ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Μάκη Γαζή, πώς είναι να είσαι casting director στην Ελλάδα;

Τον Μάκη Γαζή τον γνώρισα το 2012, όταν είχε την ιδέα να με περάσει από κάστινγκ για τον ρόλο μιας δημοσιογράφου σε μια διεθνή παραγωγή. Δεν έκανα κάποια προετοιμασία, ούτε ήξερα τη διαδικασία και μιας και ήμουν έτσι κι αλλιώς στον δημοσιογραφικό χώρο, είπα να πάω όπως είμαι. Αυτό το “όπως είμαι” βέβαια δεν λειτούργησε πολύ καλά μιας και εμφανίστηκα με ριγέ ασπροκόκκινη μπλούζα (δεν φοράς ριγέ, ούτε πουά στον φακό γιατί προκαλεί στα μάτια ζαλάδα, το έμαθα λίγα χρόνια αργότερα αυτό στην τηλεόραση), κατακόκκινο κραγιόν και μαλλιά εξτραβαγκάνζα ενώ υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω κάτι σε Έλλη Στάη. Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, δεν πήρα τον ρόλο αλλά γελάσαμε τόσο πολύ σε εκείνη τη συνάντηση που τελικά κέρδισα έναν φίλο.

Ο Μάκης είναι πραγματικά η χαρά της ζωής. Πρόσχαρος, γελαστός, με κοφτερές ατάκες και τρελές γνώσεις επάνω στον κινηματογράφο και τη μουσική, θα κάνει τα πάντα για να περάσει ολόκληρη η παρέα τέλεια και λατρεύει τη δουλειά του. 

Είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους casting directors στην Ελλάδα, έχει δουλέψει για πάρα πολλές ελληνικές παραγωγές αλλά και για τεράστιες διεθνείς, όπως το Captain’s Corelli Mandolin στην Κεφαλονιά, το πρώτο Lara Croft: Tomb Raider με την Angelina Jolie στη Σαντορίνη, το Monday, αλλά και για τις φετινές σειρές Daisy Jones & The Six και Greek Salad. Η λίστα είναι μεγάλη, αφού βρίσκεται σε αυτή δουλειά εδώ και 30 χρόνια.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, μοναχοπαίδι, αλλά οι γονείς του ήταν από την Κεφαλονιά την οποία λατρεύει. Ως παιδάκι, οι γονείς και η νονά του τον πήγαιναν διαρκώς να δει παιδικό θέατρο, σε προβολές, σε θερινά σινεμά, με αποτέλεσμα να αποκτήσει εμμονή με τον χώρο. Η αρχική του επιθυμία λοιπόν ήταν να γίνει σκηνοθέτης και προς τα εκεί στόχευσε, αλλά τα βήματα τον πήγαν αλλού. 

Συναντηθήκαμε να τα πούμε ένα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας, κάτω από το Μουσείο, σε ένα στέκι ηθοποιών και ανθρώπων της τέχνης γενικότερα και διαρκώς χαιρετούσε γνωστούς του. Μιλήσαμε για τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει σε αυτή τη δουλειά, αλλά και για τις χαρούμενες στιγμές που έχει ζήσει. Μου είπε κάποιες βασικές συμβουλές για τους ηθοποιούς που περνούν από κάστινγκ, όπως και κάποια ευτράπελα που προέκυψαν λόγω κακών συμπεριφορών. Και ενώ εγώ επέμενα να φαντάζομαι ότι σε κάθε παραγωγή τα πίνει αγκαλιά στα σετ με τους πρωταγωνιστές, μου το ξεκαθάρισε (για ακόμη μία φορά) σα να μιλάει σε ενθουσιασμένη γκρούπι που τα μάτια της βγάζουν καρδούλες: «Δεν πάμε στα γυρίσματα εμείς, παιδί μου σου το έχω πει! Μπορεί να περάσουμε από κάποια για λίγο, αλλά δεν είμαστε εκεί πάντα και δεν τους γνωρίζουμε όλους».

Αυτή την περίοδο διοργανώνει κύκλους σεμιναρίων για ηθοποιούς, με αντικείμενο την ολοκληρωμένη προετοιμασία των ακροάσεων (auditioning technique) και την προετοιμασία του ηθοποιού για δουλειά μπροστά στην κάμερα (camera workshop), πάνω σε γνωστές κινηματογραφικές ταινίες Ελλήνων και διεθνών σκηνοθετών, στον χώρο Omikron3 Space

Μάκη πώς άρχισαν όλα; Από μικρό παιδάκι, μου άρεσε πάρα πολύ η τέχνη. Το 1985 ήταν μια κομβική χρονιά για μένα. Ήμουν στη Β’ Λυκείου και το σχολείο μας στην Ακαδημία Πλάτωνος επιχορηγήθηκε με το ποσό των 100.000 δραχμών από το Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο τότε ήταν υπουργός η Μελίνα Μερκούρη, για να ανεβάσουμε το «Λεωφορείον ο Πόθος» του Tennessee Williams, το οποίο σκηνοθετούσα εγώ. Η Μελίνα Μερκούρη δεν κατάφερε να έρθει στην παράσταση, γιατί τότε ήταν η πρώτη χρονιά που η Αθήνα ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα και βρισκόταν στο Παρίσι, αλλά μας έστειλε 300 ανθοδέσμες και πολλά άτομα από το Υπουργείο για να μας τιμήσει. Μετά έδωσα Πανελλήνιες αλλά δεν πέρασα και έτσι γράφτηκα στη σχολή Σταυράκου στο τμήμα σκηνοθεσίας. 

