Η πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη Αμάντα Μιχαλοπούλου έγραψε μια νουβέλα ενηλικίωσης για το τέλος των φύλων και την ερμαφρόδιτη φύση του ανθρώπου και ταυτόχρονα την ιστορία του τέλους του κόσμου όπως τον ξέρουμε. Το «Η Μεταμόρφωσή της» είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο, που παλεύει με τα στερεότυπα των φύλων, της οικογένειας, της σεξουαλικής αγωγής, της αυθεντίας κάθε είδους.
Εδώ η συγγραφέας μας μιλάει ευθέως για όλα αυτά, αλλά και για την έμπνευση, τους κινδύνους της λογοτεχνίας, τις συγγραφικές εμμονές της, τη μεγαλύτερη δυσκολία για έναν συγγραφέα, για το ποια πράξη θεωρεί επαναστατική σήμερα και για την εποχή μας, που «μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται»…
Η πρωταγωνίστρια της νουβέλας σας, η Σάσα, είναι φοιτήτρια ιατρικής και ένα πρωινό, ξυπνώντας από έναν εφιάλτη, θα διαπιστώσει ότι – αναίτια και ξαφνικά- έχει αλλάξει φύλο. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει από τη μεταμόρφωσή της, είναι το πώς θα συνεχίσει τη ζωή της αλλάζοντας εντελώς τον κοινωνικό της ρόλο. Πώς σας ήρθε η ιδέα για ένα τόσο δύσκολο θέμα; Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε γράφοντας το «Η μεταμόρφωσή της»;
Δεν ξέρω αν υπάρχουν εύκολα θέματα, ούτε από που έρχονται οι ιδέες. Πάντως, τo φύλο, η κοινωνική επιτέλεση και η σεξουαλικότητα με απασχολούσαν στη μυθοπλασία από το 1994. Το πρώτο μου διήγημα το έγραψα με ανδρικό ψευδώνυμο. Ο πρώτος μυθιστορηματικός ήρωάς μου, ο Ηλίας Ξένος, στο «Γιάντες», είναι ομοφυλόφιλος, η αδερφή του σήμερα θα ήταν κουήρ και οι αστυνομικές ιστορίες που έχω γράψει, εκεί γύρω στο μιλένιουμ, έχουν όλες για ήρωα τη Δώρα, μια λεσβία αξιωματικό της αστυνομίας. Πάντα με ενδιέφεραν ζητήματα ταυτότητας και η διεκδίκηση της ελευθερίας. Δεν υπάρχει κουήρ λογοτεχνία, υπάρχει κουήρ θεματική στη λογοτεχνία. Aκριβώς όπως δεν υπάρχει εθνική λογοτεχνία, υπάρχει λογοτεχνία που γράφεται από ανθρώπους που τυχαίνει να έχουν μεγαλώσει στην Ελλάδα, να μιλάνε την ίδια γλώσσα. Και δείτε πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται τη γλώσσα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος με την αντιπροσώπευση είναι το τσουβάλιασμα – το να συστοιχίζουμε καλά, μέτρια και κακά δείγματα γραφής πίσω από ταμπέλες. Στην τέχνη, η προσωπική ζωή δεν νομιμοποιεί το αποτέλεσμα. Μόνο το αποτέλεσμα νομιμοποιεί το αποτέλεσμα. Η μεγαλύτερη δυσκολία για μένα είναι πάντα γλωσσική. Θα ήθελα να χρησιμοποιώ τη γλώσσα με τον ίδιο τρόπο που μια σοπράνο χρησιμοποιεί τη φωνή της.
