Categories: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Εξομολόγηση της Λένας Πλάτωνος

Το να γράφει κανείς για την Τέχνη στην Ελλάδα συνεπάγεται, ειδικά τώρα με την κρίση, όλα όσα φαντάζεστε: τρελή δόξα αναγνώριση, και χρήμα με τη σέσουλα. Υπάρχουν όμως κάποιες στιγμές που σε αποζημιώνουν για όλα. Όταν συναντάς κάποιους ανθρώπους που θαυμάζεις όλη σου τη ζωή, που σε έχουν επηρεάσει βαθιά και καταλυτικά, κι εχεις την τύχη να τους πλησιάσεις και να μιλήσεις μαζί τους για όσα πάντα ήθελες. Όταν μάλιστα  έχουν τη γενναιοδωρία, την ευφυΐα και την αφοπλιστική αμεσότητα και ειλικρίνεια της Λένας Πλάτωνος, τότε νιώθεις, έστω για λίγο, πως κάνεις το ομορφότερο επάγγελμα στον κόσμο.

Όταν βγήκε το Σαμποτάζ ήμουν στην κρίσιμη, εφηβική ηλικία. Το πήρα ελάχιστο καιρό αφότου κυκλοφόρησε, και μου άλλαξε τη ζωή. Αν δεν το είχα ακούσει τότε, ίσως να είχα κάνει άλλες επιλογές στη ζωή μου. Μου έδειξε πως υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να γίνονται τα πράγματα από αυτούς που επιλέγουν οι πολλοί.  Αυτό είναι καταπληκτικό. Μου το έχουν πει κι άλλοι. Σήμερα ο παραγωγός μου που κυκλοφόρησε το Γκάλοπ στο εξωτερικό, μου είπε «Your music changed my life. Τώρα θα του την αλλάξει και οικονομικά, γιατί ο δίσκος πάει πάρα πολύ καλά! (Γέλια) σε Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Σουηδία, και σε κάποιες πολιτείες της Αμερικής…  Είναι καταπληκτικό αυτό που ζω από τον Απρίλιο που βγήκε. Πριν από δέκα μέρες είχα ένα τρομερό προαίσθημα που με οδήγησε στο κομπιούτερ. Πληκτρολόγησα «Λένα Πλάτωνος – Γκάλοπ». Και τι να δω! Ραδιόφωνα, βίντεο, κακό… Έχω πάθει τρομερό σοκ, δεν το περίμενα. Αν και το είχα γράψει πριν πολλά χρόνια στο «Hesperia Iris Graeca» από τα Λεπιδόπτερα: «Διανύεις κύματα, πού πας;» Εγκαταλείπω το βιντεοδίσκο μου, ακολουθώ νέες παρέες και γίνομαι διεθνής μελλοντική γυναίκα! Γράφω και για τους άνεργους κολυμβητές εκεί. Είναι από τα αγαπημένα μου τραγούδια, γιατί έχει μια επιθετικότητα καλώς εννοούμενη, και πολύ παράξενο ρυθμό. Είχε γίνει και ωραίο βίντεο από τη Μαργαρίτα Οβαδία. Μου το είχε κάνει έκπληξη στη συναυλία στο Λυκαβηττό, το 1987. Τότε στην Ελλάδα γίνονταν ελάχιστα βίντεο κλιπ, τα έκανε ένας Γιάννης, δεν θυμάμαι το επώνυμό του. Μου είχε πει πως είχε προαίσθημα πως θα συνεργαζόμουν καλά με τη Μαργαρίτα. Όλο για προαισθήματα θα μιλάμε σήμερα. Είμαι πολύ των προαισθημάτων. Και των αισθημάτων! Σ ’αυτό το κομμάτι αναφέρω και την Ελλάδα, που μέσα μου ακολουθούσε τον ίδιο δρόμο με το κορίτσι του τραγουδιού, που μεταμορφώνεται σε μια ώριμη γυναίκα που επιτέλους αγαπάει – I love a boy, ενώ πριν ήταν I am a toy –  κι απελευθερώνεται από κάτι, φεύγει με νέες παρέες, μπροστά της Ανατολή και πίσω της μηδέν ορατότητα. Δεν θέλω, όμως, να λέω και πολλά για το τι θα συμβεί στη χώρα μας, μη με περάσουν για μεγάλο ψώνιο.

