ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Θάνος Τοκάκης: «Τις μεγάλες αποφάσεις τις έχω πάρει πηγαίνοντας κόντρα στον εαυτό μου»

Τέσσερις μήνες μετά από μια βράβευση (αυτή του σεναρίου) για μια ταινία μικρού μήκους («Tokakis ή What’s my name») και ακόμη υπάρχουν αρκετές σκηνές από αυτό το αστείο μικρό θαύμα που παίζουν συχνά σαν λούπα μέσα στο κεφάλι μου. Όπως και αυτά τα αυθόρμητα χαμόγελα, που ο Θάνος Τοκάκης μοίραζε απλόχερα στις προβολές, στους δρόμους της πόλης ή ακόμη και στα Q&A των συναδέλφων του -στα οποία ερχόταν ανελλιπώς και πάντα με την γυναίκα του, Βίκυ Παπαδοπούλου. «Σαν να βρίσκεται στην δική του Ντίσνεϋλαντ», σκεφτόμουν κάθε φορά που τον έβλεπα.

Η ταινία του, με ήρωα τον «πραγματικό» εαυτό του, τον Αχιλλέα του φημισμένου τηλεοπτικού 50-50, τον παρακολουθεί σε μια stand up comedy περιοδεία στην ελληνική επαρχεία με θαυμαστά μαύρα κωμικά αποτελέσματα – ειδικά στα σημεία που «σπρώχνει» το εγώ του στα άκρα για να πετύχει μια «συνέχεια» της παλιάς του επιτυχίας. Φτιάχτηκε κυρίως τους μήνες της καραντίνας, καθώς τότε υπήρχε χρόνος: «Η πρώτη ειδικά, που αποενοχοποίησε  την τεμπελιά μας, ήταν καλή. Ήταν και μια ευκαιρία για να ανακαλύψουμε πράγματα. Εγώ για παράδειγμα, ένοιωσα  πως δεν χρειαζόμουν την επαφή των ανθρώπων όσο πίστευα. Ήταν οι μέρες που το μισανθρωπικό μου κομμάτι κάπως διογκώθηκε και το ευχαριστήθηκε»(γέλια)

Αρκετές εβδομάδες από εκείνη τη δίκαιη βράβευση σε ένα από τα καλύτερα μικρομικάκια του φεστιβάλ (η ταινία πήρε το βραβείο σεναρίου και στις Νύχτες Πρεμιέρας), μια απολαυστική θεατρική εμφάνιση του στη Σπασμένη Στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ στο πλάι του Ακύλα Καραζήση και του Νίκου Χατζόπουλου, που υπογράφουν και τη σκηνοθεσία, γίνεται η αφορμή για να βρεθούμε, να θυμηθούμε τις φεστιβαλικές μέρες και να μιλήσουμε για όλα αυτά που βίωσε τα τελευταία χρόνια και τον έκαναν πλέον έναν άλλον άνθρωπο.

Ένα βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2020 για την εξαιρετική του εμφάνιση στην «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή, ίσα -ίσα για να του τονίσει πως πολύ καλά κάνει και κοιτάει προς την μεγάλη οθόνη, έναν χρόνο αργότερα η απώλεια του αδερφού του -μόλις στα 44 του χρόνια- και κατόπιν το «ξόρκι», μέσω μια ταινίας που αγαπιέται και συγκινεί όπου προβάλλεται. 

Το πρώτο που παρατηρείς, όταν μιλάς μαζί του, είναι πόσο του αρέσει να αφήνει το χαμόγελο να σκορπίζεται στο πρόσωπο του. Ειδικά την ώρα που με απλόχερη ετοιμότητα τα «βάζει» με τον εαυτό του: «Στην καραντίνα κατάλαβα πόσο ψυχαναγκαστικός είμαι. Είχα κάνει λίστες με ταινίες που απαραίτητα έπρεπε να δω. Το αυτομαστίγωμα πήγαινε σύννεφο. Κάποια στιγμή είχα φτάσει σε σημείο να ξυπνάω πιο νωρίς για να προλαβαίνω να ικανοποιώ τις ανάγκες της λίστας». Του λέω να μην ανησυχεί. Μια από τα ίδια και εδώ. Οι λίστες κατάπιαν και τους δικούς μου μήνες της (διπλής) καραντίνας.