Ήθελες αποκλειστικά να γίνεις σκηνοθέτης και όχι ηθοποιός; Αν και όλοι με παρότρυναν να γίνω ηθοποιός, δεν είχα τέτοια διάθεση. Βέβαια έχω παίξει σε κάποιες ταινίες, όπως στο «Monday» του Αργύρη Δημητρόπουλου σε μία σκηνή με τον Sebastian Stan και τη Denise Gough ή στην ταινία της Όλγας Μαλέα «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών» στην οποία μάλιστα έκανα κάστινγκ εγώ. Εκεί ενσαρκώνω τον γραμματέα της Λήδας Ματσάγγου. Δεν αποφάσισα μόνος μου να δώσω τον ρόλο στον εαυτό μου, μην ακουστώ ψωνάρα, χαχα. Κάναμε καστινγκ επί τρεις μήνες επειδή δεν άρεσε κανένας στη Μαλέα και μου είπε: «Θα το κάνεις εσύ». 

Μετά τη Σχολή Σταυράκου τι έγινε; Το 1992 πήγα στη Φιλμική Εταιρεία με τον Γιώργο Πανουσόπουλο και τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο, ως apprentice, κουβάλαγα καλώδια, σακούλες. Για ένα διάστημα είχα κάνει και βοηθός styling στην αγαπημένη μου ενδυματολόγο Μαρία Κοντοδήμα. Παρακολουθούσα τα meetings των παραγωγών και ξαφνικά πεταγόμουν και μιλούσα και όλοι με κοιτούσαν. Έτσι, ο Τσεμπερόπουλος μου έδωσε να κάνω ένα κάστινγκ για ένα διαφημιστικό της Εθνικής Ασφαλιστικής, αν θυμάμαι καλά, και το ένα έφερε το άλλο ώσπου έφτασα να ηγούμαι της ομάδας. Τότε είχαν έρθει στο κάστινγκ ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, σε τρίτο ρόλο, η Νόνη Δούνια και άλλοι.

Σου άρεσε ή απλά το έκανες επειδή άρεσες στους άλλους; Μου άρεσε η επικοινωνία και το αλισβερίσι που είχα με τον κόσμο. Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι, ο Πανουσόπουλος μου έδωσε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Ελεύθερη κατάδυση», με τον Αλέκο Συσσοβίτη και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Μετά συνέχισα τα διαφημιστικά, αλλά στα 90’s τα χρήματα ήταν διαφορετικά. Πρόπερσι έκανα ένα ξεσκαρτάρισμα χαρτούρας και βρήκα ότι το 1994 είχα πληρώσει ένα μοντέλο για μια μέρα γύρισμα, για τα δικαιώματα προβολής στην Ελλάδα, 850.000 δραχμές. Αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος χρημάτων που υπήρχε. Ένα απόγευμα, ο Πανουσόπουλος έρχεται και μου λέει «Τι κάνεις το βράδυ; Μην κανονίσεις. Θέλω να σε πάω κάπου». Και με πήρε με τη μηχανή του και πήγαμε να μου γνωρίσει τον Νίκο Παναγιωτόπουλο για να του κάνω την ταινία «Ο Εργένης». Έτσι μετά τον «Εργένη» έκανα το «Αυτή η νύχτα μένει». Τον Νίκο Κουρή εγώ τον πήγα στον Παναγιωτόπουλο, εκείνη την περίοδο έπαιζε στον «Γυάλινο κόσμο». Πήγα τον Θανάση Βισκαδουράκη, τη Ζωή Ναλμπάντη, η οποία έπαιζε τότε στο «Grease» στο Βέμπο. Βέβαια βοήθησε και ο Αλεξανδρής.