Νομίζω πάντως πως το Γκάλοπ εδικαιούτο μια… δικαίωση. Όχι μόνο το Γκάλοπ. Και οι Μάσκες Ηλίου. Είναι πολύ πιο μη ορθολογιστικό έργο, με αυτό ήταν που βούτηξα στα βαθιά νερά χωρίς να υπολογίσω τις συνέπειες. Που υπήρξαν! Το κοινό μου μίκραινε. Αλλά δεν μ’ ενδιέφερε. Ήθελα να επιβάλλω μία νέα αισθητική. Ο Jos, ο παραγωγός μου, θα τις επανεκδώσει κι αυτές. «Είμαι πολύ ενθουσιασμένος από το πώς πάει το Γκάλοπ», μου είπε, «κι οι Μάσκες Ηλίου θα είναι το επόμενο».

Πολλοί θα χαρούν ε αυτό το νέο, γιατί αυτή τη στιγμή η παλιά έκδοση σε βινύλιο αλλάζει χέρια με πάνω από 100 ευρώ. Πάντως θυμάμαι πως όταν είχαν κυκλοφορήσει οι Μάσκες Ηλίου, όλοι περίμεναν τη συνέχεια του Σαμποτάζ. Βέβαια. Μόνο εγώ δεν την περίμενα! (Γέλια). Βρέθηκα σε άλλο κόσμο. Ήρθα στο Χολαργό –αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο – σε ένα σπίτι καταπληκτικό, οι εξωτερικοί τοίχοι, οι πόρτες, τα παράθυρα, καλύπτονταν από κισσούς, και με ένα καταπληκτικό κήπο. Μετά από την ασφυκτική Αθήνα, όπου μου φέρνανε συνεχώς την Αστυνομία λόγω των προβών με το Γιάννη Παλαμίδα με τη φωνάρα του, γιατί κι εγώ έπαιζα πιάνο πολύ δυνατά. Μου είχαν κάνει τρεις δίκες που έχασαν, και μετά έβαζαν δικηγόρο που με έπαιρνε κάθε εβδομάδα « Ακόμα εδώ μένετε;», μου έλεγε. Βρήκα λοιπόν και νοίκιασα εκείνο το σπίτι. Έφτιαξα το στουντιάκι, κι όλα τα είχα λευκά – τότε περνούσα τη λευκή περίοδο. Μέσα στη λευκότητα αυτή άρχισα να αντιστρέφω συλλογισμούς, να καταργώ τις μελωδίες, να στρέφομαι προς το μινιμαλισμό, να ψάχνω πάρα πολύ το συνθεσάιζερ που είχα, το Yamaha C60, και διάφορα «κουτιά» με τα οποία άλλαζα τον ήχο της φωνής μου και του συνθεσάιζερ. Αναλογικά, πολύ ωραία όργανα, όπως το θρυλικό Roland 808. Ο Χούλιο Κορτάσαρ μού έκανε παρέα, μου έδωσε δύναμη να προχωρήσω, γιατί κι αυτός είχε κάνει πολλές αλλαγές στις κλασικές δομές ενός λογοτεχνήματος. Επίσης είχα δει τότε το The Wall, με εκείνες τις φιγούρες που μεταμορφώνονται. Αυτά στάθηκαν οι πνευματικοί μου φίλοι – δεν λέω, υπήρχε βέβαια κι έμψυχο υλικό, φίλοι κανονικοί, που άκουγαν τα κομμάτια, τους άρεσαν  κι έλεγαν «προχώρα!» Όπως κι έκανα. Είπα στον εαυτό μου «θα χάσεις από το κοινό σου, και του Καρυωτάκη, και του Σαμποτάζ». Κι έτσι κι έγινε. Οι πωλήσεις ήταν πολύ λιγότερες. Ο κόσμος έπαθε σοκ! Δεν πειράζει, δικαιώνεται τώρα, μετά από τριάντα χρόνια.