Η σχέση του με τον κινηματογράφο, με τις μικρού μήκους ταινίες για την ακρίβεια, θα ξεκινούσε το 2017 όταν έγραψε το σενάριο στο Cowboy του Γιάννη Χαριτίδη: «Ήταν η πρώτη φορά που είδα πώς γίνονται οι ταινίες. Ενθουσιάστηκα. Βέβαια δεν είχα δει ούτε το ένα εικοστό από αυτό που θα αντιμετώπιζα όταν θα γύριζα τη δική μου. Ήθελα να το πάω ένα βήμα πιο πέρα. Έτσι, μου ήρθε η ιδέα στην αρχή για έναν τύπο που θα έκανε stand up comedy. Μετά σκέφτηκα πως θα μπορούσα να είμαι εγώ αυτός ο τύπος. Και να το σκηνοθετήσω. Κάπως σαν one man show».

Τι σε βοήθησε;  Υπήρχε χρόνος. Να κάτσει όλη αυτή η διαδικασία, να μεστώσει μέσα μου, να έχω χρόνο να μελετήσω τι είναι σκηνοθεσία, να μελετήσω τι είναι σκηνογραφία, τι σημαίνει σινεμά, τι σημαίνει ο ήχος στο σινεμά. Για όλα αυτά δεν είχα ιδέα. Πήρα πληροφορίες, όχι γνώσεις – για να πεις πως έχεις γνώση πρέπει να το έχεις σπουδάσει- οι οποίες μου δώσαν μια κατεύθυνση. Στο σενάριο δε, μέσα σε αυτά τα χρόνια, μπορεί και να είχα κάνει δέκα draft. Πρώτη φορά το έγραψα καλοκαίρι του ’18. Ο χρόνος έχει τρομερή σημασία στο σινεμά. Αυτό που λένε πως με τα λεφτά αγοράζεις  τα πάντα; Ε, χρόνο αγοράζεις, τίποτα περισσότερο.

Βλέποντας την ταινία σκεφτόμουν πως άνετα θα μπορούσα να τη δω σε μορφή τηλεοπτικής σειράς.  Είχα πάει την ιδέα σε κανάλια το 2016 αλλά δεν την ήθελαν. Το 90 τοις εκατό αυτών που διευθύνουν τα κανάλια είναι οπισθοδρομικοί και στενόμυαλοι, πάνε στην πεπατημένη, δεν υπάρχει τόλμη. Βέβαια, τότε η τηλεόραση ήταν τελείως άλλη. Όχι πως άλλαξε κάτι τώρα. Σε αντίθεση με τη δραματική μυθοπλασία που είναι πια σε καλό επίπεδο, η κωμωδία στην Ελλάδα είναι ακόμη στα τάρταρα. Νομίζω πως έχουμε τσακωθεί με το χιούμορ, τελείως.

Θα πίστευα το αντίθετο…  Είμαστε αριστοφανικοί. Έχουμε γαλουχηθεί αλλιώς, δώσε μας σκατολογία, με αυτά γελάμε, αν πει κάποιος «μαλάκα» στη σκηνή, το κοινό θα γελάσει αμέσως. Δεν έχουμε καθόλου μα καθόλου τον αυτοσαρκασμό σε ετοιμότητα. Δεν το πιστεύεις;

Στην καθημερινότητα τον αναγνωρίζω, στην τηλεόραση τώρα που το λες, μάλλον ναι λείπει.  Δες τις τηλεοπτικές μας τελετές για παράδειγμα. Αν κάνεις λίγο πλάκα… τζιζ. Και είναι κρίμα, γιατί υπάρχει λύτρωση μέσα στον αυτοσαρκασμό. Είναι το πρώτο που πρέπει να κάνεις στην ψυχολογία σου.

