Βαδίζοντας στο δρόμο προς το Πάρκο Ελευθερίας, αναπτύσσεται αυτή η αίσθηση της ανυπομονησίας που έχει κανείς όταν πρόκειται να επισκεφθεί μια έκθεση, ένα μουσείο, έναν χώρο τέχνης. Ενώ το σώμα αναζητά τη δροσιά κάτω από τις σκιώδεις φυλλωσιές των δέντρων, η ψυχή επιζητά να ποτιστεί με την δική της τροφή. Στο γρασίδι του πάρκου βρίσκονται παρέες που κάνουν το πικ νικ τους, ζευγάρια που κάθονται κάτω από τα δέντρα, οικογένειες με παιδιά και σκυλιά που τρέχουν ανέμελα. Το μονοπάτι που οδηγεί στο πίσω μέρος του πάρκου αυξάνει κατάτι την προσμονή για το τελικό θέαμα, καθώς σε καλεί να βρεις τα πέτρινα κτίρια που βρίσκονται χωμένα στο βάθος, τα οποία είχαν στρατιωτική χρήση κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και στη δικτατορία ήταν κρατητήρια. Σήμερα, στεγάζουν το Μουσείο Ελευθερίου Βενιζέλου και το Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων.
Στο τελευταίο φιλοξενείται η έκθεση “Burning Issues – Merimbula” της Δανάης Στράτου, η οποία είναι διεθνώς γνωστή για τις σύνθετες και μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις land art, ανταποκρίνεται πλήρως και με πολιτική οπτική και ευαισθησία στα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας, όπως είναι η ανάγκη διαμόρφωσης μιας κοινωνικής-οικολογικής συνείδησης και η ενίσχυση του καθεστώτος περιβαλλοντικής ευθύνης. Την έκθεση επιμελήθηκε ο Ιστορικός τέχνης Χριστόφορος Μαρίνος, διοργανώνεται από τον ΟΠΑΝΔΑ και διαρκεί μέχρι τις 10 Ιουλίου. Έφτασα στην είσοδο, όπου με υποδέχτηκε η Δανάη Στράτου και πριν αρχίσει την ξενάγηση, μου εξήγησε γιατί ήταν σημαντική η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου. «Ένα κομμάτι έχει να κάνει οπωσδήποτε με την ιστορία. Σε αυτά τα κτίρια φυλάκιζαν και βασάνιζαν τους αντιστασιακούς από τη χούντα. Είναι ένας χώρος που συμβολίζει την αντίσταση. Επίσης, αυτό καθεαυτό το πάρκο που αποτελεί τη φύση γύρω από το κτίριο και έχει ευκάλυπτους που έχουν έρθει από την Αυστραλία», σχολιάζει η καλλιτέχνης, σημειώνοντας πως όλα τα δέντρα σε εκείνη την ήπειρο είναι ποικιλίες ευκαλύπτου.
Στεκόμενη στην είσοδο του κτιρίου, βλέπω τις δύο εγκαταστάσεις αριστερά και δεξιά, οι οποίες είναι σε ανοιχτό διάλογο μεταξύ τους. Στα δεξιά μου, όπου βρίσκεται η εγκατάσταση με τίτλο “Burning Issues”, αναδύονται φλόγες. Σαν ιδέα, ξεκίνησε το 2013 με προορισμό μια έκθεση στη Νέα Υόρκη, η οποία είχε σαν βασικό υλικό το χαρτί και θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, την φυλάκιση και την δικαιοσύνη. «Ήταν μια αντίδραση σε όσα ζήσαμε στο Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους, όλα όσα είχαν συμβεί με τις φωτιές στο κέντρο της Αθήνας με τον Γρηγορόπουλο. Στην δική μου ζωή ήταν πρώτη φορά που βίωσα την Αθήνα με συγκρούσεις, με δακρυγόνα, με φωτιές, με την αστυνομία», λέει η Δανάη Στράτου, η οποία βιντεοσκόπησε φλεγόμενα χαρτιά σε αργή κίνηση που «υποδηλώνει την καταστολή μιας κοινωνίας που προσπαθεί να φέρει το κράτος και κάθε εξουσία». Εκείνη η έκθεση δεν έγινε ποτέ.
