ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Πώς ο Ορφέας Αυγουστίδης ταξίδεψε στο άπειρο κι ακόμα παραπέρα δανείζοντας τη φωνή του στο Lightyear

Με το που ξεκινάει η νέα ταινία της Pixar, το πολυαναμενόμενο Lightyear, φροντίζει να ξεκαθαρίσει τη σύγχυση που συνόδευε ως τώρα την ύπαρξή της: “το 1995, ένα αγόρι που το έλεγαν Άντι αγόρασε ένα παιχνίδι από την αγαπημένη του ταινία. Αυτή είναι η εν λόγω ταινία.”

Έχοντας ξεμπερδέψει με την εξήγηση της σύνδεσής του με το κλασικό Toy Story, το Lightyear αναπόφευκτα στρέφει την προσοχή στην πρωτόγνωρη εκδοχή του ομώνυμου ήρωα, που επανασυστήνεται με ένα νέο ηθοποιό πίσω από το μικρόφωνο: ο Ορφέας Αυγουστίδης πέρασε από τη δημοφιλέστερη ελληνική σειρά αυτή τη στιγμή, το Σασμό, στο απέραντο διάστημα για να υποδυθεί έναν ήρωα που έχει σημαδέψει τη γενιά των μιλένιαλ, αλλά και την επόμενη, αντιμετωπίζοντας με θαυμασμό και προσήλωση την πρόκληση. Κάνοντας ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα, μάς μίλησε για αυτή τη συναρπαστική του αποστολή:  

Ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση από το σύμπαν του Toy Story και συγκεκριμένα από τον Buzz Lightyear; Η πρώτη μου ανάμνηση είναι η πρώτη ταινία. Θυμάμαι ότι την είχα δει όταν βγήκε στους κινηματογράφους. Για μένα ήταν μια εμπειρία, ακόμα και τώρα θυμάμαι την εμμονή μου με το animation. Ήταν η πρώτη φορά που είχαμε δει κάτι τέτοιο. Μέχρι τότε οι ταινίες της γενιάς μου ήταν Ο Βασιλιάς των Λιονταριών, το Αλαντίν, ο Ηρακλής. Τα αγαπήσαμε πλάι στις παλιότερες κλασικές, όπως τη Φαντασία, το Ντάμπο, το Πινόκιο (που ήταν ο αγαπημένος μου). Δεν είχαμε δει αυτό το 3D, δεν φανταζόμασταν καν τι μπορεί να είναι. Είναι ένα καινούργιο χρώμα στη ζωή κάποιου που είχε στο μυαλό του ότι όλα κι όλα τα χρώματα είναι τρία και ξαφνικά κάποιος σου παρουσιάζει ένα τέταρτο, διαφορετικό. Αυτές οι τρεις διαστάσεις, όλη η καινοτομία της Pixar που σιγά-σιγά εξελίχθηκε κι έχει γίνει το φαντασμαγορικό πράγμα που γνωρίζουμε σήμερα, μου είχαν ανατινάξει το μυαλό. Και φυσικά ο Buzz ήταν ο ήρωας με τον οποίο είχα κολλήσει, κυρίως γιατί είχε το λέιζερ. Ήθελα κι εγώ να έχω το ίδιο, προσπαθούσα να πείσω τους γονείς μου να μου πάρουν laser pointers, που ήταν ακριβά και δυσεύρετα και μάλιστα τα παρουσίαζαν σαν επικίνδυνα για τα παιδιά, αλλά εγώ για μήνες σκεφτόμουν τι θα κάνω όταν το αποκτήσω. Θα έφτιαχνα μια εφεύρεση που θα έβγαζε λέιζερ σαν τον Buzz.

Κάθε ηθοποιός φέρνει και κάτι δικό του στο χαρακτήρα που δανείζει τη φωνή του. Εσύ μέσα στο αυστηρά οριοθετημένο περιβάλλον της Ντίσνεϊ είχες αυτή την ελευθερία; Είχα την ελευθερία μέσα από ένα συγκεκριμένο και πρακτικό περιοσιμό. Το animation δεν μπορεί να αλλάξει, είναι προσαρμοσμένο γύρω από την ερμηνεία του Κρις Έβανς. Στην Αμερική έτσι γίνεται πλέον: πρώτα ερμηνεύει ο ηθοποιός και στη συνέχεια οι εκφράσεις, ο ρυθμός, η σωματικότητα του καρτούν “κουμπώνουν” πάνω στην ερμηνεία του. Έτσι και ο δικός μου τόνος, οι ανάσες μου και ο ρυθμός έπρεπε να ακολουθούν εκείνα του Έβανς. Πέρα από αυτό, όμως, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Κι αν ακούγεται αντιφατικό, θα πω ότι το ίδιο μπορούμε να συναντήσουμε και στο θέατρο. Υπάρχει ένας μεγάλος περιορισμός – μπορεί να είναι ρόλος, γλώσσα, ύφος, σωματική φόρμα ή ένας θεατρικός κώδικας που φαινομενικά περιορίζει τον ηθοποιό, αλλά στην πραγματικότητα μέσα από αυτό να βρίσκει την ελευθερία. Όταν το κατανοείς αυτό, μπορείς να είσαι πολύ πιο ελεύθερος απ’ό,τι θα ήσουν αν σου επιτρέπονταν όλα. Εδώ προσπάθησα να δω τι θα μάθει και πώς θα εξελιχθεί ο ήρωας στο ταξίδι του, να συνδυάσω το δικό μου χιούμορ με εκείνο της ταινίας και να δώσω μια ελληνική εκφορά, σε συνεργασία με τη σκηνοθέτιδα (σ.σ. Μαρία Πλακίδη) που συντόνιζε εδώ το project και με αυτό που έχει προτείνει η Ντίσνεϊ.

Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο στο τελικό αποτέλεσμα; Σε σχέση με τη δική μου δουλειά, με ενθουσίασε το ότι με ξέχασα και έβλεπα ένα χαρακτήρα που μου άρεσε να τον ακούω, μετά το περίεργο πρώτο 5λεπτο που χρειάστηκε να περάσει για να συνηθίσω να με ακούω. Η ταινία σε συνεπαίρνει και έγινε πολύ καλή δουλειά από όλους τους συναδέλφους που συμμετείχαν στη μεταγλώττιση, ήταν σαν να βλέπεις το πρωτότυπο. 

Η ταινία Lightyear κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.
Μάρα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Μάρα Θεοδωροπούλου