Τα καινούρια κομμάτια είναι σε ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον. Αν δεν απατώμαι, και τα πρώτα κομμάτια που είχατε γράψει ήταν αγγλόφωνα. Είχα γράψει τα πρώτα τραγούδια στο εξωτερικό. Είχαμε γνωριστεί σε ένα καφενείο στο Σάλτσμπουργκ με ένα φίλο που έγραφε στίχους. «Συνθέτεις κιόλας;», μου λέει ξαφνικά. Μικρή συνέθετα, αλλά όταν μπήκα στο επαγγελματικό πιανιστικό πεδίο, αναμετρήθηκα με τους πολύ μεγάλους κλασικούς με περίεργο τρόπο μέσα μου. «Εγώ να φτιάχνω κομμάτια όταν υπάρχει ο Μπετόβεν;», σκεφτόμουν. Η ερώτηση όμως του φίλου με απελευθέρωσε.  «Ναι, συνθέτω!», του απάντησα. «Εγώ γράφω στίχους», μου είπε, «θες να συνεργαστούμε;» «Ναι, το θέλω πολύ. Μετά γίναμε ζευγάρι και φτιάξαμε τα πρώτα τραγούδια, ποπ-ροκ, στα αγγλικά. Βρήκα τον εαυτό μου. Όχι ότι δεν τον έβρισκα με το πιάνο αλλά όταν βρέθηκα εκεί έξω κι έπρεπε να μελετάω συνέχεια, να κάνω ασκήσεις για το τέταρτο δάχτυλο που ήταν κάπως πιο αδύναμο… Με αυτά τα τραγούδια βρέθηκα ξαφνικά στη θέση μου. Αναγνώρισα τον πραγματικό μου εαυτό. Άρχισα να τα ενορχηστρώνω στο μυαλό μου, έβγαινα έξω με παρέες και σκεφτόμουν τα τραγούδια μου. Επέστρεψα, όμως, κάπως ανώμαλα στην Ελλάδα και δεν ήξερα τι θα κάνω. Παράπεσαν αυτά τα τραγούδια. Τώρα θυμάμαι 2-3 να τα ψιλοτραγουδήσω. Μου έμεινε το απωθημένο εκείνης της ευλογημένης κατάστασης που ζούσα φτιάχνοντάς τα. Όταν μάλιστα ήρθα εδώ και μπήκα στο Τρίτο Πρόγραμμα, έλεγα «πώς θα δουλέψω με ελληνικό στίχο;». Είχα μεγαλώσει με τους αγγλικούς. Ήμουνα χίπισσα!

Σταμάτησα να γράφω διότι μου είχε κολλήσει να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Γύρω στο ’89. Πράγμα που δεν έγινε. Τα έβαλα με τη μουσική γιατί έκανα μέσα μου μια υπόθεση ότι ήταν το κυρίαρχο πράγμα στη ζωή μου και δεν με άφηνε ποτέ να ολοκληρώσω το θέμα οικογένεια. Ένιωσα μια άπωση. Την άφησα για ένα χρονικό διάστημα. Πέρασα μια κατάσταση πολύ άσχημη. Κατάθλιψη. Μετά το θάνατο του πατέρα μου και της μητέρας μου. Αυτή ήταν η τιμωρία μου. 

Τι ακούγατε δηλαδή; Led Zeppelin, Jethro Tull, Doors, Deep Purple, Emerson Lake and Palmer… Στη Βιέννη όμως, όταν έγραφα αυτά τα τραγούδια, άκουσα τον πρώτο καθαρά ηλεκτρονικό δίσκο: των White Noise! Τον θυμάσαι;