Στα αριστερά μου, διαβάζω την επιγραφή “Merimbula” και η Δανάη Στράτου κατασκευάζει και εδώ ένα εμβυθιστικό περιβάλλον. «Το 2009-2010 είχα ταξιδέψει στην Αυστραλία για προσωπικούς λόγους και πάντα έχω μαζί μου μια κάμερα, οπότε βιντεοσκοπούσα και ηχογραφούσα όπου κι αν πήγαινα. Το Merimbula είναι η περιοχή όπου βρίσκεται το αυστραλιανό δάσος κι εγώ το φωτογράφιζα, όχι με κάποιο σκοπό συγκεκριμένο. Ήταν πανέμορφα, ένα τοπίο μαγικό που το διασχίζουν τα ποτάμια, τα οποία χύνονται στον ωκεανό. Δεν ήταν μόνο το τοπίο ονειρικό, αλλά και τα πουλιά, τα bellbirds, όπως λέγονται ήταν πρωτόγνωρα, γιατί είναι μοναδικά εκεί. Κάνουν κάτι μεταλλικούς ήχους, εξ ου και το όνομά τους».
Στις αρχές του 2020, ακούσαμε ότι έχει καεί ολοσχερώς η μισή Αυστραλία στη νοτιοανατολική πλευρά της. «Εκτός από την απίστευτη λύπη και στενοχώρια, αισθάνθηκα και θυμό για το γεγονός ότι μπορεί να γίνονται τέτοιες πυρκαγιές στον πλανήτη, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη αντιμετώπιση, για να μην φτάσουμε εκεί -γιατί υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Όπως βλέπουμε, κάθε χρόνο γίνονται χειρότερες πυρκαγιές, όχι μόνο στην Αυστραλία, αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτό είναι σαφώς αποτέλεσμα της κλιματικής καταστροφής, το οποίο αρνούνται κάποιες κυβερνήσεις να το δουν και να το αντιμετωπίσουν με την σοβαρότητα που πρέπει», δηλώνει, συμπληρώνοντας πως τότε σκέφτηκε να ενώσει τα δύο πρότζεκτ, δημιουργώντας την αναπαράσταση ενός δάσους που δεν υπάρχει πια και αυτό να μπει σε διάλογο με τα φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας που «σε πρώτη ματιά ήταν η φωτιά, αλλά τελικά μιλάει για μία κοινωνική κατάσταση».
Η Δανάη Στράτου με προσκάλεσε να περπατήσω ξυπόλητη πάνω στο χώμα -επηρεασμένη ακόμη από την Patti Smith και το “Dancing barefoot” εννοείται ότι αποδέχτηκα την πρόκληση- και να περιηγηθώ για λίγο μόνη στο δάσος της εγκατάστασης, καθώς οι ήχοι, όπως και το φως άλλαζαν με το χρόνο. Η αστάθεια του πέλματος πάνω στο χώμα, οι ευκάλυπτοι που με περικύκλωναν και μια οροφή που θύμιζε αντικατοπτρισμό κάποιας λίμνης, σε συνδυασμό με τους ήχους πουλιών και ποταμών που άκουγες σε διαφορετικές γωνιές, σε κάνει να βυθίζεσαι ολόκληρη στο Merimbula. Της λέω πως θέλω να ξεκινήσουμε από το 2009 και το 2010 που είπε ότι επισκέφθηκε για πρώτη φορά το δάσος αυτό και της ζητάω να μου πει περισσότερες λεπτομέρειες.
