Κάτι που προσωπικά μου προκάλεσε εντύπωση στο βιβλίο, είναι η ντροπή που βίωσαν περιπτώσεις γυναικών για το λόγο ότι υπήρξαν παιδιά κοινωνικά απαξιωμένων ζευγαριών. Είναι τελικά ο κοινωνικός παράγοντας κάτι που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ένα ζευγάρι (ή και ατομικά κάποιος) για τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η επιλογή του στην ψυχολογία των παιδιών τους ή η αγάπη μόνο αρκεί; Στο βαθμό που υπάρχει μια σχέση ουσιαστική, μια σχέση επικοινωνίας που η αγάπη εκφράζεται με έναν τρόπο που μπορεί να την αντιληφθεί και να την εισπράξει το παιδί και εξασφαλιστεί η θεραπεία της μάνας με το παιδί, αυτός ο παράγοντας μπορεί να παίξει και θετικό ρόλο. Γενικά, όταν οι γονείς είναι συγκροτημένοι, τα παιδιά δεν παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα.
Πιστεύετε ότι η τοξικομανία είναι θέμα ταξικό; Γιατί δεν έχει την ίδια (κοινωνική) απαξία π.χ η ακριβή κοκαΐνη με το σίσα ή την ηρωίνη; Τώρα πια η κοκαΐνη δεν είναι το ναρκωτικό των πλουσίων. Τώρα βρίσκεις κοκαϊνη και με 5 ευρώ. Εξαρτάται τι διοχετεύει η αγορά. Έχει μπει στις πιάτσες και πωλείται, πολύ νοθευμένη βέβαια συνήθως, αλλά πωλείται ευρέως και φτηνή. Το πρόβλημα είναι η πολυτοξικομανία. Όλοι παίρνουν από όλα. Ό,τι βρουν μπροστά τους. Και τα πιο επικίνδυνα είναι τα καινούρια συνθετικά ναρκωτικά που είναι πολύ τοξικά. Και τα παιδιά όμως των πλουσίων που έχουν μερίδιο στη δυστυχία της τοξικομανίας, όταν πια μπουν βαθιά στο πρόβλημα, επίσης στιγματίζονται, εξοστρακίζονται και απομονώνονται από την κοινωνία.
Αυτά τα ατελείωτα στρώματα ντροπής που μπορεί να βιώνει κάποιος, εκδηλώνονται και με άλλες πράξεις πέρα από αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Η ντροπή είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να είναι καταστροφικό, ικανή να οδηγήσει το άτομο σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, μπορεί όμως να γίνει και παράγοντας υπέρβασης των δυσκολιών αυτού του ατόμου. Παραδείγματα που αναφέρονται και στο βιβλίο είναι και αυτά του Σαρτρ, του Καμύ, του Φρόυντ… Στις γυναίκες επίσης μπορεί να αποτελέσει παράγοντα εξέγερσης. Να γίνει κίνητρο ώστε να αλλάξουν τους όρους της ζωής τους κι έτσι να επιτύχουν πολύ σημαντικά πράγματα.
Υποδηλώνουν οι πάσης φύσης εξαρτήσεις ευάλωτες προσωπικότητες σε κάθε περίπτωση; Σε όλες τις εξαρτήσεις υπάρχει ένας ευάλωτος ψυχισμός που βιώνει τραυματικά τον τρόπο της ζωής του. Δεν είναι απλά τα γεγονότα. Ειδικά τα νέα παιδιά στην περίοδο της κρίσης τώρα, βιώνουν τραυματικά την ίδια την κρίση. Ζουν μέσα σε ένα διαρκές στρες και αυτό σε κάνει ευάλωτο.