Βέβαια. Ένας δίσκος της Island με ασπρόμαυρο εξώφυλλο που δείχνει μια καταιγίδα. Τον έχω! Αυτός ο δίσκος, είπα μέσα μου, είναι η μελλοντική μουσική! Μου τον είχε φέρει ένας φίλος μου, ο ζωγράφος ο Γεωργίου, τρελάρας, τώρα έχει απομονωθεί σ’ ένα νησί, καλά να είναι. «Βρήκα τους αντικαταστάτες των Beatles!» μου είπε. Ο δίσκος ενεγράφη μέσα μου. Όπως λες εσύ ότι το Σαμποτάζ έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή, σου, έτσι για μένα έπαιξαν οι White Noise. Έπρεπε να γίνει μέσα μου διεργασία μεγάλη, να περάσω από τη Λιλιπούπολη, που ήταν αξιόλογη δουλειά και πρωτοποριακή για την εποχή της, αλλά με κλασικά όργανα. Μετά αγόρασα το Yamaha, γιατί νομίζεις; Όταν είναι κανείς μικρός, δεν ξέρει και τι κάνει πολλές φορές. Άλλα κάνει, γι’ άλλο νομίζει ότι τα κάνει, κι άλλος είναι ο πραγματικός λόγος. Το αγόρασα γιατί είχε τα strings, έκανε κι άλλους ήχους από κλασικά όργανα. Έλεγα με τη Γιαννάτου τότε που ετοιμάζαμε τον Καρυωτάκη ότι αντί να καλούμε μουσικούς θα κάνουμε τις συναυλίες με το συνθεσάιζερ. Πούλησα λοιπόν ένα πιάνο που μου περίσσευε κι αποφάσισα να το πάρω. Πάω στο μαγαζί κι αρχίζουν να βγαίνουν κάτι ήχοι που με πήγαν στο Σείριο, σε άλλους γαλαξίες. Αλλά το φοβήθηκα κιόλας. Το πήρα, το έβαλα στο σαλόνι, μάζεψα όλους μου τους μαθητές – γατί δίδασκα και πιάνο –  και παίζαμε με το συνθεσάιζερ. Της κακομοίρας! Τα παιδιά τα είχαν χαμένα. Αφού έκανα αυτή τη «γιορτή», το κλείδωσα. Σκέφτηκα ότι πρέπει να το τιθασεύσω, γιατί οι δυνατότητές του είναι άπειρες. Πέρασε μισός χρόνιος και δεν το άγγιζα καθόλου. Καθόλου! Το είχα τιμωρία για τις δυνατότητές του! Όταν ήταν να φτιάξω το δίσκο του Καρυωτάκη, το άνοιξα, έφτιαξα ένα ηχάκι πολύ λαμπερό, και είπα «θα βάλω αυτό τον ήχο στο Φεγγαράκι Απόψε». Τον ακούει η Γιαννάτου και μου λέει «αυτός ο ήχος είναι σαν να έχεις αιώρα πάνω από τη θάλασσα, με φεγγάρι». Ταξιδιάρα κι αυτή. Άμα δεν ταιριάζαμε δεν θα συμπεθεριάζαμε. Χρειάστηκα ήχους για ακόμα 2-3 κομμάτια. Κάτι strings στο «Η Πεδιάς και το Νεκροταφείο». Αυτή ήταν η πρώτη χρήση του συνθεσάιζερ. Πολύ επιμελής, φειδωλή. Ξεσάλωσα στο Σαμποτάζ! Φτιάχναμε με τον Γιάννη Παλαμίδα ηλεκτρονικούς αυτοσχεδιασμούς. Μετά αγόρασα τετρακάναλο, ένα TEAC κι άρχισα να φτιάχνω μεγάλο μέρος από τα κομμάτια μόνη μου, στο σπίτι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όπως την έπαθε το συνθεσάιζερ, εσείς τιμωρηθήκατε για τις δυνατότητές σας; Πολύ σοφή η ερώτησή σου. Σταμάτησα να γράφω διότι μου είχε κολλήσει να παντρευτώ και να κάνω παιδιά. Γύρω στο ’89. Πράγμα που δεν έγινε. Δεν μπόρεσα να το κάνω με τον άνθρωπο που ήθελα. Εν τω μεταξύ πέθανε κι ο πατέρας μου ξαφνικά, η μητέρα μου αρρώστησε με εγκεφαλικό, δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της. Ήταν και το ότι τα έβαλα με τη μουσική γιατί έκανα μέσα μου μια υπόθεση ότι η μουσική ήταν το κυρίαρχο πράγμα στη ζωή μου και δεν με άφηνε ποτέ να ολοκληρώσω το θέμα οικογένεια. Ένιωσα μια άπωση. Την άφησα για ένα χρονικό διάστημα. Πέρασα μια κατάσταση πολύ άσχημη. Κατάθλιψη. Μετά το θάνατο του πατέρα μου και της μητέρας μου. Στο ενδιάμεσο έκανα τις Αναπνοές και την Τρίτη Πόρτα. Αυτή ήταν η τιμωρία. Αλλά, βλέπεις, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Ήρθε στο σπίτι μου σαν βοηθός μου, γιατί την είχα πραγματικά ανάγκη, η Βίκυ, πριν από έντεκα χρόνια. Με βρήκε σε μια κατάσταση όπου δεν έπαιζα καθόλου πιάνο, είχα πουλήσει όλα τα συνθεσάιζερς κι έβλεπα τηλεόραση. Εκείνη τι έκανε για να με βοηθήσει; «Θα σου τραγουδάω τη μελωδία», μου λέει «κι εσύ γράψε μου τις νότες από ρώσικα τραγούδια, ρομάντσες, για να τις βρίσκω στο πιάνο». Το έκανα, εκείνη καθόταν στο πιάνο, έπιανε τη μελωδία και την τραγουδούσε. Έκανε ένα κόλπο: έπαιζε λάθος! Της φώναζα από μέσα, δεν πήγαινα ούτε κοντά στο πιάνο μετά το θάνατο της μητέρας μου το 2003 (η Βίκυ ήρθε το 2004). «Παίζεις λάθος νότα!», φώναζα. Το ξανάπαιζε λάθος, ώσπου μού ‘σπασε τα νεύρα και σηκώθηκα και πήγα στο πιάνο! «Παίξε μου να το δω», μου λέει. Το έκανα. «Παίξε κι εσύ μαζί μου λιγάκι!», μου λέει. Κάθομαι, λοιπόν, και της κάνω ακομπανιαμέντο. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Μια μέρα ξανάπαιξα το πρώτο κομμάτι για δύο χέρια που είχα παίξει στη ζωή μου στο πιάνο, όταν ήμουν δυόμιση ετών: τα κάλαντα. Αυτοσχεδίασα πάνω στο «Silent Night». Το θυμάμαι σαν τώρα. Επανασυνδέθηκα με το πιάνο λόγω της Βίκυς. Γι’ αυτό έχουμε δεσμό πολύ βαθύ. Θεϊκή παρουσία. Κι εγώ της έχω σταθεί. Την έβγαλα στο Ηρώδειο, είπε το ρώσικο τραγούδι. Οι ωραιότερες συναυλίες της ζωής μου ήταν αυτή και όταν πήρα το δίπλωμά μου στο πιάνο. Ο κόσμος ήταν τόσο ζεστός. Το Ηρώδειο, όπου δεν είχα ξαναπαίξει, μου φάνηκε σαν μια μικρή αιθουσούλα όπου ο κόσμος ήταν μια παρέα. Τρομερό!