«Τα δέντρα είναι πάρα πολύ ψηλά, άρα είσαι πολύ μικρός μέσα στη φύση. Απλά ήταν όλα αλλιώτικα. Δηλαδή, έχει τους μαύρους κύκνους που τους βλέπεις στο ποτάμι, τα ποτάμια που διασχίζουν το τοπίο αυτό είναι καταγάλανα και σε οδηγούν στον ωκεανό. Είναι σχεδόν σαν ένα γήινο λούνα παρκ, γιατί μπορούσες να μπεις στο ποτάμι και να σε παρασύρει μέχρι τον ωκεανό ή να αισθανθείς την τελείως διαφορετική ενέργεια του ωκεανού που δεν έχει καμία σχέση με την δική μας θάλασσα. Όλο αυτό το βίωμα στην φύση ήταν μια πολύ έντονη εμπειρία», αφηγείται η Δανάη Στράτου, συνεχίζοντας με τον λόγο που βρέθηκε εκεί: «Γνώρισα τον άντρα μου, ο οποίος είχε ζήσει στην Αυστραλια για 12 χρόνια και η κόρη του ζούσε εκεί, αρχίσαμε να ταξιδεύουμε εκεί. Η περιοχή Merimbula ήταν μάλιστα και προστατευμένη περιοχή για την χλωρίδα και την πανίδα της. Δεν είμαι σίγουρη για το νούμερο, αλλά θα στο πω για να καταλάβουμε την κλίμακα. Αν κάηκαν στην Αυστραλία το 2020 40 εκατομμύρια εκτάρια, στον Αμαζόνιο που εγιναν οι μεγάλες πυρκαγιές ήταν 4 και στον Καναδά ήταν 2,5».
Για τον Γιάνη Βαρουφάκη, στοχευμένα δεν της έκανα οποιαδήποτε ερώτηση, γιατί ακόμη κι αν εκείνη είχε όλη την καλή θέληση να απαντήσει, απευθύνομαι στις γυναίκες όχι με την γενική κτητική στο μυαλό μου, όπως έλεγαν οι παλιότεροι για την «γυναίκα του τάδε», αλλά ως αυθύπαρκτες και αυτόφωτες ατομικότητες.
«Η δουλεια μου ξεκίνησε να συνδέεται με το ταξίδι με έναν τροπο. Από μικρό παιδί με ενδιέφερε να μπορώ να ανακαλύψω τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Είχα μανία, ήθελα να δω την γη και το επεδίωκα από νωρίς αυτό, ήμουν τυχερή γιατί και η οικογένειά μου ήταν έτσι, δηλαδή πήγαινα με τους γονείς μου σε ταξίδια, οπότε δεν με φόβιζε το να ταξιδέψω. Σπούδασα στο Λονδινο, σε μια πολύ πολυπολιτισμική πόλη και έμεινα εκεί 6 χρόνια. Υπάρχει μια σειρά έργων τα οποία προέκυψαν μέσα από ταξίδια. Στο πρώτο μου μεγάλο έργο -σε συνεργασία με την Στέλλα Κωνσταντινίδη και την Αλεξάνδρα Στράτου-, το “Desert Breath”, στην Αίγυπτο, ήρθα σε επαφή με έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό για έναν δυτικό άνθρωπο. Με άλλαξε, όχι μόνο το έργο και η εμπειρια του έργου, αλλά και η ζωή στην έρημο και η επαφή με έναν άλλο πολιτισμό», τονίζει .
Κατά την Δανάη Στράτου, «ο δυτικός άνθρωπος πιστεύει ότι ελέγχει τη ζωή, τον κόσμο, το περιβάλλον, όμως εκεί λόγω και της θρησκείας τους, δεν το θεωρούν αυτό καθόλου. Το αντίθετο είναι. Για εμένα, αυτό ήταν μια αρκετά έντονη μετατόπιση, να καταλάβω ότι ο κόσμος είναι πραγματικά τελείως αλλιώς. Τελειώνοντας εκείνο το έργο δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι θα είμαι σε ένα εργαστήριο και θα δουλεύω μόνη μου, αντιμέτωπη με το έργο. Με ενδιαφέρει να είμαι μέσα στην κοινωνία, να είμαι στον κόσμο, να ταξιδεύω και μέσα από αυτήν τη διαδικασία να δημιουργώ», συμπληρώνει. Ακολούθησε μια σειρά έργων. Το “The river of life” για το οποίο η καλλιτέχνης ταξίδεψε σε επτά μεγάλα ποτάμια της γης, καταγράφοντας τη ροή τους ανήκει πλέον στη μόνιμη συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Συγχρόνως, βγήκε η φωτογραφική και ηχητική έκθεση “See through”, ενώ το 2006, έγιναν τα ταξίδια στις επτά διαχωριστικές γραμμές ανά τον κόσμο απ’ όπου βγήκε το “Cut – 7 dividing lines”.