Πιστεύεις σε αυτόν;  Βγάζει μεγάλο βάρος από πάνω σου. Μας βοηθά να ξεκινάμε από τα βασικά. Και να τα αναγνωρίζουμε. Πως δεν είμαστε σπουδαίοι. Πως δεν χρειάζεται να γίνουμε σπουδαίοι. Το έλεγε και ο Ρίκι Ζερβέ σε μια συνέντευξη του, που τον εκτιμώ πολύ, όταν τον ρώτησαν για τη διαφορά Αμερικάνων και Άγγλων. Πως οι πρώτοι μεγαλώνουν με αυτό που τους λένε οι γονείς τους, ότι «εσύ θα γίνεις ο επόμενος πρόεδρος της Αμερικής» ενώ οι δεύτεροι έχοντας μια φωνή στο κεφάλι που λέει «μα τι σκατάς είσαι και ξέρεις κάτι, έτσι θα παραμείνεις σε όλη σου τη ζωή».

Ο Έλληνας πώς μεγαλώνει;  Τι εννοείς; Το καμάρι, το καλύτερο που υπάρχει (γέλια).

Και μετά σκάει ένα «ψαλίδι» και κόβει ότι βρει.  Η διάσημη ματαίωση. Η οποία έρχεται και ξαφνικά. Κι έτσι δημιουργείται ένα «δόγμα» μέσα μας, ένα πιστεύω, από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Κι αυτό  δεν είναι κάτι που αν το χρησιμοποιήσεις θα πας μπροστά.

Το χιούμορ βοηθάει στη ζωή;  Τα τελευταία χρόνια βρίσκω μια διέξοδο σε αυτό. Να παίρνω τα πράγματα πιο ελαφριά. Πάντα τα έπαιρνα πιο σοβαρά και πιο βαριά και ακόμη παλεύω με αυτό. Είναι ένας υπαρξιακός φόβος που μου έβγαινε παλιά σε θυμό. Πρώτα σε καταπίεση και μετά σε ένα μεγάλο κύμα θυμού. Γιατί ο θυμός είναι απειλή. Με όλα αυτά που έχουν συμβεί στη ζωή μου πλέον, το χιούμορ είναι ένας τρόπος να μη τα παίρνω προσωπικά. Δεν το είχα στη ζωή μου. Τώρα το έχω.

Στη δουλειά σου όμως το χρησιμοποιούσες.  Αυτά έρχονται κάπως και μεστώνουνε. Αυτό που μου άλλαξε τον ρου της σκέψης μου με την κωμωδία είναι όταν είδα το The Office. Το βρετανικό! Είναι άλλο πράγμα το αγγλικό. Είδα το αμερικάνικο ένα τέταρτο και είπα όχι, ευχαριστώ δεν θα πάρω. Είναι άλλη η φύση της κωμωδίας στην Αγγλία. Είναι άλλο πράγμα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, είναι σαν να είναι μέσα στο DNA. τους. Όταν είδα λοιπόν αυτή τη μιζέρια και το γέλιο που έβγαζε, τρελάθηκα. Μετά το σύστηνα σε φίλους και με βρίζανε (γέλια). Βρήκα ένα αποκούμπι εκεί.

Σου άρεσε και το After LifeΔεν μ’ αρέσει ο Ζερβέ στα πιο δραματικά του. Μετά το The office πάντως άρχισα να βλέπω πολλά αγγλικά. Ανακάλυψα πως ήμουν αυτής της σχολής, απλά δεν το ήξερα. Νομίζω πως όλη η βρετανική σχολή συνοψίζεται στον Τζον Κλιζ. Έχει ταυτόχρονα μια έπαρση και μια ματαίωση σε απόλυτη ισορροπία.

Αυτό είναι κάτι που το ψάχνεις και σε σένα; Πώς ήταν όταν πρωτοέκανες κωμωδία;  Η πρώτη φορά ήταν στο 50-50. Στην αρχή είχα πάθει κατάθλιψη. Δεν έφταιγε ούτε ο ρόλος ούτε η σειρά, αλλά πώς έβλεπα εγώ τα πράγματα. Μόλις είχα τελειώσει τη σχολή του Εθνικού και είχα μια έπαρση γι’ αυτό.  Αν κρατήσεις το απόσταγμα της έπαρσης, μπορεί να σου κάνει βέβαια καλό. Γιατί υπάρχει και μια παραγωγική, μια δημιουργική έπαρση. Εγώ όμως είχα βγει λίγο πιο κουλτουριάρης και όταν αποφάσισα να κάνω αμέσως τηλεόραση, δεν ήξερα που πήγαινα. Θυμάμαι το πρώτο γύρισμα στο 50 /50 χαρακτηριστικά, τους έβλεπα να παίζουν με τον τρόπο της τηλεόρασης και ήθελα να φύγω εκείνη τη στιγμή. Αισθανόμουν ξένος μέσα σε αυτό. Μετά από λίγες εβδομάδες βεβαίως, «βούτηξα» και πέρασα και πάρα πολύ καλά.