Και πώς το αποφασίσατε το Ηρώδειο; Κάποιοι άνθρωποι – συν Θεώ και χείρα κίνει – παρακολούθησαν τη διαδικασία της παρουσίασης του δίσκου μου που βγήκε στον Χρονά, τα Ημερολόγια. Μου ζήτησαν από το Φεστιβάλ να κάνω Ηρώδειο. «Γαμώτο, θα το κάνω! Μπορώ να το κάνω, γιατί όχι;», σκέφτηκα. Είχαν έλθει και διάφοροι Γάλλοι,φίλοι του Λούκου, διανοούμενοι κλπ, οι οποίοι έγραψαν στη Liberation ένα καταπληκτικό κομμάτι για τη συναυλία μου. Με παρομοίαζαν με τη Bjork, με τους Massive Attack… Και τώρα ένας Γάλλος έγραψε μια καταπληκτική κριτική για το Γκάλοπ. Παρόλο τον εθνικισμό τους, έγραψε πως είναι της βαρύτητας του Oxygene! Δεν είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτή για να την πει ένας Γάλλος;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Στο διάστημα της σιωπής, είχατε την αίσθηση ότι υπήρχε ένας κόσμος που αγαπούσε τη μουσική σας και σας περίμενε, όπως το είδατε στο Ηρώδειο; Όχι, νόμιζα ότι δεν με θέλουν. Είχα κάνει γράμματα προς τράπεζες για να μπούνε σαν σπόνσορες να κάνω κάποιο δίσκο. Και μου απαντούσαν όλες: «Δυστυχώς κυρία Πλάτωνος δεν μπορούμε». «Δεν με θέλουνε ρε γαμώτο», έλεγα στη Βίκυ. Από τις τράπεζες έκρινα κι εγώ, το χαζό! (Γέλια). Με κόσμο δεν είχα πάρε-δώσε τότε. Είχα αποκοπεί από φίλους, από όλα. Ήταν πολύ περίεργη περίοδος. Τέλος πάντων, έπρεπε να το περάσω κι αυτό. Κάτι μου έλεγες νωρίτερα για την Ντίκινσον όμως.