Φτάνοντας στο σήμερα και την έκθεση που τρέχει τώρα στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων με το δάσος Merimbula από τη μία, όσο βρίσκεται κανείς βυθισμένος στην γαλήνη του, από την απέναντι «όχθη», η αίθουσα που φιλοξενεί το “Burning Issues” πετάει φλόγες που ουρλιάζουν και σου μεταδίδουν απευθείας το συναίσθημα ότι δεν υπάρχει μόνο η ηρεμία. Η καλλιτέχνης υπογραμμίζει τον συμβολισμό της φωτιάς. «Είναι πιο πολύ κοινωνική η ιδέα της φωτιάς. Σε αντιπαράθεση με τα δαση, φυσικά σκέφτεσαι τις πυρκαγιές, είχαμε κι εμείς την Εύβοια που κάηκε πέρυσι και όλες τις άλλες πυρκαγιές. Πλέον, το βιώνουμε κι εδώ πολύ, αλλά η ιδέα της φωτιάς ξεκίνησε μέσα από την ιδέα της σύγκρουσης που εχει να κανει τελικα με ενα μεταίχμιο, στο οποίο θεωρώ ότι βρισκόμαστε σαν κοινωνία, το οποίο έχει να κάνει με μια κρίση πολύ βαθύτερη. Όλες αυτές οι κρίσεις, οικονομική, περιβαλλοντική, κοινωνική, πολιτική, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η κοινωνία δυστυχώς πάει στα άκρα. Δεν ζούμε πια στον ίδιο κόσμο που ήμασταν πριν δέκα χρόνια πιστεύω, κοινωνικά, ούτε και περιβαλλοντικά. Δυστυχώς, η τάση πάει σε κάποια ακραία φαινόμενα, ακροδεξιά, απολυταρχικά που δεν φροντίζουν τα θέματα του περιβάλλοντος, ούτε την ευημερία του μεγάλου αριθμού των πολιτών. Η κοινωνία δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους για να εξυπηρετεί τους ανθρώπους, αλλιώς θα ήμασταν ο καθένας μόνος του. Δημιουργήθηκαν οι μεγαλουπόλεις, ήρθε η παγκοσμιοποίηση που τελικά βλέπουμε ότι οδηγεί σε μια κατάσταση αρκετά δυστοπική», αναφέρει η καλλιτέχνης, τονίζοντας ότι εμείς σαν κοινωνία πρέπει να επιλέξουμε ποιο δρόμο θα πάρουμε.
«Ή θα συνεχίσουμε αυτή την δυστοπία και θα επιτρέψουμε στις Εξουσίες να καταστρέφουν την κοινωνία και το επίπεδο της ζωής των πολιτών κι εμείς θα συνηθίζουμε αυτήν την κατάσταση που μόνιμα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, δηλαδή φτωχοποίηση, πόλεμοι, φωτιές, κατεστραμμένο περιβάλλον, θάλασσα που δεν μπορείς πια να κολυμπήσεις. Μας κρατάνε σε ένα επίπεδο χαμηλά, να συνηθίζουμε και να γίνεται αυτό μια κανονικότητα, την οποία δεν θεωρώ σωστή. Ή θα συνειδητοποιήσουμε αυτήν την κατάσταση και θα αντισταθούμε σε αυτήν, θα απαιτήσουμε κάτι διαφορετικό -από εμάς εξαρτάται, γιατί εμείς είμαστε οι πολίτες και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την δύναμη αυτή. Ή θα αφεθούμε σε αυτό το “There is no alternative”, το «Δεν υπάρχει εναλλακτική», γιατί έτσι μας λένε κι εμείς σαν μη σκεπτόμενοι άνθρωποι δεχόμαστε ό,τι μας βάζουν να δεχτούμε, ο,τι μας προπαγανδίζουν.