Πάντα τον τελευταίο λόγο τον έχει ο σκηνοθέτης, σωστά; Κοίτα, πάντα υπάρχει ένα σενάριο και ένας παραγωγός. Ο παραγωγός σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη αποφασίζουν ποια είναι η ποιότητα της ταινίας, πού απευθύνονται, πού θέλουν να φτάσουν την ταινία. Έτσι αποφασίζεται και το ποιοι ηθοποιοί θα πρέπει να πλαισιώσουν την ταινία ώστε να την ενδυναμώσουν. Ορισμένες φορές και οι δυο το σενάριο το έχουν επάνω στον ηθοποιό, γιατί ειδικά τα τελευταία χρόνια αν δεν έχεις μεγάλο όνομα δεν έχεις και λεφτά. To financing παίζει με το stardome. Σε διεθνές επίπεδο έχουν γίνει τερατώδη κάστινγκ προκειμένου να έρθουν μεγάλα ονόματα και να φέρουν λεφτά στις ταινίες, τα οποία είναι ανομοιογενή, παράδοξα δεμένα. Για παράδειγμα, ο «Θάνατος στη Βενετία» με τους Kenneth Branagh, Michelle Yeoh, Tina Fey. Το είδα και κατάλαβα ότι έβαλαν λίγο diversity, λίγο το ένα, λίγο το άλλο.

Κι εμείς σαν θεατές κάποιες φορές αναρωτιόμαστε γιατί… Υπάρχουν όμως ταινιάρες, όπως είναι του Robert Altman το «Gosford Park», με μεγαλειώδες κάστινγκ και είναι όλοι τόσο σωστοί στους ρόλους. Υπάρχουν και ταινίες με λάθη. Ανέφερα αυτή την ταινία γιατί μέντοράς μου στο κάστινγκ, στα διεθνή μου, ήταν η Mary Selway, με την οποία έκανα την πρώτη μου διεθνή ταινία «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι». Εκεί κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι το πόστο του casting director. Πριν τα γυρίσματα της ταινίας, είχε έρθει η Mary στην Κεφαλονιά και φάγαμε με τον παραγωγό Tim Bevan και γύρισε και μου είπε: «την ταινία θα την κάνετε εσύ, η Mary και ο John (Madden)» και εκεί κατάλαβα τη βαρύτητα που δίνουν οι ξένοι στο κάστινγκ. Είναι επί της ουσίας. Και όχι ο φίλος μου, η φίλη σου, ο γκόμενός μου κτλ. Και έξω παίζει το να επιβληθεί μια σχέση, ένας σύντροφος, αλλά κανείς δεν θα βάλει το κεφάλι του στον ντορβά άμα είναι αγγούροβα η άλλη. Εδώ παίζουν αυτά και είναι δυσάρεστα. Υπάρχουν παραγωγές που σου λένε «Αυτό είναι».

Πώς κατάφερες να μπεις στο διεθνές κομμάτι; Όταν κάνεις μια δουλειά που έχει πιστοποιημένη αποδοχή, μετά δημιουργείται ένα προηγούμενο εμπιστοσύνης και το ένα φέρνει το άλλο. Δημιουργείται ένα βιογραφικό πάνω στο οποίο χτίζεις την καριέρα σου. Το 2008 μπήκα στον διεθνή σύλλογο casting directors (ICDA) που εδρεύει στο Βερολίνο. Ο «Λοχαγός Κορέλι» έγινε όταν από μια σύμπτωση είχα γνωριστεί με τη line producer, την οποία έλεγαν Susie Pugh-Tasios και με πρότεινε στη Mary. Η Selway έχει κάνει κάστινγκ για σπουδαίες ταινίες, όπως το «Out of Africa» ή το «Raiders of the Lost Ark» του Spielberg. Τότε δεν υπήρχε ούτε το zoom ούτε τίποτα και ήρθε η Mary να κάνει αναγνωριστικό με 2-3 Έλληνες και με «ερωτεύτηκε».

Πώς αισθάνθηκες όταν ξαφνικά βρέθηκες σε μία τόσο μεγάλη παραγωγή; Η αρχική δουλειά για την ταινία ήταν να έχουν 8-10 Έλληνες ηθοποιούς για να έχει το χρώμα της Ελλάδας. Καταλήξαμε να έχουμε 65 ρόλους Ελλήνων, γιατί πείστηκαν ότι έχουμε καλούς ηθοποιούς. Οπότε ξαφνικά μεγάλωνε η δουλειά. Ένιωθα περήφανος και δεν με άγχωσε, αντιθέτως μου έδωσε δύναμη.

Στο σετ του Captain Corelli’s Mandolin με τους Έλληνες ηθοποιούς, Μιχάλη Γιαννάτο, Δημήτρη Καμπερίδη, Αιμίλιο Χειλάκη, Βίκυ Μαραγκάκη και Νίκο Καραθάνο.

Στο σετ του Captain Corelli’s Mandolin με την Penelope Cruz.