Νιώθεις πως είσαι καθαρόαιμος κωμικός;  Στη ζωή θεωρώ πως είμαστε δραματικοί και κωμικοί ταυτόχρονα. Τι ακριβώς συμβαίνει με μένα, δυσκολεύομαι να αποφασίσω. Είμαι μάλλον τόσο κωμικός ή δραματικός όσο είμαι και στη ζωή μου. Βοηθά και η κατάθλιψη που έχω μέσα μου. Αφού, ως γνωστόν, δεν υπάρχει κωμωδία χωρίς να είσαι έστω και λίγο καταθλιπτικός.

Όταν διακρίνεις την κατάθλιψη, πώς αντιδράς; Βάζεις μια κάποια κωμικότητα για να την «λειάνεις»;  Μόνο έτσι μπορώ να ανταπεξέλθω. Μη ξεχνάς πως κάθε κωμικό, ξεκινά από κάτι πολύ βαθύ. Έχει πολύ πόνο από κάτω. Είναι σαν να πηγαίνεις και να λες «είμαι σκατά» και οι άλλοι να γελάνε. Από κάποιο σημείο και μετά, σταμάτησα να κάνω μαύρο χιούμορ. Μου ήταν πολύ δύσκολο.

Να δεχτείς μπορείς;  Ναι αλλά μάλλον ενοχικά.

Αυτό συνέβη μετά την απώλεια του αδερφού σου;  Ναι. Το παρατήρησα, γιατί πίστευα πως μπορούσα και πήγα να κάνω, αλλά δεν…

Νιώθεις πως είσαι ακόμη στην διαδικασία της ίασης;  Δεν νομίζω πως θα φύγω ποτέ. Η απώλεια του Βασίλη, όλα αυτά που πέρασα αυτά τα τρία τελευταία χρόνια. μου έχει αλλάξει την κοσμοθεωρία μου και θα συνεχίζει να μου την αλλάζει. Η ταινία -και ξαναγυρίζω λίγο σε αυτή- ήταν ένα πολύ μεγάλο βήμα για μένα. Ήταν μια επιτακτική ανάγκη να αντιδράσω σε αυτό που συνέβαινε.

Το να μιλήσεις για αυτό;  Υπήρχε ένα βιβλίο που διάβαζα τότε. «Η Αδερφή μου» του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Είχα διαλυθεί και είχα λυτρωθεί ταυτόχρονα. Του είχα έγραψα ένα mail του ανθρώπου, του έγραφα, του έγραφα, είχα τεράστια ανάγκη να «μιλήσω» με κάποιον που είχε περάσει μια παρόμοια διαδικασία. Ευγενέστατος, μου απάντησε. Αν τον δω ποτέ, θα ήθελα πραγματικά να τον αγκαλιάσω. Τι θέλω να πω; Αυτό πρέπει να γίνεται με τις ταινίες, με τα βιβλία, να μιλάς και να καταφέρνεις κάτι πέρα από αυτά. Πιστεύω πως, με έναν τρόπο, είδα τι σημαίνει η απώλεια για μένα και αυτό το κομμάτι είδα πως είναι να το μοιράζεσαι.

Η ταινία τελικά, πιστεύεις, σε βοήθησε στην ίαση;  Κατά έναν τρόπο ναι. Όταν την είδαν οι φίλοι μου ήταν σαν να ολοκληρώθηκε κάτι, σαν να έδειξα αυτό που πραγματικά αισθανόμουν εκείνη την περίοδο. Με έναν τρόπο είχε το θέμα του αδερφού μου αλλά και το θέμα το δικό μου, του αποτυπώματος στη ζωή, ένα υπαρξιακό που έχω σε σχέση με τον θάνατο και την επιτυχία. Ήταν σαν να έδειξα ένα κομμάτι του εαυτού μου που δεν μπορούσα να το πω με λόγια και γι’ αυτό ήμουν ανακουφισμένος μετά.