Μιλώντας για κοινωνικές κρίσεις, για συγκρούσεις και απολυταρχικά καθεστωτα, για την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ο οποίος αναφέρθηκε προηγουμένως, σκέφτομαι ότι πριν λίγες ημέρες αφέθηκε ελεύθερος ο Επαμεινώνδας Κορκονέας. Σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, η αστυνομία κάνει δυσανάλογη χρήση βίας απέναντι στους πολίτες και δολοφονεί, ωστόσο είναι γνωστό ότι Ελλάδα κατέχει εξέχουσα θέση στη λίστα με χώρες όπου θριαμβεύει η αστυνομική βία, αυθαιρεσία και ατιμωρησία. Πώς βλέπει αυτήν την κατάσταση η Δανάη Στράτου; «Ακριβώς όλα όσα σου είπα πριν. Το βλέπω ότι βαίνουμε σε μια συνεχόμενη και πιο ακραία δυστοπία. Ξέρεις, έχω την αίσθηση ότι αυτό που τελικά υπερτερεί στην ανθρώπινη φύση είναι η απληστία κάποιων λίγων και τους επιτρέπεται τελικά να οργανώνουν τον κόσμο, όπως θέλουν εκείνοι. Εμείς ενδίδουμε σε αυτό κι έτσι έχουμε φαινόμενα όπως το να σκοτώνουν ένα παιδί 15 χρονών και μπορούν μετά από λίγα χρόνια να είναι ελεύθεροι. Δηλαδή, η κοινωνία λειτουργεί προς όφελος των λίγων κι αυτό είναι πάρα πολύ προβληματικό, για να το πω ευγενικά».
Η Τέχνη παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση του κόσμου απέναντι σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Ως μια καλλιτέχνης που δεν αποφεύγει την πολιτικοποιημένη πτυχή της, αναρωτιέμαι ποια είναι η γνώμη της Δανάης Στράτου για τον ρόλο που παίζει η εκάστοτε καλλιτέχνης ή επιμελήτρια/επιμελητής μιας έκθεσης -και ποια η ευθύνη- ως προς το πως και που θα φιλοξενηθεί, ως προς το αν εν τέλει ο τρόπος που επικοινωνείται προς το κοινό -δηλαδή αν το αποξενώνει ή αν το προσελκύει- είναι κάτι που (θα έπρεπε να) το λαμβάνει κανείς υπόψη του. «Αυτό είναι ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό ερώτημα κι έχει πολλές πτυχές. Θα προσπαθήσω να αγγίξω μία-δύο. Ας ξεκινήσουμε με το ίδιο το είδος. Τα εικαστικά είναι ίσως το πιο δύσκολο και μη προσβάσιμο είδος. Δηλαδή, πας και ακούς μουσική, είναι άμεση η ικανοποίηση που θα πάρεις, δεν χρειάζεται να την επεξεργαστείς εγκεφαλικά για να καταλάβεις. Ο κινηματογράφος και το θέατρο είναι πιο ευρείας αποδοχής. Τα εικαστικά πάντα είχαν μια άλλη δυσκολία, γιατί ίσως θεωρεί κανείς ότι πρέπει να έχει κάποιες γνώσεις, που δεν είναι απαραίτητο. Προσωπικά, πάντα προσπαθούσα ο τρόπος που κάνω τέχνη να είναι βιωματικός, ώστε να μπορείς να αισθανθείς, με το σώμα και το μυαλό και κυρίως τις αισθήσεις σου αυτό που βλέπεις. Να μην χρειάζεται να είσαι απαραίτητα γνώστης για να μπορείς να την καταλάβεις. Πιστεύω ότι και ένα παιδί πέντε χρονών που δεν έχει ξαναέρθει σε επαφή με την τέχνη, κάτι θα αποκομίσει από εδώ. Θα βγει και κάτι θα καταλάβει. Μετά, αυτό μπορεί να τον κάνει να σκεφτεί και κάτι περισσότερο για το τι ήταν αυτό που είδε ή βίωσε».