Δεδομένου ότι η κρίση που βιώνουμε είναι και κοινωνική, πιστεύετε πως μπορεί η ταπείνωση που έχει βιώσει κάποιος σε ευαίσθητη ηλικία να οδηγήσει στην ανάγκη οργάνωσης σε μορφώματα όπως η Χ.Α; Διακρίνετε δηλαδή κάποια ψυχοπαθολογία την ιδεολογία των μελών της (πέραν της προφανούς) ή είναι απλά θέμα… φασισμού; όσο «απλό» μπορεί να είναι βέβαια αυτό. Δεν είναι καθόλου απλό. Αυτό που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους που στρέφονται σε μορφώματα όπως η Χ.Α και προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, είναι το εξής. Ζούμε σε μια εποχή που η ταυτότητα γενικά των ανθρώπων δεν είναι συγκροτημένη -έχει πολλά κενά, διότι δεν υπάρχουν πρότυπα ταύτισης. Οι γονείς είναι απαξιωμένοι εντελώς. Κοινωνικά πρότυπα επίσης δεν υπάρχουν. Ζούμε όλοι σε ένα κλίμα τρομακτικής ανασφάλειας και αυτό σε κάνει να μην έχεις καμία εμπιστοσύνη ούτε στον εαυτό σου, ούτε στην πραγματικότητα που ζεις. Τα πιο ανασφαλή άτομα, αυτά που νιώθουν υπερβολικά ανεπαρκή, αυτά που απαξιώνουν πάρα πολύ τον εαυτό τους, όταν βρεθούν σε συνθήκες όπου η ανασφάλεια και ο φόβος τους διοχετεύονται σε κάποια κατεύθυνση (π.χ στο μίσος για τους μετανάστες), γίνονται επιρρεπή στο να ταυτιστούν με τον δυνατό αρχηγό μιας τέτοιας οργάνωσης. Με αυτό τον τρόπο αισθάνονται ότι αντλούν δύναμη από αυτή τους την ταύτιση και από τις πρακτικές μίσους εναντίον άλλων. Ο φόβος που αισθάνονται μεταφράζεται σε μίσος σε αυτόν που (πιστεύουν ότι) φταίει για τα δεινά. Ο αρχηγός είναι ο εκφραστής της δύναμης. Ο Χίτλερ για παράδειγμα μέσα από το ναζιστικό τελετουργικό, υπογράμμιζε τη δύναμη του Φύρερ, όπου ταυτιζόμενοι οι υποτελείς σε αυτόν μαζί του, αισθάνονταν ότι έπαιρναν και οι ίδιοι δύναμη. Και επειδή σε αυτούς τους χώρους, ο σκοπός είναι το άτομο να μη σκέφτεται παρά μόνο να βιώνει αυτό το ακατέργαστο, πρωτόγονο συναίσθημα, γίνεται πολύ εύκολα «λεία» κάθε τέτοιου μορφώματος, κάθε τέτοιας οργάνωσης.
Εσείς πιστεύετε στον διαχωρισμό μεταξύ μαλακών και σκληρών ναρκωτικών; Σαφώς υπάρχει φαρμακολογική διάκριση. Το ζήτημα των ναρκωτικών όμως δεν είναι ούτε βιολογικό, ούτε φαρμακολογικό ζήτημα. Είναι κοινωνικό πρόβλημα. Από αυτή την άποψη στη συγκεκριμένη εποχή που η στροφή στα ναρκωτικά εκφράζει τη δυσφορία ιδιαίτερα του νέου ανθρώπου γι αυτή την κοινωνική πραγματικότητα και γι αυτό τον πολιτισμό της παρακμής, το να μιλήσει κανείς με φαρμακολογικούς όρους (αυτό είναι αθώο και το άλλο επικίνδυνο), είναι αποπροσανατολιστικό. Πιστεύω ότι όλη η φιλολογία περί νομιμοποίησης εντάσσεται μέσα στη βιοπολιτική της εξουσίας για να αδρανοποιήσει τα νεανικά στρώματα που νιώθουν την οργή για μια ζωή, για μια πραγματικότητα που τους πνίγει. Παίρνοντας χασίς, δε συμμετέχουν σε αγώνες. Βρίσκονται στο περιθώριο μόνοι με το πρόβλημά τους. Εξατομικεύονται ακόμη περισσότερο, διότι ένα όπλο της κυρίαρχης εξουσίας που χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό, είναι η εξατομίκευση. Μόνος με τον εαυτό σου. Και ακριβώς εκεί νιώθεις τις αδυναμίες σου. Με το να στρέφει στην εξάρτηση, εξατομικεύει ακραία-ακόμη περισσότερο. Έτσι χειραγωγεί αυτόν τον πληθυσμό, τον ελέγχει.