Μεγάλωσε μέσα σου, με την απώλεια, η αγωνία του τι αφήνουμε πίσω στη ζωή;  Όχι, ίσα ίσα που μαλάκωσε αυτός ο εφιάλτης. Μετά άρχισα να πιστεύω περισσότερο πως είμαστε καθαρή φύση, πως οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Μου αρέσει η ιδέα πως είμαστε ένα βότσαλο που πέφτει σε μια λίμνη και κάνει κάποιους κύκλους που επηρεάζουν τους άλλους. Κι αυτό είναι κάτι που με βοηθά να κάνω ένα βήμα πιο πέρα. Το κύμα που έχει κάνει το βοτσαλάκι του θανάτου του αδερφού μου θα ήθελα να με πάει όσο πιο μακριά γίνεται – δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τιμήσω τη μνήμη του. Αν βοηθήσουμε έναν άνθρωπο, μισό άνθρωπο, να πάει δύο εκατοστά πιο πέρα, αυτό είναι που αφήνουμε πίσω. Δεν είναι καθαυτή η ταινία που θα κάνουμε ή το βιβλίο που θα γράψουμε, αλλά πώς θα επηρεάσει έναν άνθρωπο για να κάνει κάτι στη ζωή του..

Μιλάμε για ταινίες, για κινηματογράφο, και ξεχνάμε το θέατρο.  Το πώς γίνεται πλέον το θέατρο στην Ελλάδα έχει αλλάξει πολύ, το έχω πει πολλές φορές σε συνεντεύξεις και θα αρχίσω να γκρινιάζω πάλι. Ή μπορεί εγώ να έχω αλλάξει και δεν το καταλαβαίνω. Θέλω πια τα πράγματα να είναι πιο συνδημιουργικά. Νομίζω ότι οι συνθήκες δεν ευνοούν την πρόθεση και το αποτέλεσμα, το οποίο, ειδικά αυτό, δείχνει πως έχει να κάνει πολύ με το χρήμα.

Είσαι όμως στη Σπασμένη Στάμνα στο Εθνικό. Εδώ νιώθεις πως λειτουργούν τα πράγματα για σένα;  Είναι δύο άνθρωποι εδώ που εκτιμώ απεριόριστα και έχω δουλέψει ξανά μαζί τους, ο Ακύλας Καραζήσης και ο Νίκος Χατζόπουλος. Οπότε ήξερα πως οι συνθήκες των προβών και των παραστάσεων θα ήταν τέτοιες που θα μου πρόσφεραν χώρο στο να εκφραστώ. Πως θα μπορούσα να πετύχω αυτό που ήθελα, γιατί θα μου επιτρεπόταν από την παράσταση την ίδια. Η αισθητική είναι ηθική. Κι όταν έχεις κοινή αισθητική με τους ανθρώπους, έχεις και κοινή ηθική.

Έχεις περισσότερο ανάγκη τους ανθρώπους από το ίδιο το έργο; Θα έλεγα ναι, αν δεν επιθυμούσα να παίξω συγκεκριμένους ρόλους. Η ανάγκη αυτή παραμένει τεράστια. Διψάω να παίξω, όχι να παίξω, να ψάξω, κάποιους μεγάλους ρόλους. Δικλείδα πάντα οι άνθρωποι βεβαίως.

Προστασίας;  Όχι, δεν έχει να κάνει με αυτό. Έχει να κάνει με την κοινή γλώσσα, και γι’ αυτό και στο τέλος κάτι κερδίζουν και οι δύο.

Σε αυτόν τον ρόλο τι σου άρεσε;  Βρήκα μια γοητεία στο πώς εκφράζεται αυτός ο χαρακτήρας. Στο πώς γεύεται τα πράγματα. Και ποιος είναι αυτός σε σχέση με μένα. Η ανάγκη της δικαιοσύνης, εκεί ακούμπησα και βρήκα το κοινό μας στοιχείο. Την αίσθηση της αδικίας τη θυμάμαι να με πνίγει από τότε που ήμουν πέντε χρονών. Θυμάμαι  να φουντώνω εύκολα. Ακόμη δυσκολεύομαι να την αποδεχτώ. Όπως και ο χαρακτήρας στο έργο -που φτάνει στο «δικαστήριο» για να βρει το δίκιο του – έχω πίστη πως κάποια μέρα θα υπάρξει η δικαίωση σε αυτά που μας πληγώνουν.  