Είναι συνειδητή η απόφαση της Δανάης Στράτου να κάνει βιωματική τέχνη και δεν θεωρεί σωστό να πρέπει να διαβάσει κανείς ολόκληρα κείμενα για να αποκωδικοποιήσει και να καταλάβει ένα έργο. Σχετικά με την αποξένωση του κόσμου, θεωρεί ότι παίζει ρόλο και ο τρόπος που λειτουργούν οι χώροι τέχνης, τα μουσεία, τα Ιδρύματα κλπ. «Δυστυχώς, αυτήν την εποχή έχουμε όλα αυτά τα μεγάλα ιδρύματα που έχουν αναπτυχθεί πολύ στην Ελλάδα και αισθάνομαι ότι τους έχει εκχωρηθεί μια πολιτισμική πολιτική. Υπάρχει ένα μονοπώλιο και δεν θέτει κανείς το ερώτημα που βάζεις για το ποια τελικά είναι η εμπειρία που μένει στην κοινωνία. Να μην ξεχνάμε δηλαδή ότι πρόκειται για ιδιωτικούς φορείς. Που είναι το δημόσιο; Γιατί εδώ μιλάμε για έναν χώρο του δήμου και υπάρχουν οπωσδήποτε μειονεκτήματα, διότι δεν υπάρχει ο προϋπολογισμός, δεν γίνεται σωστά η διαφήμιση. Είμαστε μια φτωχή χώρα κι αντίστοιχα αυτό αντανακλά το πως είναι οι δημοτικοί χώροι τέχνης. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι βρίσκεται σε μια κλίμακα πολύ πιο κοντινή σε εμάς, απ’ ότι το να μπεις σε ένα μουσείο που, όπως λες, μπορεί να με τρομάξει να με αποξενώσει, ειδικά άμα δεν ξέρω και δεν έχω έρθει σε επαφή με την τέχνη. Αυτός είναι ο ρόλος των μουσείων και των κρατικών πινακοθηκών που πρέπει να κάνουν μια καλλιέργεια και επιμόρφωση, ώστε να μαθαίνουμε από μικροί και να έχουμε πολύ μεγαλύτερη άνεση και πρόσβαση στην τέχνη, -και συναισθηματικά και ψυχολογικά και εννοιολογικά και μέσα από την γνώση.
Τα έργα της Δανάης Στράτου αφορούν πολύ συχνά το ζήτημα της κλιματικής κατάρρευσης. Πέρα όμως από την τέχνη, έχει σημασία και αντίκτυπο το να δρούμε ως ατομικότητες, ως πολίτες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, όταν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες απειλούν καθημερινά την κλιματική δικαιοσύνη; «Έχει μεγάλη σημασία ο καθένας να είναι συνειδητός για το μέγεθος του προβλήματος κι αντίστοιχα να κάνει αυτό που μπορεί, όμως αυτό με τίποτα δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Αν ωστόσο εμείς δεν πιέσουμε, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, οπότε είναι πάρα πολύ σημαντικά και τα δύο. Από μόνα τους τα μεγάλα συμφέροντα δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι, πρέπει να ασκηθεί τεράστια πίεση από την κοινωνία. Για εμένα, όλα είναι πολιτική επιλογή, από το τι θα φας, το τι θα φορέσεις, το έργο που θα βγει. Όλα είναι πολιτικά. Το να μην τρώμε κρέας μπορεί να έχει μεγάλη διαφορά, γιατί ένα κομμάτι της περιβαλλοντικής καταστροφής έχει να κάνει με το τεράστιο αντίκτυπο της κτηνοτροφίας. Όλη η κοινωνία όμως, μαζικά, πρέπει να συνειδητοποιεί αυτές τις προεκτάσεις και να έχει άποψη. Από εκεί και πέρα, αν οι πολιτικές δεν αλλάξουν και συνεχίσουμε να κάνουμε εξορύξεις στη γη και χρησιμοποιούμε με αυτόν τον τρόπο την ενέργεια, το περιβάλλον θα συνεχίσει να καταστρέφεται και σε λίγο θα είναι μη αναστρέψιμο το πρόβλημα. Σαν άνθρωπος, σκέφτομαι την δική μου ατομική ευθύνη. Ξέρω το ότι έκανα αυτήν την έκθεση δεν θα αλλάξει το οτιδήποτε στην κλιματική αλλαγή, αλλά αισθάνομαι ότι αυτό μπορώ να κάνω και σκέφτομαι την ευθύνη που έχουμε ως γενιά για τον κόσμο που θα αφήσουμε στα παιδιά μας.