Διαφωνώ πάρα πολύ με αυτό το πλαίσιο. Δεν πιστεύω ότι είναι απλά τα πράγματα. Ίσως να είναι οικονομικοί οι λόγοι για χώρες όπως Λατινική Αμερική ή Ουρουγουάη που νομιμοποιήσανε τα «μαλακά» ναρκωτικά, προσπαθώντας πιθανόν να ελέγξει αυτή την αγορά η Κυβέρνηση, όμως θεωρώ ότι σε τέτοιες συνθήκες που χρειάζεται συλλογικός αγώνας, δε μπορείς να μιλάς για τέτοια θέματα εύκολα. Νόμιμα ή παράνομα. Δεν είναι διλήμματα της εποχής. Το δίλημμα της εποχής είναι τι θα κάνουμε. Και το τι θα κάνουμε σημαίνει να βγει κανείς από τον ιδιωτικό του κόσμο, την ατομικότητά του και να λειτουργήσουμε συλλογικά. Συμμετέχοντας σε διαδικασίες που ενισχύουν την ψυχική ανθεκτικότητα. Για να μπορέσουμε να σταθούμε σε αυτή την πραγματικότητα, δεν πρέπει να μείνουμε μόνοι, αδρανείς, απαθείς μέσα από τη δράση μιας ουσίας, αλλά να παλέψουμε για πράγματα που θα κάνουν καλύτερη τη ζωή, που θα δώσουν όραμα. Ο αγώνας δίνει όραμα. Και είναι ακριβώς αυτό που στρέφει τα παιδιά στις ουσίες. Η απουσία οράματος μέσα στην κοινωνία. Πού πάμε, τι κάνουμε, κανείς δεν ξέρει. Από αυτή την άποψη, η εξουσία θέλει να μπαίνουμε σε ψευτοδιλήμματα νόμιμο χασίς ή παράνομη ηρωίνη.
Όμως εγώ θα ‘λεγα και κάτι άλλο πέρα από αυτά τα πολύ βασικά. Με δεδομένη την πολυτοξικομανία της εποχής, τι θα νομιμοποιήσει το Κράτος; Ποια ουσία; Αφού τα παίρνουν όλα. Θα νομιμοποιήσει την ηρωίνη; Θα νομιμοποιήσει και την κοκαΐνη; Και τις νέες ουσίες που κάνουν θραύση; Πέρυσι μόνο, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά είχε πληροφορήσει ότι κυκλοφορούν 350 νέες συνθετικές ουσίες. Ποιές θα νομιμοποιήσει;
Τα «μαλακά» λένε. Εγώ κατ’αρχάς δεν είμαι οπαδός της κλιμάκωσης. Το χασίς για παράδειγμα σε εισάγει σε έναν τρόπο λειτουργίας, όπου για να αντέξεις τη ζωή σου ή για να χαλαρώσεις ή για να διασκεδάσεις, πρέπει να απευθυνθείς και σε έναν τρίτο παράγοντα. Την ουσία. Και όχι να αναζητήσεις πηγές ικανοποίησης επιστρατεύοντας τις δυνάμεις σου, τις δυνατότητές σου. Τις δυνατότητες που σου δίνει η συλλογικότητα, η σχέση με τους άλλους, τα κοινά ιδανικά. Έστω και ο θυμός ως κίνητρο για να κάνεις κάτι για να αλλάξει η κατάσταση.
Το βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Page: 1 2