Ναι. Πως όταν άκουσα για τα καινούρια τραγούδια, σκέφτηκα πως βγάζει νόημα. Επειδή ήξερες για τα νεανικά μου αγγλόφωνα τραγούδια.

Κι επειδή και η Ντίκινσον είχε περάσει τέτοια διαστήματα απομόνωσης. Αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο σε μένα. Το γνώρισα μετά. Τη συμπάθησα πολύ, βέβαια. Την ένιωσα. Αλλά αν δεν ήταν η ποιήτρια που είναι, στο λέω ειλικρινά, δεν επρόκειτο να την αγγίξω, μακάρι να είχε σταυρωθεί! Έτσι έκλεισε ο κύκλος με τα πρώτα μου αγγλόφωνα. Η αλήθεια είναι αυτή που μου είπε ένας φίλος, γιατρός, αλλά πολύ μουσικό παιδί: «Το μόνο πράγμα που είναι ελληνικό στη μουσική σου είναι το ότι είσαι Ελληνίδα!». Αν και έχει κάποια ελληνικότητα η μουσική μου, έχει δίκιο ο φίλος μου. Είμαι Ελληνίδα, αλλά ορισμένα νευρολογικά προβλήματα που τα παρουσίασα από αρκετά μικρή, κληρονομικά από πατέρα, γιαγιά, μαμά, καθώς και μια νοσταλγία για την Ελλάδα που είχα πάθει στο εξωτερικό – γιατί την αγαπώ την Ελλάδα, πολύ, κακά τα ψέματα – δεν με άφησαν να φύγω, να εγκατασταθώ στο εξωτερικό και να κάνω εκεί κανονικά τη δουλειά μου σαν συνθέτης. Έπαιξε μεγάλο ρόλο και ότι ασχολήθηκα με το στίχο, έφτιαξα ένα στυλ δικό μου που το αγάπησα πάρα πολύ. Είμαι πολύ δεμένη με το να γράφω στα ελληνικά. Κάτι που δικαιώνεται τώρα έξω με το Γκάλοπ. Ενώ δεν καταλαβαίνουν τα λόγια, τους ταξιδεύει ο ήχος.

Για τον Καβάφη δεν είπαμε καθόλου. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Πιστεύω ότι ο Γιάννης  (Παλαμίδας) έχει δώσει τα ρέστα του! Δεν ξέρω αν τον έχεις ακούσει σε συναυλία με τον Καβάφη.

Βεβαίως. Στο Παλλάς. Στο Παλλάς τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως θα τα ήθελα εγώ όσον αφορά την παρουσία του Γιάννη. Γιατί ο Παπαϊωάννου τον μαρμάρωσε. Σαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά! Πρέπει να τον δεις σε συναυλία να εκφράζεται σωματικά. Είναι τρομερός ηθοποιός!