Μετά τον Corelli έκανες το Tomb Raider; Ναι, πολύ σωστά. Έκανα και ένα μικρό κάστινγκ για το «Μόναχο» του Spielberg. Και για τον «Βασιλιά» του Γραμματικού, μια από τις ωραιότερες ελληνικές ταινίες που έχουν γυριστεί. Στο Tomb Raider, η Angelina Jolie ήταν ο μεγάλος κράχτης της υπόθεσης όπως και ο Wolfgang Petersen που έχει κάνει πολλά blockbusters. Στην ταινία έπαιξαν επτά ανερχόμενοι Έλληνες ηθοποιοί. Τότε είχε γίνει ένα δυσάρεστο σκηνικό στην παραγωγή με μια Ελληνίδα ηθοποιό που είχε εβδομαδιαίο συμβόλαιο, η οποία έφυγε από το νησί για να κάνει θεατρικές ακροάσεις στην Αθήνα, κάτι που εγώ το έμαθα από τους γνωστούς μου στον χώρο. Στις παραγωγές αυτές κάνεις εβδομαδιαία συμβόλαια όπου μπορεί να δουλεύεις από 1 έως 5 μέρες, αλλά όσες δεν εργάζεσαι πρέπει να βρίσκεσαι εκεί stand by. Ε, εκείνη έφυγε και την ψάχναμε. Πήγα στο νησί και με έβγαλε ψεύτη μπροστά στον παραγωγό. Αυτό είναι το πρόβλημα όταν δεν υπάρχουν ατζέντηδες. Εκεί φαίνεται πόσο ασυνεπείς μπορούν να είναι οι ηθοποιοί και πόσο εύκολα μπορούν να διαγραφούν από τη λίστα συνεργασίας και άλλοι συνεργάτες. Δυστυχώς στην ελληνική αγορά δεν χωρούν ατζέντηδες. Ένας ατζέντης προφυλάσσει την παραγωγή από τέτοια πράγματα και ταυτόχρονα κάνει τον ηθοποιό πιο υπεύθυνο. 

Μου έχεις πει ότι δεν βρίσκεσαι και πολύ στα γυρίσματα. Όχι. Το 99% της δουλειάς μου τελειώνει όταν ξεκινήσει η ταινία. Αλλά είμαι πάντα stand by γιατί μπορεί να συμβεί κάτι, όπως να αρρωστήσει ή να χτυπήσει κάποιος ηθοποιός. 

Σου έχει συμβεί κάποιο απρόοπτο; Το πιο αγχωτικό απρόοπτο συνέβη στο κάστινγκ της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη» όπου βρίσκομαι στην κηδεία του καλύτερού μου φίλου και χτυπάει το κινητό δαιμονισμένα από ένα αγγλικό νούμερο. Δεν το σηκώνω. Είμαστε στο αυτοκίνητο μετά το τέλος της κηδείας και με ξαναπαίρνουν, όπου αποφασίζω να το σηκώσω και στην άλλη άκρη της γραμμής είναι η ατζέντισσα της Vanessa Redgrave η οποία με ενημέρωσε ότι βρισκόταν στο νοσοκομείο με λοίμωξη του αναπνευστικού, δεν ήταν Covid, αλλά οι γιατροί της απαγόρευσαν να πετάξει στην Ελλάδα για γύρισμα. Με ενημέρωσε λοιπόν ότι θα επέστρεφαν το ποσό που της είχαμε προπληρώσει και έπρεπε να βρούμε μέσα σε 3 εβδομάδες άλλη ηθοποιό για να αντικαταστήσει τη Vanessa. Έτσι βρήκαμε την Jane Lapotaire. Ειδικά όταν έχεις κλείσει μέρη για γύρισμα και δεν μπορεί να αλλάξει το πρόγραμμα, τότε το άγχος χτυπάει κόκκινο.

Πόσα τηλέφωνα διάσημων έχει ο τηλεφωνικός σου κατάλογος; Πες μου έναν αριθμό κατά προσέγγιση; Έχει πολλά αλλά χρησιμοποιούνται για επαγγελματικούς και μόνο σκοπούς. 

Στο φεστιβάλ του Σεράγεβο με τη Σοφία Κόκκαλη και τη σκηνοθέτιδα Ζακλίν Λέντζου για την ταινία της Σελήνη 66 Ερωτήσεις.

Με τη Τζούλη Αγοράκη στην πρεμιέρα του Monday.

Σε έχει εκνευρίσει ποτέ κάποιος σκηνοθέτης; Ορισμένες φορές υπάρχουν αντίθετες απόψεις, το ατυχές κλίμα που μπορεί να δημιουργηθεί σε μια συνεργασία και να ολοκληρωθεί με ένταση και αρνητική διάθεση από τις δύο πλευρές. Κάποιες φορές αυτό δεν ολοκληρώνεται και φεύγεις ή «σε φεύγουν». Το κάστινγκ αφορά απόλυτα την ψυχή της ταινίας. Χωρίς ηθοποιούς δεν μπορείς να έχεις ταινία, και αυτοί οι ηθοποιοί έχουν ψυχή η οποία θα αποτυπωθεί 100% στο εμουλσιόν, στην ταινία, στο βίντεο. Εάν αυτό που θα εισπράξεις στην ανθρώπινη επαφή είναι αρνητικό, το ίδιο αρνητικό θα είναι και στην κάμερα. Άρα δημιουργείς μια ατμόσφαιρα με μια πολύ συγκεκριμένη και παραγωγική διάθεση. 