Βάζεις εύκολα δικά σου στοιχεία στους ρόλους σου; Αυτός είναι ένας λόγος που θέλω να κάνω σινεμά. Δουλεύω με μία, σε εισαγωγικά, φόρμα που μου επιτρέπει να βρίσκω τους χαρακτήρες πρώτα απ’ έξω και μετά να πηγαίνω προς τα μέσα. Αυτό βέβαια συμβαίνει γιατί συνειδητοποίησα με τα χρόνια πως  δυσκολεύομαι πάρα πολύ να παίξω τον εαυτό μου. Τώρα τι σημαίνει αυτό; Πολλές φορές δυσκολεύομαι να βγάλω την αλήθεια μου και ψάχνομαι να κρυφτώ πίσω από κάποια προσωπεία. Στο σινεμά όμως δεν μπορείς να κρυφτείς. Στο θέατρο θεωρώ πως εγώ τουλάχιστον κρύβομαι πιο εύκολα

Σου αρέσει το σινεμά;  Τώρα ξεκίνησα. Το κυνήγησα. Μερικές φορές όταν δεν σου έρχεται κάτι που θες, δεν πειράζει, καλό είναι και να το κυνηγήσεις.  

Είσαι από αυτούς που ακολουθούν το «ποτάμι»;  Από ότι έχω καταλάβει μετά από τόσα χρόνια, δεν είμαι σε καμία περίπτωση leader. Είμαι μάλλον ακόλουθος. Μπορώ να χαθώ άνετα στη μάζα και φοβάμαι να είμαι κάτι πέρα από αυτό που κάνει όλος ο κόσμος. Βέβαια, τις μεγάλες αποφάσεις στη ζωή μου τις έχω πάρει πηγαίνοντας κόντρα στον εαυτό μου. Από ένστικτο, παρ’ ότι λειτουργώ ξεκάθαρα περισσότερο εγκεφαλικά.

Το να λειτουργείς με το μυαλό περισσότερο είναι μια μορφή άμυνας;  Παλεύω ακόμα το συναισθηματικό μου κομμάτι, είμαι πολύ ευάλωτος σε σχέση με αυτό και νομίζω αυτό ακόμη με προβληματίζει.

Είσαι αυτός πια που πίστευες πως θα γίνεις;  Όταν ήμουν είκοσι, είχε πει κάποια καφετζού στη μάνα μου πως στα σαράντα μου θα είμαι ένας μεγάλος ηθοποιός και έτσι φανταζόμουν τον εαυτό μου. Στο καμαρίνι με ανθρώπους απέξω να περιμένουν αυτόγραφα, εγώ να είμαι με το μπουρνούζι που έχει τα αρχικά μου και το ουίσκι στο ένα χέρι και να χαιρετάω τον κόσμο με το άλλο.

Αυτό το είπε η καφετζού. Εσύ τι σκεφτόσουν; Μη φανταστείς, τα ίδια κι εγώ (γέλια), αλλά η ζωή ευτυχώς ξέρει ποιες είναι οι πραγματικές σου ανάγκες και γιατί το μόνο που αξίζει να μείνει είναι το πράσινο all star στα πόδια (γέλια).

Ποια πράγματα σε ευχαριστούν πλέον;  Να περνάω χρόνο καλό, ουσιαστικό, με τους δικούς μου ανθρώπους, τη γυναίκα μου, τα ανίψια μου, τα σκυλιά μου, όσο χρειαστεί με τον καθένα. Δεν έχει σημασία πόσο χρόνο μοιράζεσαι, αλλά πόσο ουσιαστικός μπορεί να είναι αυτός. Μου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι. Όσο τους μισώ, τόσο τους λατρεύω.

Και τι σε κάνει να χαμογελάς; Η γυναίκα μου. Με κάνει και γελάω και αυτό δεν είναι απλά σημαντικό, είναι ευλογία!

Δημήτρης Πάντσος

Share
Published by
Δημήτρης Πάντσος