιλώ για αυτή μου την αγάπη σε φίλους κι εραστές, εκείνοι στην αρχή γελούσαν αλλά όχι για πολύ. Οι περισσότεροι βαριόντουσαν γρήγορα και μου ζητούσαν να αλλάξω θέμα ενώ υπήρξαν και κάποιοι άντρες που με παράτησαν επειδή δεν άντεξαν, έτσι είπαν οι ίδιοι, το πάθος μου. Μόνο ο Σ. έκανε τη διαφορά. Δεν έτρωγε ο ίδιος λουλούδια, αλλά δεν είχε κανένα πρόβλημα με το γεγονός ότι ήμουν εθισμένη λουλουδοφάγος. Μάλιστα με ενθάρρυνε να δοκιμάζω σπάνια άνθη και νέους συνδυασμούς. Πολλές φορές ερχόταν στο σπίτι κουβαλώντας μια γλάστρα με έναν πολύτιμο θησαυρό όπως σταπέλια ή σαφράν και μου ζητούσε να το φάω εκεί μπροστά του. Και καθώς απολάμβανα το μοναδικό γεύμα μου, εκείνος με κοιτούσε με ευδαιμονικό βλέμμα.
Ο Σ. μου πρότεινε να παρασκευάσει ένα πλούσιο πιάτο από ποικιλία ανθέων και να με ταΐσει ο ίδιος με αυτό. Αποφάσισα, μετά από λίγη σκέψη, να δεχτώ. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχα επιτρέψει σε κανέναν να παρέμβει με οποιαδήποτε τρόπο στην ιδιαιτερότητά μου. Όμως διέκρινα στην πρότασή του ειλικρινή διάθεση για φροντίδα και τρυφερότητα κι έτσι είπα το ναι. Ήταν Πρωτομαγιά. Θα πηγαίναμε για πικ νικ σε ένα υπέροχο λουλουδάτο λιβάδι. Όταν φτάσαμε εκεί οι αισθήσεις μου ήταν ήδη οξυμένες και η πείνα μου απερίγραπτη. Μου ζήτησε να ξαπλώσω γυμνή στο χώμα κι εγώ υπάκουσα πρόθυμα. Πήρε με τη χούφτα του το φαγητό μου και διακριτικά το έβαλε μέσα στο στόμα μου. Ξεκίνησα να μασάω με όρεξη και να καταπίνω χωρίς πρόβλημα, παρά τη φαινομενικά άβολη στάση μου.
Και τότε συνέβη. Ένιωσα τους πόρους του δέρματός μου να ανοίγουν και να ξεφυτρώνουν από μέσα τους λεπτεπίλεπτοι, πράσινοι βλαστοί που τρεμόπαιζαν χάρη στο ελαφρύ αεράκι. Σύντομα ο βασικός βλαστός, αυτός που είχε τις ρίζες του στον αφαλό μου, δυνάμωσε και από το σώμα του ξεπήδησαν ντελικάτα παρακλάδια που γέμισαν με λεπτά, σχεδόν διάφανα, φύλλα. Υπόλευκα μπουμπούκια έκαναν την εμφάνιση τους, σύντομα άνοιξαν τα μυρωδάτα πέταλά τους και προσέλκυσαν ένα ζουμερό έντομο, που ξετρελαμένο έχωσε τη προβοσκίδα του μέσα τους. Μικροί καρποί σχηματίστηκαν, είχαν το σχήμα αβγού και το χρώμα ανθρώπινης γλώσσας. Κάποιοι από αυτούς μεγάλωσαν, βάρυναν, έπεσαν. Ένιωσα την ηδονή της απώλειας. Καθώς ο Σ. με πότιζε με τον ιδρώτα και το σάλιο του άνθισα ολόκληρη. Είχε έρθει η ώρα να με φάει.