Γεννηθήκαμε σε μια εποχή με αυστηρά οριοθετημένη κατασκευή φύλου. Το φύλο είχαμε μάθει να το πραγματοποιούμε, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Τι έχει αλλάξει σήμερα; Και, κυρίως, τι πρέπει να αλλάξει για να ελαχιστοποιηθεί η καταπίεση;
Μακάρι να ήξερα. Προσπαθώ να αναψηλαφίσω μέσω της αφήγησης αυτό που θέλει ή μπορεί ν’ αλλάξει μέσα μας. Είδατε, δεν λέω πρέπει. Η αλλαγή δεν έρχεται με καταπίεση, αλλά με βαθιές ασυνείδητες επιθυμίες που ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Δεν είμαι πολιτικός, δεν είμαι καν τραγουδίστρια που μπορεί να ενώσει τους ανθρώπους αυθωρεί και παραχρήμα σε ένα κοινό συναίσθημα. Στη λογοτεχνία κάνουμε πειράματα, ιλιγγιώδεις υποθέσεις για να δούμε αν στέκουν. Το συγκεκριμένο βιβλίο ζητούσε βροχή και λάσπη. Ζητούσε σύγχυση ταυτοτήτων από την οποία θα προέκυπταν νέες ταυτότητες. Στη ζωή τα πράγματα λειτουργούν αλλιώς. Παλεύουμε να ξεριζώσουμε όσα μας έμαθαν: τι θα πει γυναίκα και τι άντρας, πώς πρέπει να φερόμαστε, γιατί το να φαίνεσαι είναι πιο σημαντικό από το να είσαι. Για τη δική μου γενιά, ήταν κουραστικό αυτό το θέατρο: η ακαταμάχητη γυναίκα, ο ακαταμάχητος άντρας. Μακάρι να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας και στους άλλους ανθρώπους να είναι ό,τι θέλουν να είναι. Πώς μπορείς να ξέρεις τι είσαι, όταν σου λένε διαρκώς τι επιτρέπεται; Και ποιος είναι αυτός που απαγορεύει;
Η πατριαρχία είναι εσωτερικευμένη σε πάρα πολλά θέματα, όπως είναι το πάλαι ποτέ αρχέγονο «παιχνίδι της γοητείας», με την ίδια την έννοια της γοητείας να βασίζεται σε στερεότυπα και κοινωνικούς καταναγκασμούς. Μπορούμε να απελευθερωθούμε από στερεότυπα που έχουν δημιουργηθεί σε βάθος χρόνου; Και με τι κόστος;
Το πώς έζησε η δική μου γενιά το έχει εκφράσει συναρπαστικά η Άνν Κάρσον: “The man has a theory. / The woman has hipbones”. Εγώ έτσι μεγάλωσα. Έπρεπε να ζεις σε δυο ταχύτητες ως γυναίκα: να είσαι έξυπνη και να κάνεις τη χαζή. Και καθώς έκανες τη χαζή, είχες επίγνωση ότι έκανες τη χαζή, γεγονός που σε έκανε ακόμη πιο έξυπνη, αλλά σιωπηλά, μελαγχολικά έξυπνη. Αυτά τα θέματα δεν συζητιόντουσαν, η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα ήταν κάτι σαν υπνοπαιδεία, ή σαν μάθημα μπαλέτου για τα κορίτσια και καράτε για τα αγόρια. Κι έτσι υπέφεραν και τα κορίτσια και τα αγόρια και τα αγοροκόριτσα.
Πριν από μια δεκαετία δεν έβλεπες μια γυναίκα παχουλή να κυκλοφορεί με μίνι. Υπήρχαν ειδικές μπουτίκ, “ρούχα για παχουλές”. Το 1990 τα κορίτσια κυκλοφορούσαν με πουλόβερ στους γοφούς για να κρύβουν τα περιττά κιλά. Ως προς αυτές τις δικτατορίες της καθημερινής ζωής, υπάρχει σημαντική βελτίωση. Βέβαια υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι, το είδαμε και με τη γλωσσική “επιδιόρθωση” του Ρόαλντ Νταλ. Πρωτοφανείς ταχτικές. Κάνε ό,τι θες, αλλά άσε και τον άλλο να υπάρχει. Και μην σαρώνεις και το παρελθόν με τον οδοστρωτήρα της πολιτικής σου υπερ-ορθότητας. Γιατί να μη χρησιμοποιούμε τη λέξη χοντρός; Το τελευταίο βιβλίο της Σίρι Χούστβεντ αρχίζει με την χοντρή της γιαγιά. Γιατί είναι προσβλητικό να είσαι χοντρός; Δεν είναι πιο προσβλητικό να θεωρούμε ότι είναι προσβλητικό; Σε λίγο θα αρχίσουμε να χάνουμε τις λέξεις που αντιστοιχούν στα πράγματα.