Η σαφήνεια πρέπει να υπάρχει με συνέπεια με όλους τους συντελεστές της ταινίας, άρα από τον σκηνοθέτη προς τον casting director αλλά και προς τον ηθοποιό. Υπάρχει ελληνική ταινία στην οποία έχω εργαστεί, όπου, δυστυχώς, από λάθος επικοινωνία χάθηκε η ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει ένα ανερχόμενο τότε και τεράστιο όνομα σήμερα, ο Jamie Dornan, και καπάκια για την ίδια ταινία ο Ben Aldridge. Αυτό συνέβη γιατί ουσιαστικά δεν υπήρχε επικοινωνία. Η συνεργάτιδά μου μας είχε προτείνει τον Aldridge, του κάναμε δοκιμαστικό, ήταν υπέροχος, αλλά ο σκηνοθέτης δεν καταλάβαινε πράγματα. Η καριέρα τους πάντως μετέπειτα επιβεβαίωσε την αρχική μου στάση, που τους ήθελα στην ταινία. Τότε ήταν άγνωστοι και οι δυο. 

Εσύ έχεις φύγει από κάποια παραγωγή; Έχω φύγει και κυρίως φεύγω περισσότερο από ελληνικές παρά από ξένες. Ενώ μπορεί να προσφέρεις με θετική διάθεση την τεχνογνωσία και την εμπειρία σου, αλλά και όλο αυτό το οποίο είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωση μιας ταινίας στο επίπεδο του κάστινγκ, σε μια παραγωγή που είναι low ή no budget, και επειδή θες να το κάνεις για την ψυχή σου, γιατί το γουστάρεις πολύ, όλο αυτό να θεωρηθεί αυτονόητο, κάτι που δεν ισχύει. Αυτό είναι κάτι που έχω ζήσει 2-3 φορές πολύ έντονα και άσχημα, όπου εκεί καλείσαι να σώσεις την ψυχική σου ισορροπία γιατί το κάστινγκ είναι μια δουλειά που αφορά 100% την ταύτιση μιας επικοινωνίας, μια διαδικασία που σε βάζει σε μια «ψυχική σύνδεση» με ένα έμψυχο ον που λέγεται ηθοποιός, που είναι απέναντί σου, που πρέπει να τον συζητήσεις, να επικοινωνήσεις ώστε να ανοιχτεί και να συνδέσεις κομμάτια του χαρακτήρα του με τον ρόλο. Ένας ηθοποιός μπορεί να ανοιχτεί και να θέλει να συνδεθεί με τον χαρακτήρα που πρέπει να υποδυθεί σε ένα σενάριο. Χρειάζεται μια πολύ λεπτή ισορροπία για να το καταλάβεις και να είσαι παρών, να λούζεσαι το ευχάριστο ή το δυσάρεστο του καθενός και να παίρνεις τον ρόλο ενός ψυχοθεραπευτή. Εκεί αντιλαμβάνεσαι και το πόση δυναμική υπάρχει ώστε να φτάσει στο ταλέντο. Για να υποδυθείς δεν χρειάζεται απλά να διαθέτεις υποκριτικό ταλέντο, αλλά και μια ισορροπία με τον εαυτό σου, σαν ηθοποιός, ώστε να μπορέσεις αυτό να το πράξεις με ειλικρίνεια και ισορροπία για να γίνεις πιστευτός. Για να γίνεις ηθοποιός πρέπει να αποδεχθείς ότι θα φορέσεις, ψυχικά τουλάχιστον, κοστούμια που πρέπει να εφαρμόσουν επάνω σου. Πρέπει να το φιλτράρεις, ώστε να το δώσεις σωστά στον άλλο.