Όλα αυτά τα προβλήματα συνδέονται για την εικαστικό. «Είναι μια αλληλένδετη κρίση με πάρα πολλά πρόσωπα, η οποία έχει να κάνει τελικά με τον καπιταλισμό, ο οποίος προφανώς βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο. Έχει αλλάξει, έχει μεταμορφωθεί. Δεν είμαι οικονομολόγος, ούτε έχω απαντήσεις για αυτά, απλά ξέρω ότι αυτήν τη στιγμή πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι γίνεται, να ενημερωνόμαστε και να πιέζουμε προς τη σωστή κατεύθυνση».
Εκτός από καλλιτέχνης, η Δανάη Στράτου είναι και προέδρος του mέta – του Κέντρου Μετακαπιταλιστικού Πολιτισμού́, το οποίο μέσα από την τέχνη και την έρευνα εργάζεται στην κατεύθυνση της ρήξης με ένα δυστοπικό παρόν ώστε να φανταστούμε τον κόσμο εκ νέου. «Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που τελειώνει και δεν έχει βρεθεί ακόμη το επόμενο. Εμείς προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε δείγματα που ήδη λειτουργούν και άλλα που μπορούμε να φανταστούμε για το πως θέλουμε να είναι η κοινωνία του μέλλοντος» αναφέρει και μου φέρνει στο μυαλό αυτό που εντοπίζει η Rosi Braidotti στο βιβλίο της Post-human: το γεγονός ότι η αντίληψη που επικρατεί ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από φύση και τα υπόλοιπα -μη ανθρώπινα- ζώα πρέπει να ανατραπεί, αν μιλάμε για μια μετα-καπιταλιστική εποχή ή έναν κόσμο κι έναν άνθρωπο που τον φανταζόμαστε εκ νέου. Είναι κρίσιμο να περάσουμε και σε μια μετα-ανθρώπινη εποχή, όπου δεν θα εκμεταλλευόμαστε ούτε τα ζώα, ούτε τη φύση; Μήπως πρέπει να ξεμάθουμε κάποια πράγματα από το παρελθόν που μας στοιχειώνουν και μας εγκλωβίζουν ακόμη; «Είναι πάρα πολύ αστείο», μου απαντά. «Αν εμείς σταματήσουμε να υπάρχουμε, γιατί πάμε τελείως τυφλά και αν καταφέρουμε να καταστρέψουμε τον εαυτό μας, η γη μια χαρά θα επιβιώσει και τα ζώα. Έχουμε νοημοσύνη, το τι είδους νοημοσύνη έχουμε μένει να κριθεί. Δεν είμαι τόσο αισιόδοξη», μου λέει γελώντας, απλά για να συμπληρώσει μονομιάς ότι είναι τελικά και λίγο αισιόδοξη. «Αγαπάω τον άνθρωπο, απλά βλέπω ότι είμαστε σε πολύ πρωτόγνωρο στάδιο και δεν έχουμε καταλάβει ακόμη τη δύναμη ούτε της φύσης, ούτε της καλής πλευράς της ανθρωπότητας. Ή έχουμε μέλλον ακόμη για να φτάσουμε στο καλύτερο σημείο που μπορούμε σαν είδος ή είμαστε προς το τέλος και τα έχουμε πάει χάλια».