Αυτός είναι ο νέος ορισμός της μελαγχολίας: να μην υπάρχει ανοχή και χιούμορ και φαντασία, παρά μόνο δυο στρατόπεδα και να πρέπει να διαλέξεις. Μήπως να σκεφτούμε εκτός από το μη δυαδικό φύλο και τη μη δυαδική κοσμοθεωρία;
Στο «Η μεταμόρφωσή της» φαίνεται ότι η πατριαρχία καταπιέζει και τους άντρες. Το ισχύον μοντέλο είναι δυσλειτουργικό και καταπιεστικό – μάλλον, για όλους. Προς ποια κατεύθυνση, όμως, πρέπει να αναζητηθεί η διέξοδος; Πώς μπορούμε να χτίσουμε έναν σύγχρονο «μεταφυλετισμό» (post–genderism); Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο -σχετικά- ανώδυνα;
Καμιά μεγάλη αλλαγή δε γίνεται ανώδυνα. Θέλει χρόνο. Ειδικά σε συντηρητικές κοινωνίες όπως η ελληνική. Η Βόρεια Ευρώπη δεν μιλάει πια για κουήρ, επειδή το κουήρ μανιφέστο έχει απορροφηθεί πλήρως, ανήκει στην κανονικότητα. Οι Σουηδοί έχουν το hen (το ουδέτερο γένος) εδώ και πολλές δεκαετίες. Στην Ελλάδα όταν κάποιος πει δημοσίως κάτι που δεν αρέσει στην πλειοψηφία, στα χρηστά ήθη, αρχίζει το κράξιμο, πέφτουν να τον φάνε. Και έχουμε αυτή τη μανία με τις ταυτότητες που έλεγα πριν: Ό,τι γινόταν με τη Δεξιά και την Αριστέρα γίνεται τώρα με τα πάντα, ακόμη και με τις πολιτικές φύλου.
Αλλά και εδώ υπάρχει η άλλη πλευρά: ένα τρανς άτομο με ρώτησε αν έχω μιλήσει με τρανς για τη φυλομετάβασή τους πριν γράψω τη «Μεταμόρφωσή της». Μα η ηρωίδα μου δεν έχει δυσφορία φύλου, του λέω, ούτε παίρνει ορμόνες. Ξυπνάει μια μέρα στο σώμα ενός αγοριού ακριβώς όπως ο Γκρέγκορ Σάμσα, ο ήρωας του Κάφκα, ξυπνάει στο σώμα μιας κατσαρίδας. Δεν γράφω ρεαλιστική ιστορία. Η νουβέλα είναι μια αλληγορία για το τέλος των δυαδικών σχημάτων που περνάει, ωστόσο, μέσα από απολύτως δυαδικά σχήματα – αυτό με καίει εμένα, το πώς μεγαλώσαμε στην εποχή μου, πώς αυτοπεριοριστήκαμε. Και τέλος πάντων, δεν γράφω φίλε μου κυριολεκτικά, δεν γράφω για την τρανς εμπειρία. Μα ακόμη κι αν έγραφα δηλαδή, η εμπειρία του τρανς ατόμου που θα περιέγραφα μπορεί να μην ταυτίζεται με τη δική σου. Ακριβώς όπως στην ετεροκανονικότητα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Τι είμαστε, ρομπότ; Αυτός είναι ο νέος ορισμός της μελαγχολίας: να μην υπάρχει ανοχή και χιούμορ και φαντασία, παρά μόνο δυο στρατόπεδα και να πρέπει να διαλέξεις. Μήπως να σκεφτούμε εκτός από το μη δυαδικό φύλο και τη μη δυαδική κοσμοθεωρία;
Στη χώρα μας γυναικεία λογοτεχνία δε σήμαινε λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες ή φεμινιστική λογοτεχνία, αλλά ροζ λογοτεχνία – αυτή ήταν η εξίσωση για δεκαετίες.