Έχει τύχει να δεις ταινία στην οποία έχεις κάνει το κάστινγκ και να πεις ότι έκανες λάθος και ότι δεν σου αρέσει τελικά το αποτέλεσμα; Έχει συμβεί να δω ταινία στην οποία έχω δουλέψει και μέρος του κάστινγκ να είναι τελείως λάθος. Εκεί είχα στεναχωρηθεί πολύ γιατί δεν μου δόθηκε η δημιουργική ελευθερία να ακουστώ και τελικά βγήκε ένα πολύ λάθος αποτέλεσμα. Λάθη κάνουμε όλοι, έχω μετανιώσει για συμπεριφορές ηθοποιών που αναγκάστηκα να κάνω καστ και ξαφνικά να συνειδητοποιώ, παρά το γεγονός ότι είναι ταλαντούχοι, ότι δεν θέλω ποτέ ξανά να συνεργαστώ μαζί τους. Πραγματικά είναι κάτι το οποίο με έχει προβληματίσει και στεναχωρήσει. Δεν μπορώ να παραμερίσω το ταλέντο και να πω «Έλα μωρέ, είναι καλός ηθοποιός», γιατί αργά ή γρήγορα θα του βγει αυτός ο χαρακτήρας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Αυτό συμβαίνει περισσότερο τώρα; Φέτος κλείνω 30 χρόνια στη δουλειά και το είδα να μεγαλώνει. Ναι, υπάρχουν ηθοποιοί οι οποίοι, δυστυχώς, αν και έχουν μια καταξίωση, είναι τόσο πολύ δυσάρεστοι στη συνεργασία και στη συμπεριφορά τους που εγώ προσωπικά δεν θέλω να ξανασυνεργαστώ μαζί τους. Όμως όταν μου το επιβάλλει η παραγωγή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Όλοι και όλα έχουν να κάνουν με τα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια που βιώνουμε. Αλλιώς ήταν οι ηθοποιοί τη δεκαετία του 1980, αλλιώς είναι τώρα. Τα social media και οι πλατφόρμες έχουν κάνει τα νέα παιδιά περισσότερο σαρκοφάγα, ώστε να μπορέσουν να δείξουν την αξία τους προς τα έξω. Τότε ήταν η τηλεόραση, το θέατρο και μια ταινία. Τώρα θέλουν να τα κάνουν όλα προκειμένου να υπάρχουν, να ακούγονται και να υπολογίζονται, ότι είναι υπαρκτά πρόσωπα. Και εκεί κάνουν το μεγάλο λάθος γιατί χάνουν την ουσία. Δεν μπορείς να είσαι παντού καλός. Με τίποτα.

Έχεις παραδείγματα από ξένους ηθοποιούς που λάτρευες και τελικά απομυθοποίησες ή το αντίστροφο; Είχα απογοητευτεί με τον Orlando Bloom. Στις ταινίες μου άρεσε πολύ αλλά τον είδα στο θέατρο και δεν έλεγε τίποτα. Δεν μου έκανε την παραμικρή εντύπωση. Ήταν σαν λευκό σεντόνι πάνω στη σκηνή. Πραγματικά μου κάνει μεγάλη εντύπωση πώς έχει αυτό το ρεύμα στον κινηματογράφο.

Ο Γιώργος Λάνθιμος έφυγε. Ο Λάνθιμος έκανε πάρα πολύ καλά που έφυγε γιατί ουσιαστικά η αισθητική του δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα, άρα ο κόσμος του όλος δεν έχει καμία σχέση με το ελληνικό τοπίο. Το γεγονός ότι το DNA του είναι ελληνικό, δεν τον υποχρεώνει αυτόματα να μείνει και να υποστεί τις συνέπειες εγκλωβισμένος σε μια ασχήμια. Κακά τα ψέματα, υπάρχει μια ασχήμια αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.

Την ασχήμια την αναφέρεις μέσα σε ποιο πλαίσιο; Σε ανθρώπους, σε σχέσεις, σε τοξικότητα, σε περιορισμένο δραματικό επίπεδο, σε ανθρώπους με πολιτικά οφέλη κτλ. Όλο αυτό το πράγμα είναι δυσάρεστο. Άρα έφυγε και πολύ καλά έκανε. Ο Λάνθιμος δεν έφυγε τυχαία. Έκανε εδώ τις ταινίες του, είχε πάρει την αποδοχή της κοινότητας της χώρας αλλά και της διεθνούς, από τις Κάννες, και έτσι έχτισε. Δεν είπε να ξεκινήσει από το μηδέν για να πάει στο Los Angeles. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους Έλληνες ηθοποιούς που μπερδεύουν τη διεθνή καριέρα με τη δουλειά.

Ο Βασίλης Κεκάτος όμως που επίσης έτυχε διεθνούς αποδοχής, τώρα κάνει ελληνική σειρά. Το Milky Way είναι μια ελληνική σειρά με διεθνές θέμα και διεθνή ματιά. Δεν είναι κλασικό ελληνικό σίριαλ από αυτά που σε γυρίζουν στο 1940. Ειδικά αυτή τη χρονιά, έχουμε μεγάλη παρελθοντολαγνεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πάμε όμως σε όλα τα ωραία που έχεις κερδίσει εσύ μέσα από τις συνεργασίες σου. Προσφάτως έκανα μια δουλειά με τη Γαλλία, σε παραγωγή της Amazon, με τον ευφάνταστο τίτλο «Χωριάτικη Σαλάτα» (Salade Grecque), με την ομάδα των δημιουργών του «Call my Agent» Cedric Klapisch, Antoine Garceau και Lola Doillon. Είναι μια σειρά 8 επεισοδίων, εξ’ ολοκλήρου γυρισμένη στην Αθήνα. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι, λοιπόν, με εντυπωσίαζαν όποτε βρισκόμουν μαζί τους, γιατί κάναμε το κάστινγκ όλοι μαζί στους Έλληνες ηθοποιούς σε ένα γραφείο, παρουσία του ηθοποιού και εμένα. Και όλες αυτές οι συναντήσεις ήταν μαγικά ευλογημένες σε διάθεση επικοινωνίας και δοσίματος. Αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η χαρά και η συγκίνηση που είχα ακούγοντας τις παρατηρήσεις, τα σχόλια, το «μπράβο αυτό θέλαμε» ή «αυτό δεν θέλαμε» των ανθρώπων αυτών αλλά και η σύμπνοια, ήταν μαγεία. Και μετά, στη σειρά, το έβλεπα και έλεγα ότι την Αθήνα κανένας Έλληνας κινηματογραφιστής δεν την έχει τραβήξει όπως είναι τώρα. Χωρίς καμία διάθεση αρχαιολαγνείας, αλλά με μια «βρωμιά» δική της, η οποία όμως ταυτόχρονα εκπέμπει μια γοητεία. Η σειρά δίνει έμφαση στο γεγονός ότι από την πόλη που ξεκίνησε ο Δυτικός πολιτισμός, η Ευρώπη, θα αναγεννηθεί μια νέα Ευρώπη. Θα γίνει πάλι από εδώ. Και αυτό είναι αλήθεια. Όλες αυτές οι προσμίξεις των πολιτισμών από εδώ και από εκεί δεν θα έχουν ένα νέο αποτέλεσμα σε σχέσεις, σε οικογένειες, σε παιδιά; Φυσικά και θα έχουν. Αυτό είναι αναγέννηση. 