Πάντως και στο Παλλάς θυμάμαι πως, πέρα από το πόσο μου άρεσε το έργο, σκέφτηκα πως επιτέλους όποιος το ακούσει θα καταλάβει πόσο μεγάλος ερμηνευτής είναι ο Γιάννης Παλαμίδας. Παιδί μου σε αυτή τη χώρα δεν έχουν πάρει είδηση τίποτα! Επιτέλους, πότε θα πάρουν; Επιτέλους!

Αλήθεια, μετά από εκείνα τα χαμένα αγγλόφωνα, το πρώτο τραγούδι σας στα ελληνικά ποιο ήταν; Ωραία ερώτηση. (Τραγουδά) «Περνά-περνά η ώρα, κυλά πάνω στη γη, κυλά-κυλά η ώρα σαν κρέμα/σαντιγύ!» Αυτή η παύση πριν τη σαντιγύ, είναι γιατί η Μαριανίνα δεν ήθελε να ακούγεται σαν «κρέμασαν τη γη». Είχε δίκιο. Την ενδιέφεραν οι λεπτομέρειες πάντα. Παρθένος είναι. Αυτό, λοιπόν, ήταν το πρώτο μου τραγούδι.

Οι ωραιότερες συναυλίες της ζωής μου ήταν στο Ηρώδειο και όταν πήρα το δίπλωμά μου στο πιάνο. Ο κόσμος ήταν τόσο ζεστός. Το Ηρώδειο, όπου δεν είχα ξαναπαίξει, μου φάνηκε σαν μια μικρή αιθουσούλα όπου ο κόσμος ήταν μια παρέα. Τρομερό!

Μια που πήγαμε στην αρχή, με το Χατζιδάκι πώς έγινε η γνωριμία; Είναι ολόκληρη ιστορία. Είχαν καλέσει, τον πρώην άντρα μου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο, το 77, (ήμασταν παντρεμένοι ακόμη τότε) στη Λιλιπούπολη, που ήταν στα σκαριά, τότε που άρχιζε το Τρίτο – που όλο άρχιζε, και ποτέ δεν άρχιζε! Του είχαν δώσει να γράψει μερικά τραγούδια. Εκείνος, επειδή είχε και το Κολλέγιο τότε, έλεγε ότι δεν προλαβαίνει. Οπότε του λέω «να σου γράψω εγώ ένα-δύο; Και βάζεις εσύ το όνομά σου». Και μου λέει «γιατί να βάλω το όνομά μου και να μην έρθεις στη Λιλιπούπολη;» Αυτό ήταν καταπληκτικό εκ μέρους του. Αξίζει ένα μπράβο. Πάω λοιπόν εγώ, κι όλες οι κυράτσες της Λιλιπούπολης  – η Βλάχου, η Ρεγγίνα Καπετανάκη, η Μαριανίνα Κριεζή – λένε «ωχ, μας φέρνει τη γυναίκα του!» Μέχρι που έφτιαξα τα τραγούδια, το βούλωσαν, και είπαν «μπράβο Λενάκι» Την «Ασιατική Γρίπη» άκουσε ο Χατζιδάκις, έτσι έγινε η γνωριμία μας. Ήρθε μια μέρα στο Τρίτο – γιατί γενικά ερχόταν σπάνια, όλος ο προγραμματισμός γινόταν σπίτι του – κι είπε: «για φέρτε τα τραγούδια της Λιλιπούπολης, ό,τι έχετε γράψει». Μαζεύεται όλο το Τρίτο Πρόγραμμα στο γραφείο του, πήχτρα. Τα παίζουμε εκεί στα ωραία μηχανήματα του και μόλις ακούει «είμαι μία Ασιατική Γρίπη…» λέει: «Ποιος το έγραψε το τραγούδι» (Μιμείται τη χαρακτηριστική προφορά του Χατζιδάκι): «Μα αυτό είναι αριστούγγγγημα! Μπγάβο Πλάτωνος!». Μια δεύτερη φορά που άκουσε κάποιο άλλο – ίσως την Κινέζα με τη μαγιονέζα – παίρνει τον Πατσιφά τηλέφωνο, μπροστά σε όλους πάλι, και του λέει «έχω εδώ μια καταπληκτική συνθέτγια, να της κάνεις δίσκο». «Τι έπαθες κι ασχολείσαι με γυναίκες Τρελάθηκες;», του λέει ο Πατσιφάς από την άλλη. Και ο Χατζιδάκις επιδεικτικά, έτσι όπως του άρεσε να «μπαίνει» σε όλους, «κι όμως ασχολούμαι με γυναίκα! Θέλω να την προωθήσω, και να την προωθήσεις κι εσύ! Είναι καταπληκτική!». Τότε δεν έγινε τίποτα, δεν είχε έρθει η στιγμή, το πλήρωμα του χρόνου. Που ήρθε με τα τραγούδια του Καρυωτάκη. Μετά είπαμε με τον Πατσιφά πως καλύτερα να φτιάξουμε ένα σημερινό δίσκο, και καλέσαμε τη Μαριανίνα. Εκείνη για να έρθει μας έψησε το ψάρι στα χείλια. Λόγω της σχέσης της με τον Πατσιφά. Τέλος πάντων έγινε αυτό που έγινε με το Σαμποτάζ, και μετά βγήκε ο Καρυωτάκης. Αυτή ήταν η ιστορία μου με τη δισκογραφία. Μετά τη Λιλιπούπολη, βέβαια, όπου τυπώθηκαν τα πρώτα τραγούδια μου σε δίσκο και τα άκουγα εγώ κι έτρεμα από τη χαρά μου… Για λίγα χρήματα δεν βγήκε η Λιλιπούπολη στη Λύρα και την πήρε η Κολούμπια. Τον έπιασαν οι τσιγκουνιές του τον Πατσιφά, ενώ ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε τόσο μπροστά, είχε φαντασία και τόλμη…