Υπάρχει σύγχρονη ελληνική γυναικεία λογοτεχνία που να αμφισβητεί το φύλο ή τη μητρότητα και να καταδεικνύει κοινωνικούς καταναγκασμούς πίσω από αυτά;
Οι μεγαλύτερες στην ηλικία γυναίκες συγγραφείς στη χώρα μας υπερασπίστηκαν σθεναρά το άφυλο στη λογοτεχνία. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν δίπλα στους άντρες συναδέλφους τους. Στη χώρα μας γυναικεία λογοτεχνία δε σήμαινε λογοτεχνία που γράφεται από γυναίκες ή φεμινιστική λογοτεχνία, αλλά ροζ λογοτεχνία – αυτή ήταν η εξίσωση για δεκαετίες. Την περασμένη δεκαετία είχε οργανωθεί ένα συνέδριο για το φύλο στη λογοτεχνία και όλες οι ομιλήτριες έλεγαν “δεν νιώθω γυναίκα όταν γράφω”, κι έλεγα μέσα μου, τι διάολο συμβαίνει, αφού νιώθουν ότι δεν αποκλείστηκαν, ότι δεν γράφουν με το σώμα τους, κάτι θα ξέρουν, ίσως κάνω λάθος εγώ.
Μετά ξεκίνησε το MeToo που έφερε μαζί του νέα επίγνωση φύλου, επήλθε μαζική μετατόπιση και το γυναικείο σώμα άρχισε να τρέμει και να εκφράζει το παρελθόν του, τους φόβους του, τη χειραφέτησή του. Ξεκίνησαν ριζοσπαστικές συζητήσεις. Και δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια ρήξη και με το πατριαρχικό λογοτεχνικό μοντέλο, με τους πάπες της λογοτεχνίας και μερικές πάπισες που φοράνε ακόμη πιο μεγάλες τιάρες και γράφουν σχεδόν αποκλειστικά για έργα ανδρών.
Παντρεύεσαι το βιβλίο σου και το βιβλίο σου εσένα. Η συμβίωση έχει τα βάσανα της καθημερινότητας. Μια σ’ αγαπώ, μια βαριέμαι, και πρέπει να είσαι ειλικρινής, επινοητική και θαρραλέα για να αντέξει ο γάμος.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τη «Μεταμόρφωσή της»; Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης, αλλά και ποιες -ενδεχομένως- οι λογοτεχνικές αναφορές της νουβέλας σας;
Κυρίως ο Κάφκα και το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ. Νομίζω πως οι δυο τους τα έχουν πει όλα για τις ταυτότητες γιατί έχουν μιλήσει συμβολικά, μεταμορφωτικά. Και κυρίως, όχι δημαγωγικά. Μα και ο Γιάννης Μπεράτης που γράφει στον Σωσία, “ίσως να είναι πολύ πιο εύκολο να χάσεις τον εαυτό σου όταν δεν έχεις πολύ εαυτό”. Ξεκίνησα με ένα όνειρο: η Σάσα ξυπνάει ως αγόρι χωρίς να το επιδιώξει. Ήθελα να παρακολουθήσω τι θα της συμβεί, πώς θα ζήσει. Και πώς η δική της μεταμόρφωση θα μεταμορφώσει και τους άλλους γύρω της. Επειδή μια μεταμόρφωση συμπαρασύρει πάντα τους άλλους. Άλλωστε «Η Μεταμόρφωσή της» είναι κυρίως μια ερωτική ιστορία. Η συνάντηση δύο ανθρώπων που έχουν χάσει τον εαυτό τους και τον ξαναβρίσκουν.
Αλήθεια, τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η στιγμή που αποφασίζετε ότι μπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση μιας ιστορίας; Πώς αντιλαμβάνεστε την έμπνευση;
Υπάρχει μια στιγμή αστραφτερή, λες και η ιδέα κατεβαίνει με αόρατα σκαλοπάτια από τον ουρανό. Αλλά δεν διαρκεί. Ζεις πυρετωδώς και μετά έρχεται η ώρα του γάμου: δίνεις μια υπόσχεση πίστης στο βιβλίο και το βιβλίο σε σένα. Είναι σοφό το κείμενο του πολιτικού γάμου για τις δυσκολίες της ζωής: “Ο γάμος που σας ενώνει, σας επιβάλλει την ταύτιση των τυχών σας”. Παντρεύεσαι το βιβλίο σου και το βιβλίο σου εσένα. Η συμβίωση έχει τα βάσανα της καθημερινότητας. Μια σ’ αγαπώ, μια βαριέμαι, και πρέπει να είσαι ειλικρινής, επινοητική και θαρραλέα για να αντέξει ο γάμος.