Έχεις γνωρίσει κάποιον ξένο σκηνοθέτη, παραγωγό, ηθοποιό με τον οποίο να διατηρείτε μια σχέση ζωής; Φυσικά. Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που γνώρισα πριν 14 χρόνια ήταν ο Jeremy Podeswa που έκανε στην Ελλάδα το «Συντρίμμια Ψυχής» και στη συνέχεια έκανε το «Pacific», το «Game Of Thrones». Εχουμε διατηρήσει μια φιλική σχέση. Μεθαύριο θα τον πάω στο Ηρώδειο.

Τους ξένους ηθοποιούς από τις παραγωγές, τους γνώρισες; Βέβαια. Στο «Lost Daughter» δεν γνώρισα κανέναν λόγω covid, αλλά για παράδειγμα την Angelina τη γνώρισα στη Σαντορίνη με τον Maddox το 2014. Ένα γεια κι έφυγε. Αυτό. Μη φανταστείς.

Δεν εντυπωσιάζεσαι πλέον; Όχι. Να σου πω κάτι, εντελώς ανθρώπινα; Θα εντυπωσιαστείς με κάποια αγαπημένα πρόσωπα που έχεις συνδέσει στο κεφάλι σου με αγαπημένες ταινίες όταν τα γνωρίσεις από κοντά, αλλά στη δουλειά δεν χωράει το προσωπικό στοιχείο. Το 1999 γυρίστηκε στην Ελλάδα η ταινία του Jonathan Nossiter «Signs and Wonders» στην οποία έπαιζε η Charlotte Rampling. Ήθελα να τη γνωρίσω απεγνωσμένα γιατί την παραγωγή την έκαναν φίλοι μου, όμως δεν την γνώρισα τότε, αλλά αργότερα. Όταν τελικά τη γνώρισα, επειδή ακριβώς δεν υπήρχε το επαγγελματικό πλαίσιο, αισθάνθηκα ότι γνωρίζω ένα πρόσωπο που λάτρευα από πιτσιρικάς. Όπως επίσης και με την Jane Birkin που την είχα δει στο Blow Up του Antonioni και τρελαινόμουν. Όταν είπα στη Vanessa Redgrave ότι τη θαύμαζα από το Blow Up τσαντίστηκε και μου λέει «I was young», χαχα. 

Με τη Jane Birkin και τη Charlotte Rampling στο Παρίσι.

Ποιο πρόσωπο θα ήθελες πολύ να γνωρίσεις; Τον Pedro Almodóvar.

Η τελευταία του ταινία, “Strange way of life” δεν μου άρεσε. Ούτε εμένα αλλά κυρίως δεν μου άρεσε η ερμηνεία του Ethan Hawke που έβλεπα στα μάτια του το: «Όντως ζω αυτό που ζω; Παίζω σε ταινία του Almodóvar; Δεν το ζω». O Pedro Pascal ήταν πιο σωστός. 

Πόσο καιρό τον χρόνο ταξιδεύεις; Ανάλογα με τις παραγωγές. Πηγαίνω όμως σίγουρα σε φεστιβάλ. 

Σε ποια άλλη ταινία έχεις βάλει το χεράκι σου τώρα; Στη νέα ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ που λέγεται «She loved blossoms more» και περιμένω να τη δω πως και πως. Έχω κάνει καστ τον Dominique Pinon, τον Julio (Γιώργο) Katsis, τον Άρη Μπαλή και τον Πάνο Παπαδόπουλο. Εύχομαι να φτάσει στις Κάννες του χρόνου.