Αυτή η κοινωνικοπολιτική και κλιματική κατάσταση δημιουργεί το κλιματικό άγχος, το οποίο κατακλύζει ειδικά τη νέα γενιά. «Στη γενιά σας είναι πολύ έντονο -και πολύ σωστά. Εμείς δεν το είχαμε αυτό μεγαλώνοντας. Το βλέπω και στα παιδιά μου και παντού γύρω στην κοινωνία και αισθάνομαι ότι έχουμε μια ευθύνη απέναντι σε όλο αυτό». Έχουμε όμως και μια ευθύνη να καλλιεργήσουμε και ένα έδαφος που θα δίνει χώρο και σε λίγη θετικότητα σε όλη αυτήν την πολύπλοκη και πολυπρόσωπη κρίση; «Είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι αρκετό. Έχει σημασία το να εμψυχώνουμε και το να δείχνουμε μέσα από θετικά παραδείγματα ότι μπορεί να γίνει το καλό. Αυτό δεν πρέπει να το χάσουμε. Για αυτό και μέσα από τη δουλειά μου, προσπαθώ μέσα από την ομορφιά να δείξω κάτι δύσκολο και τραγικό. Πρέπει όμως να γίνονται πράξεις και καμιά φορά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έρθουμε σε ρήξη για να γίνει κάτι καλό. Στην ιστορία έχει αποδειχθεί ότι μέσα από τη ρήξη έρχεται η αλλαγή κι όχι το αντίστροφο. Δηλαδή, ωραίο είναι να φανταζόμαστε κι εγώ πιστεύω ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι καλοί από τη φύση τους κι ότι κανείς που κάνει κακό δεν το συνειδητοποιεί. Δεν αρκεί όμως αυτό πια εδώ που είμαστε. Αν δεν είμαστε έτοιμοι να έρθουμε σε ρήξη, τότε παραδίδουμε τα όπλα. Με τη ρήξη, εννοώ αντίσταση. Με ειρηνικό τρόπο, όπως μας έδειξε ο Γκάντι. Είμαι εναντίον του πολέμου, εννοείται. Δεν χρειάζεται να πας σε πόλεμο, μπορείς απλά να σταματήσεις εκεί που είσαι και να μη μετατοπιστείς μέχρι να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει -το σωστό».
Μιλάμε για δυστοπία και δεν μπορώ να μην αναφερθώ σε μία από τις πιο πρόσφατες δυστοπικές εξελίξεις στον δυτικό κόσμο, όπως ήταν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στις ΗΠΑ για την απαγόρευση της άμβλωσης. «Τι να πω; Πάμε πίσω στον Μεσαίωνα; Σίγουρα η αμερικανική κοινωνία είναι μια πάρα πολύ συντηρητική κοινωνία, όμως οντεύουμε να χάσουμε δικαιώματα για τα οποία παλεύαμε για χρόνια. Είναι μια κίνηση κατά όλων των ανθρώπων, κατά της ελευθερίας. Είναι τραγικό αυτό που γίνεται. Κερδίζουν οι ακροδεξιές δυνάμεις τώρα. Για αυτό έχει σημασία η ψήφος μας. Αν έχουμε σαν δημοκρατία ένα όπλο, αυτό είναι η ψήφος μας, οπότε πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί που ρίχνουμε την ψήφο αυτή. Πρέπει να υπάρχει η εκπαίδευση, η κριτική σκέψη, να ξέρουμε τι μας συμβαίνει και μόνο τότε μπορεί να έρθει μια αλλαγή προς το καλύτερο και να δρομολογηθούν τα πράγματα προς μία θετική κατεύθυνση».