Τι είναι η λογοτεχνία για έναν συγγραφέα; Διέξοδος ή πηγή βασάνων; Μια μορφή απελευθέρωσης από την καθημερινότητα ή υποδούλωση στο ίδιο το έργο;
Είναι ένας γάμος που ξεκινάει από παράφορο έρωτα. Πρέπει να το σέβεσαι το βιβλίο σου και να μην το εγκαταλείπεις στις δύσκολες στιγμές. Είναι μια εκούσια υποδούλωση, ναι. Και επίσης μια συμφωνία ότι θα ζεις διπλή ζωή: θα τρως, θα κοιμάσαι, θα αγαπάς και θα φροντίζεις τους ανθρώπους σου και ταυτόχρονα θα φροντίζεις και το βιβλίο. Είναι πιο δύσκολη δουλειά για τις γυναίκες που θεωρούνται ακόμη αδερφές νοσοκόμες, πηγές τρυφερότητας και γενναιοδωρίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Γι’ αυτό την κάνουν καλύτερα όταν έχουν συντρόφους που τις στηρίζουν.
Η λογοτεχνία ενέχει κινδύνους; Υπάρχει κάτι που διακινδυνεύετε γράφοντας;
Η λογοτεχνία είναι επικίνδυνη και για όσους γράφουν και για όσους διαβάζουν. Αναταράξεις, καθυστερήσεις, αλλαγές πορείας – σαν να πιλοτάρεις αεροπλάνο και να πρέπει επιπλέον να φτάσεις σε έναν προορισμό που δεν σου έχουν φανερώσει από την αρχή. Σαν να σε έχει προσλάβει ένας μαφιόζος- κι εδώ που τα λέμε είναι μεγάλη μαφία το ασυνείδητο. Έχεις το πιλοτήριο μπροστά σου γεμάτο φωτάκια αλλά δεν ξέρεις από αεροπλάνα, βλέπεις πάλι ένα από αυτά τα απελευθερωτικά και τρομακτικά όνειρα πτήσης.
Όταν γράφω ένα βιβλίο κινούμαι σε ένα φάσμα που περιλαμβάνει τα πάντα, από μεγαλομανία ως πλήρη απαξίωση εαυτού. Δεν είναι ευχάριστη ψυχολογική κατάσταση. Κι όσο μεγαλώνεις χειροτερεύει. Στα νιάτα σου τρέφεσαι με αχαλίνωτα όνειρα επιτυχίας, μετά πρέπει να βρίσκεις μέσα σου ανανεωτική δύναμη για να προχωράς. Εμένα με βοηθούν πολύ οι μαθητές μου στη δημιουργική γραφή. Μου ξαναθυμίζουν τι σημαίνει να ξεκινάς από την αρχή, σαν άγραφο βιβλίο.
Κατά βάθος υπάρχουν συγγραφικές εμμονές πίσω από το έργο σας; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, γρίφους και αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή, γράφοντας, να επιλύσετε;
Η λογοτεχνία είναι διαπραγμάτευση μιας εμμονής. Κοιτάς την εμμονή σου στο μικροσκόπιο, μετά απομακρύνεσαι και αλληθωρίζεις. Σε άλλο βιβλίο γυρνάς γύρω από την εμμονή σου σαν να είναι άγαλμα, σε άλλο μπαίνεις μέσα της σαν να είναι κύμα. Αλλά πάντα σε απασχολεί κάτι που δεν έλυσες και εμφανίζεται στο δρόμο σου μεταμφιεσμένο. Ο βαθύς πυρήνας για μένα είναι ο ίδιος: γιατί ζούμε όπως ζούμε. Από φόβο, συνήθεια, εγκατάλειψη στις συνθήκες; Αλλά αυτά είναι φιλολογική συζήτηση αν δεν βρεθεί μια βασανιστική εικόνα. Αυτή τη φορά είδα τη Σάσα να ξυπνάει σε ένα ανδρικό σώμα. Έζησα μέσα στο σώμα και στο μυαλό της. Περισσότερο ήμουν μαζί της, παρά με τον εαυτό μου. Πώς μπορούμε να ζήσουμε ελεύθερα χωρίς να παραβιάζουμε την ελευθερία των άλλων; Αυτό με απασχολεί. Αυτό κάνουν τα δυο αδέρφια στο «Γιάντες», αυτό κάνει ο μυστικοπαθής δάσκαλος στο «Πώς να κρυφτείς», αυτό κάνει η «Γυναίκα του Θεού» και η Σάσα της «Μεταμόρφωσης». Και αυτό προσπαθώ να κάνω κι εγώ στο «Μπαρόκ», τη μυθοπλασία της ζωής μου.