Υπάρχει άλλος casting director στην Ελλάδα; Πόσοι είστε; Εσύ έχεις βοηθούς; Φυσικά υπάρχουν και είναι εξαιρετικά παιδιά με πολύ δυνατά βιογραφικά. Το δυσάρεστο είναι όμως ότι κάποιοι ξεκινούν να δουλεύουν τώρα με σαρκοφάγα διάθεση. Θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο μέσα σε έναν χρόνο και δυστυχώς κάνουν λάθη. Βεβαίως, το αρχικό λάθος έρχεται από την παραγωγή που τους επιλέγει. Επαγγελματίες με έργο, με βιογραφικό, δεν είμαστε πάνω από 6-7. Εγώ έχω βοηθούς, μια μεγάλη ομάδα. Στο «Daisy Jones & the Six» της Amazon, στο επεισόδιο που κάναμε είχα 6 άτομα, οι οποίοι όμως δούλευαν 24 ώρες το 24ωρο. Ήταν τόσο δύσκολο αυτό που κάναμε στην Ελλάδα τότε. Έπρεπε μέσα σε δύο μήνες να “δημιουργήσουμε” εδώ τρία κλαμπ της Νέας Υόρκης με queer crowd και στην Ύδρα να φέρουμε την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα των 60s-70s, όπου εκεί βρισκόταν η ανφάν γκατέ του στυλ και της τέχνης. Πολύ δύσκολο γύρισμα γιατί έφερναν από την Αθήνα τους κομπάρσους, τους κοίμιζαν στο Κόστα απέναντι, έπρεπε να ανεβοκατεβαίνουν τα κατσάβραχα στην Ύδρα, υπήρχε μια απίστευτη ταλαιπωρία. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο.

Τους πρωταγωνιστές τους γνώρισες; Η Riley είναι θεότητα. Κάναμε μαζί table reading, εξαιρετική, απλή, υπέροχη. Η Nabiyah Be που έπαιζε τη Simone ήταν συγκλονιστική επίσης. Βραζιλιάνα, συγκλονιστική φωνή, μας τραγουδούσε στο table reading. Απίστευτη. 

Πες μου μια συμβουλή που θα έδινες σε κάποιον που θα ήθελε να κάνει τη δουλειά σου. Να πηγαίνει διαρκώς στο θέατρο, να βλέπει πολλές ταινίες, να διαβάζει ειδήσεις γιατί όλο αυτό που ζούμε είναι αυτό που καταγράφεται σε μια κάμερα, άρα πρέπει να είναι αληθινά τα πρόσωπα σε αντιστοιχία με την πραγματικότητα που ζούμε. Δεν γίνεται να μην είναι ενήμερος κοινωνικοπολιτικά, πρέπει να ξέρει τι συμβαίνει στο τώρα. Πέρσι έκανα μια σειρά με το Ισραήλ, το «East side» που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και όταν είδα τα επεισόδια έπαθα σοκ με την πιστότητα και την αληθοφάνεια της κατάστασης στην οθόνη μου. Δεν ήταν τίποτα ωραιοποιημένο, τίποτα φτιαχτό, και αυτό είναι μαγεία να το βλέπεις σε μια οθόνη, να σε πείθει.

Ετοιμάζεις και κάποια σεμινάρια αυτή την περίοδο. Ναι, έναν κύκλο σεμιναρίων κάθε τέλος του μήνα. Ξεκινάω τώρα τον Οκτώβριο με την ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη, «Digger», που στην ουσία είναι camera workshops, είτε για επαγγελματίες, είτε για απόφοιτους σχολών. Προσεγγίζουμε από την αρχή κάποιες σκηνές αυτοσχεδιασμού με τη συνθήκη της κάμερας. Η επόμενη ταινία θα είναι το «Florida Project» του Sean Backer, η επόμενη θα είναι του Lukas Dhont το «Close» και η άλλη θα είναι του Klapisch το «Encore». Θα είναι 8ωρα σεμινάρια.

5 must κανόνες που θα συμβούλευες έναν ηθοποιό να ακολουθήσει πριν από ένα casting. Αυτοπεποίθηση, σιγουριά για την εικόνα του, εξωστρέφεια, χιούμορ -γιατί αυτό σημαίνει ευφυία – και ευγένεια. Όλα αυτά που λέμε, είναι κλεισμένα στην ουσία που λέγεται επικοινωνία. Αν έχεις διάθεση να επικοινωνήσεις, τότε χωρίς αυτά δεν υπάρχει επικοινωνία.

Τα σεμινάρια θα πραγματοποιηθούν στις 23 & 24 και 30 & 31 Οκτωβρίου, με θέμα την ταινία “Digger” σε σκηνοθεσία Τζώρτζη Γρηγοράκη και στις 20 & 21 και 27 & 28 Νοεμβρίου, με θέμα την ταινία “The Florida Project” σε σκηνοθεσία Sean Baker. Θα ακολουθήσουν περισσότερα.
Πληροφορίες στο email: office@makisgaziscasting.com και εδώ.
Αντιγόνη Πάντα-Χαρβά