Με τη Σαβίνα Γιαννάτου φαίνεται πως έχετε σχέση ζωής. Πώς πρωτοβρεθήκατε; Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Πολύ μοιραίο, ε; Ήμουν φίλη με την αδελφή της, γιατί η Σαβίνα είναι περίπου πέντε χρόνια πιο μικρή.  Ήταν όμως στη χορωδία, πρώτο φωνάκι η Σαβινούλα. Είχε μια φωνούλα αγγελική, όπως έχει και τώρα, την οποία ξεχώρισα και την έβαλα στο σκληρό μου δίσκο. Όταν την άκουσα είπα ένα «Αχ!». Δεν ήξερα καλά-καλά γιατί το είπα τότε. Ήμουν στο σχολείο, δεν είχα κάνει καν τα πρώτα μου τραγούδια. Όταν όμως τα έγραψα στη Βιέννη και σκεφτήκαμε με εκείνο το νεαρό να τα κάνουμε δίσκο, του είπα «έχω φωνή! Τη Σαβίνα». Ήρθαμε στην Αθήνα, καλοκαίρι, και κάναμε μια πρόχειρη ηχογράφηση, πιάνο, κιθάρα, φωνή και φλάουτο. Η φωνή ήταν η Σαβίνα. Είναι μια σχέση ζωής, όπως λες. Τελευταία δεν βλεπόμαστε πάρα πολύ, αλλά τουλάχιστον βλεπόμαστε στις συναυλίες. Έχει στο ωροσκόπιό της Δία στον Τοξότη και Άρη στον Κριό. Δηλαδή έχει τρομακτική ενέργεια, είναι για λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό. Το αξίζει. Είναι καταπληκτική. Νομίζω πως μπορεί να είναι και η καλύτερη.

Και για την ταύτιση που κατά διαστήματα σας αποδίδουν με την Laurie Anderson; Έχω ορισμένα κοινά σημεία. Κατά βάση όμως είμαστε πολύ διαφορετικές. Κάποτε που μου το έλεγαν αυτό πριν χρόνια, τους έλεγα πως και όλοι οι Κινέζοι μας φαίνονται ίδιοι. Αλλά αυτοί μεταξύ τους ξεχωρίζονται…


Η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί και παρουσιάζει Emily Dickinson και Κώστα Καρυωτάκη. 5 Ιουνίου 2015, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (20:30 / Κεντρική Σκηνή). Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Γιώργος Βουδικλάρης

Share
Published by
Γιώργος Βουδικλάρης