Τι σας αγχώνει περισσότερo στη διαδικασία της συγγραφής ενός βιβλίου; Αλλά και ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν συγγραφέα;
Κάθε φορά πρέπει να ξαναμάθεις να γράφεις, από την αρχή, για να μη συντριβείς και εσύ και η ιστορία σου.
Έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας, σε σχέση με το πώς βλέπετε τα πράγματα στον κόσμο;
Δεν θα το έλεγα όφελος, θα το έλεγα ευκαιρία. Ξαναπιάνεις από την αρχή το μέγα ερώτημα, το γιατί και το πώς της ζωής, και παίζεις σαν παιδί που ρωτάει «τι θα γινόταν αν»;
Λογοδοτούμε στο μέλλον για το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας.
Πώς βλέπετε τα πράγματα στις μέρες μας; Η περσινή εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σήμανε το τέλος μιας εποχής. Πώς αντιλαμβάνεστε την επόμενη μέρα;
Έγραψα το τελευταίο μέρος της «Μεταμόρφωσής της» στο Baltic Center for Writers, στο σουηδικό νησί Γκότλαντ, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Γίνονταν εκείνες τις μέρες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Βαλτικής, τα ρωσικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από το κεφάλι μας. Δεν περιγράφεται η ανατριχίλα, ο τρόπος που φτεροκοπούσαν τα ψαροπούλια μόλις ηχούσαν οι σειρήνες. Ήταν πρόβα πολέμου. Και όλο το Γκότλαντ σπαρμένο με μπούνκερ από προηγούμενους πολέμους που τώρα αποκτούσαν ξανά τη σημασία τους ως καταφύγια.
Το βιβλίο μου άλλαξε δραστικά λόγω του πολέμου. «Η Μεταμόρφωση της» ξαναγράφτηκε με έναν Κατακλυσμό στον πυρήνα της. Η ιστορία σκοτείνιασε, επιβράδυνε βήμα. Με ρωτούσαν αν η επιβράδυνση συνδεόταν με την πανδημία. Δεν ξέρω. Νομίζω ότι συνδέεται και με τα μαχητικά αεροπλάνα, με τη σκέψη της καταστροφής.
Εσάς ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία σήμερα; Αλλά και ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά της, σε αυτήν τη συγκυρία; Υπάρχουν περιθώρια για εμπράγματη αισιοδοξία;
Το περιθώριο αισιοδοξίας έρχεται πάντα από το μέλλον. Λογοδοτούμε στο μέλλον για το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Αναθρέψαμε ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους με ενσυναίσθηση, με λογική και ευαισθησία; Τότε αφήνουμε μια παρακαταθήκη αισιοδοξίας για το μέλλον. Ταυτόχρονα φροντίζουμε το παρόν. Κάθε μέρα φτιάχνουμε τη ζωή μας. Επιδιορθώνουμε, συγχωρούμε, προχωράμε.
Ποια πράξη θεωρείτε επαναστατική σήμερα;
Την αγάπη, την αλληλεγγύη, την ελπίδα. Και τη δημιουργία που είναι όλα αυτά μαζί.
Και μια τελευταία ερώτηση: εάν βάζατε έναν τίτλο στην εποχή μας, αυτός ποιος θα ήταν;
Μήπως να κρατήσουμε τον δικό μου τίτλο; «Η Μεταμόρφωσή της»; Επειδή, θέλοντας και μη, η εποχή μας, μεταμορφώνει και μεταμορφώνεται.